Του Παντελή Γουλάρα
Κοιτάω αυτόν που μιλάει. Γνωστή φάτσα
τον βλέπω κάθε μέρα στο μαγαζάκι του
Χάρη και της Αθηνάς, ένα
παντοπωλείο-γαλακτοζαχαροπλαστείο,
που βρίσκεται στη οδό Αρμενοπούλου,
στην καρδιά της φοιτητογειτονιάς που
ορίζεται γύρω – γύρω από την Εγνατία,
την Πανεπιστημίου, την Αγίου Δημητρίου
και την Αποστόλου Παύλου, και περιλαμβάνει
μέσα της, την Καμάρα και τη Ροτόντα.
Γνωστή φάτσα, τον βλέπω κάθε μέρα να
κάθεται εκεί μέσα και να κουτσοπίνει
τσίπουρο ή ρετσίνα, συνήθως τύφλα στο
μεθύσι, να μιλάει μπερδεύοντας τα λόγια
του.
Σήμερα όμως είναι σχεδόν νηφάλιος. Τα
μάτια του πετάνε φωτιές, δεν μασάει τα
λόγια του. Δείχνει ξεκάθαρα ποιος είναι.
Γιατί, όλοι ξέρουν ποιος είναι ο Χρήστος.
Απότακτος χωροφύλακας, ένα ρεμάλι και
μισό, συστηματικός μπεκρής, μα πάνω απ'
όλα με συμμετοχή στα γεγονότα της
δολοφονίας του Λαμπράκη, για την οποία
καμαρώνει και δεν χάνει ευκαιρία,
εθνικόφρονας αυτός, να κοκορεύεται
πώς “τα έδωσε να καταλάβουν τα κομμούνια”.
Αρπάχτηκα. “Τι είν' αυτά που λες;” του
φώναξα. “Τους γνωρίζεις; Γνωρίζεις
γιατί παλεύουν; Ποια είναι τα αιτήματά
τους;” Σηκώθηκε αγριεμένος. “Δεν θα
μου πεις εμένα αν τους ξέρω” μου απάντησε.
Τόσα χρόνια στη χωροφυλακή τους έμαθα”. “Κι άλλα τόσα χαφιές!”
ήταν η δική μου αντίδραση.
Το πράγμα χόντρυνε. Ο Κώστας από δίπλα
με τράβηξε για να μην έχουμε άλλα. Φύγαμε,
για την κατάληψη.