Της Ελένης Δημητριάδου
Τις
συνάντησα εκεί, στην πρώτη πολυκατοικία
της Βέροιας, στη Μητροπόλεως 34, όπου
εγκατασταθήκαμε το καλοκαίρι του 1960.
Λίγο πριν - λίγο μετά τα 40 χρόνια τους.
Υπέροχες κυρίες, η κάθε μια με τη δική
της ιστορία. Κάποιες απόφοιτες Γυμνασίου,
άλλες χωρίς να το έχουν τελειώσει,
επάγγελμα οικιακά. Προσδιορίζονταν
ωστόσο από το επάγγελμα του συζύγου:
«κυρίες» δημοσίων υπαλλήλων οι
περισσότερες, γεωπόνων-συναδέλφων του
μπαμπά, αξιωματικών, δικαστικών, δασκάλων.
Δημόσιοι
υπάλληλοι στη δεκαετία του ’60, ευνοημένη
ομάδα εργαζομένων, πώς να το κάνουμε.
Πανεπιστημιακής ή ανώτερης μόρφωσης
οι περισσότεροι, κατέκλυσαν την ελληνική
επαρχία, καλός μισθός, αξιοπρεπής
δουλειά, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές
για καριέρα, αλλά σίγουρη, και ο μισθός
να τρέχει σταθερά κάθε μήνα. Και ανοίξανε
τα φτερά τους, παντρευτήκανε τις κυρίες
τους κι έκαναν οικογένεια και προκόψανε.
Και οι κυρίες, αυτές οι καταπληκτικές
κυρίες, εκεί, βράχοι ακλόνητοι της
οικογένειας, στήριγμα και παρηγοριά
στα δύσκολα, να αναθρέφουν τα παιδιά,
να κρατούν το σπιτικό καθαρό και
νοικοκυρεμένο, να διαχειρίζονται το
μισθό του συζύγου με σύνεση και οικονομία,
να κρατούν τις ισορροπίες, να στέκονται
στο ύψος της κοινωνικής τάξης που επέβαλε
η εργασία του συζύγου. Λίγες πρόλαβαν
να εργαστούν πριν παντρευτούν, αλλά
μετά, τέρμα, έγιναν κυρίες, τον άντρα,
τα παιδιά και το σπίτι, αυτός ο ρόλος
λες και τους ταίριαξε γάντι, σαν έτοιμες
από καιρό, και ούτε λόγος για δικά τους
όνειρα, όνειρα που δεν πρόλαβαν ίσως να
κάνουν ή δεν είχαν καν σκεφτεί ότι
μπορούσαν να κάνουν.