Saturday 2 January 2021

Τ' αστέρια κατέβαιναν στη στέγη

 Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο





    Ήτανε μια καλοκαιρινή βραδιά που ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού με μια παράσταση του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) Αγρινίου, με το θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλη, «Η αυλή των θαυμάτων», ζωντάνεψε την λαϊκή παλιά γειτονιά, με τους παλιούς βασανισμένους ανθρώπους της ανέχειας και της ανασφάλειας, της μπαγαμποντιάς και της τιμιότητας, της γκρίνιας και της αγάπης, της μιζέριας και του έρωτα. Στην παράσταση ζωντάνεψαν κι οι μνήμες για τα παλιά σπίτια τα χαμηλά, σπανιότερα τα δίπατα, με τα εγχώρια κεραμίδια, ότι με τέτοια σπίτια ήτανε περίκλειστη «η αυλή των θαυμάτων».

    Μετά την παράσταση κάθισαν να πιούν λίγο κρασάκι αυτός κι η συντροφιά του κι έπιασαν κουβέντα για τα σπίτια του παλιού καιρού.

    - Απ’ όλα αυτά τα σπίτια που βλέπεις μοναχά ένα ήτανε, προτού φύγω στην Αθήνα το 1964· ένα κι αυτό τότε είχε εγχώρια κεραμίδια· τώρα βλέπεις έχει γαλλικά. Όλα τ’ άλλα έχουνε χτιστεί από ‘κει και μετά - τα παλιά γκρεμίστηκαν, του έλεγε ένας που είχε φύγει από νέος στην Αθήνα, που κάπου-κάπου ερχότανε, συνταξιούχος πια, στο χωριό και παραδίνονταν στη νοσταλγία και στην αναπόληση και κουβέντιαζε μαζί του για τα παλιά.

    - Κι εγώ θυμάμαι τα περσότερα σπίτια μ’ εγχώρια κεραμίδια· περσότερο θυμάμαι τον καιρό που κάποιοι άλλαζαν τα εγχώρια κεραμίδια κι έβαναν γαλλικά, τ’ αποκρίθη ετούτος, κάμποσα χρόνια νεότερός του.

    - Εκείνο τον καιρό τα μισά τετράγωνα της Αθήνας ήτανε σκεπασμένα με εγχώρια κεραμίδια. Σπίτια δίπατα ή και ισόγεια με εσωτερικές αυλές, όλα με κεραμοσκεπές. Μ’ εγχώρια κεραμίδια μα καλύτερα απ’ τα κεραμίδια των χωριών και μ’ ακροκέραμα πλουμιστά, από μαστόρους που κάτεχαν τον πηλό κι είχανε οργανωμένα καμίνια για το ψήσιμό τους. Τότε πάσα μέρα βλέπαμε κι ένα τετράγωνο να γκρεμίζεται και χάθηκαν τα σπίτια με τα κεραμίδια μαζί με τις αυλές και τις κοινές απλωταριές. Χάθηκαν, τάφαγε η αντιπαροχή και τα κλουβιά των πολυκατοικιών, σχολίασε πικρά ο συνταξιούχος της Αθήνας.

    - Έχω δει κι εγώ παλιότερα στο Μεταξουργείο κάνα δυο τέτοια τετράγωνα, με χαμηλά σπίτια, σκεπασμένα μ’ εγχώρια κιτρινωπά κεραμίδια, μ’ ακροκέραμα εξωτερικά κι μ’ εσωτερική αυλή. Ακόμα θαρρώ έχουν μείνει κάποια τέτοια σπίτια που έχουν μετατραπεί σε ταβέρνες.

-*-

    Φορές-φορές και στις συλλοές του για τα μελλούμενα χρόνια, μπλέκει τις ονειροπόλησές του μ’ αναπόλησες για τα περασμένα και τ’ αλαργινά και κάποτε σκαλώνει ο νους σ’ εικόνες του παλιού καιρού, που δίχως αυτές ομορφιά θαρρεί δε θα υπήρχε.

    Τα σπίτια που πρωταντίκρισε ήταν όλα σχεδόν σκεπασμένα με κεραμίδια που είχανε ένα χρώμα κιτρινωπό κάπου ξέθωρο και κάπου σκουρότερο, εγχώρια τάλεγαν. Η ανάγκη να κρυφτούν απ’ τους καιρούς και τα καμώματά τους ανάγκαζε τον κόσμο να φκιάνει κεραμίδια από ντόπιο ασπροπήλι*· δεν ήταν όλα ίδια κι ίσια μεταξύ τους εκείνα τα κεραμίδια, μα ψευτοέμοιαζαν. Αυτό που τους έγνοιαζε ήτανε να κουμπώνουν μεταξύ τους- μια σειρά ανάσκελα μια σειρά απίστωμα** - και στερεώνονται απάνω στα πέταβρα***. Για πολυτέλειες δεν είχανε τρόπο, ούτε κι αξίωση. Κάμποσα φτωχόσπιτα, ήτανε σκεπασμένα με πλάκες (σχιστόλιθο). Και καλυβόσπιτα εύρισκες μεσ’ στο χωριό τότες.

    Το σπίτι που γεννήθηκε ο ίδιος ήτανε σκεπασμένο μ’ εγχώρια κεραμίδια το μισό και τ’ άλλο μισό με πλάκες. Έσταζε σε δυο τρεις μεριές η στέγη μέσα στο σπίτι με το που ξαμολιότανε το σύγνεφο, αλλά έβαναν καμιά λεκάνη και κάτι τεντζερέδια κι έπιαναν τα σταλάματα· σπίτι παλιό ήτανε, ήτανε κι αταβάνωτο. Κάποτε σ’ ανάβροχο καιρό έβλεπαν από καμιά τρύπα των κεραμιδιών τον ουρανό στο φως της μέρας, τα βράδια και κάνα αστέρι. Πάσα χινόπωρο έβαναν ένα μάστορα να σύρει τη σκεπή, πα να πει να βάλει στη σωστή τους θέση τα κεραμίδια και ν’ αλλάξει κάνα σπασμένο, να καλύψει τα σταλάματα, μη μπαίνει τ’ αγιάζι και τ’ ανεμόβροχο του χειμώνα στο σπίτι.

    Με τον καιρό άρχισαν κάποιοι που είχανε τρόπο και πουγκί ν’ αλλάζουνε τα παλιά τα εγχώρια κεραμίδια και να βάνουνε κεραμίδια σύγχρονα εισαγωγής κι έμαθε το χωριό κι έμαθε κι η γειτονιά τα γαλλικά κεραμίδια που έλεγαν πως ήτανε στέρεα και στεγανά, είπανε πως ήτανε κι ομορφότερα. Άραγε τι είναι η ομορφιά και πως μετριέται;

    Πολλοί μετά το σεισμό του '66 στο Ξηρόμερο έχτισαν καινούρια σπίτια και τα σκέπαζαν με γαλλικά κεραμίδια και κάποιοι για σκεπή έβαναν ταράτσες από μπετόν. Δεν του άρεσαν τα σπίτια με ταράτσες, σαν άνθρωποι χωρίς κεφάλια του φαίνονταν. Κάποιοι είχανε αχυριώνες κι υπόστεγα με τσίγκινες σκεπές και γίνηκε το χωριό παρδαλό· πλάϊ στα χαλάσματα, σπίτια γερά κι αχάλαστα μ’ εγχώρια κεραμίδια και παραδίπλα οι σκηνές κι οι παράγκες των σεισμομαθών κι ακόμα κάποια καινούρια σπίτια πούχαν προλάβει να σηκωθούν, άλλα με κεραμίδια γαλλικά κι άλλα με ταράτσες. Φαίνεται πως οι νοικοκυραίοι δε γνοιάζονταν νάναι τα σπίτια τους ταιριαστά αναμετάξυ τους - ούτε και κανένας απ’ κουμανταδόρους στα κυβερνεία γνοιάστηκε γι’ αυτό· ίσα-ίσα βλόγαγαν την ασχήμια της διαφοράς. Μα ήτανε κι η φτώχεια που δεν άφηνε περιθώριο να σκεφτούνε το καλαίσθητο ταίριασμα μιας κάποιας ομοιομορφίας, ήτανε και τα βάσανα που τους έκαναν να λογαριάζουν την ομορφιά για πολυτέλεια που δεν την έσωνε η τσέπη τους. Ευτυχώς που όλοι στα κήπια και στις αυλές τους είχανε κάποια κλαριά που ταίριαζαν μεταξύ τους, κληματαριές, μυδγαλιές, συκές, κορομηλιές το πλείστο, αλλά και καρυδιές και σκαμνιές. Έμοιαζε όλο το χωριό να κουρνιάζει στα κλαριά του.

    Έλεγαν τότε οι προεστοί πως παλιά πριν τους πόλεμους οι άνθρωποι στο χωριό έφκιαναν τα σπίτια με συβόηθειο ο ένας με τον άλλονε κάτω απ’ τις ορμήνιες ανθρώπου έμπειρου και γνωστικού, του αρχιμάστορα. Να κινήσουν να φκιάσουν ασβεσταριά, να βρούνε και να κουβαλήσουνε πέτρα και ξύλα, να θεμελιώσουν και ν’ αρχίσουν το χτίσιμο, να στρώσουν το κερέτσι κι αφού αποσηκώσουν το σπίτι, να βάλουν τα ματέρια και τον καβαλάρη κι απέ να το πεταβρώσουν και να το σκεπάσουν με κεραμίδια ντόπια. Κάποιοι νόγαγαν καλύτερα κι έκαναν τις δουλειές που ήθελαν τέχνη, κάποιοι νόγαγαν δευτερότερα κι έκαναν τις επίλοιπες βαριές δουλειές της αργατιάς. Έτσι γένονταν τότε και τα σπίτια λίγο πολύ έμοιαζαν, ότι ίδια τα υλικά, ίδιοι κι αυτοί που έβαναν τα σκέδια, ίδιοι κι αυτοί που μαστόρευαν.

-*-

    Τώρα ταξιδεύοντας, κάθεται στο κατάστρωμα του παποριού κι αντικρίζει από μακριά την πόλη της Κέρκυρας και θαρρεί πως βλέπει ένα βολιό**** από ερείπια. Όσο ζυγώνει το παπόρι όμως, η εικόνα της πόλης καθαρίζει κι αρχίζει να διακρίνει τα παλιά ψηλά σπίτια με τα κίτρινα ξεθωριασμένα κεραμίδια και τα πράσινα παραθύρια κι η Κέρκυρα μοιάζει με μεσαιωνικές πόλεις που έχει δει σε μαγικά πλάνα παλιότερων ιταλικών ταινιών.

    Τηρώντας τα κεραμίδια στις παλιές Κερκυραϊκές στέγες μια νοσταλγία τονε πότισε κι ο νους του πήγε, πέρα στα χρόνια φόντε ήτανε παιδί, στις παλιές στέγες του χωριού του στο Ξηρόμερο με τα παλιά εγχώρια κεραμίδια, που έλαμπαν στον ήλιο μετά τη βροχή και που την άνοιξη και το καλοκαίρι όλο και φύτρωνε κάνα χορτάρι ή κάνα σκυλάκι στις αυλακιές τους, όλο και φώλιαζε κάνα σπουργίτι στις κούφιες τους μεριές.

    Οι στέγες με τα παλιά εγχώρια κεραμίδια τα κίτρινα που τρυπούσαν φορές κι έμπαζαν το νερό της βροχής μέσα στο σπίτι, που έμπαζαν και το γαλάζιο τ’ ουρανού ή τη φέξη απ’ τ’ άστρι της νύχτας. Οι στέγες πλάι στις ασβεστωμένες αυλές με τα βασιλικούδια, πλάι στις μάντρες, στις φράχτες και τις απλωταριές, πλάι στα κήπια με τα κλαριά και τους μπαχτσέδες που τους πότιζαν απ’ τις στέρνες που γιόμωναν με το νερό της βροχής απ’ τα κιούνια*****.

    Κείνες οι στέγες κράτησαν αψηλά ένα τόξο της ιστορίας και της ομορφιάς που βγήκε απ’ τα χέρια κι απ’ τις ανάγκες του κόσμου. Κάτω από ‘κείνες τις στέγες των εγχώριων κεραμιδιών έκλεισαν μάτια και μάτια ονειρεύτηκαν, έσμιξαν κορμιά κι αράδιασαν γενιές.

    Από ‘κείνες τις στέγες που δεν υπάρχουν πια... μένει η απορία, τι είναι η ομορφιά και πως μετριέται; Κι εξακολουθεί η απορία ετούτη όσο το εκκρεμές φτάνει απ’ τα περασμένα και τ’ αλαργινά ως το φρέσκο όνειρο και πάλε πίσω. Ίσως αυτό το εκκρεμές όλη η ομορφιά του κόσμου.


    Σημειώσεις:

*Ασπροπήλι = πηλός από άσπροκίτρινο χώμα αργιλώδες.

**Απίστομα = μπρούμυτα.

***Πέταβρα = οι τάβλες που τοποθετούνται πάνω στο σκελετό της σκεπής για να τοποθετηθούν πάνω τους τα κεραμίδια.

****Βολιός = σωρός από πέτρες, χαλάσματα.

*****Κιούνια (το κιούνι) = οι υδρορροές που με κατάλληλο σωλήνα οδηγούσαν το νερό της στέγης στη στέρνα της αυλής

No comments:

Post a Comment