Sunday, 17 January 2021

Η θεία Κούλα

 Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη




Βουδαπέστη


    Την γνώρισα πριν περίπου είκοσι χρόνια. Σε μία πτήση από Θεσσαλονίκη προς Βουδαπέστη. Δούλευα τότε σε μία εταιρία και είχαμε αρχίσει συνεργασία με ένα γραφείο στην Ουγγαρία. Η κυρία Κούλα θα ήταν η διερμηνέας. Έτσι μου είχαν πει. Συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο. Γύρω στα εβδομήντα. Κοντούλα, λιπόσαρκη με ολόλευκα κοντά μαλλιά. Χαμογελαστή, όλο ζωντάνια.

    Θεία Κούλα θα με φωνάζεις”, ήταν τα πρώτα λόγια που μου είπε.

    “Θεία Κούλα;” ξαφνιάστηκα. Δεν μου ήταν και πολύ εύκολο.

    “Θα το συνηθίσεις, δεν είναι τίποτε”, είπε και παίρνοντας με αγκαζέ με τράβηξε προς τον έλεγχο των διαβατηρίων.


    Είχε μόλις εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη, αλλά θα κράταγε το σπίτι της και στην Βουδαπέστη. Ο άνδρας της ήταν Ούγγρος. Θα μοίραζαν τον χρόνο τους ανάμεσα στις δύο πόλεις.

    Στην διάρκεια της πτήσης γνωριστήκαμε καλύτερα.

    Από ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, ορφανή με δύο μεγαλύτερα αδέρφια. Ανέλαβε τον ρόλο της μάνας από πολύ μικρή.

    Στην κατοχή τα αδέρφια της ανέβηκαν στο βουνό. Έμεινε αυτή πίσω. Ήθελα κι εγώ να πάω μαζί τους, αλλά ήμουν μικρή, με βλέπανε σαν βάρος, μου είπε.

    Στην απελευθέρωση ανάσανε. Ήθελε να κατέβει στην Θεσσαλονίκη. Το όνειρο της να γίνει δασκάλα. Δυστυχώς οι καταστάσεις αλλού οδήγησαν. Ξανανέβηκαν τα αδέρφια της στο βουνό. Στο δεύτερο αντάρτικο.

    Η θεία Κούλα πάλι πίσω.

    Αυτήν την φορά όμως τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Την είχαν σημαδεμένη οι Χίτες της περιοχής. Άρχισαν να την ενοχλούν. Έστειλε μήνυμα στα αδέρφια της. Έπρεπε να φύγει άμεσα. Κινδύνευε η ζωή της.

    Δεν πρόλαβε. Ήρθαν ένα βράδυ στο σπίτι, σπάσαν την πόρτα, την έσυραν με το νυχτικό ως το γραφείο της περιοχής τους. Την βασάνισαν άγρια. Να πει που κρύβονται οι άλλοι. Πως επικοινωνούν.

    Άντεξε η θεία Κούλα. Δεν θυμάται πόσα μερόνυχτα την βασάνιζαν. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Πίστεψε πως θα πεθάνει τότε. Το στόμα της όμως δεν το άνοιξε. Την σώσανε τότε τα αδέρφια της. Καπετάνιοι και οι δύο. Δεν θυμάται πολλά από εκείνη την επιχείρηση. Σαν σε όνειρο μόνο, πως ήρθαν κάποιοι άγγελοι και την πήραν στα φτερά τους.

    Ανάρρωσε στο νοσοκομείο του βουνού, στην σπηλιά του Κόκκαλη, στην Φλώρινα. Κοντά στα Αλβανικά σύνορα. Ήταν από τους τελευταίους που νοσηλεύτηκαν εκεί. Το μέτωπο ήδη είχε πέσει. Στην πορεία προς την Αλβανία δέχτηκαν επίθεση.

    Η θεία Κούλα δεν είχε συνέλθει ακόμη. Με δυσκολία προχώραγε. Είχε μείνει από τους τελευταίους. Δέχτηκε μια σφαίρα στην κοιλιά και ένοιωσε τα σωθικά της να πετάγονται έξω. Με τα δυό της χέρια κράταγε την κοιλιά της και σερνόταν. Κατόρθωσε και γλύτωσε. Σε άθλια κατάσταση αλλά γλύτωσε.

    Στην Αλβανία την βάλανε εσπευσμένα σε ένα νοσοκομείο. Της πήρε όμως καιρό να αναρρώσει.

    Τα αδέρφια της είχαν ήδη φύγει. Στην Τασκένδη και οι δύο. Έμεινε πάλι μόνη η θεία Κούλα.

    Ήθελα να ζήσω, μου είπε. Πάλευα να ζήσω. Από εκεί με ένα στρατιωτικό αεροπλάνο, πήρανε μια φουρνιά και τους πήγανε στην Ουγγαρία. Σάμπως ξέραμε που πηγαίναμε; Ελπίζαμε όμως. Ελπίζαμε.



Το χωριό Μπελογιάννης


    Προορισμός τους το χωριό Μπελογιάννης. Μόλις είχε αρχίσει να στήνεται.

    Ελληνοχώρι το λέγανε τότε. Αργότερα πήρε το όνομα Μπελογιάννης. Εκεί εγκαταστάθηκε. Μόνη πάλι. Όλοι μόνοι τους ήταν, μονολόγησε.

    Και είχε πολλά ορφανά. Τα έβλεπα και πόναγα. Αποφάσισα να γίνω η μάνα τους.

    Έτσι η θεία Κούλα, δασκάλα μπορεί να μην έγινε, έγινε όμως η μάνα για τα παιδιά του χωριού. Μάθαινε την γλώσσα, μεγάλωνε κι αυτή μαζί τους.

    Η ίδια παιδιά δεν μπορούσε να κάνει. Εκείνο το παλιό τραύμα στην κοιλιά.


    Αργότερα μετακόμισε στην Βουδαπέστη. Εκεί γνώρισε και τον άνδρα της. Ούγγρος. Ζωγράφος.

    “Θα σε περιμένω στο σπίτι”, μου είπε. “Να δεις τους πίνακες”.


    Υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια με την θεία Κούλα. Ένοιωσα σαν να την ήξερα από πάντα.

    Συναντηθήκαμε εκείνο το καλοκαίρι κάμποσες φορές. Συνήθως στα αεροδρόμια και μιλούσαμε κατά την διάρκεια των πτήσεων. Η δουλειά μου είχε πάει απρόσμενα καλά και θα συνέχιζα στην Πράγα.

    “Να γράψουμε ένα βιβλίο”, έλεγε η θεία Κούλα. “Έχω τόσα να διηγηθώ. Για την ιστορία μας. Για το πώς επιβιώσαμε”.

    Δυστυχώς εκείνο το καλοκαίρι, βρισκόμασταν μόνο στα αεροδρόμια. Δώσαμε ραντεβού για αργότερα. Όταν θα είχαμε και οι δύο λίγο ελεύθερο χρόνο.

    Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια.

    Μιλήσαμε στο τηλέφωνο γύρω στα Χριστούγεννα. Ήταν στην Βουδαπέστη. Προβλήματα υγείας του άνδρα της, τους ανάγκαζαν να μείνουν επάνω. Βλέπουμε μετά την Άνοιξη.


    Και κλείναμε κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο. “Άντε κι αυτό το βιβλίο να δούμε πότε θα το γράψουμε”. Η θεία Κούλα έμεινε επάνω. Στο σπίτι στην Θεσσαλονίκη ερχόταν σπάνια.

    Μία από αυτές τις φορές βρεθήκαμε. Ξανασυνάντησα την ζεστασιά της και τα όμορφα βαθιά μάτια της.

    Και το βιβλίο; Θα έρθει και η σειρά του. Τώρα άλλα προέχουν.

    Η θεία Κούλα έφυγε ξαφνικά από την ζωή. Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Ένα από τα «εγγόνια» της. Ότι έχει κάτι για μένα. Απόρησα.

    Τις επόμενες ημέρες έφτασε ένα δέμα.

    Ένας ζωγραφικός πίνακας με δύο κοτσύφια. Σε φόντο σκοτεινό. Το δώρο της θείας Κούλας.


    Το βιβλίο δεν το γράψαμε. Δεν ξέρω αν θα είχε να προσθέσει κάτι μια ακόμη μαρτυρία, σχετικά με τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά εξάλλου.

    Για την ζωή αυτών που χάθηκαν.

    Πού σκόρπισαν στις διάφορες χώρες, που πάλεψαν, που μάτωσαν. Που πίστεψαν.

    Που ξαναεπέστρεψαν ως Παλιννοστούντες. Που τους συναντούσαμε στις λαϊκές να πουλάν τα αντικείμενα που είχαν κουβαλήσει.

    Αυτοί που κουβαλούσαν την ιστορία πάνω τους.


    Ένα μικρό κείμενο μόνο μπορώ να παρουσιάσω. Είναι από τα λόγια της θείας Κούλας όταν την είχαν πιάσει στο χωριό, μικρούλα, οι Χίτες της περιοχής της. Της το είχα διαβάσει και είχε συμφωνήσει.

    “Έτσι θα το προχωρήσουμε”, μου είπε συγκινημένη.


    “Με ρίξαν στο πηγάδι. Στην μαύρη τρύπα. Τόξερα, όλοι το ξέραμε, όποιος μπει εδώ, γυρισμό δεν έχει. Με πετάξαν μέσα σα τσουβάλι αδειανό. Εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Με είχαν ώρες στο μέσα κελί, στο πιο απομακρυσμένο, εκεί που γίνονταν οι ανακρίσεις. Πόσες ώρες δεν θυμάμαι. Είχα χάσει τον χρόνο. Μέρα ήταν, νύχτα, δεν μπόραγα να διακρίνω. Το μόνο που με ένοιαζε, να μην σπάσω. Να μην δώσω ονόματα και τοποθεσίες. Κάναν άγρια πράγματα. Ότι μπορείς να σκεφτείς. Κι ακόμη αγριότερα. Στο τέλος με βάλαν μια θηλιά στο λαιμό και την τραβάγαν λίγο, ίσα να νοιώθω πως πνίγομαι. Να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Αυτό κράτησε ώρα πολλή. Έτσι νομίζω, γιατί όπως είπα , την αίσθηση του χρόνου την είχα χάσει. Δεν μίλησα όμως. Άχνα δεν βγήκε από το στόμα μου. Σαν είδαν κι απόειδαν τους έπιασε λύσσα. Στο πηγάδι, να σαπίσει. Ούτε νερό, ούτε φαγητό. Να ψοφήσει εκεί μέσα. Αυτά θυμάμαι. Συνήλθα μετά από ώρα. Πόση, δεν ξέρω να πω. Νύχτα ήταν. Προσπάθησα να καταλάβω που βρίσκομαι. Διπλωμένη στα δύο. Σκοτάδι κι υγρασία. Και μυρωδιά να σε πνίγει. Χώμα και αίμα παλιό. Κοίταξα προς τα πάνω. Μια μικρή τρύπα και φαίνονταν ο ουρανός. Ξαστεριά και διέκρινα τα αστέρια. Σαν ψέμα μου φάνηκε. Είχα ξεχάσει πως υπάρχουν αστέρια. Και φεγγάρι. Πήρα τα πάνω μου. Σκυλιά, μουρμούρισα, σκυλιά. Θα ζήσω. Κι ας με πετάξατε στο πηγάδι. Θα ζήσω. Κι άρχισα να σκάβω στο χώμα με τα χέρια.

    Θα σκάβω μέχρι το τέλος, έλεγα, θα σκάβω μέχρι να νικήσω”.

    Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.

No comments:

Post a Comment