Wednesday 16 December 2020

Συνταγή Μαγειρικής

 Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη





    Παίρνουμε δύο ώριμες ντομάτες. Τις τρίβουμε στον τρίφτη. Βάζουμε μέσα αλάτι, ρίγανη, τρίβουμε λίγο πιπέρι, μια κουταλιά λάδι.


    Τις αφήνουμε να ξεκουραστούν.


    Το κρεμμύδι μετά, σε στρογγυλές ροδέλες, μέσα σε ένα βαθύ πιάτο γεμάτο με νερό, για να μην τσούξουν τα μάτια. Ξεχωρίζουμε τις ροδέλες απαλά, προσέχοντας να μην τις σπάσουμε. Τις αφήνουμε κι αυτές σε μιαν άκρη.

    
    Τις πατάτες, όχι πολλές, μια δυο, σε μικρά κυβάκια.


    Πόσο αγαπούσα να τις βγάζω από το χώμα!... Τραβώντας την ρίζα, άκουγες ένα αχ, μια μικρή γέννα κι αμέσως μετά, ξεπετάγονταν οι πατάτες που περίμεναν να τις ελευθερώσεις. Τέσσερις, πέντε, ίσως και παραπάνω. Ψάξε καλά, μούλεγε η μάνα μου. Έσκαβα κι εγώ με τα χέρια, εύρισκα καμιά φορά μια μικρούλα πατάτα που περίμενε υπομονετικά και χαιρόμουνα λες και ανακάλυπτα θησαυρό.


    Τις ντομάτες δεν τις βάζουμε στο ψυγείο. Χάνουν το άρωμα τους. Έξω, και τις αφήνουμε λίγο λίγο να ωριμάσουν. Τα κολοκυθάκια μετά, τις πιπεριές. Πιπεριές όλων των χρωμάτων.


    Πράσινες, κόκκινες, πορτοκαλί. Χρώμα στη ζωή και στο φαγητό.


    Τα καρότα. Και προσοχή όταν τα καθαρίζεις, θα τα ξύνεις ελαφρά, όλες οι βιταμίνες κάτω από την φλούδα.


    Παιδευόμουν με τα καρότα. Και κουραζόμουν.


    Έκανα όμως και την τσαχπινιά μου. Άλλα κομμένα στρογγυλά, άλλα μακρόστενα, άλλα τρίγωνα. Ίσα που νάχει το φαγητό μια δόση ελευθερίας.


    Γιατί η ελευθερία πιο σημαντική απ' όλα.


    Κι αν προοριζόμουν για τα χρυσά βραχιόλια που θα με έκαναν αληθινή πριγκίπισσα, έπρεπε και να ξέρω να μαγειρεύω.


    Γιατί και η μαγειρική μια τέχνη. Να τα ξέρεις όλα αλλά να μην το δείχνεις.


    Και να σέβεσαι. Ακόμη και το μυρμηγκάκι.


    Οι μελιτζάνες τελευταίες, γιατί μαυρίζαν εύκολα. Και δεν έμαθα ποτέ το κόλπο να τις προλαβαίνω. Και μου μαυρίζαν πάντα.


    Όλα μαζί στην γάστρα. Γιατί εκεί με κλειστό το καπάκι, ανακατεύονται οι γεύσεις και τα αρώματα και το φαγητό πεντανόστιμο.


    Κάθε φορά καιγόμουν. Και έμενα με το παράσημο γιατί από το φαγητό δεν έτρωγα τελικά, καθότι από μικρή λιγόφαγη και δύσκολη.


    Μα μου άρεσε η διαδικασία. Ξεχνιόμουν. Μίλαγα στις πατατούλες και στα καρότα. Και μετά τα λυπόμουν.


    Και το λέγαμε τουρλού.


    Κι έγινε σιγά σιγά η ειδικότητα μου.


    Και η συνήθεια όλα πια ένα "τουρλού" γύρω μου.


    Κι ας το λέμε πια μπριάμ.





No comments:

Post a Comment