Thursday, 31 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Οι Τσιγγάνες


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τα καλοκαίρια, τότε, λίγο πριν τελειώσουμε το δημοτικό σχολείο, είχαμε περισσότερο χρόνο ελεύθερο και σχεδόν όλο τον καταναλώναμε στην αλάνα, (τα “καμμένα”) που ξεσαλώναμε παίζοντας διάφορα παιγνίδια. Επειδή στη γειτονιά μας, τα σπίτια ήταν το ένα πάνω στο άλλο και παντού υπήρχαν στενά δρομάκια, τα σοκάκια όπως τα λέγαμε τότε, η αλάνα μεταξύ της εκκλησίας του Αγ. Βλάση και της Κυριώτισσας, ήταν ο μόνος ανοιχτός χώρος που μας επέτρεπε να έχουμε μια υποφερτή άνεση στις δραστηριότητες μας.

     Εκεί εκτός από εμάς τα παιδιά, χρησιμοποιούσαν τον χώρο, κάθε λογής πλανόδιοι σαλτιμπάγκοι, που μας παρουσίαζαν τις μικρές τους παραστάσεις. Συνήθως αυτοί ήταν τσιγγάνοι, που με τον ήχο ενός ντεφιού ανάγκαζαν κάποια εκπαιδευμένα ζώα, αρκούδες ή πίθηκους να χορεύουν και να κάνουν διάφορες μιμήσεις και ακροβατικά. Τότε δεν ξέραμε πως για να μάθουν αυτά τα ζώα να μας διασκεδάζουν, κατά την εκπαίδευση τους τα βασάνιζαν για να εκτελούν το νούμερο τους.


(Φωτογραφία από το my-nagazine-gr.blogspot.com)

Monday, 28 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Γύρος του θανάτου


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Ένα καλοκαίρι, στην πλατεία της πόλης, ήρθε ένα είδους τσίρκου με πολλές ατραξιόν. Είχε ακροβάτες, ζογκλέρ, κούνιες, συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, περίεργα ζώα, παλαιστές και πολλά άλλα, που σήμερα δεν τα θυμάμαι καλά. Εκείνο όμως, που μας εντυπωσίασε όλους, ήταν ο γύρος του θανάτου. Από τα μεγάφωνα, το διαφημίζανε συνεχώς και μας εξηγούσανε πόσο επικίνδυνο ακροβατικό ήταν. Όπως το βλέπαμε από έξω, θύμιζε ένα τεράστιο βαρέλι, καθισμένο όρθιο. Το εσωτερικό του ήταν κούφιο, στο πάνω μέρος υπήρχε ένα είδους εξέδρας. Πάνω σε αυτήν την εξέδρα, ερχόντουσαν και έμεναν όρθιοι οι θεατές. Στο εσωτερικό του βαρελιού υπήρχαν ένας ή δύο μοτοσικλετιστές που οδηγούσαν τις μηχανές τους με ταχύτητα. Στη αρχή έκαναν μια δυο φορές τον γύρο του βαρελιού οριζόντια προς το έδαφος. Μετά οδηγούσαν με ταχύτητα τις μηχανές στα πλαϊνά του βαρελιού, αλλάζοντας συνεχώς θέσεις. Γύριζαν σαν δαιμονισμένοι, σε όλη την επιφάνεια, στο εσωτερικό του βαρελιού, εντυπωσιάζοντας όλους τους θεατές. Όλος ο χώρος μύριζε βενζίνη ενώ ο θόρυβος που έκαναν οι μηχανές ήταν εντυπωσιακός. Όλους, μας είχε συνεπάρει το θέαμα, κοιτούσαμε τους μοτοσικλετιστές και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ήμασταν σίγουροι πως οι οδηγοί έκαναν κάτι το πολύ τολμηρό, κάτι που δεν θα μπορούσαν να το κάνουν συνηθισμένοι άνθρωποι. Το συζητούσαμε, μετά το τέλος της παράστασης, συμφωνώντας πως οι μοτοσικλετιστές, κινδύνευαν κάθε στιγμή την ζωή τους, οπότε δικαίως ονομαζόταν ο γύρος του θανάτου. Κάποιοι μορφωμένοι προσπάθησαν να μας εξηγήσουν ότι ο νόμος της φυγόκεντρου δυνάμεως δεν τους άφηνε να πέσουν, αλλά εμείς τελείως δύσπιστοι δεν δεχόμασταν, καμία τέτοιου είδους εξήγηση. Στο μυαλό μας, αυτοί οι άνθρωποι διακινδύνευαν την ζωή τους, ανά πάσα στιγμή για να μας διασκεδάσουν. Στην φαντασία μας ήταν οι ήρωες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Thursday, 17 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Αντωνάκης


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Ακριβώς απέναντι και λίγο λοξά δεξιά, από το μπακάλικο που διατηρούσε ο πατέρας μου στην γειτονιά, έμενε η οικογένεια του Αντωνάκη. Η οικογένεια του Αντωνάκη είχε τέσσερα μέλη. Τον πατέρα του τον κύριο Θωμά, την μητέρα του την κα Ανδρονίκη και την αδερφή του την Μαίρη. Ο κύριος Θωμάς, από ότι αμυδρά θυμάμαι ήταν επαγγελματίας οδηγός, όμως σίγουρα είχε και κάποια κτήματα με οπωροφόρα δένδρα. Η Μαίρη ήταν αρκετά μεγαλύτερη μου, οπότε δεν ήταν δυνατόν να παίζει μαζί μου. Ο Αντωνάκης όμως με περνούσε τρία χρόνια, και φυσιολογικά παίζαμε και ερχόταν στην παρέα μας. Το παίζαμε είναι σχετικό, γιατί ο Αντωνάκης πολύ λίγο χρόνο είχε για παιγνίδια, καθώς τον περισσότερο χρόνο τον αφιέρωνε στο διάβασμα. Διάβαζε, όχι γιατί τον υποχρέωνε κάποιος, διάβαζε γιατί αγαπούσε το διάβασμα. Πολλές φορές που πήγα στην αυλή του σπιτιού του για να τον βρω, τον άκουγα να επαναλαμβάνει φωναχτά τα μαθήματα του σχολείου... ακόμη και στις διακοπές του σχολείου, ο Αντωνάκης διάβαζε. Αυτό εμένα μου φαινόταν πολύ παράξενο, σχεδόν αδιανόητο.


(Η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ στη δεκαετία του '70. Στο βάθος δίπλα στο αγροτικό αυτοκίνητο, η πόρτα της αυλής του Αντωνάκη. Πίσω της με μισάνοιχτο παράθυρο το σπίτι του. Στα χρόνια της ιστορίας ο δρόμος ήταν στρωμένος με καλντερίμι - Φωτ. Χρήστου Τσόπελα)

Monday, 14 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Γιάννης


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Στην γειτονιά μας, όταν ήμουν περίπου οκτώ χρονών, ήρθε μια οικογένεια και νοίκιασε σπίτι, στην πάροδο Ιεραρχών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, ένα κορίτσι που πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, που όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομα της. Τα δύο αγόρια, ο Περικλής και ο Γιάννης ήταν μεγαλύτερα από μένα. Ο Περικλής, δεκαπέντε περίπου χρονών, και δούλευε στους μπαξέδες. Τον βλέπαμε, να περνάει από τη γειτονιά καβάλα σε ένα άλογο σαμαρωμένο. Δεξιά και αριστερά στο σαμάρι είχε κρεμασμένα δύο τεράστια κοφίνια. Όλη μέρα ο Περικλής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, έψαχνε σπίτια που είχαν στάβλους και τα καθάριζε από την κοπριά. Τότε τα μισά και παραπάνω ίσως σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια, γελάδες, κατσίκες, πρόβατα κότες κλπ. Μάζευε την κοπριά στα κοφίνια και μετά την μετέφερε στον μπαξέ του αφεντικού του, την στοίβαζε, δημιουργώντας ένα μικρό βουναλάκι. Ο ήλιος την ξέραινε και μετά από μερικές μέρες την χρησιμοποιούσαν για να λιπάνουν τους μπαξέδες. Ο Γιάννης είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και δούλευε περιστασιακά, όπου έβρισκε δουλειά. Συνήθως δούλευε στον φούρνο της γειτονιάς μας, κάνοντας τα μικροθελήματα του φούρναρη. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ήταν να μετράει τα κουλούρια στους κουλουράδες και μετά να δίνει λογαριασμό στο αφεντικό του.


(Η πάροδος Ιεραρχών όπως είναι σήμερα)

Thursday, 10 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Αργυράκος. Βόλτα με το άλογο


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Πριν από μερικές ημέρες, ήρθε και με βρήκε ο παιδικός μου φίλος, ο Αργυράκος. Αν και οι δύο είχαμε μπει στο εξηκοστό έτος της ηλικίας μας, για μένα παραμένει, ακόμη, ο Αργυράκος των παιδικών μου χρόνων. Είχαμε χαθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο χρόνος κύλισε και η ζωή μας απομάκρυνε, η παιδική παρέα που είχαμε δημιουργήσει στο Κακοσούλι, είχε σκορπίσει κάτω από την πίεση της ζωής . Ενώ πίναμε καφέ, αναρωτιόμουν τον λόγο της ευχάριστης μεν, αλλά τελείως ανεπάντεχης επίσκεψης του.

     Δεν με άφησε και πολύ να αναρωτιέμαι, χωρίς περιστροφές ο Αργυράκος μου πρότεινε να κάνουμε κάτι για την παλιά μας γειτονιά το Κακοσούλι. Έτσι λεγόταν η παλιά μας γειτονιά, που ήταν ανάμεσα στην Μητρόπολη και στην εκκλησία της Κυριώτισσας, από την μια πλευρά και από τους Λαδόμυλους μέχρι το Οθωμανικό λουτρό από την άλλη. Πριν προλάβω, να τον ρωτήσω τι ακριβώς εννοούσε, άρχισε να μου εξιστορεί την ζωή μας τότε στη γειτονιά. Ήταν τόσο καλός στις περιγραφές, που για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια μου και μεταφέρθηκα νοερά στην εποχή των παιδικών μας χρόνων. Μια ευφορία κυριάρχησε μέσα μου, μια νοσταλγία που δεν μπορούσα να την διαχειριστώ. Τον άκουγα να μιλάει, να μου αναπτύσσει τα σχέδια του, μα εγώ ήμουν αλλού, ήμουν εκεί που με καμία δύναμη στον κόσμο δε θα μπορούσα να ήμουν.