Monday 27 February 2017

Γράμμα από την Αθήνα. Το Ψυγείο Πάγου που χάραξε την πορεία της Ζωής μου


Του Νίκου Θεοδωράκη


     Δώδεκα χρονώ ήμουνα τότε. Λίγο πριν βγω από το Δημοτικό και μπω στο Γυμνάσιο. Το σπίτι μας, ένα υπόγειο σε ένα τρίπατο αρχοντικό της Πατησίων, με μαρμάρινες σκάλες και ψηλή βαριά δίφυλλη εξώπορτα που σε έμπαζε στο υπερυψωμένο ισόγειό του και από τη μαρμάρινη σκάλα ανέβαινες στα πάνω πατώματα, όπου έμενε η ιδιοκτήτρια, η καλή Κυρία Σ. με τα -πιο μεγάλα- από μένα παιδιά της, αφού ο Κύρης της είχε φύγει από τη ζωή αφήνοντάς τους μεγάλη περιουσία.
     Ο πατέρας μου θαλασσοδερνόταν με τα καράβια, κατώτερο πλήρωμα ήταν, εργάτης της θάλασσας, και 5-6 φορές το χρόνο τον βλέπαμε για λίγες μέρες κάθε φορά και μας έφερνε καλούδια για να τα φορέσουμε ή να παίξουμε μαζί τους, μέσα σε κάτι μεγάλες τσάντες με ξένα γράμματα που δε μπορούσα, δεν ήξερα, να τα διαβάσω αλλά ταξίδευαν τα παιδικά μου όνειρα σε έναν άλλο κόσμο. Το "φωταγωγημένο" και "πλούσιο" κόσμο της Αμερικής που τον έβλεπα στις κάρτες που μας έστελνε με το ταχυδρομείο! Είχε μπαρκάρει από ανάγκη για να ξοφλήσει τα χρέη που του άφησε το μαγαζί -ένα καφενεδάκι στο Φάληρο, στην παραλία κάπου απέναντι από το γήπεδο Καραΐσκάκη- που το είχε ανοίξει "για να γίνουμε και μεις άνθρωποι", όπως μου έλεγε τα κατοπινά χρόνια που μεγάλωσα, αλλά έπεσε έξω... 

Thursday 23 February 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Αναμνήσεις από τις αποκριές των παιδικών μου χρόνων.

Της Άρτεμης Καλογήρου


     Οι αποκριές ήταν τρανή γιορτή για τα παιδιά. Μικροί και μεγάλοι ξεφάντωναν στους δρόμους, τα καφενεία και τα σπίτια. Οι ζουρνάδες και τα τύμπανα έδιναν τον παλμό και ο χορός κρατούσε καλά. Οι μασκαράδες με τα χωρατά τους και τα πειράγματά τους, ξεσήκωναν όλο τον κόσμο. Οι πιο οργανωμένοι κρατούσαν τα τοπικά έθιμα και ανάλογα με την καταγωγή τους ακολουθούσαν τους Καπεταναραίους ή ακολουθούσαν την αναπαράσταση του βλάχικου γάμου. Εμείς οι πιτσιρικάδες ντυνόμαστε καρναβάλια και πηγαίναμε σε φιλικά και συγγενικά σπίτια καθώς και σε παιδικούς αποκριάτικους χορούς.

     Όταν ήμουν πολύ μικρή, ντυνόμουν μικρή Βεροιώτισσα. Υπήρχε μια οικογενειακή λιλιπούτεια στολή που είχε όμως όλο τον εξοπλισμό μιας αυθεντικής Βεροιώτικης φορεσιάς. Κισμιρένιο πουκάμισο, πλισεδοτό λουλουδάτο φουστάνι, τραχηλιά, ποδιά, μεταξωτό ζωνάρι, λιμπαντί (κοντή ζακέτα) και «φακιόλι» με μαργαριτάρια.

Monday 20 February 2017

Γράμμα από την Αθήνα. Κυψέλη - Ταξίδι στην γειτονιά των παιδικών μου χρόνων


Της Μαρίας Κορτέση


      Σαν να μην πέρασε μια μέρα... Το σπίτι μου, εκεί που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, παραμένει αλώβητο από τον χρόνο, στο δρόμο - σκάλα, την οδό Σαντοβίτσης στην Κυψέλη. Διώροφο, με πράσινα παντζούρια στα μικρά του μπαλκονάκια και μαύρο σιδερένιο σκελετό και αδιάφανο κρύσταλλο στην εξώπορτα.
     Μόνο ο δρόμος άλλαξε. Τα διώροφα σπίτια με τις αυλές και την ξεχωριστή ομορφιά του το καθένα χάθηκαν και τη θέση τους πήραν συνηθισμένες, απρόσωπες πολυκατοικίες. Άλλαξαν όμως και τα σκαλιά του δρόμου. Σήμερα είναι μια όμορφη σκάλα με καλοφτιαγμένα συμμετρικά σκαλοπάτια, ενώ στις δύο πλευρές της υπάρχουν παρτέρια με όμορφα λουλούδια και δέντρα.
     Τότε τα σκαλοπάτια ήταν εντελώς ασύμμετρα. Άλλα ψηλότερα, άλλα χαμηλότερα, άλλα στρωμένα με τσιμέντο και άλλα με πέτρες. Μερικά στα παιδικά μου μάτια φαίνονταν τεράστια και σχεδόν σκαρφάλωνα για να φτάσω στην είσοδο του σπιτιού μου.
     Το χειρότερο όμως ήταν όταν έβρεχε. Ο δρόμος μας μετατρεπόταν σε χείμαρρο που πάνω στις πέτρες των σκαλοπατιών εναπόθετε και άλλες που κουβαλούσε από την πάνω γειτονιά. Αν τύχαινε εκείνη να γυρίζω από το σχολείο την ώρα της νεροποντής, παιδάκι της Α΄ – Β΄ Δημοτικού, έπρεπε να καταβάλω προσπάθεια για να μη με πάρει το ρέμα που σχηματιζόταν, κρατώντας πάντα ψηλά την σχολική μου τσάντα για να μη βραχούν τα βιβλία, ενώ τα μικρά μου ποδαράκια έπλεαν στις γαλότσες μου, που γέμιζαν νερό. Όταν έφτανα στο σπίτι, τις πιο πολλές φορές ήμουν ολόκληρη μούσκεμα.

Thursday 16 February 2017

Γράμμα απ' το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια (Η δικατορία πλησιάζει).

Του Παντελή Γουλάρα


     Η ζωή συνεχίζονταν στο σχολείο, ομαλά, πότε με φωνές, πότε με ξύλο αλλά έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Σημασία είχε ότι μαθαίναμε και προχωρούσαμε.
     Μια μέρα, στην ώρα της έκθεσης, ο δάσκαλός μας ζήτησε να γράψουμε ό,τι θέλουμε. Ελεύθερο θέμα στηριζόμενοι μονάχα στη φαντασία μας. Είμαστε ακόμα στην πέμπτη τάξη και δάσκαλός μας εξακολουθεί να είναι ο Οικονόμου. Στρωθήκαμε όλοι λοιπόν και γράφαμε, άλλος πώς πέρασε στην εξοχή, άλλος πώς πέρασε την Κυριακή στο σπίτι κι άλλος για το κατοικίδιό του. Κι εγώ ο έξυπνος, τρομάρα μου, με την καλπάζουσα φαντασία μου, πήγα κι έγραψα μια ιστορία με τίτλο “ο Καραγκιόζης αστροναύτης”. Η πλάκα είναι, ότι δεν ήμουν ο μόνος. Άλλος ένας συμμαθητής μου, έγραψε ιστορία με τον ίδιο τίτλο αλλά με αρκετές διαφορές στο περιεχόμενο, κι ένας ακόμα έγραψε το “Γκαούρ – Ταρζάν στη ζούγκλα”. Και καλά, για τον τελευταίο υπήρχε το ερέθισμα. Οι ιστορίες του Γκαούρ και του Ταρζάν ήταν κρεμασμένες σε όλα τα περίπτερα εκείνη την εποχή. Για μας τους καραγκιοζογράφους δεν υπήρχε κάτι πρόσφατο. Ούτε ιστορίες του Καραγκιόζη είχαμε διαβάσει εκείνο το διάστημα, ούτε κανένας θίασος θεάτρου σκιών είχε επισκεφτεί εκείνες τις μέρες την πόλη μας. Ίσως ήταν το DNA του καραγκιοζοπαίκτη, από τις παραστάσεις που οργάνωνα μικρός με την παρέα μου.

Monday 13 February 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Οι υπέροχες Πολυγυρινές μου θείες και τα φιλόξενα σπίτια τους

Της Ελένης Δημητριάδου

     Γεννήθηκα στη δεκαετία του 50 στον Πολύγυρο. Ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου, όπου μεγάλωσε ουσιαστικά ορφανή από πατέρα, σε μια αγαπημένη οικογένεια με 6 αδελφές και ένα αδελφό. Ο πατέρας μου αντίθετα, γεννήθηκε στη Σαφράμπολη της Μικράς Ασίας, ήρθε σε ηλικία 7 ετών με την ανταλλαγή στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε σε μια προσφυγική κατοικία στην Κάτω Τούμπα με τους γονείς και την αδελφή του. Αργότερα υπηρέτησε στον Πολύγυρο ως γεωπόνος. Ήμουν 3 ετών όταν πήρε μετάθεση, πρώτα για ένα σύντομο διάστημα στη Θεσσαλονίκη, και κατόπιν στη Βέροια, όπου έζησα ουσιαστικά την παιδική μου ηλικία για τα επόμενα 10 χρόνια.


(Δεύτερο από αριστερά το σπίτι που γεννήθηκα - Πίνακας της Ελένης Μαυρογιάννη, δημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού "Πολύγυρος" τεύχος 86)

Thursday 9 February 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια (Η εκπαιδευτική άνοιξη)

    Του Παντελή Γουλάρα
   

    Το ξεκίνημά μας στην 4η τάξη του Δημοτικού ήταν διαφορετικό από τις άλλες χρονιές. Πρώτα-πρώτα είχαμε δάσκαλο ενώ στις τρεις πρώτες τάξεις είχαμε δασκάλες. Φυσικό να είμαστε μουδιασμένοι στην αρχή. Όμως, ο δάσκαλός μας, ο Οικονόμου, ήταν ένας από τους καλύτερους που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είτε ως μαθητής, είτε ως γονιός μαθητών. Αυστηρός, αλλά ακριβοδίκαιος. Και με μία μεταδοτικότητα στο μάθημα καταπληκτική. Έμεινε μαζί μας μέχρι το τέλος της 5ης τάξης και ύστερα συνταξιοδοτήθηκε.
    Από την άλλη, υπήρξε μια πραγματική άνοιξη στην Παιδεία. Εφαρμόστηκε η δημοτική γλώσσα σε όλα τα μαθήματα. Το βιβλίο μας της Γραμματικής, ήταν η Γραμματική της Δημοτικής Γλώσσας του Τριανταφυλλίδη, βήμα τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής. Μαθαίναμε ότι στα σχολεία των χωριών γύρω από την πόλη, λειτουργούσαν μαθητικά συσσίτια (εμείς στην πόλη ή τουλάχιστον στο σχολείο μας, δεν τα είχαμε ανάγκη). Γενικά υπήρξε μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που όμως, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, κράτησε πολύ λίγο.
    Η πρώτη στιγμή που θυμάμαι έντονα από τον καινούργιο μας δάσκαλο, ήταν από το μάθημα της Γεωγραφίας. Ήταν το μάθημα για τις διώρυγες και ο δάσκαλός μας ρώτησε αν ξέρουμε να

Monday 6 February 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Κατακόκκινες Παπαρούνες!

Της Ανατολής Μελίδου


   Για λόγους που δεν έχουν σχέση με την ιστορία μας, βρέθηκα ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στα εξωτερικά ιατρεία του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου της πόλης μας. Όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι δεν μπορώ καθόλου τα νοσοκομεία, πόσο μάλλον το συγκεκριμένο… Έκανε πολύ κρύο εκείνο το απόγευμα και ο ουρανός ήταν μουντός και μαύρος. Από το πρωί ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο που δεν έλεγε να σταματήσει, έκανε την ήδη βαρειά ατμόσφαιρα ακόμη πιο αβάσταχτη… Μ’ αυτά τα συναισθήματα λοιπόν βρέθηκα στον προθάλαμο του ιατρείου να περιμένω το ραντεβού μου…

   Είχα πάρει κι ένα βιβλίο μαζί μου, μήπως και μπορέσω να διαβάσω λίγο και να ξεχαστώ… Μάταιος κόπος… Ένοιωθα τόσο βαρειά την ατμόσφαιρα, όχι μόνον έξω αλλά και μέσα μου, που δεν έβρισκα το κουράγιο να κάνω την παραμικρή κίνηση, πόσο μάλλον να ανοίξω το βιβλίο… Καθόμουν λοιπόν και παρατηρούσα τους ανθρώπους που περίμεναν κι αυτοί το ραντεβού τους… Άλλοι με τις εξετάσεις στα χέρια, άλλοι μιλώντας με νευρικές κινήσεις, άλλοι με φοβισμένο ύφος…

Thursday 2 February 2017

Γράμμα απ' το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια (Μαθητής Δημοτικού ακόμα)

Του Παντελή Γουλάρα
   

   Το πέρασμα από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό ήταν εύκολο. Αυτό οφείλονταν πρώτα – πρώτα, στην εξαιρετική δασκάλα που έτυχε να μας αναλάβει στην 1η τάξη του Δημοτικού. Ήταν η κυρία Αγγελική Γαλάνη. Μας κράτησε μέχρι το τέλος της 2ας τάξης. Δεν ξανάκουσα γι' αυτήν μετά την αποχώρησή της από το σχολείο. Πιθανότατα πήρε μετάθεση για σχολείο άλλης πόλης. Ο δεύτερος παράγοντας που διευκόλυνε την ένταξή μου στο Δημοτικό, ήταν η ευχέρειά μου στο διάβασμα.
    Εδώ πρέπει να ανοίξω μια παρένθεση. Είχα την τύχη, να έχω μεγαλύτερα αδέλφια που πήγαιναν στο σχολείο. Χάρη στον μεγάλο μου αδελφό, είχα μάθει να διαβάζω από πολύ μικρός, σχεδόν λίγο μετά το κλείσιμο των τριών μου χρόνων. Και μιας και έμαθα, βάλθηκα να διαβάζω ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Αγαπημένο μου ανάγνωσμα, η εφημερίδα που καθημερινά αγόραζε ο πατέρας μου. Κι αυτό σήμαινε επί πλέον, ενημέρωση επί παντός επιστητού εκείνη την εποχή! Πολλές φορές με την ικανότητά μου στο διάβασμα, κέρδιζα το κέρασμά μου, τις Κυριακές, στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί με τον πατέρα μου. Οι θαμώνες έκπληκτοι από την ικανότητα ενός πιτσιρικά σαν εμένα, να διαβάζει εφημερίδα, μου ζητούσαν, με αμοιβή ένα υποβρύχιο ή μια πορτοκαλάδα, να διαβάσω και τα πιο μικρά γράμματα που υπήρχαν στην εφημερίδα. Κλείνει η παρένθεση.