Monday 11 June 2018

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Το σχολείο μέσα στα πεύκα


Της Ελένης Δημητριάδου


     «Νυχτερίδες κι αράχνες!», σχολίασε υπομειδιώντας με φανερή αμηχανία ο θεολόγος κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, όταν πρωτοαντίκρισε το «σχολείο μας», λίγες μέρες αφού είχε αρχίσει η σχολική χρονιά.

     Κούρεντα Νομού Ιωαννίνων, στον παλιό δρόμο για Ηγουμενίτσα. Τέλη της δεκαετίας του ΄80. Κι εγώ περιφερόμενη καθηγήτρια, γιατί δεν έχω - κι ούτε πρόκειται με τα λίγα μόρια που διαθέτω να αποκτήσω ποτέ - οργανική θέση στο Νομό. Όταν κατάφερα να αποσπαστώ για δεύτερη χρονιά - φιλώντας για καλό και για κακό κατουρημένες ποδιές συνδικαλιστών - χάρηκα τόσο που θα ήταν η οικογένεια συγκεντρωμένη. Η μπέμπα, το νέο μέλος της οικογένειας, μόλις είχε χρονίσει. Η τοποθέτηση στο Γυμνάσιο Κουρέντων, ήταν μάλλον μια καλή περίπτωση, αν λάβει κανείς υπόψη το δυσπρόσιτο της περιοχής.

     Μπήκα στο πρώτο γκρουπάκι που σχηματίστηκε, τέσσερα άτομα μέσα στο αυτοκίνητο, τρεις φιλόλογοι, συμπεριλαμβανομένου και του Διευθυντή, κι εγώ για τα Μαθηματικά, και μετά από κάποια ώρα βρέθηκα στο πιο ειδυλλιακό τοπίο που θα μπορούσα να φανταστώ. Σχεδόν σε όλη τη διαδρομή η φύση οργιάζει. Ποτάμια, δέντρα, πρασινάδες, φιδωτοί δρόμοι, χαρά Θεού. Να κι ο Καλαμάς, που γίνεται μερικές φορές κίτρινος και μολύνεται από απόβλητα. Το καφενεδάκι δίπλα του, στη στροφή. «Εδώ κρυβόταν ο Ρωχάμης για ένα διάστημα», με πληροφορούν οι συνάδελφοι αστειευόμενοι αλλά και με μια μικρή έξαψη.




     Μετά από 40 χιλιόμετρα περίπου, αφήνουμε τον κεντρικό δρόμο και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε προς Κούρεντα. Σε πολύ λίγο, στα 4 χιλιόμετρα, φτάνουμε έξω από το χωριό, για να συναντήσουμε το σχολείο. Κρυμμένο μέσα σε πεύκα, στην άκρη σχεδόν μιας κοιλάδας. Πράσινο παντού. Για αυλή δεν γίνεται λόγος, όλη η περιοχή είναι μια τεράστια αυλή, από πατημένο χώμα και χαλίκια. Κάποια πεζούλια πέτρινα, και στη μέση το κτίριο. Παλιό πέτρινο κι αυτό, γερασμένο, ξεχαρβαλωμένο, ωστόσο επιβλητικό, να μαρτυράει παλιές δόξες. Πολύ παλιές, που πια ούτε το ίδιο τις θυμάται.


(Με τους συναδέλφους. Αρχές της χρονιάς και τα φρεσκοκομμένα ξύλα περιμένουν να στοιβαχτούν στο υπόγειο. Τα πεύκα απέναντί μας καθρεπτίζονται στα μεγάλα παράθυρα.)

     Μικρά παράθυρα χωρίς τζάμια ακουμπούν θαρρείς στο έδαφος, και φωτίζουν το σκοτεινό υπόγειο. Και λίγα σκαλιά παραπάνω - φτιαγμένα από μεγάλες πέτρες των ηπειρώτικων βουνών - ο πρώτος και μοναδικός όροφος. Ένας μεγάλος χώρος σε υποδέχεται σαν σαλόνι ξεπεσμένης οικογένειας, με τέσσερα δωμάτια γύρω – γύρω. Το ξύλινο πάτωμα τρίζει και είναι γεμάτο τρύπες. Δεξιά είναι το γραφείο που διαθέτει δύο χώρους: ο πρώτος χρησιμεύει για γραφείο του Διευθυντή και ακολουθεί το γραφείο των καθηγητών. Αριστερά της κεντρικής εισόδου ξεκινούν κυκλικά άλλα τρία δωμάτια, ένα για κάθε τάξη. Όλοι οι χώροι φωτεινοί, με μεγάλα παράθυρα χωρισμένα με ξύλινους πήχεις. Για τη θέρμανση έχουμε ξυλόσομπες. Και για προσανάμματα… κουκουνάρια που τρέχουν να μαζέψουν πρωί - πρωί με μεγάλη προθυμία οι μικροί μαθητές. Οι μαθητές μου… Τα πιο γλυκά, τα πιο υπέροχα πλάσματα που γνώρισα. Ελάχιστα κατοικούσαν στα Κούρεντα. Τα περισσότερα ερχόταν από τα γειτονικά χωριά. «Γειτονικά», τρόπος του λέγειν. Μία ώρα σχεδόν με το τοπικό λεωφορείο να ανεβοκατεβαίνουν ραχούλες και επικίνδυνους γκρεμούς. Για να φτάσουν με το χαμόγελο κι όλο όρεξη στο σχολείο. Στο χώρο της κοινωνικής τους συνεύρεσης. Να συναντήσουν τα άλλα παιδιά – όλα κι όλα 22, να διηγηθούν τα νέα τους, τις περιπέτειές τους, να μιλήσουν για τους τραγουδιστές και τους σταρ της εποχής τους, να αστειευτούν, να ψιλο-φλερτάρουν. Να δουν κόσμο τέλος πάντων, πέρα από τους λιγοστούς κατοίκους των χωριών τους. Στα διαλείμματα όταν ο καιρός είναι καλός βγαίνουμε όλοι έξω στην ύπαιθρο… συγγνώμη στην αυλή! Και τότε καμιά φορά, όταν τα λόγια τους στερεύουν, με φωνάζουν στην παρέα τους για να μην είμαι μόνη. Μάλλον θέλουν να ακούσουν και άλλα πράγματα από τα συνηθισμένα. Με θεωρούν κάτι σαν φίλη, ή σαν θεία ή σαν καλοδεχούμενη επισκέπτρια, παρά σαν καθηγήτριά τους. Μερικές φορές τους κάνω χάρες, όπως να τους εφοδιάσω από τα Γιάννενα με καλάθια αχρήστων για τις τάξεις τους ή με απολυμαντικό για τις τουαλέτες που βρίσκονται έξω και είναι σε κακό χάλι. Στην τελευταία περίπτωση θυμάμαι να καίω το καλσόν μου, στην προσπάθειά μου να τους δείξω πώς να το χρησιμοποιούν με ασφάλεια!


(Τα υπέροχα πλάσματα με τους καθηγητές τους. Κάτω αριστερά ένα από τα σκοτεινά παράθυρα του υπογείου.)

     Η μεταφορά γίνεται με γκρουπάκια των τεσσάρων ατόμων, από το σταθερό προσωπικό. Υπάρχουν και καθηγητές άλλων ειδικοτήτων που μοιράζονται το σχολείο μας με άλλα της περιοχής και όχι μόνο: η συνάδελφος των Αγγλικών, ο θεολόγος, ο γυμναστής, ο φυσικός. Και όταν το ωράριό σου τελειώνει πού να πάς; Αναγκαστική παραμονή μέχρι να ακουστεί το κουδούνι της τελευταίας ώρας. Για μένα οι ώρες παραμονής στο σχολείο, διδακτικές ή όχι, μοιάζουν με εκδρομή. Ναι, εγώ το παιδί της πόλης και της πολυκατοικίας, που κάποτε πήγα να ανεβώ μια μικρή ανηφόρα στο άλσος της Καβάλας και μαρτύρησα γιατί γλιστρούσα στις πευκοβελόνες, ζούσα στο ειδυλλιακό αυτό περιβάλλον γεμάτη από ένα αίσθημα ευφορίας, σαν να ελευθερώθηκα ξαφνικά και να ξέχασα έγνοιες, ευθύνες, αβεβαιότητες. Τα δέντρα, πεύκα και πλατάνια που μας περιβάλλουν ολούθε και απλώνονται μέσα στην κοιλάδα, γλυκιά αγκαλιά που σε ξαναγεννάει. Η φύση σε όλο της το μεγαλείο και τη μεγαλοπρέπεια κι εσύ να ξαναγυρνάς σ΄ αυτή, κουβαλώντας εν αγνοία σου τις μνήμες από τις περιπλανήσεις παππούδων και προ-παππούδων στο Χολομώντα, ή της μάνας σου όταν σκαρφάλωνε στον Αη Λιά ή σεργιανούσε στις καταπράσινες εξοχές του Πολύγυρου.

     Σήμερα έχω κενό, ετοίμασα όλα τα μαθήματα της επόμενης μέρας, λιακάδα ευεργετική, καιρός να βγω έξω. Μακριά από το κτίριο που μυρίζει εγκατάλειψη και κλεισούρα, να αναπνεύσω τον καθαρό αέρα του βουνού, να βρεθώ μόνη μου και να συνομιλήσω με τη φύση. Περπατώ αργά, απολαμβάνω κάθε βήμα, προσέχω να μη πατήσω στα ψηλά χόρτα γιατί τα παιδιά με προειδοποίησαν: «Υπάρχουν φίδια Κυρία, οχιές. Προχθές σκοτώσαμε ένα εδώ παρακάτω». Ρουφώ αχόρταγα τον καθαρό αέρα, στήνω αυτί και ζηλεύω τα πουλιά που δίνουν τη δική τους συναυλία μες στην τρελή χαρά. Κλέβω από τη χαρά τους και γίνομαι παιδί. Να, εκεί στην άκρη του ξεχαρβαλωμένου φράχτη μια κούνια ξύλινη, παλιά, κρέμεται από τις σιδερένιες αλυσίδες της και με καλεί κοντά της. Κάθομαι με προσοχή - ούτε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που κουνήθηκα - δίνω μια και ωπ! Αρχίζω να αιωρούμαι αργά και υπέροχα μεθυστικά. Κανείς δε μ’ ακούει, γεμάτη ευφορία σιγοτραγουδώ. Ευτυχία, παράδεισος …. «Ξξξξ! Ξξξξ! Ξξξξ!» ακούγεται πίσω μου ανάμεσα στα δέντρα. Ίσως κάποιο μικρό ζώο, ένα σκυλί. Ας κοιτάξω, και ω! Θεέ μου είναι ο Γούσιας, όπως τον φωνάζουν τα παιδιά, κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα, με τα μάτια του να λάμπουν, τα χείλη να χαμογελούν φιλήδονα, πρόσωπο κατακόκκινο έτοιμο να σκάσει. Δεν τολμώ να δω παρακάτω… Ήχοι ασυνάρτητοι βγαίνουν ανάμεσα από τα υγρά του χείλη… Φύγε Λένα μου! Φύγε! Το καημένο, το παλιό αφιλόξενο κτίριο, με προστατεύει. Στο διάλειμμα μιλώ για το πάθημά μου στους συναδέλφους κι αυτοί σκάζουν στα γέλια. Τον ξέρουν τον Γούσια, ποιος δεν τον ξέρει; Εξάλλου τους πλησιάζει συχνά στα διαλείμματα για να τους ζητήσει κανένα τσιγαράκι.

     Πρωτάκουσα γι αυτόν όταν μια μαθήτρια που είχε σηκωθεί στον πίνακα άρχισε να χτυπά με θυμό τα πόδια της στο ξύλινο πάτωμα, εξαπολύοντας συγχρόνως απειλές σε κάποιο αόρατο εχθρό κάτω εκεί, στο μισοσκότεινο υπόγειο. «Είναι ο Γούσιας Κυρία! Πετάει τα χαρτάκια που βάζουμε στις τρύπες για να μη μας βλέπει όταν είμαστε όρθιες». Άσπρα μικρά χαρτάκια σαν σαΐτες τιναζόταν στον αέρα κατά διαστήματα σε όλη τη χρονιά και αναστάτωναν τους μικρούς μου μαθητές με τον χορό τους, που ξεσπούσαν σε μάλλον χαρούμενα ή σαρκαστικά επιφωνήματα. Ο Γούσιας και οι αταξίες του ήταν γι αυτούς «μια κάποια λύση» για να ξεφεύγουν από τη μονοτονία της καθημερινότητάς τους. Κι επειδή ήμουν η μόνη καθηγήτρια θηλυκού γένους στο μόνιμο προσωπικό, ο Γούσιας άρχισε να με καλοβλέπει. «Έχει κύρη η δασκάλα;», ρωτούσε και ξαναρωτούσε τους συναδέλφους, με τους οποίους είχε εξοικειωθεί από τις προηγούμενες χρονιές. Τέτοια επιτυχία μέσα στην ερημιά και δίπλα στη χαράδρα, ούτε στα όνειρά μου δεν είχα φανταστεί. Με τον καιρό τον συνήθισα.

     Δεν ήταν μόνο ο Γούσιας που έκανε λίγο τρομακτική την παραμονή μου στο σχολείο. Ήταν και τα τρωκτικά, που είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στο κτίριο και δεν έλεγαν να συμμαζευτούν λιγάκι. Τουλάχιστον όταν πηγαίναμε εμείς. Δεν καταλάβαιναν τίποτε. Εγώ επειδή το να δω ποντίκι είναι ο χειρότερος εφιάλτης μου, άφηνα τους συναδέλφους – άντρες γαρ και εξοικειωμένοι με τη φύση πολύ περισσότερο από μένα - να μπαίνουν πρώτοι στο γραφείο για να κάνουν κατόπτευση. Καμιά φορά τύχαινε να πιάσουν στα πράσα κανένα καταληψία και γελούσαν βγάζοντας μικρά επιφωνήματα, ενώ εγώ έξω άσπριζα από το φόβο μου. Δεν τολμούσα να αγγίξω τίποτε εκεί μέσα, και τα βιβλία μου έμεναν κλειδωμένα σε ένα συρτάρι. Έβγαιναν μόνο για το μάθημα και για την προετοιμασία της επόμενης μέρας. Τίποτε δεν μετέφερα στο σπίτι, όπου μόλις έφτανα περνούσα από απολύμανση. Βλέπετε εκτός των άλλων είχα και τη μπέμπα πολύ μικρή ακόμη. Λουλούδια στα βάζα δεν τολμούσαμε να βάλουμε. Την άλλη μέρα ήταν φαγωμένα όλα. Τόσο αδηφάγα πλάσματα. Μια μέρα στο σχόλασμα, περιμένουμε όλοι μέσα στο αυτοκίνητο το Διευθυντή να κλειδώσει. Περιμένουμε και περιμένουμε. Τίποτε. Κάποτε ξεπροβάλλει και όταν φτάνει κοντά μαθαίνουμε το λόγο της καθυστέρησής του. Είδε ένα ποντίκι και το παγίδεψε δεν ξέρω πώς με μια σακούλα και το έβαλε λέει μέσα στη σόμπα να καεί. Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό. Δεν ήξερα αν έπρεπε να λυπηθώ το ζωντανό που καιγόταν ή να σιχαθώ ακόμη περισσότερο. Τη συγκεκριμένη σόμπα πάντως από τότε την έβλεπα με πλήρη αποστροφή. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι τα τρωκτικά του σχολείου μου έκαναν τη χάρη και ποτέ, μα ποτέ δεν παρουσιάστηκαν μπροστά μου.

     Δευτέρα σήμερα και πήγα αδιάβαστη. Μάλιστα! Δηλαδή Τσαγκαροδευτέρα; Όχι καλέ, δεν είχα η ταλαίπωρη τέτοια πρόθεση. Αλλά μέσα στις τόσες μου έννοιες, ξέχασα να διαβάσω στο σχολείο για τη Βοτανική-Ζωολογία της Δευτέρας. Βλέπετε για να συμπληρώσω ωράριο και να μην τρέχω από σχολείο σε σχολείο, ανέλαβα και τη Βοτανική και την Ανθρωπολογία. Και καθώς στο σπίτι δεν κουβαλούσα τίποτε από το σχολείο, για λόγους προστασίας της υγείας της μπέμπας, έμεινα με την αγωνία όλο το Σαββατοκύριακο, για το πώς θα χειριστώ την αμέλειά μου αυτή. Και να σημειωθεί παρακαλώ ότι Βοτανική είχαμε την πρώτη ώρα, άσε που δεν είχα ιδέα ποιο ήταν το θέμα του επόμενου μαθήματος. Ίσα που έφτασα στο σχολείο και πρόλαβα να ανοίξω το βιβλίο: «Το πεύκο». Ωχ! Παναγιά μου! Τι κακό που με βρήκε! «Κυρία! Να το κάνουμε έξω το μάθημα;», μου προτείνουν όλο λαχτάρα τα πιτσιρίκια μου της Α΄ τάξης. Ο καιρός θαυμάσιος, να τιτιβίζουν τα πουλιά. Άνοιξη, η φύση στην καλή της ώρα. «Αμέ! Ότι θέλετε!». Αραδιαζόμαστε σε δύο παγκάκια και αφήνουμε τα βιβλία μας πάνω σε ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, προστατευμένοι κάτω από τη σκιά των πεύκων της αυλής. Μέχρι να βολευτούν στα καθίσματα, ρίχνω κλεφτές ματιές στο βιβλίο. «Σήμερα θα μιλήσουμε για το πεύκο». Πριν να αρχίσω: «Κυρία! Να πάμε να φέρουμε κλαδιά;». Πιο κάτω λέει κάτι για την αναπαραγωγή. Θηλυκοί και αρσενικοί κώνοι! Τι είναι πάλι τούτο; Δε έχω ιδέα. «Κυρία, να πάμε να ψάξουμε για θηλυκά και αρσενικά κουκουνάρια;». Σκοτώνονται ποιο θα τα βρει πρώτο. Ώσπου να τελειώσει η «παράδοση», τρομάρα μου, είχα μάθει – με βιωματική μάθηση παρακαλώ - τα πάντα για το πεύκο, με δασκάλους τα υπέροχα πλάσματα που είχαν την ευλογία να μεγαλώσουν κοντά στη φύση!


(Απόσπασμα σχολικού βιβλίου για το πεύκο με τους θηλυκούς και αρσενικούς του κώνους -

     Μπορεί να είχα μαύρα μεσάνυχτα περί Βοτανικής, αντίθετα στην Ανθρωπολογία της Β΄ τάξης, όταν ήρθε η ώρα να μιλήσουμε περί γεννητικού συστήματος, φυσιολογίας του εμβρύου και προγαμιαίων πιστοποιητικών υγείας, έ! Εκεί δεν με έπιανε κανείς. Βλέπετε είχα εντρυφήσει στο θέμα λόγω της πρόσφατης εγκυμοσύνης και του τοκετού, και θεώρησα καλό να αναφέρω κάτι περισσότερο από τις τυπικές πληροφορίες του βιβλίου. Πάνω που τελείωσα περί ανώδυνου τοκετού, που μόνο την αναπαράσταση με τις αναπνοές δεν τους έκανα, και άρχισα να μιλώ για τα όρια ηλικίας της γυναίκας για ασφαλή τεκνοποίηση, πετάγεται ένας μαθητής και κουνώντας το κεφάλι του με περίσκεψη μου λέει: «Α! κυρία! Μμμμ… Θα το πω τ’ς μάνας μ΄ να προσέχει, μη μείνει τίποτα έγκυος…». Και συνέχισε να κουνάει το κεφάλι του, σαν απροσδιόριστη απειλή προς τη μαμά του, θορυβημένος στη σκέψη ότι αν δεν την ειδοποιήσει εγκαίρως, αυτή μπορεί να του ξεφουρνίσει κανένα προβληματικό αδελφάκι.



     Το σχολείο στα Κούρεντα έκλεισε μετά από λίγα χρόνια. Δεν συνέφερε οικονομικά η διατήρησή του, και οι λίγοι μαθητές του απορροφήθηκαν από άλλα Γυμνάσια της περιοχής. Σήμερα έχει αναπαλαιωθεί και γνωρίζει νέες δόξες ως κέντρο τέχνης. Εγώ νιώθω τυχερή κι ευλογημένη γιατί δίδαξα στο σχολείο αυτό, που στην παρακμή του μου πρόσφερε απλόχερα την αγκαλιά και την ηρεμία του πλούσιου φυσικού του περιβάλλοντος και κυρίως την επαφή με τους μικρούς μου μαθητές, τους οποίους πάντα θυμάμαι με περισσή τρυφερότητα, αφού μέσα από τον απλότητα της ζωής τους και την αφέλεια των συναισθημάτων τους με εφοδίασαν με μαθήματα ζωής πολύτιμα.



No comments:

Post a Comment