Monday 26 March 2018

Γράμμα από την Κεφαλονιά. Η μικρή μου γειτονιά στη Βέροια


Της Έλσας Ξανθοπούλου



     Θυμάμαι ακόμη τον ορισμό της λέξης «γειτονιά» που κάποτε συνάντησα τυχαία σε κάποιο λεξικό και ο οποίος αποδίδονταν ως εξής: «τμήμα οικιστικού συνόλου με ασαφή όρια και περιορισμένο αριθμό σπιτιών κτισμένα το ένα κοντά στο άλλο».

     Λιτός ορισμός σκέφθηκα αρχικά, για να καταλήξω μετά από αρκετή παρατήρηση των λέξεων που τον συνέθεταν, πως αν και αυτές έδειχναν σαφείς, στιβαρές, ακόμη ίσως και εντυπωσιακές, ήταν εντέλει ανίσχυρες και γι αυτό μάλλον ανίκανες στο να ξυπνούν μνήμες ή να γεννούν συναισθήματα.

     Με περιέργεια, δοκίμασα να «φορέσω» τον ορισμό, στην δική μου γειτονιά, γνωρίζοντας ήδη πως κάθε φορά που ανέσυρα από την μνήμη μου την εικόνα της με πλημμύριζαν συναισθήματα και αναμνήσεις. Περπατώντας βήμα-βήμα τις λέξεις του ορισμού όμως, στα σοκάκια της, είδα για πρώτη φορά την γειτονιά μου όπως αυτή πραγματικά ήταν: Μικρή γειτονιά, λιτή ως προς τα χαρακτηριστικά της, φτωχή σε εντυπωσιακά στοιχεία και με περιορισμένο αριθμό σπιτιών κτισμένα το ένα κοντά στο άλλο.



(Φωτογραφίες της Ritsa Litsa – Οδοί Πατριάρχου Ιωακείμ και Ιεραρχών)

     Στείρα η εικόνα αυτή καθαυτή, με προβλημάτιζε για καιρό. Αδυνατούσα να καταλάβω γιατί η μικρή αυτή γειτονιά φάνταζε στα μάτια μου πάντοτε σαν η πιο όμορφη, σαν η μοναδική, σαν ο κόσμος όλος και γιατί ποτέ δεν συγκρίθηκε με κείνες τις άλλες, τις όμορφες που κατά καιρούς αντίκριζε η ματιά μου και αντικειμενικά αναγνώριζε ως πλησιέστερες της Εδέμ.

     Αποφασισμένη να εντοπίσω με κάθε τρόπο την μοναδικότητά της, σίγουρη ότι υπήρχε, επιχείρησα να την ζωντανέψω και καθώς αυτή ζωντάνευε κατάλαβα. Κατάλαβα γιατί η γειτονιά μου ήταν ο κόσμος όλος για εμάς, ήταν ο παράδεισος μας και ήταν και το καταφύγιό μας.

     Στην γειτονιά μου, περιβαλλόμασταν και περιστοιχιζόμασταν από οικείους, προσφιλείς, γνωστούς ανθρώπους. Νοιώθαμε προστατευμένοι και ασφαλείς.

     Στην γειτονιά μου όλες οι γειτόνισσες ήταν θείες.

     Η θεία Αθηνά δίπλα μας, που ήταν και η αγαπημένη μου για όσο την πρόλαβα, αφού «έφυγε» νωρίς, η θεία Στέλλα, η θεία Γεωργία, η θεία Βούλη και η αδελφή της η Ισμήνη, η θεία Άννα, η θεία Τασούλα, η θεία Πολυτίμη, και παραπάνω η θεία Αθηνά, η θεία Μαρίκα και η θεία Μαίρη, ήταν θείες μας όχι μόνο όταν μας νοιάζονταν και μας πρόσεχαν αλλά και όταν μας μάλωναν ακόμη.

     Στην γειτονιά μου ήμασταν ασφαλείς.

     Όταν παριστάναμε τους εισβολείς σε άλλες γειτονιές και μας έπαιρναν στο κατόπι οι υπερασπιστές τους καθώς τρέχαμε φώναζε ο ένας στον άλλον «τρέξτε –τρέξτε, να φτάσουμε στην γειτονιά μας», γνωρίζοντας ότι οι μεγαλύτεροι θα τους έδιωχναν και κανείς δεν θα τολμούσε να μας πειράξει εκεί.

     Στην γειτονιά μου τα μεγαλύτερα παιδιά προστάτευαν τα μικρότερα, τα μάλωναν ωστόσο αν έβλεπαν κάποιο λάθος και τα μικρότερα άκουγαν, συμμορφώνονταν με τις παρατηρήσεις, έτσι όπως θα έκαναν αν τους το έλεγαν οι γονείς τους.

     Αγγελούδια δεν ήμασταν, να λέγεται κι αυτό, κάναμε και τις σκανδαλιές μας.

     Θυμάμαι μια εποχή, η θεία Άννα είχε έναν νοικάρη που τον έλεγαν Αποστόλη.

     Εμείς συνήθως μαζεμένοι και καθισμένοι στην πέτρα της θειά-Χρυσώς, απέναντι ακριβώς από την πόρτα της θείας Άννας, μόλις τον βλέπαμε αρχίζαμε το τραγούδι «στ’ Αποστόλη το κουτούκι, στ’ Αποστόλη το κουτούκι» και δώστου πάλι το ίδιο αφού δεν ξέραμε και το υπόλοιπο. Με το που εμφανίζονταν κάποιος μεγαλύτερος διόλου δεν τα παρατούσαμε, σκύβαμε τα κεφάλια και σιγομουρμουρίζαμε τραγουδιστά το ίδιο, πιστεύοντας ότι δεν μας άκουγαν, μέχρι που «τ’ ακούγαμε» εμείς και σταματούσαμε.

     Άλλες φορές για ν’ αποφύγουμε τον εξάψαλμο, βάζαμε τα μικρότερα παιδιά να τραγουδάνε και εμείς το παίζαμε αδιάφοροι. Και πάλι όμως δεν γλυτώναμε γιατί έπρεπε να τους σταματήσουμε λέγανε και δεν ήταν σωστό να κοροϊδεύουμε τους μεγαλύτερους και τι παράδειγμα δίναμε στους πιο μικρούς και άλλα τέτοια παρόμοια.

     Το πράγμα χειροτέρευε αν κάναμε το λάθος να απαντήσουμε «μα δεν κοροϊδεύουμε κανέναν, εμείς τραγουδάμε μόνον» τότε ο εξάψαλμος λάμβανε προσωπικές διαστάσεις, που "ναι και δεν μας είχαν καταλάβει νομίζαμε και τολμάμε να κοροϊδεύουμε κι αυτούς και ήμασταν πολύ μικροί για κάτι τέτοιο" και τελειωμό δεν είχε.

     Παιδαριώδεις οι σκανδαλιές και οι αντιδράσεις μας, μετά βίας συγκρατιόνταν να μην γελάσουν και οι ίδιοι. Ο Αποστόλης πάντως μας αγνοούσε συστηματικά και ίσως γι’ αυτό θέλαμε να τον τσιγκλάμε κιόλας.

     Στην γειτονιά μου ήταν όλοι γνώριμοι, σπάνια πέρναγε ξένος από εκεί. Ακόμη και οι επισκέπτες, συγγενείς ή φίλοι των οικογενειών ήταν γνωστοί, μας χαιρετούσαν, ρωτούσαν ποιανού παιδί ήμασταν αν δεν μας γνώριζαν, έστελναν χαιρετίσματα στους δικούς μας, είχαν πάντα κάτι να μας πουν και έτσι δεν φοβόμασταν κανέναν γιατί μας ήξεραν και τους ξέραμε όλους.

     Οι περαστικοί περνούσαν από εκεί για να συνεχίσουν για τα σπίτια τους στις παραπάνω και δίπλα γειτονιές, γνώριμοι και αυτοί.

     Ο γαλατάς, ερχόταν με την στάμνα του κάθε πρωί στην πόρτα ή στα σκαλιά κάθε σπιτιού και γέμιζε το κατσαρόλι μας με φρέσκο αγελαδινό γάλα. «Ήρθε ο γαλατάς, ήρθε ο γαλατάς», φωνάζαμε στις μάνες μας να βγουν στο κατώφλι για να πάρουν και να βράσουν το γάλα, μη πάει και ρίξει το κατσαρόλι και το πιει καμιά γάτα.

     Ο ταχυδρόμος, μας ήξερε με το μικρό μας όνομα και κάθε φορά που έφερνε κάποιο γράμμα σπίτι μας από την Αυστραλία φώναζε στην μαμά μου «καλώς τα δέχτηκες κυρά-Δέσποινα, γράμμα πάλι από τον αδελφό σου».

     Στην γειτονιά μου, όταν βρισκόμασταν όλα τα παιδιά μαζί στην μικρή μας πλατεία και παίζαμε ομαδικά παιχνίδια οι εκλεγμένοι αξιοκρατικά και δημοκρατικά αρχηγοί της κάθε ομάδας όριζαν τους κανόνες πριν το ξεκίνημα κάθε παιχνιδιού. Κανείς δεν εξαπατούσε, δεν «καπέλωνε», δεν χειραγωγούσε κανέναν.

     Εντάξει, υπήρχαν και οι περιπτώσεις όταν νομίζαμε ότι δεν μας έβλεπαν που κάναμε και τις ζαβολιές μας. Συνήθως μας καταλάβαιναν όμως και για τιμωρία μας έβγαζαν από το παιχνίδι, άσε δε που μέχρις ότου ξεχαστεί η ζαβολιά μέναμε και με την ρετσινιά του ζαβολιάρη. Το βέβαιο ήταν πως οι νικητές άξιζαν τις νίκες τους, οι ηττημένοι δέχονταν την ήττα και περίμεναν εναγωνίως την επ’ αύριο για να «πάρουν το αίμα τους πίσω» τίμια και καθαρά. Και έτσι το ενδιαφέρον παρέμενε αμείωτο σε κάθε παιχνίδι.

     Στην γειτονιά μου, όταν ξεμέναμε παίζοντας κανένα μεσημέρι στο σπίτι κάποιας γειτόνισσας, κανείς δεν έλεγε «άντε παιδί μου, πήγαινε σπίτι σου είναι ώρα φαγητού τώρα». Φίλευαν και εμάς μαζί με τα παιδιά τους και μπορεί αργότερα να έλεγαν αυστηρά οι δικοί μας «καλά, εμείς φαί δεν είχαμε και μείνατε να φάτε εκεί» αλλά ούτε και αυτοί μας έλεγαν δεν θα φάτε ξανά στην θεία Αθηνά ή στην θεία Στέλλα, ή σε κάποια άλλη θεία.

     Στην γειτονιά μου, πάντα κάποια γειτόνισσα φώναζε την άλλη για της δώσει λίγο από το γλυκό που είχε φτιάξει, από τα φρούτα που έφερε από το κτήμα της, από τα ζαρζαβατικά που είχε στον μπαξέ της.

     Στην γειτονιά μου όταν αρρώσταινε κάποιος θα πηγαίναμε οπωσδήποτε επίσκεψη μαζί με το «κάτιτις» μας για να τον δούμε και να ευχηθούμε «περαστικά και γρήγορα σιδερένιος».

     Στην γειτονιά μου κάθε Σάββατο οι νοικοκυρές είχαν γενική καθαριότητα στα σπίτια τους. Σε κάθε παράθυρο και μπαλκόνι έβλεπες σκεπάσματα να αερίζονται, στρωσίδια και διαδρόμους να χτυπιούνται λυσσαλέα και να τινάζονται μετά μανίας.

     Στο σπίτι της θείας Στέλλας τα κορίτσια άνοιγαν τέρμα την μουσική στο ραδιόφωνο όσο διαρκούσαν οι δουλειές και «είχαμε καθαριότητα μετά μουσικής» όπως λέγαμε γελώντας. Μόλις τελειώναμε με τα σπίτια μας πλέναμε τις αυλές και μετά τον δρόμο μας να είναι καθαρός και αυτός.

     Στην γειτονιά μου τις Κυριακές έβγαζε κάποιος το πικάπ με τους δίσκους («πλάκες» τις λέγαμε) στην αυλή του και ξαφνικά έβλεπες τραπέζια και καρέκλες να πηγαινοέρχονται και στο δευτερόλεπτο να στήνεται γλέντι και τσιμπούσι γερό με ότι έφερνε ο καθένας από το σπίτι του, με τραγούδια και μουσική στην διαπασών. Όταν το κέφι άναβε, οι πιο μερακλήδες έριχναν και καμιά γύρα επιδεικνύοντας στους υπόλοιπους τις χορευτικές τους ικανότητες.

     Στην γειτονιά μου μαλώναμε, τσακωνόμασταν και φιλιώναμε στο λεπτό.

     Και αυτό είχε τεράστια σημασία και αξία μεγάλη αφού τους γείτονές μας δεν τους επιλέγουμε, έλεγαν θυμάμαι πάντα οι μεγάλοι.

     Στην γειτονιά μου δεχόμασταν ο ένας τον άλλον έτσι όπως ήμασταν, γι αυτό που ήμασταν και όχι γιατί αποσκοπούσε κάποιος σε κάτι ή περίμενε κάτι από τον άλλον.

     Στην γειτονιά μου υπήρχαν και τα άσχημα αλλά προσπαθούσαμε να δείχνουμε τα όμορφα ο ένας στον άλλον. Και εμείς αυτά κρατούσαμε, τα όμορφα.

     Η γειτονιά μου ήταν ο κόσμος μας
.
     Γαλουχηθήκαμε στα σπίτια μας, μα καθώς δρασκελούσαμε το κατώφλι μας βρισκόμασταν στην γειτονιά μας, μεγαλώναμε εκεί, γνωρίζαμε τον κόσμο από εκεί. Μεγαλώναμε προστατευμένοι σαν σε κουκούλι στην καρδιά της πόλης χωρίς καμία απειλή κινδύνου, φόβου ή ανησυχίας.

     Η γειτονιά μου ήταν και είναι σημαντική όχι γιατί είναι όμορφη ούτε γιατί η ξενοιασιά, η ανεμελιά, η αθωότητα των χρόνων εκείνων ξυπνούν την νοσταλγία.

     Είναι σημαντική γιατί άνθρωποι και συμπεριφορές διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ζωή μας την εποχή της «πρώιμης κοινωνικότητας» μας, τότε που οι κοινωνικές αξίες ήταν ακόμη έννοιες άγνωστες σε εμάς. Είναι σημαντική γιατί άνθρωποι και συμπεριφορές επηρέασαν λίγο ή πολύ τον άγουρο χαρακτήρα μας, συμμετείχαν λίγο ή πολύ στην διαμόρφωση της πρωτόπλαστης προσωπικότητάς μας.

     Σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα μετά κάθε φορά που επιστρέφω στο πατρικό μου και μπαίνω στα στενά σοκάκια της γειτονιάς μου η εικόνα της στείρα μου μοιάζει.

     Μα πριν προλάβω ν’ αναλογιστώ τι ζωντανό απέμεινε, τρέχουν με βιάση να με περικυκλώσουν και να μ’ αιχμαλωτίσουν, μη τύχει και φύγω και δεν γυρίσω ξανά, οι μυρωδιές της. Η ευωδιά των λιγοστών πια λουλουδιών της, η μυρωδιά του ξύλου και της πέτρας των σπιτιών της, του φαγητού που κάποια από τις ελάχιστες ίδιες νοικοκυρές μαγειρεύει. Λιγόστεψαν οι κήποι της, λιγόστεψαν οι άνθρωποι, δεν παίζει κανένα παιδί πια στην μικρή πλατεία. Μόνο η πέτρα της θεια-Χρυσώς φιλοξενεί ζευγαράκια που ανταλλάσουν κλεφτά φιλιά και αγκαλιές με μία κάποια συστολή ακόμη.

     Παρ’ όλα αυτά όσοι απομείναμε γυρνάμε, για λίγο ή για πολύ, όμως γυρνάμε.

     Επιστρέφουμε γιατί αν και η εικόνα της στείρα μοιάζει, σήμερα ότι ζωντανό απέμεινε, παραμένει ίδιο, αναλλοίωτο και ισχυρό, απόλυτα ικανό στο να ξυπνά τις μνήμες και να γεννά συναισθήματα.


No comments:

Post a Comment