Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Τότε
με τους βώλους, παίζαμε πάρα πολλά
παιχνίδια, είχαμε γυάλινους βώλους που
ήταν και οι πιο συνηθισμένοι, επίσης
πορσελάνινους βώλους, ενώ οι πιο φθηνοί
ήταν οι πήλινοι, που τους είχαν βαμμένους,
σε διάφορα έντονα χρώματα με λαδομπογιά.
Αυτοί οι τελευταίοι, είχαν πολύ μικρή
αξία, στις μεταξύ μας συναλλαγές, καθώς
με ένα απλό κτύπημα έσπαζαν και διαλύονταν.
Τους πορσελάνινους τους χρησιμοποιούσαμε,
σαν μάνα ή σαν αλαμάδες όπως λέγαμε
τότε, γιατί ήταν αποκλειστικά μεσαίου
μεγέθους. Τους γυάλινους από ότι θυμάμαι
του βρίσκαμε σε τρία μεγέθη και ήταν οι
πιο συνηθισμένοι.
Ένα
από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια, ήταν το
τριγωνάκι ή το δέλτα, όπως το λέγαμε
μερικές φορές. Το έπαιζαν με δύο
τουλάχιστον παίκτες, χωρίς όμως να
αποκλείονται και οι περισσότεροι.
Σχηματίζαμε με μια αιχμηρή πέτρα, ένα
ισοσκελές τρίγωνο στο έδαφος, με μήκος
πλευράς περίπου τα δώδεκα εκατοστά.
Μέσα σε αυτό, ο κάθε παίχτης έβαζε,
αναλόγως της συμφωνίας δυο – τρεις
μπίλιες. Μετά σε απόσταση δέκα μέτρων
περίπου χαράζαμε μια ευθεία γραμμή που
ήταν η αφετηρία μας. Από το ύψος του
τριγώνου, όσοι από μας θα παίζανε, έριχναν
τις μάνες τους ή τους αλαμάδες προς την
γραμμή αφετηρίας. Όποιος κατάφερνε να
ρίξει τον αλαμά του, πιο κοντά στην
γραμμή, είχε το πλεονέκτημα και ξεκινούσε
πρώτος. Έβαζε τον βώλο του, στην χούφτα,
κοντά στον διπλωμένο δείκτη του και με
τον αντίχειρα τον έσπρωχνε προς το
τριγωνάκι. Αν έπεφτε μέσα στο σχήμα και
κτυπούσε κάποιον από τους ήδη υπάρχοντες
βώλους και κατάφερνε να τον βγάλει εκτός
περιγράμματος, αυτός αποτελούσε το
κέρδος του νικητή. Αν πάλι η μάνα έμενε
μέσα στο δέλτα, αυτομάτως αποτελούσε,
μέρος της λείας του παιγνιδιού. Καθώς
ο επόμενος παίκτης, εφ όσον κτυπούσε,
τον αλαμά του προηγούμενου, έπαιρνε
αμέσως όλη την κερδισμένη λεία, του
προηγουμένου. Αυτό γινόταν συνεχώς,
μέχρι να εξαντληθούν οι βώλοι, που ήταν
μέσα στο τριγωνάκι. Αν και κανόνες ήταν
απλοί και κατανοητοί, δεν έλειπαν οι
καυγάδες μεταξύ των παικτών, αλλά και
των υποστηρικτών τους, ανάλογα με τις
συμπάθειες του καθενός.