Thursday 18 January 2018

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη Οι κυρίες της πολυκατοικίας στη Βέροια του ’60


Της Ελένης Δημητριάδου


     Τις συνάντησα εκεί, στην πρώτη πολυκατοικία της Βέροιας, στη Μητροπόλεως 34, όπου εγκατασταθήκαμε το καλοκαίρι του 1960. Λίγο πριν - λίγο μετά τα 40 χρόνια τους. Υπέροχες κυρίες, η κάθε μια με τη δική της ιστορία. Κάποιες απόφοιτες Γυμνασίου, άλλες χωρίς να το έχουν τελειώσει, επάγγελμα οικιακά. Προσδιορίζονταν ωστόσο από το επάγγελμα του συζύγου: «κυρίες» δημοσίων υπαλλήλων οι περισσότερες, γεωπόνων-συναδέλφων του μπαμπά, αξιωματικών, δικαστικών, δασκάλων.

     Δημόσιοι υπάλληλοι στη δεκαετία του ’60, ευνοημένη ομάδα εργαζομένων, πώς να το κάνουμε. Πανεπιστημιακής ή ανώτερης μόρφωσης οι περισσότεροι, κατέκλυσαν την ελληνική επαρχία, καλός μισθός, αξιοπρεπής δουλειά, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές για καριέρα, αλλά σίγουρη, και ο μισθός να τρέχει σταθερά κάθε μήνα. Και ανοίξανε τα φτερά τους, παντρευτήκανε τις κυρίες τους κι έκαναν οικογένεια και προκόψανε. Και οι κυρίες, αυτές οι καταπληκτικές κυρίες, εκεί, βράχοι ακλόνητοι της οικογένειας, στήριγμα και παρηγοριά στα δύσκολα, να αναθρέφουν τα παιδιά, να κρατούν το σπιτικό καθαρό και νοικοκυρεμένο, να διαχειρίζονται το μισθό του συζύγου με σύνεση και οικονομία, να κρατούν τις ισορροπίες, να στέκονται στο ύψος της κοινωνικής τάξης που επέβαλε η εργασία του συζύγου. Λίγες πρόλαβαν να εργαστούν πριν παντρευτούν, αλλά μετά, τέρμα, έγιναν κυρίες, τον άντρα, τα παιδιά και το σπίτι, αυτός ο ρόλος λες και τους ταίριαξε γάντι, σαν έτοιμες από καιρό, και ούτε λόγος για δικά τους όνειρα, όνειρα που δεν πρόλαβαν ίσως να κάνουν ή δεν είχαν καν σκεφτεί ότι μπορούσαν να κάνουν.


     Στην αρχή εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς σε παλιά σπίτια στις γειτονιές και τα καλντερίμια της Βέροιας. Αργότερα, αρχές της δεκαετίας του ΄60 μετακόμισαν στις πολυκατοικίες, που φύτρωναν αργά αλλά σταθερά, πρώτα στα κεντρικά σημεία και ύστερα στην περιοχή του Περιφερειακού, στην Ανοίξεως. Μη νομίζετε όμως ότι η ζωή αυτών των γυναικών ήταν εύκολη εκεί, στα «μοντέρνα σπίτια», κάθε άλλο. Τα διαμερίσματα δεν διέθεταν κεντρική θέρμανση, αλλά… ξυλόσομπες. Αυτό σήμαινε ότι οι μαμάδες σχεδόν καθημερινά ζαλωνόταν έναν κουβά γεμάτο ξύλα που τον κουβαλούσαν με τα πόδια από το υπόγειο μέχρι τον όροφό τους. Εμείς μέναμε στο 2ο όροφο και φυσικά δε διαθέταμε ασανσέρ. Μετά ευτυχώς ήρθαν οι σόμπες πετρελαίου. «Εφέτος αγοράσαμε σόμπα πετρελαίου, δραχ. 4.000, πολύ ωραία, κι έτσι γλυτώσαμε από τα ξύλα», σημειώνει η μαμά σε ένα γράμμα της στις 30.10.1960, τον πρώτο χρόνο που εγκατασταθήκαμε στην οικοδομή, στον ανιψιό της το Γιάννη (που με περισσή αγάπη φύλαξε την αλληλογραφία τους και μου την παρέδωσε, δώρο πολύτιμο κι ανεκτίμητο). Ύστερα ήταν οι μπουγάδες που έπρεπε να γίνουν στο πλυσταριό ή να απλωθούν στην ταράτσα. Άσε πια το μπάνιο της οικογένειας το χειμώνα, που μπορεί στο λουτρό να είχαμε θερμοσίφωνο, αλλά κανείς δεν έμπαινε στη μεγάλη μπανιέρα σε ένα κατεψυγμένο χώρο. Έπρεπε λοιπόν η μαμά να βάλει τη μεγάλη τσίγκινη σκάφη στην κουζίνα, αφού σηκώσει την κουρελού που ήταν στρωμένη κάτω για να μη βραχεί, να κουβαλήσει το νερό, ζεστό και κρύο μέσα σε γκιούμια, μετά να αδειάσει τη σκάφη και να ξαναστρώσει την κουρελού. Και να διατηρεί τη σόμπα γεμάτη, να μπουμπουνίζει, για να μην κρυώσουμε. Για «οικιακή βοηθό» ούτε κουβέντα, πάνε οι μέρες που όσο ήμασταν στον Πολύγυρο, με μένα και την αδελφή μου πολύ μικρές, ήταν κάποιες γυναίκες που βοηθούσαν τη μαμά στις δουλειές. Αλλά τώρα πια που μεγαλώσαμε κάπως, η μαμά δεν τις είχε ανάγκη, μια χαρά τα βολεύει μόνη της – και μαζί της και οι άλλες κυρίες.

     Τα διαμερίσματα μικρά, ιδιαίτερα αυτά που έβλεπαν στη Μητροπόλεως, όπως το δικό μας. Η μαμά δεν ήξερε τί της έφταιγε. Νόμιζε πως αν αλλάξει τη διαρρύθμιση το διαμέρισμα θα γίνει μεγαλύτερο και πιο λειτουργικό. Κατά διαστήματα η κρεβατοκάμαρα γινόταν σαλόνι και το αντίστροφο, η μαμά ως άλλος Κουταλιανός, μόνη εντελώς, μετακινούσε έπιπλα από το ένα δωμάτιο στο άλλο, άλλαζε τη διακόσμηση… και να! Η έκπληξη της ημέρας! Είχαμε πια συνηθίσει στο θέαμα όταν γυρίζαμε από το σχολείο, να βλέπουμε ένα άλλο διαμέρισμα. Την είχαν πάρει είδηση κι οι φίλες της και γελώντας έλεγαν το γνωστό: «Άντεεε! Πάααλι τα άλλαξε η Δήμητρα!». Η μαμά είχε μανία με την καθαριότητα και την τάξη. Κάθε φορά που είχαμε γενική καθαριότητα, το σπίτι γινόταν άνω-κάτω. Επέμενε να αναστατώνει όλα τα δωμάτια συγχρόνως, σε σημείο που δεν υπήρχε γωνιά να ησυχάσεις. Αλλά, μετά, μετά από αυτή τη μάχη με το σφουγγαρόπανο και το ξεσκονόπανο… αχ! το σπίτι μοσχοβολούσε, ο αέρας γινόταν φρέσκος, όλα τακτοποιημένα και τριζάτα σε υποδέχονταν και δε χόρταινες να τα μυρίζεις και να τα καμαρώνεις. Και γινόταν το στενό διαμέρισμα παλατάκι.

     Τα πρωινά, όταν οι άντρες φεύγουν στη δουλειά και τα μεγαλύτερα παιδιά στο σχολείο, η οικοδομή γίνεται το βασίλειό τους. Το σύνθημα είναι το κτύπημα στη μεσοτοιχία, που σημαίνει: «Είμαι έτοιμη για καφέ, ελάτε σε μένα» ή «Τι θα γίνει; Πού θα πιούμε καφέ;». Και νάτες όλες μιά - μιά να καταφθάνουν, πότε στης Δήμητρας, πότε στης Βούλας, στης Νίκης, στης Αλίκης. Πού και πού να λένε και το φλιτζάνι, να τιτιβίζουν χαρούμενα, να μοιράζονται τις καθημερινές χαρές και λύπες, να συμβουλεύονται και να βοηθάει η μια την άλλη, στα εύκολα και στα δύσκολα. Κάτι σαν αδελφές, μιας και οι περισσότερες είναι ξένες στη Βέροια, αφού η ζωή δεν τους επέτρεψε να ζουν και να χαίρονται τις πατρικές τους οικογένειες από κοντά. Η μαμά ένιωθε, στην αρχή τουλάχιστον, ότι ήταν ξενιτεμένη, γιατί ζούσε μακριά από τα άλλα 6 αδέλφια της που έμειναν στον Πολύγυρο: «Ο Θεός μας έστειλε στην άλλη άκρη της Μακεδονίας…» (2.6.1960), γράφει από το παλιό μας σπίτι κάπου πίσω από την Ανοίξεως, λίγο πριν την μετακόμιση στην πολυκατοικία. Αλλά η νοσταλγία της απαλύνεται στο αγαπησιάρικο περιβάλλον του καινούργιου μας σπιτιού: «Στο νέο σπίτι περνάμε πολύ καλά. Στο πάτωμά μας κάθονται 4 οικογένειες, ο Στρατολόγος, ένας εφοριακός, ένας άλλος γεωπόνος κι εμείς. Κάθε μέρα καφέδες, φλιτζάνια, είναι πολύ καλές όλες οι κυρίες, και ξεχνάμε λίγο...» (30.10.1960). Αυτή η μεγάλη και ζεστή γυναικεία συντροφιά, δέχτηκε στην αγκαλιά της και τις Βεροιώτισσες ενοίκους που κατά διαστήματα πέρασαν από την οικοδομή μας.

     Μετά το καφεδάκι, οι δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα, πλύσιμο, συγύρισμα, έξοδος για τα καθημερινά ψώνια: «Σε παρακαλώ το κρέας να είναι σιτεμένο, έχει πρόβλημα με το στομάχι ο άντρας μου». Να είναι όλα έτοιμα όταν ο άντρας και τα παιδιά επιστρέψουν το μεσημέρι στο ζεστό σπιτικό. «Κορίτσια, ο μπαμπάς! Γρήγορα τις παντόφλες του!». Και το απόγευμα τα σπιτικά ξανανοίγουν, επισκέψεις ανταλλάσσονται με τις πιτζάμες και τις παντόφλες, οι παρέες μεγαλώνουν με τους άντρες και τα παιδιά. Οι μαμάδες είναι εκείνες που ενώνουν τις οικογένειες των συγκατοίκων, και γινόμαστε όλοι μια μεγάλη οικογένεια. Τραπέζια στήνονται στη στιγμή, κοινά γλέντια, κανένα χαρτάκι οι μπαμπάδες μ’ εμάς τα παιδιά να χωνόμαστε κάτω από το τραπέζι, συζητήσεις για την πολιτική, που γίνονται εξαιρετικά χαμηλόφωνες στη διάρκεια της επταετίας, με τις μαμάδες να δακρύζουν για τη δολοφονία του Κένεντι ή να γελούν με τις δηλώσεις του Διαδόχου: «Θα φέρω την Άννα-Μαρία, για σας!».


Διασκεδάζοντας στη Βέροια, οι κυρίες Δήμητρα, Βούλα, Ηώ και η μαμά, μετά των συζύγων.

     Άλλες φορές πάλι, βγαίνουν από την πολυκατοικία ομαδικά «συν γυναιξί και τέκνοις», για κανένα ζαχαροπλαστείο, καμία ταβέρνα, σινεμά, άντε και κανένα θέατρο όταν κι αν ξεπέσει κανένας θίασος. Στις περιπτώσεις αυτές οι κυρίες περιποιούνται ιδιαίτερα τον εαυτό τους, φορούν τα μαντώ ή τα ταγιεράκια τους, σκουλαρίκια μεγάλες ή μικρές μπίλιες, κολιέ απαραίτητα, λίγο κοκκινάδι στα χείλη, και πού και πού βαμμένα νύχια. Τα μαλλιά χτενισμένα συνήθως στο σπίτι με τη βοήθεια των ρόλεϊ, αφού στο κομμωτήριο πηγαίνουν κυρίως για την περμανάντ που βοηθάει το χτένισμα να κρατήσει, και αργότερα για βαφή όταν οι πρώτες γκρίζες τρίχες κάνουν την εμφάνισή τους. Δεν υπάρχει εκδρομή, Πρωτομαγιά και καλοκαίρι που να μην το περάσαμε με κάποιους από τους καινούργιους μας φίλους, της πολυκατοικίας και «των περιχώρων».


Εκδρομή στον Άγιο Νικόλαο Ναούσης, οι κυρίες Ηώ, Βούλα, η μαμά, Μαριάνθη και Περιστέρα με τις οικογένειές τους.

     Ένα τέτοιο βραδινό μετά από ομαδική επίσκεψη στο θέατρο, η μαμά είχε τη φαεινή ιδέα να τους προσκαλέσει όλους στο σπίτι μας, κάτι διόλου περίεργο λόγω του αυθόρμητου χαρακτήρα της. Ανεβαίνοντας στη σκάλα, ομολογεί στην κυρία Αλίκη που ήταν Βεροιώτισσα: «Τι θα κάνω; Δεν έχω τίποτε να τους κεράσω!». «Μη σε νοιάζει.», της λέει η Αλίκη, «Σήμερα μου έφεραν ένα σωρό λιχουδιές. Πήγαινε στο παράθυρο της κουζίνας και περίμενε». Και οι καλές φίλες, η μια να δίνει πιάτα από το παράθυρο του λουτρού και η άλλη να τα παίρνει από το παράθυρο κουζίνας, μια χαρά συνεργάστηκαν. Και όλοι ευχαριστήθηκαν κι απορούσαν πότε τα ετοίμασε όλα αυτά η Δήμητρα (η μαμά μου)!


Στο μπαλκόνι μας: επάνω η αδελφή μου, η μαμά μου, η κυρία Νίκη η μοδίστρα, κάτω εγώ με την κούκλα μου, η Τασία αδελφή της κυρίας Αλίκης, η κυρία Αλίκη

     Εκείνο που δεν άλλαζε στο σπίτι μας ήταν η κουζίνα, μικρή, ζεστή, φιλόξενη. Χωρούσε μια χαρά τις κυρίες της πολυκατοικίας στις πρωινές τους μαζώξεις. Έλεγε η μαμά: «Κορίτσια, σήμερα έχω σίδερο. Ελάτε για καφέ», και κατέφθαναν αυτές από όλους τους ορόφους, με το εργόχειρο (για το σπίτι ή για προίκα των κοριτσιών) ή το πλεκτό. Μόνο η κυρία Νώη, σύζυγος Διευθυντή Τραπέζης και συμπατριώτισσα της μαμάς, δεν έπιανε ποτέ βελόνα και κλωστή, βλέπεις δεν είχε δικά της παιδιά - σε αντίθεση με την κυρία Νίκη, «κυρία δικαστικού», που ήταν επαγγελματίας μοδίστρα και δε σήκωνε το κεφάλι από τα υφάσματα που με μαγικό τρόπο μεταμόρφωνε σε φορέματα, ταγιεράκια, τουαλετίτσες κι έκανε τις πελάτισσές της φιγουρίνια. Το τραπέζι της κουζίνας, με ένα βουνό ασιδέρωτα ρούχα χρησίμευε για σιδερώστρα, το ηλεκτρικό σίδερο σκούρο κόκκινο σε μοντέρνα γραμμή, που μόνο πριν από λίγα χρόνια αντικατέστησε εκείνο το ασήκωτο με τα κάρβουνα, να ζεματάει. Κι ο καφές αχνιστός σερβιρισμένος στα φλιτζανάκια, πού και πού να λένε και τα μελλούμενα που τα έβλεπαν στον πάτο του, κανένα κουλουράκι για να γλυκαίνονται. Κι εκείνες οι κυρίες, ηρωίδες κάποιας νουβέλας εποχής θαρρείς, με ένα συνεχές βουρ-βουρ, ποια θα πρωτομιλήσει, τι φαγητό ετοιμάζει, πότε θα βάλει μπουγάδα, ιστορίες για τα παιδιά και τον άντρα τους, ελάχιστες αναφορές στο παρελθόν που δεν ήταν και τόσο ρόδινο. Και γέλια, γέλια ακράτητα, συνήθως γιατί πείραζε η μια την άλλη. Μια τέτοια μέρα έγινα μάρτυρας μιας φάρσας που έκανε στη μαμά η κυρία Δήμητρα, «κυρία γεωπόνου» συνονόματη της μαμάς – «οι Δημητρούλες», τις αποκαλούσαν οι άλλες. Έφερε μια πολύ πειστική απομίμηση αράχνης από πλαστικό, και την τοποθέτησε με μαεστρία κάτω από το σωρό με τα ασιδέρωτα ρούχα. Πήγα να την μαρτυρήσω, αλλά μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Κι εγώ κατάπια τη γλώσσα μου, περιμένοντας με αγωνία να την ανακαλύψει η μαμά μου και να τρομάξει. Η κραυγή που έβγαλε η μαμά σε λίγο έκανε την ομήγυρη να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια, εγώ όμως οφείλω να ομολογήσω ότι καθόλου δεν το βρήκα αστείο, και σαν να κλονίστηκε μέσα μου ο σοβαρός και αψεγάδιαστος κόσμος των μεγάλων. Σήμερα χαμογελώ κι εγώ με συγκατάβαση στη μνήμη αυτού του περιστατικού: τόσο πολύ φρέσκο και νεανικό, που δείχνει πόσο γεμάτες ζωή ήταν εκείνες οι κυρίες. Εκείνες οι κυρίες ήταν που έμαθαν στη μαμά να κάνει το κεράσι γλυκό – ερχόταν και μας βοηθούσαν να βγάζουμε το κουκούτσι από τα κεράσια με τη φουρκέτα, και εμείς τα παιδιά να τρώμε και να γινόμαστε μελιτζανιά από τα δόντια μέχρι τα δακτυλάκια μας. Και φυσικά τις κομπόστες ροδάκινο, ολοστρόγγυλα κομμάτια, κομμένα στη μέση, γυαλιστερά και χρυσαφένια θαρρείς, μέσα στα βάζα με το συρματάκι στο γυάλινο πώμα, να βράζουν εκεί στο πλυσταριό για τις κρύες μέρες του χειμώνα, με τις κυρίες ανασκουμπωμένες και ροδοκόκκινες από τη ζέστη και την προσπάθεια.

     Απέναντί μας καθόταν η κυρία Χρυσάνθη, «κυρία γεωπόνου», γνήσια Βεροιώτισσα. Από αυτήν έμαθα τον «φασουλονταβά» και το «γιέ μ΄». Τα παράθυρα μας στο φωταγωγό δίπλα δίπλα. «Μη τρώτε άλλο γιέ μ΄. Φτάνει!», την ακούγαμε να παρακαλάει τα στρουμπουλά παιδιά της, τη Νίτσα και το Φιλώτα που δεν χόρταιναν με τίποτε, ενώ την ίδια στιγμή περνούσε στο παρασύνθημα η μαμά μου: «Φάτε, καλέ, φάτε λίγο ακόμη, θα με σκάσετε!», ευρισκόμενη σε ντελίριο λόγω συνδρόμου κατοχής, χωρίς ωστόσο να πείθει τη λιγόφαγη αδελφή μου, αλλά και χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η αφεντιά μου είχε αρχίσει να στρογγυλεύει επικίνδυνα. Τα κλειδιά μας ταίριαζαν και δεν το είχανε σε τίποτε οι δύο κυρίες να ξεκλειδώνουν η μια το διαμέρισμα της άλλης χωρίς προειδοποίηση και να μπουκάρουν μέσα σαν καλές κουμπάρες. Τόση ήταν η οικειότητα που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά μας, που ένα βράδυ που κοιμόμασταν όλοι του καλού καιρού, ακούμε την εξώπορτα να ανοίγει και να ξεπροβάλει το στρογγυλό κεφάλι του Φιλώτα όλο απορία για το πού στο καλό πήγαν οι γονείς του χωρίς να ειδοποιήσουν. Κι όταν ένα παγωμένο βράδυ η μαμά γάζωνε στη ραπτομηχανή, κι η βελόνα μπήκε στο δάκτυλό της κι έσπασε, κι ο μπαμπάς έλειπε περιοδεία, ήταν η κυρία Χρυσάνθη που την έπιασε αλά μπρατσέτα και την πήγε μέχρι τον Αληχανίδη το γιατρό να της κάνει επέμβαση. Κρύο κι ερημιά στους δρόμους, κι ο αστυφύλακας έξω από το σπίτι του να ζητάει τα στοιχεία τους. Και όταν του ζήτησαν το λόγο και αυτός ψιθύρισε κάτι δικαιολογίες, η κυρία Χρυσάνθη είπε το αμίμητο: «Α! Καλά! Γράφε!», ελπίζοντας να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα και να πάνε μέσα στο ιατρείο. Η κυρία Χρυσάνθη ήρθε στην πολυκατοικία μας με την οικογένειά της αφήνοντας το πατρικό της σπίτι, όπου έμεναν αρχικά. Μαζί τους έφεραν και τον γάτο τους τον «Γουλάρα». Ολόασπρος και τεράστιος. Ο Φιλώτας τον χόρευε: «Κοιτάξτε χορεύει σέικ!». Ο Γουλάρας δεν άντεξε την πολυκατοικία. Τόσκασε μια μέρα για την παλιά του γειτονιά, το μαχαλά του, πέρα, στον Άγιο Αντώνιο. Κι ας ήρθε μέσα σε τσουβάλι για να χάσει τον προσανατολισμό του. Όταν κτίστηκαν οι πρώτες πολυκατοικίες στην Ανοίξεως, αγόρασαν ένα διαμέρισμα μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο κι έφυγαν.


1960. Πρωτομαγιά στο Κτήμα στο Μακροχώρι: οι κυρίες Χρυσάνθη και Βούλα, η μαμά ο μπαμπάς. Κάτω ο Φιλώτας κι εγώ.

     Μετά ήρθε η κυρία Αλίκη, «κυρία δικηγόρου», νιόπαντρη. Ο άντρας της, ο κύριος Τέλης, ντύθηκε γαμπρός στο διαμέρισμα. Είχε πολύ γούστο που μας κτύπησε ένα Κυριακάτικο πρωί την πόρτα και ζήτησε μια βούρτσα για να βουρτσίσει το γαμπριάτικο κουστούμι του. Αυτό ήταν! Μια υπέροχη φιλία άρχισε τότε ανάμεσα στις δύο οικογένειες που κράτησε μια ζωή. Η κ. Αλίκη εργαζόταν στη Διεύθυνση Γεωργίας αλλά γρήγορα σταμάτησε να εργάζεται και μπήκε στο κλαμπ των γυναικών της πολυκατοικίας κι αποτέλεσε το νεότερο μέλος της. Κάθε πρωί οι υπόλοιπες περίμεναν να φύγει ο κ. Τέλης για το γραφείο του για να εισβάλουν στο φιλόξενο σπίτι της. Η κυρία Νίκη «σύζυγος αξιωματικού», ερχόταν από το ισόγειο κι οι άλλες την έκαναν χάζι, γιατί ήταν τόσο κοντούλα που χοροπηδούσε για να φτάσει το κουδούνι. Ο άντρας της αντίθετα, ήταν ένας θεόρατος ευθυτενής Κρητικός, που της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Δεν είχαν παιδιά και αυτός ήταν ο καημός τους, ιδιαίτερα της κυρίας Νίκης. Να φανταστείς φώναζε το καναρίνι τους με το όνομα του συζύγου της, έτσι για να το αισθάνεται κάτι σαν παιδί τους. Η μαμά θεωρούσε τη νιόπαντρη Αλίκη κάτι σαν μικρότερη αδελφή της. Πήγαινε το πρωί στο σπίτι της με τις χούφτες κλειστές και γεμάτες: «Διάλεξε», της έλεγε και της γέμιζε τα χέρια με ελιές που είχαν έρθει από τον Πολύγυρο. Πρόθυμη να της δίνει τις πρώτες συμβουλές, να γίνεται νοσοκόμα της στην περίοδο του θηλασμού και νταντά στο πρώτο μωρό που απέκτησε η πολυκατοικία μας, στον Τόνυ. Πώς θα του κάνει το μπανάκι του, πώς θα το ταΐσει. Ώσπου έφυγαν με τον κύριο Τέλη και το μωρό, για το διαμέρισμα που αγόρασαν στο Ρολόι.

     Ύστερα εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα μια οικογένεια αξιωματικών από την Αθήνα με την κόρη τους που ήταν υιοθετημένη. Η «κυρία αξιωματικού», ήταν πολύ υπερήφανη για την πρωτευουσιάνικη καταγωγή της και καμάρωνε ιδιαίτερα για την κόρη της. «Η … μου», έλεγε με ένα ύφος που οι υπόλοιπες κυρίες το εκλάμβαναν ως έπαρση, «το καλοκαίρι με τα ποδήλατα και τα κανό μαυρίζει και γίνεται αγνώριστη!». Ένα κοριτσάκι αδύνατο, ξανθό που καθόλου δεν τους έμοιαζε, ούτε στην όψη ούτε στο χαρακτήρα, απλό, χαρούμενο, ήταν μια πολύ καλή παρέα για την αδελφή μου.

     Τα πρώτα χρόνια ήμουν το πιο μικρό παιδί και η μαμά με έπαιρνε πάντα σε όποια επίσκεψη πήγαινε μέσα ή έξω από την οικοδομή. Άκουγα υπομονετικά τις κυρίες σιωπώντας αναγκαστικά, κι αυτές με παίνευαν: «Αυτό το παιδί, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». Αλλά τι να έλεγα και με ποιόν; Ευτυχώς υπήρχαν και τα κεράσματα να σπάνε λίγο τη βαρεμάρα. Στις επισκέψεις σε άλλες κυρίες εκτός οικοδομής, που γινόταν λιγότερο συχνά, έπρεπε να φοράμε τα καλά μας – όχι τα πρόχειρα καθημερινά και τις παντόφλες μας. Οι οικοδέσποινες ζούσαν σε κάτι υπέροχα διώροφα σπίτια, κάπου στην Ελιά και πιο πέρα στην Ανοίξεως που τότε τη λέγαμε Περιφερειακό. Οι συζητήσεις μεταξύ των γυναικών ήταν πιο συγκρατημένες – για πειράγματα και ξεκαρδίσματα ούτε κουβέντα, και η μαμά έπαιρνε το πιο επίσημο κι ευγενικό της ύφος. Το περιβάλλον δεν μου ήταν οικείο, αλλά τα τραταρίσματα ήταν πλουσιοπάροχα και είχα την ευκαιρία να χαζεύω τα ψηλοτάβανα και ευρύχωρα δωμάτια, που έκαναν το δικό μας διαμέρισμα να φαίνεται σαν μικρό κλουβί! Αλλά να σας πω την αλήθεια, χίλιες φορές προτιμούσα τις γυναικοπαρέες στα μικρά διαμερίσματα της οικοδομής μας! Άσε που 1-2 χρόνια αργότερα άρχισαν να καταφθάνουν και κορίτσια της ηλικίας μου! Η Μπόλα-Κατερίνα, κόρη της κυρίας Νίκης της μοδίστρας, κακομαθημένη ως μοναχοκόρη, που ζητούσε απλώς περισσότερο χρόνο από την πολυάσχολη μαμά της, αποτέλεσε ωστόσο καλή παρέα για μένα, που την είχα του χεριού μου γιατί ήταν ένα χρόνο μικρότερη. Και μετά… ήρθε η Έλλη με την αδελφή της την Σύντια-Υακίνθη, κόρες της κυρίας Δήμητρας. Την Έλλη τη θαύμαζα πολύ γιατί ήταν κομψή και ντελικάτη, αλλά κυρίως γιατί ήταν έξυπνη, βιβλιοφάγος και πολύ ώριμη για την ηλικία της, αν και με περνούσε μόνο ένα χρόνο. Την έβλεπα με αγάπη και δέος, σαν αδελφή μου που με συμβούλευε με αυστηρότητα αλλά κι αγάπη, γιατί η πραγματική μου αδελφή που ήταν 6 χρόνια μεγαλύτερη δεν καταδεχόταν να ασχοληθεί μαζί μου. Η Σύντια, 5-6 χρόνια πιο μικρή, ήταν η αδυναμία μου. Με μεγάλα πράσινα μάτια που πήρε από τη μαμά της, ένα γλυκό πανέμορφο πλάσμα που πολύ θα ήθελα να ήταν δική μου αδελφούλα. Και βέβαια ήταν και η Μαριάννα, κόρη της κυρίας Ηώς, «συζύγου γεωπόνου», που έμενε σε μια πολυκατοικία πιο πάνω και μας επισκεπτόταν τακτικά με τη μαμά της. Συνομήλικη της Έλλης, τη θαύμαζα για την ομορφιά και τα κόκκινα μάγουλά της. «Φάτε κι εσείς καμία ντομάτα», μας έλεγε η μαμά, «δε βλέπετε πόσο κόκκινα μάγουλα έχει η Μαριάννα;». Τα υπέροχα αυτά πλάσματα, που θαύμαζα κι αγαπούσα, ήταν η κοριτσίστικη παρέα μου, η πρώτη και μοναδική.


Η κοριτσοπαρέα μας σε αποκριάτικο χορό στην Ελιά: η αφεντιά μου, η Μαριάνα, ή Έλλη και η Σύντια-Υακίνθη

     Δεν είμαστε μόνο εμείς τα κοριτσόπουλα που μεγαλώσαμε τη γυναικεία παρέα της πολυκατοικίας, αλλά είναι και κάποιες γιαγιάδες που έρχονται συνήθως από τη Θεσσαλονίκη, όπου ζουν μόνιμα. Η κυρία Περιστέρα, μαμά της κυρίας Βούλας, «συζύγου γεωπόνου», συμπαθέστατη, με ολόλευκα μαλλιά πιασμένα σε μικρό κότσο, μαυροντυμένη, χαμηλή και λεπτή, μιλάει με απαλή φωνή συχνά για ιστορίες από το παρελθόν. «Στη μεγάλη πυρκαυϊά της Θεσσαλονίκης…», αρχίζει και συνεχίζει, αλλά εγώ μένω στην εκφορά της λέξης «πυρκαυϊά» που το συνέδεα με την προσφυγική καταγωγή της. Στον αντίποδα η κυρία Μαριάνθη, μαμά της κυρίας Ηώς, έντονη προσωπικότητα, δυνατή φωνή, ψηλή και γεμάτη, παλιά ομορφιά, κοκέτα με υπέροχα σγουρά μαλλιά που δένουν πίσω με κτενάκια, βαμμένα λουλακιά: «Και χούφταλο να γίνω, εγώ θα τα βάφω», δηλώνει τακτικά απαντώντας στα πειράγματα της παρέας.

     Σήμερα το πρωί γύρισα νωρίς από το σχολείο, γιατί ήμουν αδιάθετη. Μάλιστα πέρασα χωρίς τη βοήθεια της μαμάς το δρόμο, γιατί η Μητροπόλεως έχει πολύ κίνηση και η μαμά βγαίνει στο μπαλκόνι όταν πηγαίνω κι όταν γυρίζω από το σχολείο και μου δίνει το σύνθημα: «Πέρασε τώρα, Λένα!». Ήρθα κακοδιάθετη, αλλά η μαμά μου άνοιξε το ραδιόφωνο να ακούσω τη θεία Λένα που είναι και συνονόματή μου, και η κουζίνα είναι ζεστή και γεμάτη με τις κυρίες της πολυκατοικίας που τιτιβίζουν χαρούμενα αν και με αναγκάζουν να κολλάω το αυτί μου στο ραδιόφωνο για να ακούω τα δικά μου.

     Πόσο ωραία χρόνια, πόσο όμορφες και νέες μαμάδες, πόσες παρέες μ΄ εκείνη την άδολη οικειότητα και αγάπη, τον αυθορμητισμό, γέλια, πειράγματα, κοινές χαρές ή λύπες, κοινές βόλτες, εκδρομές, διακοπές, … κι ύστερα εκείνη η δυσμενής μετάθεση του μπαμπά στη Λαμία το 1969, τα σκόρπισε όλα. Ήμουν μαθήτρια της Β΄ Γυμνασίου.


     Ξαναείδα τις κυρίες, τις φίλες κι αδελφές της μαμάς μου, ένα χρόνο σχεδόν από τότε που αφήσαμε την οικοδομή και τη Βέροια και αφού στο μεταξύ είχαμε χάσει τον πατέρα μου. Ήταν όλες τους εκεί, στο νέο διαμέρισμά μας στη Θεσσαλονίκη, στο μεγάλο δωμάτιο, καθισμένες γύρω-γύρω, σιωπηλές και δακρυσμένες, η μαμά σα χαμένη, αμίλητη να κλαίει χωρίς να τις βλέπει. Ήταν ένα βραδινό, μόλις είχα επιστρέψει από το Γυμνάσιο. Κάθισα αμήχανη ανάμεσά τους, κι ας με υποδέχθηκαν τόσο ζεστά. Αυτό ήταν, δεν ξανάρθανε, πληγωμένα πουλιά, αποδιωγμένα από την πιο χαρούμενη και γελαστή φίλη τους, κι έγινε από τότε το σπίτι μας για χρόνια σαν «το σπίτι της Bernarda Alba»!  

No comments:

Post a Comment