Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ήταν
μια περίεργη εποχή για μας, τότε λίγο
πριν το τέλος της παιδικής μας ηλικίας
και λίγο πριν μπούμε στην εφηβεία.
Ήμασταν ιδιαίτερα ανήσυχοι, χωρίς να
υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος.
Τα συνηθισμένα παιγνίδια, που άλλες
εποχές ήταν τα αγαπημένα μας, τώρα πλέον
έπαψαν να έχουν ενδιαφέρον για μας. Τότε
πολλά παιδιά της γειτονιάς γνώρισαν τα
περιπετειώδη μυθιστορήματα (εγώ από
την Γ΄ δημοτικού είχα αρχίσει να τα
διαβάζω) και άνοιγαν κάποιοι άλλοι
ορίζοντες στην παιδική μας φαντασία.
Έτσι
συγγραφείς όπως ο Σερ Ουόλτερ Σκοτ, ο
Τζέημς Φένιμορ Κούπερ, ο Αλέξανδρος
Δουμάς (πατήρ και υιός), ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο Ιούλιος Βερν κ.ά. άρχισαν να μας
διασκεδάζουν με τα μυθιστορήματα τους.
Αμέσως έγιναν “κτήμα” μας ιστορίες
όπως “ο Ιβανόης”, “οι τρεις σωματοφύλακες”,
“η μυστηριώδης νήσος”, “ο ελαφοκυνηγός”,
“ο Ροβισών Κρούσος”, “το νησί των
Θησαυρών” κ.α. Κάθε απόγευμα καθόμασταν
στις πέτρες που ήταν άτακτα ριγμένες
απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας
του Αγ. Βλάση και κάποιος από εμάς τους
μεγαλύτερους, που είχε διαβάσει μία από
τις ιστορίες και είχε μια κάποια σχετική
ευφράδεια, αναλάβαινε να την διηγηθεί
στους υπόλοιπους. Όλοι ανεξαιρέτως
κρεμόμασταν κυριολεκτικά από τα χείλη
του αφηγητή, ζώντας την κάθε λεπτομέρεια
της όλης πλοκής του έργου. Στο τέλος της
αφήγησης, μαγεμένοι ρωτούσαμε λεπτομέρειες
και όσοι μπορούσαν έδιναν τις πιθανές
απαντήσεις. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν
μια συζήτηση, στην οποία έπαιρναν μέρος
ακόμη και οι μικρότεροι σε ηλικία.