Saturday 14 November 2020

Νταμάρι είναι και σπάμε πέτρα

 Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη




Αν θες τη συμβουλή μου φύγε από το χωριό

    Περίμενε στην ουρά και είχε μείνει τελευταίος.

    Σάββατο, ημέρα πληρωμής. Όταν έφτασε η σειρά του, ο επιστάτης τον έβαλε να υπογράψει ένα χαρτί και μετά του έδωσε τα χρήματα.

    - Κοίτα, του λέει, από Δευτέρα μην ξανάρθεις.

    - Τι εννοείς; ρώτησε.

    - Απολύεσαι, αυτό εννοώ.

    - Μα πώς, τι παράπονο έχετε; Δεν ερχόμουν στην ώρα μου, δεν έσπαγα καλά τις πέτρες;

    - Όλα καλά τα έκανες και με το παραπάνω. Όμως δεν είναι αυτοί οι λόγοι και το ξέρεις Δημητριάδη. Μην ξανάρθεις.

    - Και ποιοι είναι οι λόγοι δηλαδή, δεν μπορώ να τους μάθω;

    - Μην υψώνεις την φωνή σου. Εδώ δεν είναι το τσιφλίκι του πατέρα σου. Εδώ είναι επιχείρηση.

    - Λατομείο είναι και σπάμε πέτρα.


Στο σπίτι η κυρά και τα μικρά τον περίμεναν

    - Αυτό σου λέω. Για να μην σε στείλουν αλλού να σπας πέτρα, κάτσε στ’ αυγά σου. Ηρέμησε και φύγε με το καλό.

    - Με το καλό θα φύγω Γιώργη. Αρκεί να μου πεις τους λόγους. Λες και δεν με ξέρεις, σε ένα χωριό μεγαλώσαμε.

    - Είσαι σημαδεμένος Δημητριάδη, καμένο χαρτί, αριστερός με πατέρα αντάρτη. Τι περίμενες; Όπου και να πας θα σε βρουν. Κι εγώ τι θαρρείς, τι πρόβλημα είχα μαζί σου... Κανένα. Ίσα ίσα, γραμματιζούμενος και ήρθες να δουλέψεις στην πέτρα, μου ‘κανες και την τιμή.

    - Τότε κι εσύ γιατί με διώχνεις, γιατί τους κάνεις το χατίρι; Εδώ πέρα ποιος να σε πειράξει;

    - Δεν είναι έτσι, ήρθαν και με απείλησαν. Αν δεν φύγεις σήμερα, θα βρω τον μπελά μου. Θα μου κλείσουν το νταμάρι. Το είπανε ξεκάθαρα. Και έχουν την δύναμη να το κάνουν, το ξέρεις. Γι’ αυτό σου λέω φύγε και μην ξανάρθεις.

    - Θα φύγω Γιώργη, το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να σου κάνω κακό.

    - Κι αν θες την συμβουλή μου φύγε κι απ’ το χωριό. Όσο πιο μακριά, τόσο το καλύτερο. Πάρε την φαμίλια και φύγετε, όσο είναι νωρίς μην σε βρουν σε κανένα χαντάκι.

    - Να φύγουμε μια κουβέντα είναι. Από την άλλη τα πράγματα γίνονται όλο και πιο ζόρικα. Μου έχουν βάλει την θηλιά στο λαιμό... Να φύγουμε να πάμε πού;

    Απάντηση δεν πήρε.

    Γύρισε την πλάτη του, έψαξε στην μέσα τσέπη του γιλέκου του, έβγαλε το σακουλάκι με τον καπνό, βρήκε κι ένα τελευταίο τσιγαρόχαρτο, έστριψε το τσιγάρο, ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα και κίνησε προς το σπίτι.

    Η κυρά και τα μικρά τον περίμεναν.

No comments:

Post a Comment