Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Με
το τέλος του χειμώνα, αφού τέλειωναν τα
χιόνια και οι βροχές, λίγο πριν από την
άνοιξη, δειλά δειλά βγαίναμε, πάλι στην
αλάνα, στα καμένα. Φυσικά οι δραστηριότητες
μας, ήταν περιορισμένες γιατί ακόμη ο
καιρός ήταν σχετικά κρύος. Η εποχή
βρισκόταν ανάμεσα στο τελείωμα του
χειμώνα με την αρχή της άνοιξης και ήταν
πολύ άστατος. Όλο τον χειμώνα ήμασταν
κλεισμένοι στα σπίτια μας, και μας είχε
λείψει το “έξω” και οι παρέες του
Αγ. Βλάση. Υπήρχε τότε ένα έθιμο, λίγες
βδομάδες πριν την καθαρά Δευτέρα, όλοι
μας, ακόμη και οι λίγο μεγαλύτεροι να
κατασκευάζουμε χαρταετούς. Το ίδιο
έθιμο επικρατεί και σήμερα, αλλά όλοι
τώρα, τους αγοράζουν έτοιμους. Δεν μπορώ
να φανταστώ κάποιο σημερινό παιδί,
ανάμεσα στα επτά και δώδεκα χρόνια να
κατασκευάζει μόνο του τον χαρταετό.
Βλέπαμε
τα άλλα, τα μεγαλύτερα παιδιά να έχουν
ήδη κατασκευάσει, ο καθένας τον δικό
χαρταετό, ενώ εμείς οι μικρότεροι,
βρισκόμασταν σε αναβρασμό, γιατί κανείς
από μας, δεν κατείχε την τεχνική
κατασκευής. Με τον φίλο μου τον Μανώλη,
κάναμε μια υπερπροσπάθεια, να φτιάξουμε
μόνοι μας, τον χαρταετό που τόσο πολύ
επιθυμούσαμε. Κάναμε μια εξόρμηση προς
τους μπαξέδες, την περιοχή που ήταν
περίπου στην παλιά γραμμή (τον σημερινό
περιφερειακό δρόμο), για να βρούμε
καλάμια, που ήταν απαραίτητα για τον
σκελετό της κατασκευής μας. Γρήγορα
βρήκαμε μια συστάδα, στην άκρη ενός
χωραφιού, με αρκετά από αυτά και κόψαμε
με αρκετή δυσκολία τρία. Ικανοποιημένοι
γυρίσαμε στην γειτονιά κρατώντας τα
στα χέρια μας και φροντίζοντας να τα
επιδεικνύουμε σαν λάφυρα. Τα καλάμια
ήταν ίσως το πιο βασικό υλικό, για να
κατασκευάσουμε αυτό που τόσο πολύ
επιθυμούσαμε.