Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ακριβώς
απέναντι, από την κύρια είσοδο, της αυλής
του σχολείου, ήταν ένα μικρό μαγαζάκι,
που δεν μπορώ να προσδιορίσω, σύμφωνα
με τα σημερινά δεδομένα το αντικείμενο
της εργασίας του. Μέσα στον κύριο χώρο,
που ήταν σίγουρα πολύ μικρός, υπήρχαν
τέσσερα
τραπεζάκια, κολλημένα στους τέσσερις
τοίχους, με τις ανάλογες ψάθινες καρέκλες.
Εκεί θα μπορούσε να πιεί κάποιος τον
καφέ του, (φυσικά μόνο Ελληνικό) την
τσικουδιά του, με ελάχιστο μεζέ, συνήθως
ελιές, και απλά αναψυκτικά. Συνηθισμένο
αναψυκτικό τότε ήταν ο συμπυκνωμένος
χυμός πορτοκαλιού, που το αραίωναν με
νερό σε ένα ποτήρι.
Στον
ίδιο χώρο έβρισκε κανείς, απλά είδη
μπακαλικής, σε μικρές ποσότητες. Στο
βάθος υπήρχε ένα μικρό, σχετικά, ψυγείο
βιτρίνα, πάνω στο οποίο είχαν προσαρμόσει
ένα είδος ραφιού, με διάφορες κονσέρβες,
και στην άκρη του, είχε ένα γκρι τηλέφωνο
με μια πινακίδα, που έγραφε “τηλέφωνο
διά το κοινό”. Δίπλα από την είσοδο
υπήρχε ένα ταχυδρομικό κουτί, όπου θα
μπορούσε οποιοσδήποτε, να ρίξει μέσα
τις επιστολές που ήθελε, να ταχυδρομηθούν.
Επίσης ο ταχυδρόμος άφηνε σε ένα τραπέζι
την αλληλογραφία της περιοχής, από όπου
περνούσαν οι ενδιαφερόμενοι και την
έπαιρναν. Με μία δραχμή, που θα έριχνε
κάποιος σε ένα αυτοσχέδιο κουμπαρά,
φτιαγμένο από μεταλλικό κουτί, που
κάποτε είχε καλμαλίνες, μπορούσε να
πάρει, ένα αστικό τηλέφωνο. Ο ιδιοκτήτης
του μαγαζιού είχε κατασκευάσει ένα
ξύλινο κουτί που το σκέπαζε με ένα τζάμι
και μέσα είχε κομμάτια ψωμιού, με τυρί
και αλλαντικά, τα οποία πουλούσε στα
διαλλείματα στους μαθητές. Μαζί με αυτά
πουλούσε και σοκολάτες όπως και
αναψυκτικά. Με το που ακουγόταν το
κουδούνι αυτός ήταν μπροστά από τον
τοίχο του προαυλίου, στήριζε το κουτί
σε ένα καβαλέτο και διαλαλούσε τα
εμπορεύματα του.