Monday, 30 October 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Πρωινό αεράκι (Το ξύπνημα των αισθήσεων)


Του Παντελή Γουλάρα



     Κάθε πρωί. Κάθε ένα. Ξεχωριστό. Πρωινό. Κάνω την ίδια βόλτα. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή. Περπατώ από το λιμάνι του Νταν Λέρι μέχρι τον πύργο του Μαρτέλο. Μια διαδρομή περισσοτέρων των δυο χιλιομέτρων και άλλων τόσων στην επιστροφή. Περνώντας από ή συναντώντας ονόματα που ακούγονται παράξενα στο αυτί μου. Ιστ Πίερ, Σκότσμαν Μπέι, Νιουτάουνσμιθ, Μαρίν Παρέιντ, Γκλάστουλ, Σάντικοβ, Σάντικοβ Χάρμπορ, Φόρτι Φουτ, Μαρτέλο Τάουερ. Πόσο διαφορετικά από τα οικεία ελληνικά ονόματα που συνήθιζα να ακούω τα προηγούμενα εξήντα χρόνια. Μου ακούγονταν ξένα στην αρχή αλλά σήμερα δυο χρόνια μετά, έχω αρχίσει να τα συνηθίζω κι αυτά, να τα θεωρώ κομμάτια από τη ζωή μου.


(Το παραλιακό μέτωπο του Dun Laoghaire-Sandycove. Ο τόπος του καθημερινού πρωινού περιπάτου)

Thursday, 26 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Βύρων


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τότε με τους βώλους, παίζαμε πάρα πολλά παιχνίδια, είχαμε γυάλινους βώλους που ήταν και οι πιο συνηθισμένοι, επίσης πορσελάνινους βώλους, ενώ οι πιο φθηνοί ήταν οι πήλινοι, που τους είχαν βαμμένους, σε διάφορα έντονα χρώματα με λαδομπογιά. Αυτοί οι τελευταίοι, είχαν πολύ μικρή αξία, στις μεταξύ μας συναλλαγές, καθώς με ένα απλό κτύπημα έσπαζαν και διαλύονταν. Τους πορσελάνινους τους χρησιμοποιούσαμε, σαν μάνα ή σαν αλαμάδες όπως λέγαμε τότε, γιατί ήταν αποκλειστικά μεσαίου μεγέθους. Τους γυάλινους από ότι θυμάμαι του βρίσκαμε σε τρία μεγέθη και ήταν οι πιο συνηθισμένοι.

     Ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια, ήταν το τριγωνάκι ή το δέλτα, όπως το λέγαμε μερικές φορές. Το έπαιζαν με δύο τουλάχιστον παίκτες, χωρίς όμως να αποκλείονται και οι περισσότεροι. Σχηματίζαμε με μια αιχμηρή πέτρα, ένα ισοσκελές τρίγωνο στο έδαφος, με μήκος πλευράς περίπου τα δώδεκα εκατοστά. Μέσα σε αυτό, ο κάθε παίχτης έβαζε, αναλόγως της συμφωνίας δυο – τρεις μπίλιες. Μετά σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου χαράζαμε μια ευθεία γραμμή που ήταν η αφετηρία μας. Από το ύψος του τριγώνου, όσοι από μας θα παίζανε, έριχναν τις μάνες τους ή τους αλαμάδες προς την γραμμή αφετηρίας. Όποιος κατάφερνε να ρίξει τον αλαμά του, πιο κοντά στην γραμμή, είχε το πλεονέκτημα και ξεκινούσε πρώτος. Έβαζε τον βώλο του, στην χούφτα, κοντά στον διπλωμένο δείκτη του και με τον αντίχειρα τον έσπρωχνε προς το τριγωνάκι. Αν έπεφτε μέσα στο σχήμα και κτυπούσε κάποιον από τους ήδη υπάρχοντες βώλους και κατάφερνε να τον βγάλει εκτός περιγράμματος, αυτός αποτελούσε το κέρδος του νικητή. Αν πάλι η μάνα έμενε μέσα στο δέλτα, αυτομάτως αποτελούσε, μέρος της λείας του παιγνιδιού. Καθώς ο επόμενος παίκτης, εφ όσον κτυπούσε, τον αλαμά του προηγούμενου, έπαιρνε αμέσως όλη την κερδισμένη λεία, του προηγουμένου. Αυτό γινόταν συνεχώς, μέχρι να εξαντληθούν οι βώλοι, που ήταν μέσα στο τριγωνάκι. Αν και κανόνες ήταν απλοί και κατανοητοί, δεν έλειπαν οι καυγάδες μεταξύ των παικτών, αλλά και των υποστηρικτών τους, ανάλογα με τις συμπάθειες του καθενός.

Monday, 23 October 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Ένας χρόνος “Στείλε μου γράμμα”


Του Παντελή Γουλάρα


     Η αγάπη για μια πόλη που άφηνα μετά από εξήντα χρόνια για να μεταναστεύσω σ' έναν ξένο τόπο, ήταν αυτή που με παρακίνησε να ξεκινήσω αυτό το ιστολόγιο. Η αγάπη για την Βέροια, την πόλη όπου μεγάλωσα, πήγα σχολείο, ερωτεύτηκα, έκανα οικογένεια, η αγάπη για τη Βέροια που θα αποχωριζόμουν, για τη γειτονιά που μεγάλωσα, για τα σχολεία που φοίτησα, ήταν το φιτίλι που άναψε την επιθυμία να εκδηλώσω γραπτά τις αναμνήσεις μου απ' αυτήν. Αγάπη που μετά από λίγο καιρό απουσίας έγινε νοσταλγία, που βοήθησε να ξεπηδήσουν κι άλλες αναμνήσεις, κι άλλες ιστορίες.

     Στις 24 Οκτωβρίου το ιστολόγιο συμπληρώνει ένα χρόνο ζωής. Σ' αυτόν το χρόνο έγιναν πολλά. Πρώτα πρώτα η θεματολογία άνοιξε. Κι ήταν πολύ φυσικό, αφού από την πρώτη στιγμή δηλώθηκε ότι δεν θα περιοριστεί μόνο στα δικά μου κείμενα, μόνο στη δικές μου αναμνήσεις. Σ' αυτό το διάστημα του ενός χρόνο αναρτήθηκαν 71 δημοσιεύσεις (χωρίς τη σημερινή) σε Ελληνική και Αγγλική γλώσσα, από 12 συνεργάτες (πλέον του διαχειριστή). Συνήθως υπήρχαν δύο δημοσιεύσεις ανά εβδομάδα (Δευτέρα και Πέμπτη). Οι αναγνώσεις των δημοσιεύσεων (επισκέψεις στο ιστολόγιο) ήταν πάνω από 73.000. Οι αναγνώστες δεν είναι μόνο από την Ελλάδα αλλά από πολλές και διαφορετικές χώρες, προφανώς Έλληνες που ζουν σ' αυτές ή και κάποιοι αγγλόφωνοι για τις ιστορίες που δημοσιεύτηκαν σε αγγλική γλώσσα. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι είχαμε αναγνώστες από 5 χώρες της Αμερικής, 14 χώρες της Ασίας (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας) 7 χώρες της Αφρικής, 19 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά όχι της Βρετανίας) 13 χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης εδώ της Βρετανίας, της Νήσου Μαν και του Γιβραλτάρ) και από την Αυστραλία.

Thursday, 19 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Χιονάνθρωπος


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Η χειρότερη εποχή του χρόνου, για μας τους πιτσιρικάδες εκείνης της εποχής, ήταν ο χειμώνας. Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση, πως τότε οι χειμώνες, ήταν πιο άγριοι και πιο κρύοι. Θυμάμαι μια περίπτωση, από το πολύ κρύο του χειμώνα, έκλεισαν τα σχολεία για μερικές ημέρες, πράγμα που δεν μας δυσαρέστησε καθόλου. Το χιόνι που έπεφτε, έκλεινε τους δρόμους, καθώς δεν υπήρχε μέριμνα για τον καθαρισμό τους και αυτό δυσκόλευε τις μετακινήσεις. Στους δρόμους έβλεπες λιγοστούς διαβάτες, να κυκλοφορούν και σίγουρα ακόμη πιο λίγα παιδιά. Οι γονείς σπανίως επέτρεπαν στα παιδιά τους, να βγουν από το σπίτι και αυτό μόνο όταν δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Η ποσότητα του χιονιού και το απίστευτο κρύο, μας ανάγκαζαν να κλεινόμαστε μέσα στο σπίτι, δίπλα στην ξυλόσομπα. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, ήταν να παρακολουθούμε από τα παράθυρα, τις νιφάδες που έπεφταν ασταμάτητα, συσσωρεύοντας, στους δρόμους και στις στέγες, απίστευτα τεράστιους λευκούς όγκους. Από τα κεραμίδια των σπιτιών κρέμονταν μεγάλου μήκους κρύσταλλα, σαν τεράστιες λόγχες, δίνοντας μια ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση κρύου, από ότι στην πραγματικότητα ήταν.


(Άποψη της γειτονιάς σήμερα. Δεξιά το σπίτι της ιστορίας, τότε γκρεμισμένο από την πυρκαγιά του εμφυλίου, σήμερα όμορφο ανακατασκευασμένο αρχοντικό - φωτογραφία Sharon Shiedu)

Monday, 16 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Ο Καραγκιόζης


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Βλάση, εκεί που ενώνονται η οδός Περδίκα, με την Π. Ιωακείμ, είναι ένα μικρό κτίσμα, που ανήκει στην ιδιοκτησία της οικογένειας, του φίλου μας του Αντωνάκη. Είναι κτισμένο αποκλειστικά με πωρόλιθους, και εφάπτεται η δεξιά πλευρά του, με την εκκλησία και από την άλλη πλευρά με τον περίβολο, του σπιτιού Νικολαΐδη. Έχει δύο πόρτες σιδερένιες την μία στο δρόμο, ενώ η άλλη βγαίνει στην αυλή του σπιτιού. Οι δύο πόρτες είχαν στο πίσω μέρος τους, ένα σιδερένιο μάνταλο, που με αυτό όταν ασφάλιζαν, ήταν σχεδόν αδύνατον να μπει κανείς μέσα. Δίπλα στην εξωτερική πόρτα, έχει ένα τεράστιο παράθυρο, ξύλινο, επενδυμένο εξωτερικά με χοντρή λαμαρίνα. Αυτό το παράθυρο, έχει ένα εσωτερικό περβάζι, φάρδους περίπου ενάμισι μέτρου, κάτι σαν πάγκο, ξύλινο, πάνω στον τοίχο. Αυτό το κτίριο, κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί, σαν μπακάλικο, τσαγκάρικο και τέλος σαν μανάβικο. Ποτέ δεν κατάλαβα την χρησιμότητα αυτού του πάγκου και με ποια λογική το κατασκεύασαν. Λίγο μετά την χρήση του, σαν τσαγκάρικο και πριν από το μανάβικο το χρησιμοποιήσαμε και εμείς. Όταν λέω εμείς εννοώ, ο Αντωνάκης, εγώ και ο αδερφός μου ο Στέφανος, που ήμασταν βασικά μέλη μιας μικρής επιχείρησης θεάματος. Περιστασιακά όμως συνέπρατταν και άλλα παιδιά από την γειτονιά. Ο εμπνευστής και η ψυχή, του όλου εγχειρήματος ήταν ο Αντωνάκης, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα να κάνουμε ένα θέατρο σκιών.

Thursday, 12 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το Μαγκάλι


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Σε καμία φάση της παιδικής μου ηλικίας δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήμουν, αυτό που λένε “ήσυχο” παιδί. Το αντίθετο θα έλεγα… Γενικά αν όχι όλοι, οι περισσότεροι με χαρακτήριζαν άτακτο. Κάποιοι τότε με είχαν χαρακτηρίσει “απροσάρμοστο”, ένα επιθετικό προσδιορισμό, του οποίου εγώ δεν ήξερα την σημασία. Το γεγονός είναι, πως σε όλες τις φάσεις της παιδικής μου ηλικίας, ήμουν άτακτος και δεν “έμπαινα” στα καλούπια, που θα ήθελαν οι γονείς και οι διάφοροι συγγενείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, μου συνέβη κάτι, που ίσως ήταν η αιτία να ενεργοποιηθεί πολύ νωρίς η μνήμη μου. Φυσικά κάποια γεγονότα, από αυτά που θα διηγηθώ, δεν τα θυμάμαι, από προσωπική εμπειρία, αλλά από διηγήσεις των μεγάλων, μερικά όμως έχουν μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου.

     Εκείνη την εποχή μέναμε σε ένα σπίτι που νοίκιαζε η οικογένεια μας, από την κα Σουλτάνα, απέναντι και διαγώνια από την εκκλησία του Αγ. Βλάση. Ήταν μια μονοκατοικία, με κεραμίδια και με βασικό υλικό κατασκευής το ξύλο και την πέτρα. Το σπίτι ήταν πάρα πολύ παλιό. Η κύρια είσοδος του, ήταν από ξερό ξύλο καστανιάς δίφυλλη, διακοσμημένη με πλατυκέφαλα καρφιά, αυτά που τότε τα λέγανε γύφτικα. Αμέσως μετά από την πόρτα, υπήρχε ένας διάδρομος στρωμένος με μεσαίου μεγέθους πέτρες, με μια αυλακιά στην μέση για να φεύγουν τα νερά. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε το αχούρι, ο χώρος για να σταβλίζουν κάποιο ζώο, (εκείνη την εποχή τα περισσότερα σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια κλπ.) μόνο που η οικογένεια μου, δεν είχε κανενός είδους ζώο, οπότε ήταν άδειο. Στην απέναντι πλευρά είχε δύο δωμάτια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκες.

Monday, 9 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Το πατίνι


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Η εφευρετικότητα μας, όσο αφορούσε τα διάφορα παιγνίδια, δεν είχε τέλος. Σε κάθε περίπτωση προσαρμοζόμασταν, στα νέα δεδομένα και αρπάζαμε κάθε ευκαιρία για κάτι νέο. Πολλά παιγνίδια μας καθήλωναν και μας δημιουργούσαν μια περίεργη εξάρτηση, κολλούσαμε δηλαδή με αυτά χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ακόμη και τώρα που το σκέπτομαι δεν μπορώ να δώσω μια εξήγηση που να με ικανοποιεί. Ίσως να ακολουθούσαμε μια άτυπη μόδα, χωρίς να μας την επιβάλει κανείς και χωρίς καμία προβολή.

     Θυμάμαι, πως για ένα διάστημα είχαμε κολλήσει με τις σβούρες. Σε όποιο σημείο της αλάνας και να κοίταζες, έβλεπες ομάδες παιδιών να διαγωνίζονται στο ρίξιμο της σβούρας. Η σβούρα ήτα μια ξύλινη κωνοειδής κατασκευή, θύμιζε πάρα πολύ το βαρίδιο που χρησίμευε, για να τεντώνει, το νήμα της στάθμης. Καλύτερα θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε σαν κυλινδρική ξύλινη σφήνα, που το κάτω μέρος της, γινόταν αιχμηρό και είχε προσαρμοσμένη μια μεταλλική ακίδα, συνήθως ένα είδος πρόκας. Το επάνω της, τμήμα το πιο φαρδύ είχε στερεωμένο ένα μικρό χερούλι. Σε απόσταση τριών τετάρτων από το κάτω μέρος προς το πάνω είχε χαραγμένο ένα αυλάκι, ρηχό αλλά ορατό. Πολλές από τις σβούρες είχαν το φυσικό χρώμα του ξύλου, εμποτισμένες ίσως με κάποιο άχρωμο βερνίκι, άλλες πάλι ήταν βαμμένες σε διάφορα χρώματα, μονόχρωμες ή πολύχρωμες. Ακόμη υπήρχαν και οι πιο περίτεχνες, που είχαν πάνω τους ζωγραφισμένα διάφορα σχέδια ή μικροσκοπικές παραστάσεις. Αυτές τις τελευταίες, τις θεωρούσαμε πιο πολύτιμες, καθώς όταν στροβιλίζονταν τα σχέδια αλλοιωνόταν, ξεγελώντας την ικανότητα του ματιού να συλλάβει την πραγματικότητα και να τα βλέπουμε σαν απόκοσμες παραστάσεις.

Thursday, 5 October 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από το Κακοσούλι. Η σφεντόνα


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Τα καλοκαίρια, αφού είχαν κλείσει τα σχολεία, μια από τις αγαπημένες μας ασχολίες, ήταν να παίζουμε με σφεντόνες. Το δύσκολο όμως, ήταν να αποκτήσουμε μια τέτοια ή στην καλύτερη περίπτωση να την κατασκευάσουμε οι ίδιοι. Οι περισσότεροι προσπαθούσαμε, να τις φτιάξουμε από τροποποιημένες φούρκες τελάρων. Στην αρχή της οδού Περδίκα, υπάρχει το οθωμανικό λουτρό, που τότε στέγαζε μια επιχείρηση επεξεργασίας ξύλου, μια κορδέλα όπως την λέγαμε. Το βασικό αντικείμενο εργασίας, αυτής της επιχείρησης, ήταν να κατασκευάζει τελάρα, για την συσκευασία μήλων και άλλων φρούτων. Αυτά τα τελάρα είχαν στις τέσσερις γωνίες, τις λεγόμενες φούρκες. Αυτές στην ουσία, ήταν τα εξαρτήματα του τελάρου, που πάνω τους εφάρμοζαν και τοποθετούσαν το επόμενο τελάρο. Οι φούρκες στο επάνω άκρο τους, είχαν σχήμα μυτερής οξείας γωνίας, που το έλεγαν αρσενικό, ενώ στο κάτω μέρος είχε μια εγκοπή, ακριβώς στο αντίθετο της γωνίας που το έλεγαν θύλακο. Έτσι όταν στοίβαζαν τα τελάρα το αρσενικό τμήμα του τελάρου εφάρμοζε πάνω στο θηλυκό και έτσι είχαν αρκετή σταθερότητα όταν τα ντάνιαζαν.

     Εμείς προσπαθούσαμε να προμηθευτούμε μια τέτοια φούρκα, την οποία πριονίζαμε στο κάτω μέρος το θηλυκό, έτσι μεγαλώναμε την γωνία φτιάχνοντας μια υποφερτή διχάλα που ήταν απαραίτητη για την κατασκευή της σφεντόνας. Στην κορδέλα εργαζόταν ένας κύριος, που δεν θυμάμαι το όνομα του, ψηλός με ελαφρώς σγουρά μαλλιά και ένα λεπτό μουστάκι. Αυτός όταν τον πλησίασα και του εξήγησα τι θέλω, πήρε μια φούρκα, πήγε μέσα στην πριονοκορδέλα, την πριόνισε έτσι ώστε το σχήμα της γωνίας έγινε τετράγωνο. Επίσης προσεκτικά αφαίρεσε δύο πόντους ξύλου από τις δυο πλευρές της φούρκας, έτσι ώστε να χωράει εύκολα στην χούφτα μου. Μου την έδωσε και δεν πίστευα στην τύχη μου, αφού τον ευχαρίστησα, πήγα τρέχοντας στο σπίτι μου για να προχωρήσω στο επόμενο στάδιο.

Monday, 2 October 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Η ταράτσα μας που έβλεπε στον κάμπο της Βέροιας


Της Ελένης Δημητριάδου


     Μεγάλη φαρδιά, δέσποζε στο κέντρο της Βέροιας στη Μητροπόλεως. Απέναντι ο κάμπος, να απλώνεται μακριά, μέχρι που φτάνει το μάτι σου. Πάνω από τα σπίτια, πάνω και από το «αρχοντικό» Τσικερδάνου.

     Κάγκελα μπροστά να βλέπουν στη Μητροπόλεως, ένα υπερυψωμένο τοιχάκι να περιβάλλει τις υπόλοιπες πλευρές της, πίσω το πλυσταριό και οι αποθήκες, και στη μέση η γυάλινη σκεπή του φωταγωγού.

     Το πλυσταριό είχε πολλαπλές χρήσεις. Πρώτα-πρώτα ήταν πλυντήριο. Ζεστό νερό στο καζάνι, πλύσιμο στις τσιμεντένιες γούρνες, τα ασπρόρουχα με λουλάκι να γίνουν τριζάτα. Η μαμά προτιμούσε να πλένει τα ρούχα στο σπίτι, αλλά το άπλωμα γινόταν πάντα στην ταράτσα. Κι εκείνα τα σχοινιά, ατέλειωτα σχοινιά, να διασταυρώνονται και να ανεβαίνει η μαμά με την μεγάλη τσίγκινη λεκάνη γεμάτη πεντακάθαρα ρούχα να τα απλώνει, κι εγώ να της δίνω τα μανταλάκια, στην αρχή μεταλλικά σαν φιογκάκια και μετά ξύλινα. Αυτή την τελευταία συνήθεια την κράτησε για πολλά χρόνια. Και όταν άρχισα κι εγώ με τη σειρά μου να απλώνω για να τη βοηθήσω, οι ρόλοι αντιστράφηκαν, και ήταν αυτή τότε που μου έδινε τα μανταλάκια.