Thursday, 29 March 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από την Κίσσαμο. Το καφενεδάκι


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Ακριβώς απέναντι, από την κύρια είσοδο, της αυλής του σχολείου, ήταν ένα μικρό μαγαζάκι, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα το αντικείμενο της εργασίας του. Μέσα στον κύριο χώρο, που ήταν σίγουρα πολύ μικρός, υπήρχαν τέσσερα τραπεζάκια, κολλημένα στους τέσσερις τοίχους, με τις ανάλογες ψάθινες καρέκλες. Εκεί θα μπορούσε να πιεί κάποιος τον καφέ του, (φυσικά μόνο Ελληνικό) την τσικουδιά του, με ελάχιστο μεζέ, συνήθως ελιές, και απλά αναψυκτικά. Συνηθισμένο αναψυκτικό τότε ήταν ο συμπυκνωμένος χυμός πορτοκαλιού, που το αραίωναν με νερό σε ένα ποτήρι.

     Στον ίδιο χώρο έβρισκε κανείς, απλά είδη μπακαλικής, σε μικρές ποσότητες. Στο βάθος υπήρχε ένα μικρό, σχετικά, ψυγείο βιτρίνα, πάνω στο οποίο είχαν προσαρμόσει ένα είδος ραφιού, με διάφορες κονσέρβες, και στην άκρη του, είχε ένα γκρι τηλέφωνο με μια πινακίδα, που έγραφε “τηλέφωνο διά το κοινό”. Δίπλα από την είσοδο υπήρχε ένα ταχυδρομικό κουτί, όπου θα μπορούσε οποιοσδήποτε, να ρίξει μέσα τις επιστολές που ήθελε, να ταχυδρομηθούν. Επίσης ο ταχυδρόμος άφηνε σε ένα τραπέζι την αλληλογραφία της περιοχής, από όπου περνούσαν οι ενδιαφερόμενοι και την έπαιρναν. Με μία δραχμή, που θα έριχνε κάποιος σε ένα αυτοσχέδιο κουμπαρά, φτιαγμένο από μεταλλικό κουτί, που κάποτε είχε καλμαλίνες, μπορούσε να πάρει, ένα αστικό τηλέφωνο. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είχε κατασκευάσει ένα ξύλινο κουτί που το σκέπαζε με ένα τζάμι και μέσα είχε κομμάτια ψωμιού, με τυρί και αλλαντικά, τα οποία πουλούσε στα διαλλείματα στους μαθητές. Μαζί με αυτά πουλούσε και σοκολάτες όπως και αναψυκτικά. Με το που ακουγόταν το κουδούνι αυτός ήταν μπροστά από τον τοίχο του προαυλίου, στήριζε το κουτί σε ένα καβαλέτο και διαλαλούσε τα εμπορεύματα του.

Monday, 26 March 2018

Γράμμα από την Κεφαλονιά. Η μικρή μου γειτονιά στη Βέροια


Της Έλσας Ξανθοπούλου



     Θυμάμαι ακόμη τον ορισμό της λέξης «γειτονιά» που κάποτε συνάντησα τυχαία σε κάποιο λεξικό και ο οποίος αποδίδονταν ως εξής: «τμήμα οικιστικού συνόλου με ασαφή όρια και περιορισμένο αριθμό σπιτιών κτισμένα το ένα κοντά στο άλλο».

     Λιτός ορισμός σκέφθηκα αρχικά, για να καταλήξω μετά από αρκετή παρατήρηση των λέξεων που τον συνέθεταν, πως αν και αυτές έδειχναν σαφείς, στιβαρές, ακόμη ίσως και εντυπωσιακές, ήταν εντέλει ανίσχυρες και γι αυτό μάλλον ανίκανες στο να ξυπνούν μνήμες ή να γεννούν συναισθήματα.

     Με περιέργεια, δοκίμασα να «φορέσω» τον ορισμό, στην δική μου γειτονιά, γνωρίζοντας ήδη πως κάθε φορά που ανέσυρα από την μνήμη μου την εικόνα της με πλημμύριζαν συναισθήματα και αναμνήσεις. Περπατώντας βήμα-βήμα τις λέξεις του ορισμού όμως, στα σοκάκια της, είδα για πρώτη φορά την γειτονιά μου όπως αυτή πραγματικά ήταν: Μικρή γειτονιά, λιτή ως προς τα χαρακτηριστικά της, φτωχή σε εντυπωσιακά στοιχεία και με περιορισμένο αριθμό σπιτιών κτισμένα το ένα κοντά στο άλλο.



(Φωτογραφίες της Ritsa Litsa – Οδοί Πατριάρχου Ιωακείμ και Ιεραρχών)

Thursday, 22 March 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από την Κίσσαμο, Τα καΐσια


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     Εκείνη την εποχή, βρισκόμασταν σε μια περίεργη φάση της ζωής μας, καθώς τελειώναμε το εξατάξιο γυμνάσιο της Κίσσαμου. Ήμασταν στην τελευταία τάξη, λίγο πριν τελειώσει η εφηβεία μας και λίγο πριν ανδρωθούμε. Εμείς σε καμία περίπτωση δεν δεχόμασταν αυτή την απότομη, για μας, αλλαγή και εξακολουθούσαμε να επιμένουμε σε μια εφηβεία, που με τίποτα δεν θέλαμε να αποχωριστούμε.

     Την χρονιά αυτή, δύο αγαπημένοι μου συμμαθητές, αποφάσισαν να αφήσουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν στην πόλη, με την δικαιολογία ότι έχαναν αρκετό χρόνο στις διαδρομές και αυτό ήταν εις βάρος του διαβάσματος. Επίσης ήθελαν προφανώς, να παρακολουθήσουν και κάποια μαθήματα στα φροντιστήρια. Αυτό το δεχόμουν ως ένα βαθμό για τον Σπύρο, αν και πάντα είχα την υπόνοια ότι υπήρχαν και άλλοι λόγοι πιο κρυφοί, σε καμία όμως περίπτωση δεν το δεχόμουν για τον Λευτέρη.

     Ο Σπύρος ήταν πολύ καλός μαθητής και θα μπορούσε σίγουρα να ήταν καλύτερος, αν δεν έκανε παρέα με μας. Το ότι η παρέα που έκανε μαζί μας τον επηρέαζε ήταν τόσο φανερό που απορώ ακόμη και τώρα, πως δεν μπόρεσε να το διακρίνει ο ίδιος και να μας αποφύγει. Ο Λευτέρης, σίγουρα δεν ήταν αυτό, που θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι ήταν καλός μαθητής, το σίγουρο ήταν πως αντιπροσώπευε το αντίθετο. Ο πρώτος ήταν ψηλός μάλλον αδύνατος και ήσυχος, σαν έφηβος, απέφευγε τις φασαρίες και πάντα προσπαθούσε να λύσει τα πιθανά προβλήματα, που του παρουσιαζόταν, με λεκτικά επιχειρήματα. Ο δεύτερος ήταν μικρόσωμος, χιουμορίστας και όπου υπήρχε καυγάς, ήταν πάντα ανακατεμένος. Παρ όλο τον μικρό σωματότυπο του, δεν δίσταζε να καυγαδίσει, στην κυριολεξία να ορμήσει σε μια διαμάχη, ασχέτως αν τον αφορούσε ή όχι. Συνήθως οι διαμάχες κατέληγαν εις βάρος του, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε την επόμενη φορά να μη λάβει μέρος σε κάποια φασαρία.

Thursday, 1 March 2018

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Παραλιμνίως


Της Ελένης Δημητριάδου


     Πουφ! Πουφ! Ξεφυσάει η Λίμνη και τούφες ομίχλης βγαίνουν θαρρείς από τα σπλάχνα της και την καλύπτουν για να μη τη βλέπουν οι άνθρωποι και τη ματιάζουν, τόσο όμορφη που είναι.


Η λίμνη με τον παραλίμνιο μες στην ομίχλη.