Του Παντελή Γουλάρα
Θα
ήταν όμορφη εκείνη η Άνοιξη. Θα ήταν
όμορφος εκείνος ο Απρίλης. Θα ήταν...
Η
ανοιξιάτικη φύση είχε ξυπνήσει. Αμυγδαλιές
και κερασιές είχαν ανθίσει προ πολλού.
Τα υπόλοιπα φυλλοβόλα πετούσαν
μπουμπούκια, κι είχαν αρχίσει να ντύνουν
τα γυμνά χειμωνιάτικα κλαδιά τους, ξανά
με τη γνωστή πράσινη στολή τους. Οι
εξοχές, οι πλαγιές και οι ράχες των
βουνών, είχαν στρώσει το απέραντο πράσινο
χαλί τους, κεντημένο εδώ κι εκεί, με
πλήθος, κίτρινα, κόκκινα, μαβιά
αγριολούλουδα. Θα μπορούσε
να είναι πράγματι όμορφος εκείνος
ο Απρίλης. Θα μπορούσε να είναι πράγματι
όμορφη εκείνη η Άνοιξη. Αλλά δεν ήταν.
Γιατί ο τόπος μας στέναζε κάτω από την
μπότα του κατακτητή. Κάτω από την τριπλή,
Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική
κατοχή.
Κόντευε
μεσημέρι και η ομάδα των επτά οδοιπόρων
βγήκε προσεχτικά στο ξέφωτο, μέσα από
το αιωνόβιο Πιερικό δάσος. Όλοι εκτός
από δύο φορούσαν στρατιωτικές στολές.
Ήταν όλοι τους οπλισμένοι με μακρύκανα
τουφέκια. Δυο απ' αυτούς είχαν περασμένα
και πιστόλια στη μέση τους. Ώρα ήταν να
ξαποστάσουν. Απ' το πρωί βάδιζαν στα
βουνίσια μονοπάτια, περνώντας από τον
Όλυμπο στα Πιέρια. Η πηγή με το κρυστάλλινο
νερό που συνάντησαν εδώ, ήταν ο,τι έπρεπε,
για να ξεδιψάσουν και να πάρουν μερικές
ανάσες, για να συνεχίσουν έπειτα το
δρόμο τους. Οι έξι κάθισαν δίπλα στη
νερομάνα, κουβεντιάζοντας κι αστειευόμενοι.
Έβγαλαν από τα σακίδιά τους, τα παγούρια
τους, για να τα γεμίσουν φρέσκο, καθαρό
νερό, και ό,τι είχε ο καθένας μαζί του
για να τσιμπίσει. Λίγο ψωμί, λίγο τυρί,
λίγες ελιές. Τι άλλο θα μπορούσε να έχει
κανείς κάτω απ' αυτές τις συνθήκες;