Thursday 1 March 2018

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Παραλιμνίως


Της Ελένης Δημητριάδου


     Πουφ! Πουφ! Ξεφυσάει η Λίμνη και τούφες ομίχλης βγαίνουν θαρρείς από τα σπλάχνα της και την καλύπτουν για να μη τη βλέπουν οι άνθρωποι και τη ματιάζουν, τόσο όμορφη που είναι.


Η λίμνη με τον παραλίμνιο μες στην ομίχλη.


     Καμιά φορά τη βαρυχειμωνιά παγώνει και γίνεται ήρεμη και γυαλιστερή. Κάποιοι τολμηροί τότε την περπατούν κι αφήνουν στην επιφάνειά της ενθύμια όπως καρέκλες ή πλαστικές πολυθρόνες. Άλλοτε πάλι πιάνει ένας αέρας σπάνιος αλλά τρομερός και ξυρίζει και σπάει τα κλαδιά στα μεγάλα δέντρα που περιβάλλουν το δρόμο ολούθε. Μπορεί να δεις τότε ένα ζευγαράκι ηλικιωμένων να σκύβουν και να μαζεύουν τα πεσμένα ξυλάκια, να γεμίζουν δύο μεγάλα σακούλια και να τα ζαλώνονται, προσανάμματα για το χειμώνα τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η λίμνη θυμώνει μαζί με τον αέρα και ξεβράζει τα νερά της μέχρι έξω, απλώνεται και καμαρώνει σαν να μας κοροϊδεύει. Πού είναι τώρα ο δρόμος σας; Πώς νιώθετε που με περιορίσατε με τα περίτεχνα τοιχάκια και τα πλουμιστά σας καγκελάκια; Κι αν παραθυμώσει τα παγώνει τα νερά που ξεβράζει και σχηματίζει περίεργα γλυπτά σε παγκάκια και θάμνους, και πού να τολμήσει κανείς να πατήσει στα μέρη της! Μόνη μένει και θεριεύει και θριαμβεύει, βασίλισσα της περιοχής, όπως ακριβώς της αξίζει.


Η παγωμένη λίμνη και τα γλυπτά της.

     Το φθινόπωρο πάλι, τότε που χάνουν τα φύλλα τους τα θεόρατα πλατάνια, ο στενός πέτρινος πεζόδρομος που την περιτριγυρίζει, γεμίζει με χρώματα: κίτρινα, πορτοκαλί, καφετιά σε όλες τις αποχρώσεις κι είναι χάρμα οφθαλμών να τα βλέπεις κάτω στρωμένα και ν΄ ακούς το κρακ- κρακ που κάνουν όταν τα πατάς. Σήμερα περπατώ ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα κι αναπνέω το φθινοπωρινό αέρα. Η ομορφιά του τοπίου γίνεται βάλσαμο για το φορτωμένο μυαλό μου, το ζαλισμένο από την πίεση της συγγραφής του διδακτορικού μου, που ζητά παρηγοριά στην ομορφιά του τοπίου.


Το χαλί με τα φθινοπωρινά φύλλα.

     Ένα φύλλο ανάμεσα σε τόσα άλλα μαγνητίζει το βλέμμα μου. Πόσο όμορφο είναι! Το παίρνω στα χέρια μου, πολύτιμο απόκτημα. Με προσοχή το μεταφέρω. Πάνω στο γραφείο είναι το καινούργιο του σπίτι. Αλλά όχι! Να μη χαθεί, να μη το ξεχάσω! Γρήγορα! Μουσαμάς και χρώματα! Κάπου εδώ έχω παρατημένα και τα πινέλα. Να το! Εδώ το φυλακίζω στο κάδρο του για να μου θυμίζει στο εξής εκείνη την περίοδο της ζωής μου, τη δύσκολη και δημιουργική και τόσο, μα τόσο μοναχική!

Το πλατανόφυλλο που φυλακίστηκε στο μουσαμά.

     Όταν πρωτοπήγα να μείνω στα Γιάννενα, πριν από 30 χρόνια, η περιοχή της λίμνης ήταν σαν απαγορευμένη ζώνη. Ερημιά, εγκατάλειψη, ομίχλες, υγρασία, τα παλιά βυρσοδεψία (τα ταμπάκικα), ξεχαρβαλωμένα πλακόστρωτα, άθλια παρτέρια. Μόνο κάτω στο Μώλο, εκεί που τα καραβάκια παίρνουν τον κόσμο για τη βόλτα στο νησάκι, έχει κίνηση. Με κάνα δύο εστιατόρια να δέχονται μόνο τους τουρίστες. Οι ντόπιοι δεν πατούν εκεί. Αυτοί κάνουν τη βόλτα τους επάνω, ψηλά στην πλατεία. Εγώ όμως ονειρευόμουν πως αν κάνω παιδί, θα το βγάζω βόλτα με το καροτσάκι στη λίμνη. Τέτοια βόλτα δεν έγινε ποτέ. Ο διάδρομος ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα παρτέρια και το πέτρινο πεζούλι που εμπόδιζε την πρόσβαση στη λίμνη, στρωμένος με πλάκες φερμένες από τα ηπειρώτικα βουνά, θύμιζε ναρκοπέδιο γεμάτο παγίδες ακόμη και για πεζούς. Όταν η Δήμητρα μεγάλωσε λίγο άρχισαν κάποιες δειλές βόλτες με τα πόδια, αλλά έπρεπε να προσέχουμε να μην πατήσουμε, εκτός από τις χαλασμένες πλάκες, και τα υπολείμματα των βραδινών ερωτικών συνευρέσεων νεαρών ζευγαριών που δεν είχαν πού να στεγάσουν τον έρωτά τους. Έτσι περιοριζόμασταν κυρίως στις βόλτες με το αυτοκίνητο στον παραλίμνιο δρόμο, που όμως κάποτε σταματούσε απότομα. Εκεί τα σπίτια ήταν ελάχιστα, η φύση οργίαζε με δένδρα, μικρά ρυάκια, μικρά λιβάδια να βόσκουν αγελάδες, και πιο πέρα το «Βιετνάμ», μια περιοχή εκτός σχεδίου με χαμόσπιτα. Όσοι είχαν ζήσει στο εξωτερικό, κυρίως πανεπιστημιακοί «ξένοι» (μη γιαννιώτες) δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί η παραλίμνια περιοχή δεν κατοικείται, με δεδομένο ότι οι περισσότερες πόλεις της Ευρώπης έχουν κτιστεί δίπλα σε ποτάμια ή λίμνες.

     …Σήμερα πνίγομαι, θέλω να κάνω μια βόλτα μόνη μου. Η λίμνη σαν να με καλεί κοντά της. Μοιάζει τόσο με την παραλία της Θεσσαλονίκης, όπως τη βλέπω από ψηλά. Μόνο το Μιτσικέλι, με τον επιβλητικό του όγκο να καθρεπτίζεται στα νερά της, περιορίζει τον υδάτινο ορίζοντα. Ξερό, γεμάτο πέτρες και πουρνάρια – τουλάχιστον από την πλευρά που μας δείχνει, γιατί από την άλλη είναι κατάφυτο. Το Μιτσικέλι, που όταν το πρωτόδα κάνοντας περίπατο στην κεντρική πλατεία, ένιωθα να μου πλακώνει την ψυχή. Έψαχνα τα πρώτα χρόνια τον ελεύθερο ορίζοντα της Θεσσαλονίκης, λαχταρούσα το Βαρδάρη να μου χτυπάει το πρόσωπο. Με τον καιρό συνήθισα. Ανακάλυψα την άγρια ηπειρώτικη ομορφιά της πόλης, δεν με πείραζαν τα ορατά όρια της λίμνης, ένιωθα το Μιτσικέλι να με προστατεύει θαρρείς, καλά προφυλαγμένη στο κουκούλι μου. Μόνο, να! Απέμεινε εκείνο το συναίσθημα, όταν τα βράδια κολλημένη στο τζάμι της μπαλκονόπορτας αντίκριζα τα φώτα στο δρόμο που έζωνε το βουνό, τα φώτα που χαρούμενα οδηγούσαν στη Θεσσαλονίκη, και σα να πετάριζε η καρδούλα μου.

     Κατηφορίζω περνώντας από τα στενά δρομάκια της Καλούτσιανης και βγαίνω στο πάρκο Κατσάρη. Το πάρκο αυτό, πλατεία περισσότερο, διαθέτει μια στοιχειώδη παιδική χαρά, δέντρα και θάμνους. Ενίοτε χρησιμεύει ως προσωρινό κάμπινγκ τσιγγάνων που περνούν από τα μέρη μας. Τα νερά της λίμνης ξεπλένουν τα ρούχα τους, που απλώνονται μετά στους θάμνους για να στεγνώσουν. Εκεί κατάχαμα μαγειρεύουν, στρώνουν και τρώνε. Μια μέρα στάθηκαν πολύ τυχεροί, το γεύμα περιελάμβανε σκαντζόχοιρο φρέσκο-φρέσκο, που είχε την ατυχία να βρεθεί κοντά τους. Αλλά σήμερα η πλατεία είναι έρημη, μόνο εκεί στη στροφή που τελειώνει το πάρκο και συνεχίζεται το μονοπάτι του παραλίμνιου, κοντοστέκεται ένας άντρας. Φαίνεται μεσήλικας και αμήχανος. Με παρατηρεί, προφανώς δεν ξαναείδε εκεί πέρα γυναίκα, και μάλιστα μόνη, με φόρμες και αθλητικά. Μόλις τον πλησιάζω μου ψιθυρίζει κάτι, ένα πείραγμα… Απομακρύνομαι ανοίγοντας το βήμα. Τα συναισθήματα ανάμεικτα: μια κάποια ταραχή γιατί δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος εκεί γύρω, και μια μεγάλη έκπληξη: κάποιος στα Γιάννενα τόλμησε κάτι, που στη Θεσσαλονίκη του ’80 ήταν κοινός τόπος: να με πειράξει στο δρόμο! Ασφαλής λόγω της ερημιάς, και γιατί του ήμουν εντελώς άγνωστη. Κανένας κίνδυνος να παρεξηγηθεί στη μικρή κοινωνία που αν και «πρώτη στα γράμματα» εξακολουθεί να είναι συντηρητική. Τουλάχιστον εκείνη την εποχή!

     Πολύ αργότερα θα κτιστεί στην περιοχή το περίφημο ξενοδοχείο Du Lack, κάποιες όμορφες διπλοκατοικίες κάνουν δειλά – δειλά την εμφάνισή τους, και ο παραλίμνιος αναβαθμίζεται. Παρκάκια, νέες πλακοστρώσεις, παιδικές χαρές, μοντέρνα γλυπτά, πέτρινα πεζούλια, μέχρι και ένας ποδηλατόδρομος κάνουν την εμφάνισή τους. Μεγάλες δόξες για τον παραλίμνιο, που γεμίζει κόσμο. Στην αρχή άτομα μεγάλης ηλικίας κατόπιν συνταγής γιατρού: «οδός by pass», ήταν το παρατσούκλι του. Η κυρία με το «πι». Τη βλέπω και παίρνω κουράγιο και ξεφυσώντας συνεχίζω τον περίπατό μου. Αν μπορεί αυτή μπορώ κι εγώ. Να και το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής. Να κι οι δύο φίλες με τις φούστες τους λίγο κάτω από το γόνατο, με αθλητικά παπουτσάκια και κοντές κάλτσες, σαν να πετάχτηκε η μια στο σπίτι της άλλης για να τα πούνε. Ένας κύριος μόνος με το τρανζιστοράκι του. Ερασιτέχνες ψαράδες με τα καλάμια τους σκορπισμένοι τριγύρω. Στη συνέχεια, και όσο προχωρούνε οι εργασίες αναμόρφωσης του παραλίμνιου, αρχίζουν να εμφανίζονται νεότεροι, έφηβοι με τις παρέες τους, νέοι που τρέχουν, οικογένειες για τον περίπατο του Σαββατοκύριακου, ακόμα και κουστουμαρισμένοι κύριοι και κυρίες με τις μεγάλες τους τσάντες που παρακολουθούν κάποιο συνέδριο στο Du Lack, στο τέλος σωστή κοσμοσυρροή. Και όταν έρθει η εποχή για τους αγώνες κωπηλασίας… έ! Τότε η λίμνη γνωρίζει μεγάλες δόξες. Τώρα πια δε φοβάμαι μήπως συναντήσω κανένα μοναχικό «κορτάκια»!

     Εδώ θα πάρει θάρρος για πρώτη φορά η Δημητρούλα μου να πλησιάσει άλλα παιδιά: Καθόμαστε σε ένα από τα λίγα παγκάκια να ξαποστάσουμε. Ένα μικρό αγόρι παίζει μόνο του στο πεζουλάκι με φόντο τη λίμνη. «Θέλω να παίξω με το παιδάκι», μου λέει. «Πήγαινε να του μιλήσεις», την προτρέπω. «Ντρέπομαι λίγο... Καλά θα πάω!», λέει ξεφυσώντας αποφασιστικά και αυτό ήταν! Ο πάγος έσπασε! Μπράβο μικρή μου! Εδώ κι ο σκύλος κάποιου νεαρού, ένα θεόρατο ντόμπερμαν, θα της ορμήσει, κι αυτό το καημένο θα μείνει ψύχραιμο αν και λίγο σοκαρισμένο! Υπερισχύει η αγάπη της για τα ζώα από το φόβο της.

     Ο παραλίμνιος δρόμος δεν τελειώνει εκεί που φτάνουν οι περιπατητές. Το μεγαλύτερο μέρος του γλύφει ακτές με βούρλα και καλαμιές, γεμίζει στροφές φιδωτές, απομακρύνεται και ξαναπλησιάζει τα νερά της λίμνης, περνά από παραλίμνια χωριά και καλλιέργειες. Ο δρόμος αυτός που αγκαλιάζει τη λίμνη, είναι ο πρώτος που διέσχισα ως νέα οδηγός. Ήταν η Βούλα, από τις ελάχιστες φίλες που ο τρόπος ζωής μου επέτρεψε να αποκτήσω στα Γιάννενα, που καθώς ψυχανεμίστηκε τις φοβίες μου, με κοίταξε βαθιά στα μάτια, και με σταθερή φωνή δήλωσε ότι θα έρθει μαζί μου στο γύρο της λίμνης. Η βόλτα αυτή, μέσα στην ήρεμη παραλίμνια φύση, συντροφιά με την αγαπημένη και πολύτιμη συνοδηγό μου, που διατήρησε την ψυχραιμία της ως το τέλος, έμεινε στην ψυχή μου ως δώρο ανεκτίμητο.

     Το καλοκαίρι περπατώ 8 - 9 το πρωί. Μόλις πλησιάζει 9, ο παραλίμνιος γίνεται αφόρητος. Το καπελάκι μου σε στυλ τζόκεϊ που αγόρασα από την Ανεξαρτησίας δεν κάνει τίποτε! Καύσωνας, και τα πλατάνια ρίχνουν τη σκιά τους εκεί που δεν χρειάζεται! Γρήγορα για το σπίτι! Ντους και μετά μελέτη, γράψιμο, διορθώσεις, παραπομπές… και το φαγητό να καίγεται και να αλλάζεις κατσαρόλα!

     Τα χειμωνιάτικα απομεσήμερα, περπατώ μερικές φορές με τη Γιούλα. Περπατάμε γρήγορα και συζητάμε, κάτι που έβλεπα για χρόνια να γίνεται από άλλες γυναικείες συντροφιές και αναρωτιόμουν πώς καταφέρνουν να ελέγχουν την αναπνοή τους ώστε να μη κουράζονται. Και όταν πιάσει να σουρουπώνει, ένα θέαμα σου κόβει την ανάσα: εκατοντάδες πουλιά, νεροπούλια πετούν γρήγορα και κυκλικά σε ομάδες, σκοτεινιάζει ο ουρανός θαρρείς από τα ανοιχτά τους φτερά και γεμίζει ο αέρας από τις φωνούλες τους. Μέχρι να κατασταλάξουν στις φωλιές τους και να περάσουν με ασφάλεια το βράδυ τους. Κοίτα εκεί! Κάποια καθυστερημένα τρέχουν να βρουν τους φίλους τους και να κουρνιάσουν!

     Είναι φορές που, όταν οι καημοί και τα πάθη με κυριεύουν, κόβω το βήμα μου και κοιτώ την κυρά-λίμνη κατάματα: το νησάκι της εκεί, κατάφυτο και γαλήνιο, κάποιες βάρκες ψαράδων σκόρπιες, κορμοράνοι, και μικρές πάπιες βουτούν και χάνονται στα νερά της, ο ουρανός από πάνω της γεμάτος σύννεφα. Και τότε τα μάτια μου γίνονται δύο λίμνες που τρέχουν κι είναι η Παμβώτιδα με την ομορφιά της που πνίγει τις λύπες μου μέσα στα νερά της. Ύστερα, αναθαρρημένη, συνεχίζω τη μοναχική μου πορεία μέσα στο λυτρωτικό τοπίο.


Η λίμνη, το καταπράσινο νησάκι της και το φαλακρό Μιτσικέλι.

     Άλλοτε πάλι παρατηρώ το κάστρο που απλώνεται σε όλο σχεδόν το μήκος της παραλίμνιας διαδρομής, ψηλό, επιβλητικό. Να εκεί στη στροφή, γίνεται βράχος φοβερός που θέλει να καταλάβει το δρόμο και κάνει τον αέρα να φυσά ξαφνικά. Γέρικο και κοτσονάτο μαζί, περιεργάζεται τους περαστικούς κι είναι σαν να περιγελά τα πρόσκαιρα περάσματα τους από τη γειτονιά του.

     Ήταν στον παραλίμνιο εκείνη τη μέρα που περπατούσα με τη μητέρα μου, αφού την έφερα να μείνει κοντά μου μετά από χρόνια, χαρούμενη να της δείχνω τη λίμνη μου όπως τη ζούσα στα τελευταία δύσκολα χρόνια. Όταν ξαφνικά κοντοστάθηκε, με κοίταξε επίμονα και ρώτησε: «Εσύ ποια είσαι;». «Η Λένα, η κόρη σου μαμά!», της αποκρίθηκα παγωμένη, κι έγινε η χαρά μου φρίκη. Έβγαλε τότε μια κραυγή και με αγκάλιασε σφικτά κλαίγοντας: «Η Λένα μου; Είσαι η Λένα μου; Κι εγώ αναρωτιόμουν ποια είναι αυτή η κοπέλα που μου φέρεται τόσο καλά!». Εκεί, δίπλα στη λίμνη, ανάμεσα στους περιπατητές που κοίταζαν έκπληκτοι τη σκηνή με το σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι.


     Μετά από ένα χρόνο, μπήκα στο αυτοκίνητο και σκαρφάλωσα στο Μιτσικέλι, στο δρόμο για την οριστική επιστροφή στη Θεσσαλονίκη. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια. Η λίμνη έμεινε πίσω, συντροφιά με το Μιτσικέλι και τους πολυάριθμους επισκέπτες της, που χαίρονται την ομορφιά και το μεγαλείο της. Την πρώτη φορά που ξαναπήγα ως επισκέπτρια, περπάτησα με τη Γιούλα στον παραλίμνιο μεθυσμένη από το περιβάλλον και τις αναμνήσεις. Τόσο, που ξεχάστηκα, και μετά έτρεχα να προλάβω το επόμενο ραντεβού με τη Βούλα και τη Μαρία.  

No comments:

Post a Comment