Thursday, 28 December 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια. Οι βρύσες της πόλης μου.

Του Παντελή Γουλάρα


     Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, όλη μας η δραστηριότητα έξω από το σπίτι, στα παιχνίδια μας αλλά και στις ώρες της ξεκούρασης, ήταν γύρω από μια δημόσια βρύση. Οι δημόσιες βρύσες είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της Βέροιας. Έρχονται από πολύ παλιά, όταν τρεχούμενο νερό δεν υπήρχε μέσα στα σπίτια. Οι κάτοικοι κάθε γειτονιάς τροφοδοτούνταν με νερό απ' αυτές τις δημόσιες βρύσες. Το νερό έρχονταν από τις δυο βασικές πηγές του Βερμίου που τροφοδοτούσαν την πόλη, το Ακ-σου ή Άξιο όπως το έλεγαν μερικοί ή Ασπρονέρι και το Καρά-σου ή Μαυρονέρι. Έρεε ελεύθερα και γέμιζε τις στέρνες μπροστά στις βρύσες. Γύρω απ' αυτές τις στέρνες συνήθως στήναμε τις παρέες μας.

     Στα παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι ακόμα κάποια, ελάχιστα, από τα σπίτια της γειτονιάς που δεν είχαν δικό τους τρεχούμενο νερό και χρησιμοποιούσαν το νερό της δημόσιας βρύσης. Έτσι κι αλλιώς η χρέωση γινόταν από το Δήμο με ένα σταθερό ποσό για κάθε νοικοκυριό. Όταν ο Δήμος υποχρέωσε όλους να βάλουν μετρητές τότε εγκαταστάθηκαν και παροχές στα ελάχιστα σπίτια που είχαν απομείνει. Αργότερα άρχισαν να μπαίνουν και κάνουλες σε κάποιες από τις βρύσες κι έτσι σταμάτησε η ελεύθερη ροή του νερού.

Monday, 25 December 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Στενοχώρησα τον Ελύτη μας...

Του Παντελή Γουλάρα



     Θεσσαλονίκη. Νοέμβρης δεκαεπτά του χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα. Ένα μήνα μετά τις εκλογές που έδωσαν την συντριπτική νίκη στο ΠΑΣΟΚ και στον Ανδρέα Παπανδρέου. Βράδυ. Στην πλατεία Αγίας Σοφίας μια από τις μαζικότερες συγκεντρώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Ίσως η μαζικότερη. Την ίδια ώρα, στην Εγνατία, μέσα σ’ ένα αστικό της γραμμής 8 (ή 31;) κατευθύνομαι προς το Λιμάνι. Όλη η πόλη διαδηλώνει κι εγώ παρουσιάζομαι στο στρατό.

     Τόπος παρουσίασης, το Κέντρο Διερχομένων Θεσσαλονίκης, στο Λιμάνι. Δεν είναι η πρώτη φορά που πάω στο στρατό. Για πρώτη φορά πήγα τον Αύγουστο του 1979 μετά τη διακοπή της φοιτητικής αναβολής. Εξ αιτίας όμως κάποιου παλιού προβλήματος υγείας, μια δεύτερη αναβολή για δυο χρόνια μ’ έφερε την μέρα αυτή 17/11/1981 να ξαναντύνομαι στο χακί.

     Λίγες μέρες στο κέντρο διερχομένων και στις 25 του Νοέμβρη στο Κιλκίς για εκπαίδευση στο στρατόπεδο «Καμπάνη». Μόνος ανάμεσα στους φαντάρους της προηγούμενης σειράς, γιατί η δική μου σειρά θα κατατάσσονταν σε καμιά βδομάδα. Μετά μάλιστα από δυο-τρεις μέρες (όταν όλοι πήγαν στις μονάδες τους) έμεινα εντελώς μόνος να τριγυρνάω άσκοπα στο άδειο κτίριο του λόχου περιμένοντας τους φαντάρους της σειράς μου.

Thursday, 21 December 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Κείνη την "παραπανήσια αγάπη". Χριστουγεννιάτικο Διήγημα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


- Αυτό το παιδί αλλιώτικο έγινε Στάθη.
- Να φεύγει μόλις αρχινίσουν οι διαφημίσεις στα παιδικά προγράμματα;
- Μα γιατί να φεύγει;
- Είναι ν’ απορείς Δέσπω.
- Μονάχα παιχνίδια διαφημίζουν, τίποτα άλλο.
- Ακριβώς.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Να, που μονάχα παιχνίδια διαφημίζουν.
- Δεν σε καταλαβαίνω Στάθη.
- Περίεργο μου φαίνεται Δέσπω, για τούτο συλλογιέμαι…
- Δηλαδή;
- Μήπως η ευαίσθητη ψυχή του άλλα συλλογίστηκε;
- Τι;
- Να, ξέρω; Λες αιτία νά’ναι τα φτωχοπαίδια που τόσες φορές αναρωτήθηκε γιατί να διαφημίζουν τόσα παιχνίδια; «Δεν λυπούνται τα φτωχοπαίδια έλεγε και ξανάλεγε».
- Λες; Δεν αποκλείεται.

Monday, 18 December 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Παραπανήσια Έγνοια. Ποίημα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


Ακόμη στ’ ακρόγιαλο
οι δυό γεροψαράδες
ιχθύες αγρεύουν.
Στα σχοινοδίκτυα τρύπες πάμπολλες
τις έγνοιες δεν κρατούνε
αρμοί 'ναι που μαζεύουνε
τους λιγοστούς ιχθύες.


(Ψαράδες - Πίνακας του Βάσου Γερμενή)

Thursday, 14 December 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Το έρμο τούτο πλήθος. Ποίημα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


Αλήθεια πόσο περίτεχνα κάποτε
στην πολύβουη πολιτεία
το καθημερινό συναπάντημα
αλλιώτικα πάθια ξεσκεπάζει.


Δημηγόροι πάθια αλλότρια διαλαλώντας
περίεργα τα πλήθη σαγηνεύουν.


(Ο Περικλής αγορεύων στην Πνύκα - πίνακας του Philipp von Foltz)

Monday, 11 December 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Μηδέ απορούντες. Ποίημα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


Ετούτος ο λαός συλλαβίζει ακόμη
στη χλαλοή των λεωφόρων
«φεύγε πολέμιον δανειστήν»
φεύγε εξ εσπερίας άφιλον δανειστήν.
Τόσες φορές το’πε τούτο ο Πλούταρχος
με κείνη τη σιγουριά για τ’ απογεννίδια.


Thursday, 7 December 2017

Letter from Dublin. Washing hands (Ordinary Things)

By Pantelis Goularas


     Common things, daily things. Things I use to do every day. The daily morning hygiene. What made me decide, when washing my hands, start to examine them? Staring at them like I never see them before. Like I see them for first time, today. Like they were not my useful tools, all this time till now. Strange things.

     When did all these veins appear on the back of the hands? Swelling distinctively on each hand, with a little green, a little blue color. On my left hand they are like a real whole tree. With the tree trunk, that covers till the middle of the hand and the branches, branching out, right and left and each of them, separately, form each particular finger. On my right hand the veins are different and they are not so simple like the left ones. They are like a bush with complex branches. I don't know from where they start and where they end. But, one thing is absolutely sure. For a total of sixty two years they continue to transfer my blood from the fingers to the heart, participating this way, in the miracle of life.


(From the pathfinder.gr)

Monday, 4 December 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Μπάλα

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Μπάλα!

     Ίσως η μοναδική λέξη που ασκούσε μια μαγεία και μια απίστευτη έλξη, σε όλους τους πιτσιρικάδες της γειτονιάς, τότε λίγο πριν τελειώσουμε το δημοτικό σχολείο. Παρ’ όλο που δεν είχαμε πολλές παραστάσεις, από επίσημα παιχνίδια ποδοσφαίρου, γιατί ήταν ελάχιστες οι φορές είχαμε παρακολουθήσει αγώνες πρωταθλήματος. Εμείς γοητευόμασταν, από τους τότε, σχεδόν μυθικούς στα μάτια μας, ήρωες των γηπέδων. Η μόνη μας επαφή με αυτούς, ήταν οι φωτογραφίες τους, που βρίσκαμε σε περιτυλίγματα με καραμέλες και που αν συμπληρώναμε με αύξοντα αριθμό τις φωτογραφίες τους, κερδίζαμε μια μπάλα. Σαν σε όνειρο, θυμάμαι πως η πιο δυσεύρετη, ήταν το νο 15 που απεικόνιζε τον Δομάζο του Παναθηναϊκού, η οποία, είχε και την σφραγίδα εγκυρότητας, του παιχνιδιού. Ενώ αντιθέτως αυτή που έβρισκες συνήθως, ήταν του Καλιοτζή, παίκτη του Άρη και συνήθως δεν είχε καμία αξία, στις μεταξύ μας συναλλαγές. Υπήρχαν τότε πολλά παιδιά, που είχαν συμπληρωμένες δύο και τρεις συλλογές, των παικτών, χωρίς όμως να έχουν στην κατοχή τους, το νο 15 που θα τους έδινε το βραβείο. Το έπαθλο ήταν μια μπάλα ποδοσφαίρου, αρκετά καλοφτιαγμένη, με δυνατότητα να την φουσκώνουμε όποτε θέλαμε, με μια βελόνα σύριγγας. Σήμερα φαντάζομαι, πως κανένα παιδί, δεν θα έδινε σημασία, σε ένα τέτοιο τρόπαιο, αλλά για μας, εκείνη την εποχή, ήταν άπιαστο όνειρο. Έτσι στην προσπάθεια μας, να κερδίσουμε στον διαγωνισμό ξοδεύαμε όλο μας σχεδόν το χαρτζιλίκι, αγοράζοντας αυτού του είδους τις καραμέλες. Αν και δεν είχαμε ακούσει ποτέ, κάποιος γνωστός μας, να έχει κερδίσει και να συμπληρώσει όλο τον αριθμό των παικτών, εμείς ελπίζαμε, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι θα μας ευνοούσε η τύχη και θα είχαμε την δυνατότητα να κερδίσουμε τον διαγωνισμό.

Thursday, 30 November 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Ασάλευτος από κείνη την χλεύη - Η άλλη μεγαλωσύνη

Του Βασίλη Χαραλάμπους


Ασάλευτος από κείνη την χλεύη
________________

Μη φοβηθείς
ανασηκώσου
κοίταξε όσο μακριά μπορείς
κι αν τόσο περίεργο φαντάζει.
Όσο μακρύτερα μπορείς ν΄αγναντεύεις
πείσμα νικητήριον θα’ναι για το προχώρεμα.
Ασάλευτος να΄σαι από κείνη την χλεύη
ασάλευτος από κείνη την καταφρόνια
ασάλευτος από κείνη την ανώφελη δόξα.



Monday, 27 November 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Ο κύριος Οικονόμου


Της Ελένης Δημητριάδου


     Ψηλός, εύσωμος, ελαφρά κυρτωμένος, βλοσυρός, με πλατύ μέτωπο, γαμψή μύτη, και μια κρεατοελιά. Το αντίπαλο δέος της κυρίας Γιόλας. Μπήκε στην τάξη μας μόλις φύγαμε από τη «στοργική» της αγκαλιά και γέμισε με τη φυσική του παρουσία και το ταπεραμέντο του το χώρο. Μας άντεξε για δύο συνεχόμενες χρονιές, την Τετάρτη και Πέμπτη του 1ου Δημοτικού Σχολείου Βέροιας.

     Από την αρχή κατάλαβα ότι όχι μόνο δε θα με είχε στα όπα-όπα όπως η κυρία Γιόλα, αλλά αντίθετα ότι καθόλου καλά δεν θα τα πηγαίναμε οι δυο μας. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ανακαλύπτω ότι είναι συμπατριώτης της μαμάς. Από τον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής αυτός, από τον Πολύγυρο η μαμά. Που σημαίνει: «Πρόσεχε μικρή, σε έχω υπό στενή παρακολούθηση. Αλίμονο σου αν δω κάτι που δε μου αρέσει». Εγώ έτσι τουλάχιστον εξέλαβα αυτή τη σχέση με την οικογένειά μου. Η δαμόκλειος σπάθη που κρεμόταν καθ’ εκάστην πάνω από το εφησυχασμένο μέχρι τότε κεφαλάκι μου.

     Βέβαια είναι γεγονός πως όταν «ελευθερώθηκα» από το άγρυπνο και γεμάτο εμμονική συμπάθεια και εύνοια βλέμμα της κυρίας Γιόλας, χαλάρωσα η φουκαριάρα και είπα να βγάλω το σκανταλιάρικο εαυτό μου. Τι πειράγματα στα άλλα παιδιά, τι χαζόγελα μέσα στην τάξη, τι «εξυπνάδες» αμολούσα ήταν άλλο πράγμα. Ασυγκράτητη σου λέω. Ουφ! Φτου ξελευτεριά! Ετούτος εδώ δε φαίνεται να με συμπαθεί ιδιαίτερα, οπότε μάλλον θα με αφήσει στην ησυχία μου να κάνω κι εγώ τις σκανταλιές που στερήθηκα ένα χρόνο πριν, εγκλωβισμένη στο ρόλο του καλού κοριτσιού. Δηλαδή τι σκανταλιές; Μικρο-πταίσματα μπροστά σ’ αυτά που έκαναν άλλοι, και κυρίως τ’ αγόρια.

Thursday, 23 November 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Ninapenda (Ποίημα)


Του Βασίλη Χαραλάμπους



(φωτογραφία Βασίλη Χαραλάμπους)
Κι αναρρωτιέμαι ακόμη
από κείνη την περιδιάβαση
στην Τανζανία με τ΄αβάσταχτο λιοπύρι
πότε αλήθεια πέρασα
από τη λίμνη Βικτώρια
από το αψηλό Κιλιμάντζαρο
από κείνο τ΄ αγροκάλυβο
πλάι στο ποτάμι
κι από την Ταγκανίκα.

Monday, 20 November 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Πλένοντας τα χέρια (Συνηθισμένα πράγματα)


Του Παντελή Γουλάρα


     Συνηθισμένα πράγματα. Ό, τι κάνω κάθε μέρα. Η καθημερινή πρωινή υγιεινή. Τι μ' έπιασε σήμερα κι άρχισα, την ώρα που τα έπλενα, να περιεργάζομαι τα χέρια μου; Τα κοιτάζω σαν να μην τα έχω δει ποτέ πριν. Σαν να τα βλέπω πρώτη φορά σήμερα. Σαν να μην ήταν τα καθημερινά μου εργαλεία όλον αυτόν το καιρό. Παράξενα πράγματα.

     Πότε εμφανίστηκαν τόσες πολλές φλέβες στην πλάτη τους; Φουσκώνουν και ξεχωρίζουν σε κάθε χέρι, μ' ένα χρώμα λίγο πρασινωπό, λίγο γαλάζιο. Στο αριστερό χέρι σχηματίζουν ένα ολόκληρο κανονικό δέντρο. Με τον κορμό του, που φτάνει μέχρι τη μέση του χεριού και τα κλαδιά του που διακλαδίζονται δεξιά κι αριστερά για να χωριστούν στη συνέχεια και το καθένα του να σχηματίσει ξεχωριστά το κάθε δάχτυλο. Αντίθετα στο δεξί χέρι δεν έχουν την απλότητα του αριστερού. Ένας θάμνος με κλαδιά μπλεγμένα είναι. Δεν ξέρω από πού αρχίζουν και πού τελειώνουν. Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Για εξήντα δύο ολόκληρα χρόνια συνεχίζουν να μεταφέρουν το αίμα από τα ακροδάχτυλα πίσω στην καρδιά συμμετέχοντας έτσι με τον τρόπο τους στο θαύμα της ζωής.

Thursday, 16 November 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Τα τσογλάνια, οι αλήτες. Μια μαρτυρία.


Του Παντελή Γουλάρα



  •   Τα τσογλάνια! Οι αλήτες! Τους στέλνουν οι γονείς να σπουδάσουν κι αυτοί μου κάνουν καταλήψεις! Ρε μέσα όλοι!
     Κοιτάω αυτόν που μιλάει. Γνωστή φάτσα τον βλέπω κάθε μέρα στο μαγαζάκι του Χάρη και της Αθηνάς, ένα παντοπωλείο-γαλακτοζαχαροπλαστείο, που βρίσκεται στη οδό Αρμενοπούλου, στην καρδιά της φοιτητογειτονιάς που ορίζεται γύρω – γύρω από την Εγνατία, την Πανεπιστημίου, την Αγίου Δημητρίου και την Αποστόλου Παύλου, και περιλαμβάνει μέσα της, την Καμάρα και τη Ροτόντα. Γνωστή φάτσα, τον βλέπω κάθε μέρα να κάθεται εκεί μέσα και να κουτσοπίνει τσίπουρο ή ρετσίνα, συνήθως τύφλα στο μεθύσι, να μιλάει μπερδεύοντας τα λόγια του.

     Σήμερα όμως είναι σχεδόν νηφάλιος. Τα μάτια του πετάνε φωτιές, δεν μασάει τα λόγια του. Δείχνει ξεκάθαρα ποιος είναι. Γιατί, όλοι ξέρουν ποιος είναι ο Χρήστος. Απότακτος χωροφύλακας, ένα ρεμάλι και μισό, συστηματικός μπεκρής, μα πάνω απ' όλα με συμμετοχή στα γεγονότα της δολοφονίας του Λαμπράκη, για την οποία καμαρώνει και δεν χάνει ευκαιρία, εθνικόφρονας αυτός, να κοκορεύεται πώς “τα έδωσε να καταλάβουν τα κομμούνια”.

     Αρπάχτηκα. “Τι είν' αυτά που λες;” του φώναξα. “Τους γνωρίζεις; Γνωρίζεις γιατί παλεύουν; Ποια είναι τα αιτήματά τους;” Σηκώθηκε αγριεμένος. “Δεν θα μου πεις εμένα αν τους ξέρω” μου απάντησε. Τόσα χρόνια στη χωροφυλακή τους έμαθα”. “Κι άλλα τόσα χαφιές!” ήταν η δική μου αντίδραση.


     Το πράγμα χόντρυνε. Ο Κώστας από δίπλα με τράβηξε για να μην έχουμε άλλα. Φύγαμε, για την κατάληψη.

Monday, 13 November 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Οι γιαγιάδες του κέντρου


Της Ελένης Δημητριάδου


     Οι γιαγιάδες αποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα και συμπαθή ομάδα ανάμεσα στους κατοίκους του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Αυτές οι γηραιές κυρίες έχουν μάθει να συμβιώνουν με επιτυχία ανάμεσα σε φοιτητές και οικονομικούς μετανάστες του πρώην ανατολικού μπλοκ, και δίνουν μια νότα ζεστασιάς, μια τελευταία αίσθηση της γειτονιάς στο κέντρο της πόλης μας, που αν και πολύβουο και πυκνοδομημένο, εξακολουθεί να παραμένει κατοικήσιμο και ελκυστικό για επισκέπτες και κατοίκους.

     Συνήθως ζουν μόνες τους, συμμετέχουν στην καθημερινότητα της πόλης, πηγαίνουν στην εκκλησία τις Κυριακές, ψωνίζουν στο σούπερ μάρκετ, στο μανάβικο και στο φαρμακείο της γειτονιάς, και εισπράττουν τη σύνταξή τους στο υποκατάστημα της τράπεζας που είναι σχεδόν δίπλα στο σπίτι τους. Επισκέπτονται τακτικά τους γιατρούς τους στα κοντινά τους ιατρεία και κάνουν ανελλιπώς τα εμβόλια και τις εξετάσεις τους. Σπάνια έχουν συγγενείς ή φίλες που τις επισκέπτονται, περνούν ευχάριστα το πρωινό τους έξω από το σπίτι, πιάνουν κουβέντα με πωλήτριες και υπαλλήλους, προσπαθώντας απεγνωσμένα να επικοινωνήσουν, μιλούν πολύ εύκολα για την οικογένεια τους, παιδιά και εγγόνια, ή θυμούνται ιστορίες από το παρελθόν. Τα βράδια κλείνονται νωρίς μέσα με μοναδική συντροφιά την τηλεόραση.

Thursday, 9 November 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Η ελιά και η «εληά»


Της Άρτεμης Καλογήρου


     Αγαπημένη καθημερινή μου απασχόληση είναι το μαγείρεμα. Κυρίαρχο συστατικό στην Παρασκευή του φαγητού είναι το ελαιόλαδο, βασικό στοιχείο της Μεσογειακής διατροφής. Η ελιά παρέχει στον οργανισμό φυτικές ίνες, μέταλλα και είναι πηγή βιταμίνης “Ε” που είναι φυσικό αντιοξειδωτικό. Το ελαιόλαδο πέρα από το φαγητό χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, αλλά και για προϊόντα καλλωπισμού.

     Στην χώρα μας όπου κι αν ταξιδέψουμε και πλησιάσουμε στην θάλασσα, η ελιά, κυριαρχεί στο ελληνικό τοπίο. Ο ορίζοντας φωτίζεται μέρα και νύχτα από το χαρακτηριστικό ασημένιο γκριζοπράσινο χρώμα των φύλλων της. Από τις βόρειες περιοχές της χώρας μας και μέχρι τις πιο νότιες και τα νησιά μας, η ελαιοκαλλιέργεια είναι πηγή επιβίωσης. Τόσο οι βρώσιμες ελιές, όσο και το ελαιόλαδο είναι βασικό εξαγωγικό προϊόν, στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ειδικά την φετινή χρονιά οι συνθήκες που επικράτησαν τον τελευταίο χειμώνα, που το πολύ κρύο σκότωσε τα έντομα που καταστρέφουν την ελιά στο δένδρο, αλλά και οι βροχές, έδωσαν την δυνατότητα στο δένδρο να κάνει πολύ καρπό και αναμένεται να δώσει ανάσα στους παραγωγούς την σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης.

Monday, 6 November 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Οι κόρες των μαμάδων μας


Της Ελένης Δημητριάδου



     Οι μαμάδες της γενιάς μου μας εγκαταλείπουν σιγά-σιγά, αφήνοντας πίσω τους κόρες και γιους, τη γενιά «σάντουιτς», που έπρεπε από το ένα μέρος να ανταποκριθούν στα αυστηρά συντηρητικά στερεότυπα που αυτές δημιούργησαν, και συγχρόνως να προσαρμοστούν στις δραματικά σύγχρονες απαιτήσεις της γενιάς των δικών τους παιδιών.

     Στα παιδιά αυτών των λατρεμένων μαμάδων, και κυρίως στις καταπιεσμένες κόρες τους, αφιερώνω τα παρακάτω κείμενα.

Το όνομα στο κουδούνι



Thursday, 2 November 2017

Letter from Dublin. Morning breeze (Awakening of the senses)


By Pantelis Goularas



     Every morning. Every. Single. Morning. I do the same walk. I use to follow the same direction. Walking from the Dun Laoghaire Harbor to Martello Tower. A distance more than two kilometers and so much on going back. Passing by or meeting names, that sound strange in my ear. East Pier, Scotchman Bay, Newtownsmith, Marine Parade, Glasthule, Sandycove, Sandycove Harbor, Forty Foot, Martello Tower. How different in the first hearing, from the familiar Greek names, that I used to hear during the previous sixty years. Strange names in the beginning, but now, after two years of stay in Ireland, I started to get used to them. They became part of my life too.


(The Dun Laoghaire-Sandycove coastline. Place of my daily morning walk)

Monday, 30 October 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Πρωινό αεράκι (Το ξύπνημα των αισθήσεων)


Του Παντελή Γουλάρα



     Κάθε πρωί. Κάθε ένα. Ξεχωριστό. Πρωινό. Κάνω την ίδια βόλτα. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή. Περπατώ από το λιμάνι του Νταν Λέρι μέχρι τον πύργο του Μαρτέλο. Μια διαδρομή περισσοτέρων των δυο χιλιομέτρων και άλλων τόσων στην επιστροφή. Περνώντας από ή συναντώντας ονόματα που ακούγονται παράξενα στο αυτί μου. Ιστ Πίερ, Σκότσμαν Μπέι, Νιουτάουνσμιθ, Μαρίν Παρέιντ, Γκλάστουλ, Σάντικοβ, Σάντικοβ Χάρμπορ, Φόρτι Φουτ, Μαρτέλο Τάουερ. Πόσο διαφορετικά από τα οικεία ελληνικά ονόματα που συνήθιζα να ακούω τα προηγούμενα εξήντα χρόνια. Μου ακούγονταν ξένα στην αρχή αλλά σήμερα δυο χρόνια μετά, έχω αρχίσει να τα συνηθίζω κι αυτά, να τα θεωρώ κομμάτια από τη ζωή μου.


(Το παραλιακό μέτωπο του Dun Laoghaire-Sandycove. Ο τόπος του καθημερινού πρωινού περιπάτου)

Thursday, 26 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Βύρων


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τότε με τους βώλους, παίζαμε πάρα πολλά παιχνίδια, είχαμε γυάλινους βώλους που ήταν και οι πιο συνηθισμένοι, επίσης πορσελάνινους βώλους, ενώ οι πιο φθηνοί ήταν οι πήλινοι, που τους είχαν βαμμένους, σε διάφορα έντονα χρώματα με λαδομπογιά. Αυτοί οι τελευταίοι, είχαν πολύ μικρή αξία, στις μεταξύ μας συναλλαγές, καθώς με ένα απλό κτύπημα έσπαζαν και διαλύονταν. Τους πορσελάνινους τους χρησιμοποιούσαμε, σαν μάνα ή σαν αλαμάδες όπως λέγαμε τότε, γιατί ήταν αποκλειστικά μεσαίου μεγέθους. Τους γυάλινους από ότι θυμάμαι του βρίσκαμε σε τρία μεγέθη και ήταν οι πιο συνηθισμένοι.

     Ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια, ήταν το τριγωνάκι ή το δέλτα, όπως το λέγαμε μερικές φορές. Το έπαιζαν με δύο τουλάχιστον παίκτες, χωρίς όμως να αποκλείονται και οι περισσότεροι. Σχηματίζαμε με μια αιχμηρή πέτρα, ένα ισοσκελές τρίγωνο στο έδαφος, με μήκος πλευράς περίπου τα δώδεκα εκατοστά. Μέσα σε αυτό, ο κάθε παίχτης έβαζε, αναλόγως της συμφωνίας δυο – τρεις μπίλιες. Μετά σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου χαράζαμε μια ευθεία γραμμή που ήταν η αφετηρία μας. Από το ύψος του τριγώνου, όσοι από μας θα παίζανε, έριχναν τις μάνες τους ή τους αλαμάδες προς την γραμμή αφετηρίας. Όποιος κατάφερνε να ρίξει τον αλαμά του, πιο κοντά στην γραμμή, είχε το πλεονέκτημα και ξεκινούσε πρώτος. Έβαζε τον βώλο του, στην χούφτα, κοντά στον διπλωμένο δείκτη του και με τον αντίχειρα τον έσπρωχνε προς το τριγωνάκι. Αν έπεφτε μέσα στο σχήμα και κτυπούσε κάποιον από τους ήδη υπάρχοντες βώλους και κατάφερνε να τον βγάλει εκτός περιγράμματος, αυτός αποτελούσε το κέρδος του νικητή. Αν πάλι η μάνα έμενε μέσα στο δέλτα, αυτομάτως αποτελούσε, μέρος της λείας του παιγνιδιού. Καθώς ο επόμενος παίκτης, εφ όσον κτυπούσε, τον αλαμά του προηγούμενου, έπαιρνε αμέσως όλη την κερδισμένη λεία, του προηγουμένου. Αυτό γινόταν συνεχώς, μέχρι να εξαντληθούν οι βώλοι, που ήταν μέσα στο τριγωνάκι. Αν και κανόνες ήταν απλοί και κατανοητοί, δεν έλειπαν οι καυγάδες μεταξύ των παικτών, αλλά και των υποστηρικτών τους, ανάλογα με τις συμπάθειες του καθενός.

Monday, 23 October 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Ένας χρόνος “Στείλε μου γράμμα”


Του Παντελή Γουλάρα


     Η αγάπη για μια πόλη που άφηνα μετά από εξήντα χρόνια για να μεταναστεύσω σ' έναν ξένο τόπο, ήταν αυτή που με παρακίνησε να ξεκινήσω αυτό το ιστολόγιο. Η αγάπη για την Βέροια, την πόλη όπου μεγάλωσα, πήγα σχολείο, ερωτεύτηκα, έκανα οικογένεια, η αγάπη για τη Βέροια που θα αποχωριζόμουν, για τη γειτονιά που μεγάλωσα, για τα σχολεία που φοίτησα, ήταν το φιτίλι που άναψε την επιθυμία να εκδηλώσω γραπτά τις αναμνήσεις μου απ' αυτήν. Αγάπη που μετά από λίγο καιρό απουσίας έγινε νοσταλγία, που βοήθησε να ξεπηδήσουν κι άλλες αναμνήσεις, κι άλλες ιστορίες.

     Στις 24 Οκτωβρίου το ιστολόγιο συμπληρώνει ένα χρόνο ζωής. Σ' αυτόν το χρόνο έγιναν πολλά. Πρώτα πρώτα η θεματολογία άνοιξε. Κι ήταν πολύ φυσικό, αφού από την πρώτη στιγμή δηλώθηκε ότι δεν θα περιοριστεί μόνο στα δικά μου κείμενα, μόνο στη δικές μου αναμνήσεις. Σ' αυτό το διάστημα του ενός χρόνο αναρτήθηκαν 71 δημοσιεύσεις (χωρίς τη σημερινή) σε Ελληνική και Αγγλική γλώσσα, από 12 συνεργάτες (πλέον του διαχειριστή). Συνήθως υπήρχαν δύο δημοσιεύσεις ανά εβδομάδα (Δευτέρα και Πέμπτη). Οι αναγνώσεις των δημοσιεύσεων (επισκέψεις στο ιστολόγιο) ήταν πάνω από 73.000. Οι αναγνώστες δεν είναι μόνο από την Ελλάδα αλλά από πολλές και διαφορετικές χώρες, προφανώς Έλληνες που ζουν σ' αυτές ή και κάποιοι αγγλόφωνοι για τις ιστορίες που δημοσιεύτηκαν σε αγγλική γλώσσα. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι είχαμε αναγνώστες από 5 χώρες της Αμερικής, 14 χώρες της Ασίας (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας) 7 χώρες της Αφρικής, 19 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά όχι της Βρετανίας) 13 χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης εδώ της Βρετανίας, της Νήσου Μαν και του Γιβραλτάρ) και από την Αυστραλία.

Thursday, 19 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Χιονάνθρωπος


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Η χειρότερη εποχή του χρόνου, για μας τους πιτσιρικάδες εκείνης της εποχής, ήταν ο χειμώνας. Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση, πως τότε οι χειμώνες, ήταν πιο άγριοι και πιο κρύοι. Θυμάμαι μια περίπτωση, από το πολύ κρύο του χειμώνα, έκλεισαν τα σχολεία για μερικές ημέρες, πράγμα που δεν μας δυσαρέστησε καθόλου. Το χιόνι που έπεφτε, έκλεινε τους δρόμους, καθώς δεν υπήρχε μέριμνα για τον καθαρισμό τους και αυτό δυσκόλευε τις μετακινήσεις. Στους δρόμους έβλεπες λιγοστούς διαβάτες, να κυκλοφορούν και σίγουρα ακόμη πιο λίγα παιδιά. Οι γονείς σπανίως επέτρεπαν στα παιδιά τους, να βγουν από το σπίτι και αυτό μόνο όταν δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Η ποσότητα του χιονιού και το απίστευτο κρύο, μας ανάγκαζαν να κλεινόμαστε μέσα στο σπίτι, δίπλα στην ξυλόσομπα. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, ήταν να παρακολουθούμε από τα παράθυρα, τις νιφάδες που έπεφταν ασταμάτητα, συσσωρεύοντας, στους δρόμους και στις στέγες, απίστευτα τεράστιους λευκούς όγκους. Από τα κεραμίδια των σπιτιών κρέμονταν μεγάλου μήκους κρύσταλλα, σαν τεράστιες λόγχες, δίνοντας μια ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση κρύου, από ότι στην πραγματικότητα ήταν.


(Άποψη της γειτονιάς σήμερα. Δεξιά το σπίτι της ιστορίας, τότε γκρεμισμένο από την πυρκαγιά του εμφυλίου, σήμερα όμορφο ανακατασκευασμένο αρχοντικό - φωτογραφία Sharon Shiedu)

Monday, 16 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Καραγκιόζης


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Βλάση, εκεί που ενώνονται η οδός Περδίκα, με την Π. Ιωακείμ, είναι ένα μικρό κτίσμα, που ανήκει στην ιδιοκτησία της οικογένειας, του φίλου μας του Αντωνάκη. Είναι κτισμένο αποκλειστικά με πωρόλιθους, και εφάπτεται η δεξιά πλευρά του, με την εκκλησία και από την άλλη πλευρά με τον περίβολο, του σπιτιού Νικολαΐδη. Έχει δύο πόρτες σιδερένιες την μία στο δρόμο, ενώ η άλλη βγαίνει στην αυλή του σπιτιού. Οι δύο πόρτες είχαν στο πίσω μέρος τους, ένα σιδερένιο μάνταλο, που με αυτό όταν ασφάλιζαν, ήταν σχεδόν αδύνατον να μπει κανείς μέσα. Δίπλα στην εξωτερική πόρτα, έχει ένα τεράστιο παράθυρο, ξύλινο, επενδυμένο εξωτερικά με χοντρή λαμαρίνα. Αυτό το παράθυρο, έχει ένα εσωτερικό περβάζι, φάρδους περίπου ενάμισι μέτρου, κάτι σαν πάγκο, ξύλινο, πάνω στον τοίχο. Αυτό το κτίριο, κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί, σαν μπακάλικο, τσαγκάρικο και τέλος σαν μανάβικο. Ποτέ δεν κατάλαβα την χρησιμότητα αυτού του πάγκου και με ποια λογική το κατασκεύασαν. Λίγο μετά την χρήση του, σαν τσαγκάρικο και πριν από το μανάβικο το χρησιμοποιήσαμε και εμείς. Όταν λέω εμείς εννοώ, ο Αντωνάκης, εγώ και ο αδερφός μου ο Στέφανος, που ήμασταν βασικά μέλη μιας μικρής επιχείρησης θεάματος. Περιστασιακά όμως συνέπρατταν και άλλα παιδιά από την γειτονιά. Ο εμπνευστής και η ψυχή, του όλου εγχειρήματος ήταν ο Αντωνάκης, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα να κάνουμε ένα θέατρο σκιών.

Thursday, 12 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το Μαγκάλι


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Σε καμία φάση της παιδικής μου ηλικίας δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήμουν, αυτό που λένε “ήσυχο” παιδί. Το αντίθετο θα έλεγα… Γενικά αν όχι όλοι, οι περισσότεροι με χαρακτήριζαν άτακτο. Κάποιοι τότε με είχαν χαρακτηρίσει “απροσάρμοστο”, ένα επιθετικό προσδιορισμό, του οποίου εγώ δεν ήξερα την σημασία. Το γεγονός είναι, πως σε όλες τις φάσεις της παιδικής μου ηλικίας, ήμουν άτακτος και δεν “έμπαινα” στα καλούπια, που θα ήθελαν οι γονείς και οι διάφοροι συγγενείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, μου συνέβη κάτι, που ίσως ήταν η αιτία να ενεργοποιηθεί πολύ νωρίς η μνήμη μου. Φυσικά κάποια γεγονότα, από αυτά που θα διηγηθώ, δεν τα θυμάμαι, από προσωπική εμπειρία, αλλά από διηγήσεις των μεγάλων, μερικά όμως έχουν μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου.

     Εκείνη την εποχή μέναμε σε ένα σπίτι που νοίκιαζε η οικογένεια μας, από την κα Σουλτάνα, απέναντι και διαγώνια από την εκκλησία του Αγ. Βλάση. Ήταν μια μονοκατοικία, με κεραμίδια και με βασικό υλικό κατασκευής το ξύλο και την πέτρα. Το σπίτι ήταν πάρα πολύ παλιό. Η κύρια είσοδος του, ήταν από ξερό ξύλο καστανιάς δίφυλλη, διακοσμημένη με πλατυκέφαλα καρφιά, αυτά που τότε τα λέγανε γύφτικα. Αμέσως μετά από την πόρτα, υπήρχε ένας διάδρομος στρωμένος με μεσαίου μεγέθους πέτρες, με μια αυλακιά στην μέση για να φεύγουν τα νερά. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε το αχούρι, ο χώρος για να σταβλίζουν κάποιο ζώο, (εκείνη την εποχή τα περισσότερα σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια κλπ.) μόνο που η οικογένεια μου, δεν είχε κανενός είδους ζώο, οπότε ήταν άδειο. Στην απέναντι πλευρά είχε δύο δωμάτια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκες.

Monday, 9 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το πατίνι


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Η εφευρετικότητα μας, όσο αφορούσε τα διάφορα παιγνίδια, δεν είχε τέλος. Σε κάθε περίπτωση προσαρμοζόμασταν, στα νέα δεδομένα και αρπάζαμε κάθε ευκαιρία για κάτι νέο. Πολλά παιγνίδια μας καθήλωναν και μας δημιουργούσαν μια περίεργη εξάρτηση, κολλούσαμε δηλαδή με αυτά χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ακόμη και τώρα που το σκέπτομαι δεν μπορώ να δώσω μια εξήγηση που να με ικανοποιεί. Ίσως να ακολουθούσαμε μια άτυπη μόδα, χωρίς να μας την επιβάλει κανείς και χωρίς καμία προβολή.

     Θυμάμαι, πως για ένα διάστημα είχαμε κολλήσει με τις σβούρες. Σε όποιο σημείο της αλάνας και να κοίταζες, έβλεπες ομάδες παιδιών να διαγωνίζονται στο ρίξιμο της σβούρας. Η σβούρα ήτα μια ξύλινη κωνοειδής κατασκευή, θύμιζε πάρα πολύ το βαρίδιο που χρησίμευε, για να τεντώνει, το νήμα της στάθμης. Καλύτερα θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε σαν κυλινδρική ξύλινη σφήνα, που το κάτω μέρος της, γινόταν αιχμηρό και είχε προσαρμοσμένη μια μεταλλική ακίδα, συνήθως ένα είδος πρόκας. Το επάνω της, τμήμα το πιο φαρδύ είχε στερεωμένο ένα μικρό χερούλι. Σε απόσταση τριών τετάρτων από το κάτω μέρος προς το πάνω είχε χαραγμένο ένα αυλάκι, ρηχό αλλά ορατό. Πολλές από τις σβούρες είχαν το φυσικό χρώμα του ξύλου, εμποτισμένες ίσως με κάποιο άχρωμο βερνίκι, άλλες πάλι ήταν βαμμένες σε διάφορα χρώματα, μονόχρωμες ή πολύχρωμες. Ακόμη υπήρχαν και οι πιο περίτεχνες, που είχαν πάνω τους ζωγραφισμένα διάφορα σχέδια ή μικροσκοπικές παραστάσεις. Αυτές τις τελευταίες, τις θεωρούσαμε πιο πολύτιμες, καθώς όταν στροβιλίζονταν τα σχέδια αλλοιωνόταν, ξεγελώντας την ικανότητα του ματιού να συλλάβει την πραγματικότητα και να τα βλέπουμε σαν απόκοσμες παραστάσεις.

Thursday, 5 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Η σφεντόνα


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τα καλοκαίρια, αφού είχαν κλείσει τα σχολεία, μια από τις αγαπημένες μας ασχολίες, ήταν να παίζουμε με σφεντόνες. Το δύσκολο όμως, ήταν να αποκτήσουμε μια τέτοια ή στην καλύτερη περίπτωση να την κατασκευάσουμε οι ίδιοι. Οι περισσότεροι προσπαθούσαμε, να τις φτιάξουμε από τροποποιημένες φούρκες τελάρων. Στην αρχή της οδού Περδίκα, υπάρχει το οθωμανικό λουτρό, που τότε στέγαζε μια επιχείρηση επεξεργασίας ξύλου, μια κορδέλα όπως την λέγαμε. Το βασικό αντικείμενο εργασίας, αυτής της επιχείρησης, ήταν να κατασκευάζει τελάρα, για την συσκευασία μήλων και άλλων φρούτων. Αυτά τα τελάρα είχαν στις τέσσερις γωνίες, τις λεγόμενες φούρκες. Αυτές στην ουσία, ήταν τα εξαρτήματα του τελάρου, που πάνω τους εφάρμοζαν και τοποθετούσαν το επόμενο τελάρο. Οι φούρκες στο επάνω άκρο τους, είχαν σχήμα μυτερής οξείας γωνίας, που το έλεγαν αρσενικό, ενώ στο κάτω μέρος είχε μια εγκοπή, ακριβώς στο αντίθετο της γωνίας που το έλεγαν θύλακο. Έτσι όταν στοίβαζαν τα τελάρα το αρσενικό τμήμα του τελάρου εφάρμοζε πάνω στο θηλυκό και έτσι είχαν αρκετή σταθερότητα όταν τα ντάνιαζαν.

     Εμείς προσπαθούσαμε να προμηθευτούμε μια τέτοια φούρκα, την οποία πριονίζαμε στο κάτω μέρος το θηλυκό, έτσι μεγαλώναμε την γωνία φτιάχνοντας μια υποφερτή διχάλα που ήταν απαραίτητη για την κατασκευή της σφεντόνας. Στην κορδέλα εργαζόταν ένας κύριος, που δεν θυμάμαι το όνομα του, ψηλός με ελαφρώς σγουρά μαλλιά και ένα λεπτό μουστάκι. Αυτός όταν τον πλησίασα και του εξήγησα τι θέλω, πήρε μια φούρκα, πήγε μέσα στην πριονοκορδέλα, την πριόνισε έτσι ώστε το σχήμα της γωνίας έγινε τετράγωνο. Επίσης προσεκτικά αφαίρεσε δύο πόντους ξύλου από τις δυο πλευρές της φούρκας, έτσι ώστε να χωράει εύκολα στην χούφτα μου. Μου την έδωσε και δεν πίστευα στην τύχη μου, αφού τον ευχαρίστησα, πήγα τρέχοντας στο σπίτι μου για να προχωρήσω στο επόμενο στάδιο.

Monday, 2 October 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Η ταράτσα μας που έβλεπε στον κάμπο της Βέροιας


Της Ελένης Δημητριάδου


     Μεγάλη φαρδιά, δέσποζε στο κέντρο της Βέροιας στη Μητροπόλεως. Απέναντι ο κάμπος, να απλώνεται μακριά, μέχρι που φτάνει το μάτι σου. Πάνω από τα σπίτια, πάνω και από το «αρχοντικό» Τσικερδάνου.

     Κάγκελα μπροστά να βλέπουν στη Μητροπόλεως, ένα υπερυψωμένο τοιχάκι να περιβάλλει τις υπόλοιπες πλευρές της, πίσω το πλυσταριό και οι αποθήκες, και στη μέση η γυάλινη σκεπή του φωταγωγού.

     Το πλυσταριό είχε πολλαπλές χρήσεις. Πρώτα-πρώτα ήταν πλυντήριο. Ζεστό νερό στο καζάνι, πλύσιμο στις τσιμεντένιες γούρνες, τα ασπρόρουχα με λουλάκι να γίνουν τριζάτα. Η μαμά προτιμούσε να πλένει τα ρούχα στο σπίτι, αλλά το άπλωμα γινόταν πάντα στην ταράτσα. Κι εκείνα τα σχοινιά, ατέλειωτα σχοινιά, να διασταυρώνονται και να ανεβαίνει η μαμά με την μεγάλη τσίγκινη λεκάνη γεμάτη πεντακάθαρα ρούχα να τα απλώνει, κι εγώ να της δίνω τα μανταλάκια, στην αρχή μεταλλικά σαν φιογκάκια και μετά ξύλινα. Αυτή την τελευταία συνήθεια την κράτησε για πολλά χρόνια. Και όταν άρχισα κι εγώ με τη σειρά μου να απλώνω για να τη βοηθήσω, οι ρόλοι αντιστράφηκαν, και ήταν αυτή τότε που μου έδινε τα μανταλάκια.

Thursday, 28 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Η Γερακίνα


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Με το τέλος του χειμώνα, αφού τέλειωναν τα χιόνια και οι βροχές, λίγο πριν από την άνοιξη, δειλά δειλά βγαίναμε, πάλι στην αλάνα, στα καμένα. Φυσικά οι δραστηριότητες μας, ήταν περιορισμένες γιατί ακόμη ο καιρός ήταν σχετικά κρύος. Η εποχή βρισκόταν ανάμεσα στο τελείωμα του χειμώνα με την αρχή της άνοιξης και ήταν πολύ άστατος. Όλο τον χειμώνα ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, και μας είχε λείψει το “έξω” και οι παρέες του Αγ. Βλάση. Υπήρχε τότε ένα έθιμο, λίγες βδομάδες πριν την καθαρά Δευτέρα, όλοι μας, ακόμη και οι λίγο μεγαλύτεροι να κατασκευάζουμε χαρταετούς. Το ίδιο έθιμο επικρατεί και σήμερα, αλλά όλοι τώρα, τους αγοράζουν έτοιμους. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο σημερινό παιδί, ανάμεσα στα επτά και δώδεκα χρόνια να κατασκευάζει μόνο του τον χαρταετό.

     Βλέπαμε τα άλλα, τα μεγαλύτερα παιδιά να έχουν ήδη κατασκευάσει, ο καθένας τον δικό χαρταετό, ενώ εμείς οι μικρότεροι, βρισκόμασταν σε αναβρασμό, γιατί κανείς από μας, δεν κατείχε την τεχνική κατασκευής. Με τον φίλο μου τον Μανώλη, κάναμε μια υπερπροσπάθεια, να φτιάξουμε μόνοι μας, τον χαρταετό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε. Κάναμε μια εξόρμηση προς τους μπαξέδες, την περιοχή που ήταν περίπου στην παλιά γραμμή (τον σημερινό περιφερειακό δρόμο), για να βρούμε καλάμια, που ήταν απαραίτητα για τον σκελετό της κατασκευής μας. Γρήγορα βρήκαμε μια συστάδα, στην άκρη ενός χωραφιού, με αρκετά από αυτά και κόψαμε με αρκετή δυσκολία τρία. Ικανοποιημένοι γυρίσαμε στην γειτονιά κρατώντας τα στα χέρια μας και φροντίζοντας να τα επιδεικνύουμε σαν λάφυρα. Τα καλάμια ήταν ίσως το πιο βασικό υλικό, για να κατασκευάσουμε αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε.

Monday, 25 September 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. «Εσκλεκοειδίτ’» και άλλοι Πολυγυρινοί γλωσσοδέτες!


Της Ελένης Δημητριάδου


     Στην οικογένειά μου συναντήθηκαν δύο πολιτισμοί: από την πλευρά του πατέρα μου ο μικρασιατικός των προσφύγων και από την πλευρά της πολυγυρινής μητέρας μου, της Δήμητρας Μανέ, αυτός των γηγενών Ελλήνων, και φυσικά μαζί τους και τα αντίστοιχα γλωσσικά ιδιώματα. Οι πρόσφυγες παππούδες μου, εγκατεστημένοι στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης, όταν δεν μιλούσαν μεταξύ τους τούρκικα – συνήθως για να μην τους καταλαβαίνουμε οι υπόλοιποι – χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά, διανθισμένα όμως με έντονα στοιχεία αρχαΐζουσας καθαρεύουσας. Από το άλλο μέρος, στην πατρίδα της μητέρας μου μιλούσαν «χωριάτικα», πολυγυρινά.

     Αυτά τα πολυγυρινά ήταν πολύ ιδιόμορφα και πολύ δύσκολο να τα μιλήσεις αν δεν τα είχες συνηθίσει από μωρό. Φαίνεται όμως ότι και το αντίστροφο ήταν μάλλον εξίσου δύσκολο, να μιλάς δηλαδή «καθαρευουσιάνικα» («σαλον’(ι)κιά» όπως τα έλεγαν οι Πολυγυρινοί) ενώ έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στον Πολύγυρο. Η καημένη η μαμά πρέπει να δυσκολεύτηκε αρκετά να συνηθίσει να μιλάει όπως οι Θεσσαλονικείς, και ομολογώ ότι καμιά φορά της ξέφευγε και κανένα πολυγυρινό, με αποτέλεσμα να δέχεται τα τρυφερά πειράγματα όλης της οικογένειας. Και θα πρέπει να ένιωθε μεγάλη ανακούφιση όταν μπορούσε να μιλήσει με τους συγγενείς της στα πολυγυρινά εντελώς απενοχοποιημένη. Αυτή η νοσταλγία για το γλωσσικό ιδίωμα της πατρίδας τους πρέπει να ήταν κοινή σε όλους όσοι ζούσαν μακριά της. «Έλα μαρή Δήμητρα να πούμε κανένα πουλυγυρ’νό», θυμάμαι να την προτρέπει η θεία Τασούλα η «Τσικουλίνα», αδελφή του θείου Τζώρτζη του Τσίκουλα, που εδώ και πολλά χρόνια ζούσε στη Θεσσαλονίκη.

Thursday, 21 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το πρόβολο του Αγ. Βλάση


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Ακριβώς απέναντι από την είσοδο του σπιτιού μου και λίγο δεξιά ήταν η διασταύρωση της οδού Περδίκα με την σημερινή οδό Ξενοπούλου. Αμυδρά θυμάμαι ότι η σκεπή του Αγ. Βλάση, είχε μια προέκταση (ένα είδος προβόλου) που ακουμπούσε, στο σπίτι του κου Σωτήρη Μπινιόλα. Το κάτω μέρος της προέκτασης, ήταν κατασκευασμένο από χοντρά δοκάρια καστανιάς και στο πάνω μέρος της είχε μια μονάραχη σκεπή, με κεραμίδια, ίδιας ποιότητας, που είχε και η στέγη της εκκλησίας. Από ο,τι θυμάμαι, στην πλευρά του τοίχου της εκκλησίας, υπήρχε το φύλλο μιας πόρτας, που δεν ήταν πλέον λειτουργική, καθώς ήταν σπασμένη σε πολλά σημεία και οι μεντεσέδες της κρεμόταν ξεχαρβαλωμένοι. Στο τοίχο της εκκλησίας, στο μεσαίο ζωνάρι, που ήταν και αυτό από ξύλο καστανιάς ήταν στερεωμένο, ένα σιδερένιο μάνταλο που ασφάλιζε την πόρτα. Το απέναντι φύλλο της πόρτας, που θα έπρεπε να είναι στερεωμένη στο σπίτι του κου Σωτήρη, αν εξαιρέσεις μερικές χοντρές σανίδες, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Από ο,τι μου είχαν πει οι μεγαλύτεροι, αυτή ήταν επί Τουρκοκρατίας, η μια είσοδος της χριστιανικής συνοικίας της Κυριώτισσας, που κάθε βράδυ την έκλειναν για ασφάλεια. Με την απελευθέρωση της πόλης μας, έπαψε να έχει χρησιμότητα και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να την επιδιορθώσει, όταν χάλασε. Έτσι σταδιακά είχε κυριολεκτικά ρημάξει. Εγώ τότε ήμουν μικρός, κάθε φορά όμως, που περνούσα κάτω από αυτό το πρόβολο και βλέποντας την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, με την φαντασία μου την έβλεπα σαν πύλη ενός κάστρου που προστάτευε την χριστιανική γειτονιά.

Monday, 18 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το Άδενδρο


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Το καλοκαίρι που είχα γίνει πλέον οχτώ χρόνων, είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα. Ήταν τότε που θα έκανα για πρώτη φορά, ένα μακρινό για τότε ταξίδι. Από τις διακοπές του Πάσχα άκουγα για μια κουμπαριά που θα έκανε ο πατέρας μου, με τον γείτονα μας τον κύριο Νίκο. Όσες φορές ρωτούσα την μητέρα μου τι ακριβώς, είναι η κουμπαριά, λάμβανα αόριστες απαντήσεις του τύπου … είσαι μικρός, δεν θα καταλάβεις ή όταν μεγαλώσεις θα σου εξηγήσω. Έτσι στο μυαλό μου η “κουμπαριά” ήταν κάτι το ανεξήγητο και το ομιχλώδες. Στις προσπάθειες, που έκανα να μάθω την ερμηνεία της λέξης, δεν τα κατάφερα καθώς οι συνομήλικοι μου, είχαν την ίδια άγνοια με μένα.

     Από κάποιον, λίγο μεγαλύτερο μου, πληροφορήθηκα ότι είχε σχέση με τον γάμο κάποιου ζευγαριού, χωρίς στην ουσία κι αυτός να μπορέσει να με διαφωτίσει αρκετά. Ακούγοντας κάποια συζήτηση, του κυρίου Νίκου, με τους γονείς μου, άκουσα πως η τελετή θα γινόταν στο χωριό της νύφης το Άδενδρο. Από ο,τι κατάλαβα, οι καλεσμένοι του γαμπρού και του κουμπάρου, θα έπρεπε να ταξιδέψουν την ημέρα του γάμου, σε αυτό το χωριό. Εγώ ποτέ δεν είχα ξανακούσει, για χωριό με τέτοιο όνομα και στις ερωτήσεις που έκανα, δεν έπαιρνα ικανοποιητικές απαντήσεις. Κανείς δεν ήξερε να μου πει κάτι, ίσως γιατί κανείς, δεν το ήξερε. Αυτό όμως εμένα μου έγινε έμμονη ιδέα και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να μάθω τα πάντα για αυτό.

Thursday, 14 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το ποδήλατο


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Στην γειτονιά μας, στην αλάνα που παίζαμε, τα “καμένα” όπως τα έλεγαν, (δεν ξέρω για ποιο λόγο), ίσως παλαιότερα να είχε καεί η περιοχή. Τα καμένα ήταν ένας ανοιχτός χώρος, που ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγ. Βλάση και έφθανε μέχρι την εκκλησία της Κυριώτισσας ή τον Αγ. Σάββα όπως ήταν η δεύτερη ονομασία της. Σε αυτόν το χώρο, όταν έκλειναν τα σχολεία, μαζευόμασταν καθημερινά, πρωί και απόγευμα για να παίξουμε τα διάφορα παιχνίδια. Κάποια από αυτά, τα παίζαμε με τα κορίτσια της γειτονιάς και μερικά μόνο με αγόρια. Ήταν μια εποχή που εκτός από μία φτηνή μπάλα, που μπορούσαμε να έχουμε στην διάθεση μας, τίποτε άλλο δεν υπήρχε για να το χρησιμοποιήσουμε σαν βοηθητικό μέσο των παιχνιδιών μας.


(Τα καμένα - φωτογραφία sendmealetter007.blogspot.com)

Monday, 11 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το Λιανοβρόχι


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τα παιδικά μας χρόνια, τα ζήσαμε σε μια εποχή που κανένα σπίτι στην γειτονιά δεν είχε τις ηλεκτρικές συσκευές και ευκολίες που υπάρχουν σήμερα. Τα περισσότερα νοικοκυριά μαγείρευαν, με εκείνες τις περίεργες γκαζιέρες, με το φαρδύ φιτίλι ή στην καλύτερη περίπτωση είχαν, την με καινούρια εφεύρεση της εποχής το πετρογκάζ. Εξ άλλου, μόλις πριν από λίγο είχαν βάλει στα σπίτια ηλεκτρικό ρεύμα, που το χρησιμοποιούσαν βασικά για τον φωτισμό των σπιτιών αν και ορισμένοι είχαν την πολυτέλεια να έχουν ραδιόφωνο. Ιδιαίτερες ηλεκτρικές συσκευές δεν θυμάμαι να είχε κανένα σπίτι της γειτονιάς. Τον χειμώνα τον ξεπερνούσαμε ανάβοντας τις ξύλινες σόμπες ή στην καλύτερη περίπτωση μερικά νοικοκυριά, ελάχιστα από ότι θυμάμαι είχαν σόμπες πετρελαίου. Το πρόβλημα το μεγάλο όμως ήταν το καλοκαίρι. Παρ’ όλο που σχεδόν όλα τα σπίτια ήταν κτισμένα με πέτρες και είχαν σαν βάση επενδύσεων το ξύλο, η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ειδικά όταν μας μάντρωναν, κυριολεκτικά το μεσημέρι για να κοιμηθούμε μια δυο ώρες. Εμείς οι μικροί επαναστατούσαμε και στην καλύτερη περίπτωση δυσανασχετούσαμε και γκρινιάζαμε. Πάντα προσπαθούσαμε να την κοπανίσουμε, από την υποχρεωτική αυτή ξεκούραση και να βγούμε λαθραία έξω από το σπίτι για να συναντήσουμε τους συνομηλίκους μας, που επίσης το είχαν σκάσει, για κάποιες μικρές περιπέτειες.

     Ο πατέρας μου απηυδισμένος, με το συνεχές σκασιαρχείο από την μεσημεριανή ξεκούραση αποφάσισε να μας έχει και τους τρεις,μαζί του στο ίδιο δωμάτιο, για να μας προσέχει. Η κατάσταση όμως με την ζέστη γινόταν ακόμη πιο αφόρητη, οπότε μια μέρα τον είδαμε να φέρνει στο σπίτι μια παράξενη για μας ηλεκτρική συσκευή. Όταν την έβγαλε από το κουτί

Thursday, 7 September 2017

Γράμμα από την Κύπρο. Το "λυράκι". Διήγημα


Του Βασίλη Χαραλάμπους


     Κι ο γέρο Νικολός, λυράρης από τους παλαιούς, ντυμένος ακόμη με την κρητική βράκα και το γελέκι κι ένα μακρύ φιλντισένιο κομπολόι. Μονάχος γυρνούσε στης Κρήτης το Καμηλάρι, πού ’ναι γαντζωμένο από τα χρόνια τα παλιά στους λεύτερους λόφους, του Γιούλα, του Αλευρωτά και του Εύγορα. Μονάχος καθόταν τις περισσότερες φορές στο καφενείο κι όταν καμιά φορά τον κερνούσαν τσικουδιά έπινε μονάχα ίσαμε να συντροφέψει την παρέα. Αν όμως επέμενε κάποιος να πιει κι άλλη τσικουδιά με τη χοντρή φωνή του, που τόσο καιρό συνόδευε το λυράκι του, απαντούσε κουνώντας το κεφάλι του, «η παραπανίσια τσικουδιά, το μυαλό θολώνει, κείνο πού’ναι για της παρέας το συντρόφεμα, το’χουμε πιει» κι έβγαζε το λυράκι του, το «συντροφάκι» καθώς το καλούσε κι αρχινούσε τις μαντινάδες.


Monday, 4 September 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Οι στρακαστρούκες


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Είχα κλείσει πια τα δέκα τρία μου χρόνια, πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου και τόσο τα ενδιαφέροντα μου, όσο και οι φίλοι είχαν αλλάξει κατά πολύ. Παρ’ όλο που το γυμνάσιο στεγαζόταν στο ίδιο κτίριο που βρισκόταν και το πρώτο δημοτικό σχολείο, που μέχρι τότε πήγαινα και το μόνο πού άλλαζε για μένα, ήταν το ωράριο και ο χώρος προαυλισμού, στην ουσία υπήρχαν βασικές και μεγάλες διαφορές.

     Μέσα στο καλοκαίρι που μεσολάβησε από την αποφοίτηση μου, από το δημοτικό σχολείο και στην εγγραφή μου στο γυμνάσιο, ένιωσα ότι έχασα ένα κομμάτι από την παιδική μου ηλικία και αθωότητα, περνώντας πολύ γρήγορα στην εφηβεία. Με τρόμο σχεδόν, αντιλήφθηκα, πως οι υποχρεώσεις και τα μαθήματα του γυμνασίου, είχαν απαιτήσεις, που με ξεπερνούσαν. Αυτό με ανάγκαζε, να περιορίσω κατά πολύ τις παιδικές μου παρέες με τα παιγνίδια στην γειτονιά μας. Παράλληλα άλλαξαν και οι ενδυματολογικές μου προτιμήσεις, μου ήταν τελείως αδιανόητο, το κοντό παντελόνι, που συνήθως φορούσα, πριν από τρεις μήνες αλλάζοντας το με δύο μακριά παντελόνια, που βασικά τα διάλεξε η μάνα μου, αλλά είχε καταφέρει να με πείσει, ότι τα διάλεξα εγώ. Το ένα ήταν σκούρο γκρι με μαύρες καρό διαγραμμίσεις, ενώ το άλλο ήταν σκούρο μπεζ, σχεδόν καφετί με πιο σκούρα λεπτά σχέδια, κάτι σαν ψαροκόκαλο. Αυτό το δεύτερο παντελόνι το θεωρούσα το “καλό” μου παντελόνι και το φορούσα σε γιορτές ή ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Thursday, 31 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Οι Τσιγγάνες


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τα καλοκαίρια, τότε, λίγο πριν τελειώσουμε το δημοτικό σχολείο, είχαμε περισσότερο χρόνο ελεύθερο και σχεδόν όλο τον καταναλώναμε στην αλάνα, (τα “καμμένα”) που ξεσαλώναμε παίζοντας διάφορα παιγνίδια. Επειδή στη γειτονιά μας, τα σπίτια ήταν το ένα πάνω στο άλλο και παντού υπήρχαν στενά δρομάκια, τα σοκάκια όπως τα λέγαμε τότε, η αλάνα μεταξύ της εκκλησίας του Αγ. Βλάση και της Κυριώτισσας, ήταν ο μόνος ανοιχτός χώρος που μας επέτρεπε να έχουμε μια υποφερτή άνεση στις δραστηριότητες μας.

     Εκεί εκτός από εμάς τα παιδιά, χρησιμοποιούσαν τον χώρο, κάθε λογής πλανόδιοι σαλτιμπάγκοι, που μας παρουσίαζαν τις μικρές τους παραστάσεις. Συνήθως αυτοί ήταν τσιγγάνοι, που με τον ήχο ενός ντεφιού ανάγκαζαν κάποια εκπαιδευμένα ζώα, αρκούδες ή πίθηκους να χορεύουν και να κάνουν διάφορες μιμήσεις και ακροβατικά. Τότε δεν ξέραμε πως για να μάθουν αυτά τα ζώα να μας διασκεδάζουν, κατά την εκπαίδευση τους τα βασάνιζαν για να εκτελούν το νούμερο τους.


(Φωτογραφία από το my-nagazine-gr.blogspot.com)

Monday, 28 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Γύρος του θανάτου


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Ένα καλοκαίρι, στην πλατεία της πόλης, ήρθε ένα είδους τσίρκου με πολλές ατραξιόν. Είχε ακροβάτες, ζογκλέρ, κούνιες, συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, περίεργα ζώα, παλαιστές και πολλά άλλα, που σήμερα δεν τα θυμάμαι καλά. Εκείνο όμως, που μας εντυπωσίασε όλους, ήταν ο γύρος του θανάτου. Από τα μεγάφωνα, το διαφημίζανε συνεχώς και μας εξηγούσανε πόσο επικίνδυνο ακροβατικό ήταν. Όπως το βλέπαμε από έξω, θύμιζε ένα τεράστιο βαρέλι, καθισμένο όρθιο. Το εσωτερικό του ήταν κούφιο, στο πάνω μέρος υπήρχε ένα είδους εξέδρας. Πάνω σε αυτήν την εξέδρα, ερχόντουσαν και έμεναν όρθιοι οι θεατές. Στο εσωτερικό του βαρελιού υπήρχαν ένας ή δύο μοτοσικλετιστές που οδηγούσαν τις μηχανές τους με ταχύτητα. Στη αρχή έκαναν μια δυο φορές τον γύρο του βαρελιού οριζόντια προς το έδαφος. Μετά οδηγούσαν με ταχύτητα τις μηχανές στα πλαϊνά του βαρελιού, αλλάζοντας συνεχώς θέσεις. Γύριζαν σαν δαιμονισμένοι, σε όλη την επιφάνεια, στο εσωτερικό του βαρελιού, εντυπωσιάζοντας όλους τους θεατές. Όλος ο χώρος μύριζε βενζίνη ενώ ο θόρυβος που έκαναν οι μηχανές ήταν εντυπωσιακός. Όλους, μας είχε συνεπάρει το θέαμα, κοιτούσαμε τους μοτοσικλετιστές και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ήμασταν σίγουροι πως οι οδηγοί έκαναν κάτι το πολύ τολμηρό, κάτι που δεν θα μπορούσαν να το κάνουν συνηθισμένοι άνθρωποι. Το συζητούσαμε, μετά το τέλος της παράστασης, συμφωνώντας πως οι μοτοσικλετιστές, κινδύνευαν κάθε στιγμή την ζωή τους, οπότε δικαίως ονομαζόταν ο γύρος του θανάτου. Κάποιοι μορφωμένοι προσπάθησαν να μας εξηγήσουν ότι ο νόμος της φυγόκεντρου δυνάμεως δεν τους άφηνε να πέσουν, αλλά εμείς τελείως δύσπιστοι δεν δεχόμασταν, καμία τέτοιου είδους εξήγηση. Στο μυαλό μας, αυτοί οι άνθρωποι διακινδύνευαν την ζωή τους, ανά πάσα στιγμή για να μας διασκεδάσουν. Στην φαντασία μας ήταν οι ήρωες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Thursday, 17 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Αντωνάκης


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Ακριβώς απέναντι και λίγο λοξά δεξιά, από το μπακάλικο που διατηρούσε ο πατέρας μου στην γειτονιά, έμενε η οικογένεια του Αντωνάκη. Η οικογένεια του Αντωνάκη είχε τέσσερα μέλη. Τον πατέρα του τον κύριο Θωμά, την μητέρα του την κα Ανδρονίκη και την αδερφή του την Μαίρη. Ο κύριος Θωμάς, από ότι αμυδρά θυμάμαι ήταν επαγγελματίας οδηγός, όμως σίγουρα είχε και κάποια κτήματα με οπωροφόρα δένδρα. Η Μαίρη ήταν αρκετά μεγαλύτερη μου, οπότε δεν ήταν δυνατόν να παίζει μαζί μου. Ο Αντωνάκης όμως με περνούσε τρία χρόνια, και φυσιολογικά παίζαμε και ερχόταν στην παρέα μας. Το παίζαμε είναι σχετικό, γιατί ο Αντωνάκης πολύ λίγο χρόνο είχε για παιγνίδια, καθώς τον περισσότερο χρόνο τον αφιέρωνε στο διάβασμα. Διάβαζε, όχι γιατί τον υποχρέωνε κάποιος, διάβαζε γιατί αγαπούσε το διάβασμα. Πολλές φορές που πήγα στην αυλή του σπιτιού του για να τον βρω, τον άκουγα να επαναλαμβάνει φωναχτά τα μαθήματα του σχολείου... ακόμη και στις διακοπές του σχολείου, ο Αντωνάκης διάβαζε. Αυτό εμένα μου φαινόταν πολύ παράξενο, σχεδόν αδιανόητο.


(Η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ στη δεκαετία του '70. Στο βάθος δίπλα στο αγροτικό αυτοκίνητο, η πόρτα της αυλής του Αντωνάκη. Πίσω της με μισάνοιχτο παράθυρο το σπίτι του. Στα χρόνια της ιστορίας ο δρόμος ήταν στρωμένος με καλντερίμι - Φωτ. Χρήστου Τσόπελα)

Monday, 14 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Γιάννης


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Στην γειτονιά μας, όταν ήμουν περίπου οκτώ χρονών, ήρθε μια οικογένεια και νοίκιασε σπίτι, στην πάροδο Ιεραρχών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, ένα κορίτσι που πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, που όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομα της. Τα δύο αγόρια, ο Περικλής και ο Γιάννης ήταν μεγαλύτερα από μένα. Ο Περικλής, δεκαπέντε περίπου χρονών, και δούλευε στους μπαξέδες. Τον βλέπαμε, να περνάει από τη γειτονιά καβάλα σε ένα άλογο σαμαρωμένο. Δεξιά και αριστερά στο σαμάρι είχε κρεμασμένα δύο τεράστια κοφίνια. Όλη μέρα ο Περικλής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, έψαχνε σπίτια που είχαν στάβλους και τα καθάριζε από την κοπριά. Τότε τα μισά και παραπάνω ίσως σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια, γελάδες, κατσίκες, πρόβατα κότες κλπ. Μάζευε την κοπριά στα κοφίνια και μετά την μετέφερε στον μπαξέ του αφεντικού του, την στοίβαζε, δημιουργώντας ένα μικρό βουναλάκι. Ο ήλιος την ξέραινε και μετά από μερικές μέρες την χρησιμοποιούσαν για να λιπάνουν τους μπαξέδες. Ο Γιάννης είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και δούλευε περιστασιακά, όπου έβρισκε δουλειά. Συνήθως δούλευε στον φούρνο της γειτονιάς μας, κάνοντας τα μικροθελήματα του φούρναρη. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ήταν να μετράει τα κουλούρια στους κουλουράδες και μετά να δίνει λογαριασμό στο αφεντικό του.


(Η πάροδος Ιεραρχών όπως είναι σήμερα)

Thursday, 10 August 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Αργυράκος. Βόλτα με το άλογο


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη



     Πριν από μερικές ημέρες, ήρθε και με βρήκε ο παιδικός μου φίλος, ο Αργυράκος. Αν και οι δύο είχαμε μπει στο εξηκοστό έτος της ηλικίας μας, για μένα παραμένει, ακόμη, ο Αργυράκος των παιδικών μου χρόνων. Είχαμε χαθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο χρόνος κύλισε και η ζωή μας απομάκρυνε, η παιδική παρέα που είχαμε δημιουργήσει στο Κακοσούλι, είχε σκορπίσει κάτω από την πίεση της ζωής . Ενώ πίναμε καφέ, αναρωτιόμουν τον λόγο της ευχάριστης μεν, αλλά τελείως ανεπάντεχης επίσκεψης του.

     Δεν με άφησε και πολύ να αναρωτιέμαι, χωρίς περιστροφές ο Αργυράκος μου πρότεινε να κάνουμε κάτι για την παλιά μας γειτονιά το Κακοσούλι. Έτσι λεγόταν η παλιά μας γειτονιά, που ήταν ανάμεσα στην Μητρόπολη και στην εκκλησία της Κυριώτισσας, από την μια πλευρά και από τους Λαδόμυλους μέχρι το Οθωμανικό λουτρό από την άλλη. Πριν προλάβω, να τον ρωτήσω τι ακριβώς εννοούσε, άρχισε να μου εξιστορεί την ζωή μας τότε στη γειτονιά. Ήταν τόσο καλός στις περιγραφές, που για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια μου και μεταφέρθηκα νοερά στην εποχή των παιδικών μας χρόνων. Μια ευφορία κυριάρχησε μέσα μου, μια νοσταλγία που δεν μπορούσα να την διαχειριστώ. Τον άκουγα να μιλάει, να μου αναπτύσσει τα σχέδια του, μα εγώ ήμουν αλλού, ήμουν εκεί που με καμία δύναμη στον κόσμο δε θα μπορούσα να ήμουν.

Wednesday, 12 July 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Άρωμα ροδάκινου


Της Ανατολής Μελίδου


(Συνέχεια της ιστορίας "ο Λεωνίδας και οι 304")

     Εβδομήντα μπάνια... εβδομήντα ολόκληρα μπάνια... το πιο ωραίο μου καλοκαίρι... κάθε μέρα νωρίς το απόγευμα ξεκινούσαμε... πότε με το λεωφορείο, πότε με το αυτοκίνητο του Κώστα του γείτονα, που μας υπεραγαπούσε... Κάθε μέρα η ίδια ιεροτελεστία... ήμουν εκστατικά ευτυχισμένη... η μεγαλύτερη ευτυχία στον κόσμο... να βουτάω στην θάλασσα και να αφήνομαι... δεν ήθελα τίποτα άλλο... όλος ο κόσμος μου εκείνο το καλοκαίρι ήταν η θάλασσα... Η αγωνία μου μήπως και δεν προλάβω να δω τα νεράκια να μαλώνουν... κάθε μεσημέρι γύρω στις 3 περίπου τα νερά άλλαζαν κατεύθυνση... περίμενα πώς και πώς να δω την αλλαγή στην φορά κίνησής τους... σαν να μαλώναν μεταξύ τους... μικρά κυματάκια δημιουργούνταν για μερικά λεπτά... μία μικρή μάχη... και μετά ησυχία... το αντίθετο ρεύμα είχε νικήσει... Μέχρι την επόμενη φορά... μερικές φορές ένοιωθα ότι θα σκάσω από ευτυχία... ήταν όταν μέναμε στην θάλασσα μέχρι αργά και ξανάβλεπα την μικρή μάχη...

     Και όλα αυτά στον Ωρωπό... Γιατί τελικά στο Μαρκόπουλο Ωρωπού φτάσαμε... εκεί εγκατασταθήκαμε... εκεί βρέθηκε η δουλειά για τον μπαμπά μου... Επιστάτης σε ανθρακωρυχείο... δύσκολη δουλειά... και επικίνδυνη... Ωστόσο δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική... Έπρεπε να δουλέψει... 150 μέτρα βάθος και με υποδομές σχεδόν ανύπαρκτες... Μέσα στην γη... στο μαύρο σκοτάδι... Ο πιο δύσκολος χειμώνας... Και το πιο όμορφο καλοκαίρι... Και η απόφασή μου να γίνω ευτυχισμένη... Ο,τι και να γινόταν, ό,τι και αν μου τύχαινε έπρεπε να γίνω ευτυχισμένη... και έπρεπε να παλέψω γι'αυτό... Στο σχολείο ήμουν το πιο κοινωνικό παιδί... Εννοείται πρώτη σε όλα... Και δεν θα δημιουργούσα ποτέ προβλήματα στο σπίτι... ήδη οι δικοί μου είχαν ένα σωρό στο κεφάλι τους... Ο,τι μου παρουσιαζόταν έπρεπε να το λύνω μόνη μου... Και όχι, δεν είχα κανένα πρόβλημα με τα άλλα παιδιά...Το μόνο μου πρόβλημα, το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν ο δάσκαλος...

Thursday, 29 June 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Το χρονικό της επιστροφής στη Βέροια


Της Ελένης Δημητριάδου



     Έβρεχε βεροιώτικα, μελαγχολία και ερημιά στους δρόμους, μεσημέρι Παρασκευής. Κατηφορίζω τη Μητροπόλεως μόνη κάτω από μια ομπρέλα. Βρέχει και βρέχονται τα μάτια μου, κλαίω αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει. Τι ωραία δικαιολογία η βροχή η βεροιώτικη! Τα βρεγμένα μάτια κοιτάζουν αχόρταγα να κατασπαράξουν όλα όσα ονειρευόμουν, όλα όσα έζησα.

Πάω κι έρχομαι στη γειτονιά μου. Η Μητρόπολη, το σπίτι του Δεσπότη, ο ναός. Πόσο μικρός μου φαίνεται τώρα! Να το σπίτι «μας». Η πολυκατοικία «μας». Μητροπόλεως 34. Υπάρχει ακόμη το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών «Χατζηκοκόλη» του ιδιοκτήτη. Θα ανέβω. Η πόρτα ανοιχτή. Κάτι διαφημιστικά πλακάτ ασχημαίνουν το πλατύσκαλο. Επάνω κρέμεται ακόμη το φωτιστικό - κινέζικο φαναράκι που ήταν της μόδας στη δεκαετία του 60. Η κουπαστή της σκάλας ξύλινη στρογγυλεμένη όπως τότε. 


(Η είσοδος της πολυκατοικίας και του διαμερίσματός μας)

Monday, 26 June 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Αναμνήσεις από τα θερινά μαθήματα στην Αγγλία.


Της Άρτεμης Καλογήρου



     Στην ζωή μου έχω κάνει πολλά ταξίδια, στην Ελλάδα, την Ευρώπη, την κοντινή Ασία και την Βόρειο και Νότιο Αμερική, όμως το ταξίδι στην Αγγλία με τους φίλους από τα Αγγλικά και την καθηγήτριά μας, το 1969, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, μου έχει μείνει αξέχαστο. Ήταν μεγάλη τύχη για μένα, ένα παιδί της πολυκατοικίας, που δεν έπαιξα στην αλάνα, δεν πήγα ούτε μια μέρα στους προσκόπους, να έχω μια υπερδόση περιπέτειας διάρκειας πέντε εβδομάδων.

     Κατακαλόκαιρα ξεκινήσαμε πέντε παιδιά από την Βέροια μαζί με την καθηγήτριά μας, από τον σταθμό των τραίνων της Θεσσαλονίκης, με ντιζελοκίνητο τραίνο και μετά από δύο περίπου εικοσιτετράωρα, διασχίσαμε την τότε Γιουγκοσλαβία, την Αυστρία και περάσαμε στην Γερμανία. Στον σταθμό της Κολωνίας αλλάξαμε τραίνο. Ο νέος μας προορισμός ήταν το λιμάνι της Οστάνδης στο Βέλγιο. Εκεί μετά από περίπου 20 ώρες επιβιβαστήκαμε στο πλοίο, ένα πλοίο πολύ μεγάλο, που μέσα σε μια νύχτα διασχίσαμε την θάλασσα της Μάγχης. Μολονότι καλοκαίρι στο κατάστρωμα είχε τόσο πολύ κρύο, που δεν βγήκαμε καθόλου έξω. Τα ξημερώματα είδαμε τις Λευκές απότομες πλαγιές από κιμωλία του Ντόβερ. Από το Ντόβερ με τραίνο φτάσαμε στο Μάργκεϊτ, θερινό παραθαλάσσιο παραθεριστικό προορισμό της νότιας ανατολικής Αγγλίας. Αίσθηση μου έκανε που ανέπνεα το Βρετανικό θαλάσσιο αεράκι.

Monday, 19 June 2017

Γράμμα απ' το Στρατό. Φαντάρος προς φαντάρο


Του Παντελή Γουλάρα



     Ένα πραγματικό γράμμα περιλαμβάνει η σημερινή δημοσίευση. Ένα γράμμα που στάλθηκε και παραλήφθηκε 35 χρόνια πριν. Αποστολέας εγώ, που υπηρετούσα τότε τη στρατιωτική μου θητεία, σε μονάδα της Θεσσαλονίκης. Παραλήπτης ο φίλος Κρέων που υπηρετούσε σε μονάδα της Αττικής.

     Με τον Κρέοντα ξεκινήσαμε μαζί τη θητεία μας στο κέντρο κατάταξης, στο Κιλκίς, το Νοέμβρη του 1981. Από την αρχή σχεδόν διαπιστώσαμε ότι είχαμε κοινές απόψεις και ιδέες, τα ίδια γούστα στη μουσική και την τέχνη γενικά, και αντιμετωπίζαμε με τον ίδιο τρόπο τα θέματα του στρατού. Φυσικό ήταν να κάνουμε και παρέα καθημερινά, που εξελίχθηκε σε μια δυνατή φιλία. Το Γενάρη του 1982 πήραμε μετάθεση για διαφορετικές μονάδες και για μικρό διάστημα δεν είχαμε επικοινωνία. Μέχρι το Μάρτη όταν δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον Κρέοντα.

     Το γράμμα στάλθηκε λίγο μετά. Δυστυχώς από κει και μετά χάσαμε ο ένας τα ίχνη του άλλου. Μέχρι το 2015 όταν χάρις στο Facebook και σ' έναν κοινό φίλο, ξαναβρεθήκαμε. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν διαπίστωσα ότι ο Κρέων είχε κρατήσει στο αρχείο του εκείνο το γράμμα. Αυτό το ίδιο που δημοσιεύεται σήμερα. Είναι ακριβώς το ίδιο, μόνο που έχει εκσυγχρονιστεί η ορθογραφία, έχουν μπει αντί ονομάτων τα αρχικά, όταν γίνεται αναφορά σε κάποια πρόσωπα (για ευνόητους λόγους) και έχουν απαλυνθεί δυο εκφράσεις στα πλαίσια μιας κάποιας πολιτικής ορθότητας που υπάρχει σήμερα και δεν υπήρχε τότε.

Thursday, 15 June 2017

Γράμμα από την Αθήνα. Η συλλογή των κουμπιών μου


Της Έφης Χασιακού


     Ήμουν δεν ήμουν 8 χρονών, όταν ο κύριος Ιωσήφ συνταξιοδοτήθηκε και έκλεισε το κουμπάδικο – είδη ραπτικής, που είχε κάπου στην Οσία Ξένη στην Νίκαια. Ό,τι εμπόρευμα είχε απομείνει, από αυτό το παραμυθένιο μαγαζί, το μετέφερε σε ένα μικρό δωματιάκι, κάτι σαν πλυσταριό, στην ταράτσα του σπιτιού που μέναμε.
     Η παιδική μου περιέργεια και φαντασία δεν με άφηναν να ησυχάσω.
     - Τι να έχει άραγε μέσα στο δωματιάκι;
     - Να έχει πραγματάκια που θα με ενδιαφέρουν ή θα είναι για τους μεγάλους;
     - Θα βρω κάτι και για μένα;

     Έτσι δειλά δειλά άρχισα να ανεβαίνω στην ταράτσα, χωρίς όμως να τολμώ να μπω μέσα στο γεμάτο μυστήριο δωμάτιο, μόνο έριχνα φευγαλέες ματιές από τα τζάμια των μικρών παραθύρων.
     Ώσπου μια μέρα που έλειπε από το σπίτι ο κύριος Ιωσήφ ανέβηκα στην ταράτσα αποφασισμένη να εξερευνήσω τα άδυτα του μικρού πλυσταριού.
     Έμεινα έκθαμβη!