Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Πλησίαζε
το Πάσχα. Το τελευταίο Πάσχα των εφηβικών
μου χρόνων. Ήξερα πολύ καλά, πως ήταν η
τελευταία μου ευκαιρία, να γνωρίσω τα
ήθη και τα έθιμα αυτής της γιορτής, στην
Κρήτη. Αποφάσισα. να μην πάω για τις
πασχαλινές διακοπές του σχολείου στη
Βέροια και να μείνω στην Κίσσαμο, όπου
είχα ήδη αρκετές προσκλήσεις, για
φιλοξενία από φίλους και συμμαθητές.
Λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, άρχισε
μια συζήτηση με τον Γιάννη και τον
Αντώνη, απ’ τα Μεσόγεια, για μια εκδρομή,
που θα μπορούσαμε να κάνουμε σε μια
απομακρυσμένη κι έρημη περιοχή. Εγώ,
δεν ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος μ’
αυτήν την προοπτική. Ο Γιάννης όμως
επέμενε τόσο πολύ κι αυτό με εντυπωσίασε,
γιατί δεν με είχε συνηθίσει να φέρεται
έτσι. Αναρωτιόμουν τους λόγους μια
τέτοιας επιμονής, όμως το μυαλό μου ήταν
κολλημένο αλλού και δεν έδινα ιδιαίτερη
σημασία σε τίποτα.
Ίσως
την απάθεια που έδειχνα, που
στην
ουσία ήταν πραγματική, να την πήραν για
συμφωνία οι φίλοι μου κι άρχισαν πυρετωδώς
να οργανώνουν, τις λεπτομέρειες της
εκδρομής. Εγώ δεν είχα τίποτα, εκτός απ’
την παρουσία μου, να προσφέρω στις
ετοιμασίες της εκδρομής, γιατί ζούσα
μόνος μου, σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο της
πόλης και γι αυτό δεν θα μπορούσα να
συνεισφέρω, σε τρόφιμα και προμήθειες.
Απ’ ό,τι κατάλαβα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα
γι αυτούς, καθώς φρόντιζαν για όλες τις
λεπτομέρειες, χωρίς τη δική μου συμβολή.
Τους άκουγα με απάθεια, να πληροφορούν
τους υπόλοιπους συμμαθητές μας, για την
εξόρμηση και τους πρότειναν να έλθουν
μαζί μας. Με έκπληξη αντιλήφτηκα, πως
αρκετοί ήθελαν να έρθουν μαζί μας και
το συζητούσαν σοβαρά. Τελικά μερικοί
λόγω των γιορτών, επειδή ίσως θεωρούσαν
το Πάσχα οικογενειακή γιορτή, απέφυγαν
τη πρόσκληση. Πάντως μαζευτήκαμε μια
ομάδα, που την αποτελούσαμε, εγώ, ο
Γιάννης Ρ., ο Αντώνης Σ., ο Λευτέρης Α., ο
Δημήτρης Κ., όλοι συμμαθητές, ο Δημήτρης
Ξ., ο οποίος είχε αποφοιτήσει απ’ το
γυμνάσιο, την προηγούμενη χρονιά και
τρεις εξωσχολικοί απ’ τον Πλάτανο που
δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματά τους.