Thursday 8 June 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Το καροτσάκι στον Αλιάκμονα


Της Ελένης Δημητριάδου


     Κάποτε, στη δεκαετία του ’60, ήταν πολύ της μόδας τα μικρά κοριτσάκια να έχουν ένα καροτσάκι για τις κούκλες τους. Το καροτσάκια αυτά ήταν συνήθως ξύλινα ροζ χρώματος, ένα πολύτιμο αξεσουάρ που βοηθούσε τις μικρούλες να ονειρεύονται ότι είναι μαμάδες που βγάζουν τα μωρά τους βόλτα ή τα νανουρίζουν. Αυτή η μίμηση των μαμάδων ήταν για μένα και τις φίλες μου, την Έλλη και τη Μαριάννα, από τα αγαπημένα μας παιγνίδια, και βέβαια το πιο κατάλληλο για κορίτσια που μεγαλώνουν μέσα σε διαμερίσματα. Το λέγαμε «σπιτάκια» ή «κουμπάρες», και καμιά φορά επαναλαμβάναμε ένα διάλογο προσποιούμενες τις μαμάδες που κάνουν επίσκεψη η μια στην άλλη: «Τακ-τακ!», «Ποιος είναι;» «Εγώ, η κυρία κουμπάρα», «Βρε καλώς την, την κουμπάρα!», «Ματς, μουτς!». Οι κουμπάρες έπρεπε να είναι εφοδιασμένες με την κούκλα τους, τα αξεσουάρ της και ίσως και κανένα σερβίτσιο τσαγιού. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να είσαι κουμπάρα! Μερικές φορές μάλιστα, οι διαπραγματεύσεις για να μοιράσουμε τους χώρους - ποιο θα είναι το σπίτι της καθεμιάς (το πλυσταριό ή οι αποθήκες) - μας έτρωγαν τόσο χρόνο που στο τέλος παρατούσαμε το παιχνίδι νευριασμένες. 

     Στο σπίτι μας δεν υπήρχε καροτσάκι. Η αδελφή μου δεν είχε ποτέ: δεν ξέρω πώς τα βόλευε με τα παιγνίδια της, αλλά αν λάβουμε υπόψη ότι έζησε την παιδική της ηλικία σε κανονικά σπίτια με αυλές και αλάνες κατάλληλες για παιγνίδι, μάλλον δε θα της είχε στοιχίσει πολύ. Εγώ από την άλλη πλευρά, έξι χρόνια μικρότερη, σκλαβώθηκα από τα 5 μου χρόνια σε ένα διαμέρισμα που διέθετε μόνο μπαλκόνι, με δεδομένο ότι η κοινόχρηστη πίσω αυλή ήταν στην πραγματικότητα ένας κήπος καλά φυτεμένος και απαγορευμένος για παιγνίδια και τρεχαλητά.

     Κούκλες είχα, δεν μπορώ να πω, όλα κι όλα! Λίγες αλλά καλές. Η αγαπημένη μου ήταν μια κοκάλινη με ανάγλυφα καστανά μαλλιά, μεγάλα μάτια, ντυμένη με κόκκινο σατέν φορεματάκι και άσπρη ποδίτσα, κάτι ανάμεσα σε κοκκινοσκουφίτσα και Τιρολέζα. Όταν μεγάλωσα λίγο, ο μπαμπάς μου πήρε μια πιο μοντέρνα από την Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Ήταν πιο μικρόσωμη, από μαλακό αρωματισμένο πλαστικό με «πραγματικά» μαλλιά που χτενιζόταν και βλέφαρα που ανοιγόκλειναν. Μάλιστα μετά από ένα ταξίδι των γονιών μου στη Βιέννη απόκτησα και μια κούκλα-μαρκησία η οποία όμως προτιμούσε να στολίζει το μεγάλο καλοστρωμένο κρεβάτι τους παρά να κρύβεται στην αγκαλιά μου. Και σερβίτσια υπήρχαν - κάτι φλιτζανάκια με τα πιατάκια τους, μια βρύση - μουσλούκι, μια κατσαρόλα, μια κουζίνα… Τέλος πάντων μια χαρά προίκα είχα για τις κούκλες μου.


(Με την αγαπημένη μου κούκλα στο μπαλκόνι μας, Μητροπόλεως 34. Η αδελφή μου πίσω σωστή δεσποινίδα κι εγώ μόλις τελείωσα την Δ΄ Δημοτικού.)

     Μου κόλλησε όμως η ιδέα ότι δεν θα ήμουν καλή «κουμπάρα» αν δεν είχα καροτσάκι. Αυτή η ιδέα έγινε με τα χρόνια εμμονή και η απόκτηση ενός τέτοιου οχήματος ο μοναδικός μου στόχος. Αχ με τι λαχτάρα έβλεπα τα καροτσάκια κρεμασμένα έξω από το παιχνιδάδικο στην Κεντρικής. Και παρακαλούσα τη μαμά μου: «Να μαμά, αυτό το καρότσι να μου πάρεις! Αυτό μ΄ αρέσει!». Η μαμά όμως δεν ίδρωνε εύκολα με τέτοια παρακάλια. Είχε φαίνεται άλλες προτεραιότητες, άσε που είχα αρχίσει να μεγαλώνω και σου λέει η δική σου: «Θα το ξεχάσει, δε μπορεί, ολόκληρη γυναίκα έγινε.».

     Εδώ που τα λέμε είχα πρόωρη ανάπτυξη. Ψηλή, γεμάτη (και αργότερα με γυαλιά … σκέτη καταστροφή), που ξεγελούσα για την ηλικία μου. Της μαμάς μάλιστα της άρεσε να διηγείται ένα περιστατικό, όπου ζητούσα επιμόνως να ανεβώ στην αγαπημένη μου κούνια, τον ξύλινο λευκό κύκνο, στο πάρκο της ΧΑΝΘ – ένα καρουζέλ που για πολλά χρόνια συνέχισε να λειτουργεί εκεί. Τελικά έπεισα μεν τους γονείς μου να με ανεβάσουν, αλλά η ανάμνηση της χαράς που ένιωσα γκριζάριζε λίγο όταν άκουγα τη μαμά να λέει στις φίλες της γελώντας για το παράδοξο θέαμα που προσέφερα: «Η Λένα περνούσε όλα τα παιδιά ένα κεφάλι!».


(11 χρονών και εξακολουθώ να περνάω τις συμμαθήτριές μου ένα κεφάλι!)

     Πρέπει να ήμουν στη μέση του Δημοτικού, όταν με το πες - πες αποφάσισε να μου κάνει το χατίρι. Έτσι, προς μεγάλη μου έκπληξη που συνοδεύτηκε από τρελή χαρά, έφτασε στο σπίτι το πολυπόθητο καροτσάκι. Ροζ με ωραίες καμπύλες και αχνά διακοσμητικά σχέδια, αρκετά βαθύ για να χωρέσει την κούκλα μου, με σταθερό χερούλι και μικρές μεταλλικές ρόδες για να το τσουλάω άνετα μέσα στο διαμέρισμα και στο μπαλκόνι. 

     Το καροτσάκι μου άργησε κάποια χρόνια να έρθει, αλλά αυτό καθόλου δεν με πτόησε. Έπαιξα μαζί του συνοπτικά όλα τα παιγνίδια που ονειρευόμουν και πρωταγωνίστησε σε όσο το δυνατόν περισσότερα σενάρια για κουμπάρες. Το έδειχνα στις φίλες μου, το καμάρωνα, το λάτρευα πιο πολύ κι από τις κούκλες μου. Ήταν «το πολύτιμό μου», το νεραϊδένιο μου καροτσάκι. Πρέπει να έκλεισε λιγότερο από δύο χρόνια παραμονής στο σπίτι μας – αργούσα ακόμη να τελειώσω το Δημοτικό, όταν η μαμά μου αποφάσισε ότι είχα πια μεγαλώσει και έπρεπε να αφήσω τα παιδικά παιγνίδια κατά μέρος.

     Εκείνη τη μέρα ήρθε να μας επισκεφτεί από τη Θεσσαλονίκη η Νίνα με τον άντρα της. Η Νίνα είναι η μεγαλύτερη ξαδέλφη μου, έχουμε 23 χρόνια διαφορά - γεννήθηκε το 1932 «με το σεισμό της Ιερισσού» συνήθιζε να λέει η μαμά. Εγώ για πολλά χρόνια τη φώναζα «θεία Νίνα», και την αγαπούσα και τη θαύμαζα για την εξαιρετική της ομορφιά (κάτι ανάμεσα σε Λιζ Τέιλορ και Κλαούντια Καρντινάλε) και τη γλυκύτητα της. Μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητό τους για να κάνουμε μια μικρή εκδρομή μέχρι το φράγμα του Αλιάκμονα. Η μαμά πήρε μαζί μας και το καροτσάκι μου. «Για να παίξω», σκέφτηκα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, αλλά γρήγορα κατέληξε σε τραγωδία. Σε μια στιγμή και ενώ βρισκόμασταν πάνω στη γέφυρα και θαυμάζαμε το θέαμα, η μαμά απευθυνόμενη σε μένα είπε: «Λένα, τώρα μεγάλωσες πια. Αυτό δεν το χρειάζεσαι, είναι για μικρά παιδιά. Θα το αφήσουμε να το πάρει το ποτάμι.». Δεν ξέρω αν πρόλαβα να αντιδράσω, να φέρω αντίρρηση. Και να ήθελα μάλλον δεν θα μπορούσα γιατί ντρεπόμουν πολύ τη «θεία Νίνα» και το «θείο Χρήστο». Κι έμεινα να παρακολουθώ άφωνη τη μαμά να ρίχνει το αμαξάκι μου στο ποτάμι, όπως ο παπάς ρίχνει το σταυρό, μόνο που στην περίπτωση τη δική μου κανένας δε βούτηξε να μου το φέρει πίσω, κι έμεινε το κακόμοιρο μοναχό να βυθίζεται και να χάνεται στον υγρό του τάφο.

     Δεν ξέρω και δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω τις βαθύτερες σκέψεις της, τα κίνητρά της. Μήπως δεν διάβαζα αρκετά; Προσπαθούσα όλα μου τα χρόνια και ήμουν από τις πρώτες μαθήτριες. Μήπως δεν ήμουν το καλό παιδί που πάντα της έκανα τα χατίρια; Όχι δεν ήταν πράξη τιμωρίας. Θες να ήταν που έδειχνα μεγαλύτερη από την ηλικία μου και φοβήθηκε ότι δεν θα ωριμάσω ποτέ με αυτά τα «παιδιαρίσματα»; Ή μήπως απλά ήταν η έλλειψη χώρου στο στενό διαμέρισμα που την έφτανε στα όριά της; Η μαμά πέρασε πολύ δύσκολα από τα πρώτα παιδικά της χρόνια κι αυτό την σκλήρυνε κάπως. Ποτέ της δεν κατάλαβε πόσο βαθιά με είχε πληγώσει αυτή η βίαιη προσπάθεια της να με φέρει στον κόσμο των μεγάλων. Με τον καιρό τη συγχώρεσα. Μόνο που από τότε έχω συνδέσει τον Αλιάκμονα με το περιστατικό εκείνο, και όταν καμιά φορά σκέφτομαι το καροτσάκι μου, ένας κόμπος ανεβαίνει ακόμη στο λαιμό μου.

No comments:

Post a Comment