Γράμμα του Νίκου Θεοδωράκη από την Αθήνα
Αθήνα. Κέντρο. 3ης Σεπτεμβρίου και Ίου. Δεκέμβρης ’20. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα και την έλευση του «σωτήριου» 2021...
Τον είδα χτες το απόγευμα, 50 μ. από το σπίτι μου, στον πεζόδρομο με τα παρτέρια που βγαίνω βόλτα με τη Μιλλίτσα (1) κάνοντας χρήση του Χαρδαλοκωδικού 6. Ένας ανθρώπινος όγκος, τυλιγμένος σε μια παλιοκουβέρτα μέχρι το κεφάλι, που μόνο από τα μαλλιά μπορεί να καταλάβαινες ότι είναι άντρας.
Κοντοστάθηκα λίγα μέτρα πιο πέρα, κρατώντας και την παρέα μου κοντά μου, που τραβούσε το λουρί και το χέρι μου επειδή ήθελε να πάει εκεί να τον μυρίσει και ενοχλώντας τον... Σιγά μην τον ενοχλούσε το τετράποδο, που μόνο ψυχική ζεστασιά ίσως του πρόσφερε. Περαστικοί περνούσαν από δίπλα του, με τις μάσκες στο πρόσωπό τους και έφευγαν βιαστικοί μέσα στο κρύο και την υγρασία, χωρίς ούτε μια ματιά να ρίξουν σ΄αυτόν τον όγκο, χωρίς ούτε καν να τον περιεργαστούν...
Παρέμενε ακίνητος. Πέρασαν μερικά λεπτά. Πλησίασα. Κατάλαβα από το υποτιθέμενο σκέπασμά του που σάλευε ελαφρά ότι ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος. Ζωντανός; Πλησίασα διστακτικά. Έσκυψα ελαφρά. Με ένιωσε. Έκανε μια ελάχιστη κίνηση του κεφαλιού του και με κοίταξε με το ένα μάτι. Ήταν άντρας, καλά είχα καταλάβει.
Τον ρώτησα διστακτικά αν θέλει κάτι να του φέρω. Αν κάτι χρειάζεται. Ηλίθια ερώτηση, ενός τύπου που τα 'χει σχεδόν όλα. Κούνησε το κεφάλι του και κάτι ψιθύρισε, χωρίς να καταλάβω και χωρίς να ακούσω τη χροιά της φωνής του. Έμεινα εκεί δυο-τρία λεπτά, χωρίς να τολμώ να τον ξαναρωτήσω, ενώ το μυαλό προσπαθούσε να πάρει στροφές και η καρδιά μου είχε ραγίσει.
Πήρα την παρέα μου και πήγα στο απέναντι μπακαλικάκι, του πρόσφυγα από το Μπαγκλαντές και έριξα σε μια σακούλα χυμό, σοκολάτα, γάλα, νερό, κρουασάν, ανέβηκα στο σπίτι μου και πήρα κι ένα κομμάτι πρασόπιτα. Του τα πήγα. Ήταν στην ίδια θέση. Ακίνητος. Τα άφησα δίπλα του και ψέλλισα μερικές κουβέντες. Γύρισε πάλι το κεφάλι του και είδα το πρόσωπό του. Ήταν ξερακιανό με βλέμμα απλανές.
- Ευχαριστώ πολύ φίλε, μου είπε με γνήσια ελληνική προφορά. Ήταν Έλληνας. Από τους χιλιάδες αστέγους, που η κρίση που γέννησε ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, για τα δικά του συμφέροντα, τους πέταξε στο βόρβορο της ανέχειας και της απελπισίας, να περιφέρουν τα κατάκοπα κορμιά τους στο πού; Στο πουθενά της κοινωνικής απαξίας!
- Θα ξανάρθω, του είπα.
Κούνησε το κεφάλι του. Ίσως από ένα ψήγμα χαράς που μπορεί να μπήκε στην καρδιά του από έναν άγνωστο...
******
Πέρασα σήμερα το πρωί. Έλειπε. Οι δυό μουσκεμένες από τη βροχή και την υγρασία κουβέρτες, έκαναν παρέα με μια τσάντα πλάτης, που είχε για προσκέφαλο, ένα τσαντάκι μέσης και μια μισάνοιχτη σακούλα με ένα μουλιασμένο κομμάτι ψωμί κι ένα μπουκαλάκι νερό. Και δίπλα, μέσα στο παρτέρι, μια φέτα ψωμί που την έτρωγαν μερικά περιστέρια. Ίσως αυτός να τους την είχε δώσει καταλαβαίνοντας ότι πεινάνε κι αυτά...
Έμεινα λίγο και σκεφτόμουν που να είναι. Έκανα μια βόλτα στο τετράγωνο ψάχνοντάς τον σε καμιά είσοδο πολυκατοικίας, σε δυό οικοδομές εγκαταλελειμμένες. Δεν τον βρήκα. Μάλλον περιφέρει τη δυστυχία του στους δρόμους της Αθήνας ψάχνοντας το εμβόλιο της ανθρωπιάς... Αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι μας και όχι μόνο τις γιορτινές ημέρες. Αυτό που πρέπει να μας δυναμώσει για να ανατρέψουμε πρώτα την απάθεια που μας δημιούργησαν οι τρανοί του κόσμου. Αυτό που πρέπει, έπρεπε, να μας έχει βγάλει όλους στους δρόμους με άκρατο και ανίκητο θυμό!
Καλημέρα σας και καλές γιορτές με όποιον κωδικό sms επιθυμείτε. Καλημέρα; Έστω. Τυπικά.
Αθήνα. Κέντρο. 3ης Σεπτεμβρίου. Δεκέμβρης ’20. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα και την έλευση του «σωτήριου» 2021...
(1) Μιλλίτσα είναι μια πολύ όμορφη σκυλίτσα
No comments:
Post a Comment