Monday, 1 February 2021

Η ιστορία ενός περιπτέρου στην πλατεία « Μονοπλιό » Άρτας*

 Γράμμα του Γιώργου Πριόβολου από τον Καταρράκτη Άρτας




Η πλατεία Μονοπωλείου (Μονοπλιού) εκείνης της εποχής


    Όταν ο παππούς Γιώργος γύρισε, στα τέλη της δεκαετίας του 1910, ως στρατιώτης σε ελληνική αποστολή, ήταν τραυματισμένος με προβλήματα υγείας. Ως ανάπηρο πολέμου η ελληνική πολιτεία, του παρείχε την άδεια λειτουργίας ενός περιπτέρου, στην κεντρική πλατεία Μονοπωλείου (Μονοπλιό) στην πόλη της Άρτας.

    Το όνομα της πλατείας παραμένει ως σήμερα και δόθηκε από το ομώνυμο κατάστημα, που την εποχή εκείνη πωλούσε αποκλειστικά διάφορα είδη (χαρτοπαίγνια, σπίρτα, οινόπνευμα).

    Γι’ αυτό το περίπτερο καταθέτω τις δικές μου αναμνήσεις.


Η πλατεία και το περίπτερο σήμερα


    Ο παππούς Γιώργος είχε ήδη φτιάξει μια πολυμελή οικογένεια. Έξι παιδιά (τρία αγόρια και τρία κορίτσια). Δυστυχώς, με προβλήματα υγείας, έφυγε νέος από τη ζωή, από ημιπληγία (εγκεφαλικό) αφήνοντας πίσω εν ζωή την γυναίκα του τη Ρίνα, (τη γιαγιά μου) τα έξι παιδιά αλλά και τον πάτερα του Νίκο, (τον προπάππου μου) που ανέλαβε την ευθύνη όλης αυτής της οικογένειας και την λειτουργία του περιπτέρου. Στη γιαγιά Ρίνα της αποδόθηκε σύνταξη, ως σύζυγος ανάπηρου πολέμου.

    Πέρασαν τα χρόνια και κάποια στιγμή αφού ο προπάππους έφυγε από τη ζωή, το περίπτερο δόθηκε με ενοίκιο από τη γιαγιά τη Ρίνα, στον γαμπρό της Γιώργο, από την μία της κόρη. Έτσι φθάσαμε στο 1967. Δικτατορία. Ο θείος Γιώργος ταυτόχρονα με το περίπτερο, εξέδιδε την τοπική εβδομαδιαία εφημερίδα "Αμβρακία". Πολύ δημοκρατική για εκείνη την εποχή. Ο θείος Γιώργος ήταν κομμουνιστής. Έτσι μια ωραία πρωία έφυγε για διακοπές … στο νησί… ΕΞΟΡΙΑ λοιπόν.


Ο παππούς Γιώργος Πριόβολος και η γυναίκα του Αικατερίνη (γιαγιά Ρίνα)


    Ο πατέρας μου Βασίλης, υπάλληλος Υ.E.B., είχε πλέον την ευθύνη πέραν της οικογένειας του (σύζυγο και δύο παιδιά) για την μάνα του Ρίνα, δύο αδέλφια και μια αδερφή. Οι άλλες δύο αδελφές ήδη είχαν παντρευτεί. Η μάνα μου μου είπε, ότι ως προστάτης της οικογένειας, δεν τον πήραν για να τον στείλουν εξορία, όπως έγινε την περίοδο του εμφυλίου. Μόνη υποχρέωση να εμφανίζεται στο Αστυνομικό τμήμα, σε τακτά χρονικά διαστήματα, το οποίο βρίσκονταν στα 100 περίπου μέτρα από το σπίτι μας.

    Και το περίπτερο; Ποιος θα το λειτουργήσει;


Ο πατέρας μου Βασίλης


    Ζήτησε ο πατέρας την άδεια να το νοικιάσουμε σε άλλο πρόσωπο, αλλά οι κρατούντες της εποχής το αρνήθηκαν… Το απαγόρεψαν… Σιώπησαν… Ήθελαν να αναγκάσουν την γιαγιά, ως αποκλειστική δικαιούχο από τον θανόντα σύζυγο της παππού Γιώργο, να το παραχωρήσει…

    Με κάλεσε ο πατέρας μου και μου λέει… Παιδί μου το περίπτερο θα το χάσουμε θα το πάρει το κράτος, αν δεν το ανοίξουμε. Ήμουνα 15 χρόνων το 1967. Ο αδερφός μου πιο μικρός 12 χρόνων. Θα το ανοίξουμε και θα το λειτουργήσουμε όσο γίνεται κατά την διάρκεια της ημέρας.


Ο πατέρας μου Βασίλης και ο θείος Γιώργος κάνοντας βόλτα στην κεντρική οδό Σκουφά της Άρτας


    Έτσι ξαφνικά έγινα "ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ".

    Ο πατέρας έλειπε πάντα τα πρωινά στην δουλειά πλην της Κυριακής. Καθημερινά με το ποδήλατο έκανε ένα δρομολόγιο 10 χιλιομέτρων και άλλα 10 το απόγευμα κατά την επιστροφή. Στο σχολείο πήγαινα μια εβδομάδα πρωί, μια εβδομάδα το απόγευμα. Όταν ήμουν πρωινός, μετά το σχόλασμα κατευθείαν στο περίπτερο να το ανοίξω. Μαζί με τη σάκα του σχολείου. Δεν θυμάμαι πότε έτρωγα, ποτέ διάβαζα. Ο πατέρας γύριζε κουρασμένος σπίτι μετά το μεσημέρι να φάει, να αλλάξει, να ξεκουραστεί λίγο. Έτσι κατά τις πέντε το απόγευμα έρχονταν να αναλάβει βάρδια μέχρι αργά το βράδυ. Όταν είχα απόγευμα σχολείο όλο το πρωί από τις 8 ήμουν στο περίπτερο. Εκεί έκανα το όποιο διάβασμα και αναγκαστικά κάποια ώρα το μεσημέρι έπρεπε να κλείσω, να πάω για φαγητό και αμέσως να φύγω για το σχολείο, μέχρι να έλθει ο πατέρας να το ανοίξει το απόγευμα.


Ο πατέρας μου Βασίλης την ημέρα του γάμου του


    Ήταν μια δύσκολη χρονιά. Πολλές ώρες κλεισμένος σε ένα κλουβί χωρίς ελεύθερο χρόνο χωρίς παιχνίδι. Το μόνο καλό ότι είχα δικές μου καραμέλες, τσίχλες, σοκολάτες. Και τα βράδια χρήματα να πάω κινηματογράφο, που τόσο αγαπούσα και αγαπώ, παρότι τότε απαγορεύονταν αυστηρά στους μαθητές. Ήμουν παράνομος αλλά η "σκοτεινή" αίθουσα με συνήρπασε.

    Παραμένει χαραγμένη μέχρι σήμερα η εικόνα του χωροφύλακα. Πάντα ο ίδιος, με το ψευδώνυμο ο "Κουνελάκιας", βλοσυρός, απρόσιτος.


Ο προππάπους μου Νικόλαος Πριόβολος


    Από το παραθυράκι του περιπτέρου μου έκανε πάντα την ίδια ερώτηση…

    • Που είναι ο πατέρας σου; Όταν έλθει πες του να περάσει από το τμήμα.

    Πολύ αργότερα έμαθα ότι αυτή η παρουσία του πατέρα μου στο αστυνομικό τμήμα είχε να κάνει με την δέσμευση του να παρουσιάζεται μιας και δεν έφυγε για εξορία.


Ο προπάππους μου Νικόλαος μπροστά στο περίπτερο


    Αυτό τον χωροφύλακα, τον ξανασυνάντησα μετά από πολλά χρόνια το 2002 περίπου, όταν εμφανίστηκε στο κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας, στο Θεσπρωτικό Πρέβεζας που υπηρετούσα ως διευθυντής. Εκεί έμαθα όταν κατάγονταν από το διπλανό χωριό Ριζοβούνι Πρέβεζας. Δεν με αναγνώρισε βέβαια αλλά του υπενθύμισα ποιος είμαι. Θυμήθηκε τον πατέρα μου και με ρώτησε τι κάνει. Ήταν συνταξιούχος και αμετανόητος, κλασικός "Μπασκίνας", παλιάς κοπής και μου μιλούσε με θαυμασμό για την αστυνομία της εποχής της δικής του. Έμαθα ότι μετά από λίγο καιρό πέθανε. Σε μένα έμεινε χαραγμένη σαν παιδί η φυσιογνωμία του.

    Ο εφοδιασμός του περιπτέρου γινόταν, από ποιον άλλον, από μένα. Τότε δεν υπήρχε η εξυπηρέτηση παραγγελίας από τους επιχειρηματίες, να φέρουν τα τσιγάρα και ότι άλλο χρειάζεται το περίπτερο (ψιλικά, τσιγάρα, ζαχαρώδη). Έτσι λοιπόν, δύο φορές τη βδομάδα περίπου, αναλάμβανα την αγορά και μεταφορά.


Ο πατέρας μου σε πιο πρόσφατη φωτογραφία το 2015 πριν πεθάνει


    Ο «Νικάκης» στην πλατεία Κιλκίς, με την εταιρεία «Παπαστράτος» και διάφορα ψιλικά. Ο "Ριγαννέλας", στην σημερινή πλατεία Αγίου Δημητρίου με την «Κεράνης». Στο «Νούτσο» το μεγάλο κατάστημα με τα ψιλικά. Δεν θυμάμαι από πού αγόραζα τα ζαχαρώδη. Με τα χέρια τεντωμένα, κρατούσα τις κούτες με τα τσιγάρα μέχρι το πηγούνι, για κόντρα μην μου πέσουν, διασχίζοντας μια απόσταση 500 περίπου μέτρων.

    Το περίπτερο είχε έσοδα, είχε κέρδος έστω και έτσι, γιατί κατάλαβα ότι αυτό ξεκούραζε, τον πατέρα μου.


Η γιαγιά Ρίνα (Αικατερίνη)


    Όμως ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε. Μετά από ένα περίπου χρόνο επιτέλους δόθηκε άδεια να το νοικιάσουμε. Ήταν η δική μου ελευθερία. Μπορεί να είχα καραμέλες χαρτζιλίκι… αλλά ένα παιδί θέλει να βγει στον δρόμο, στην αλάνα, να δει τους συμμαθητές του, τους φίλους του και εγώ αυτά τα είχα ΣΤΕΡΗΘΕΙ…


    *Στην μνήμη του πατέρα μου Βασίλη

No comments:

Post a Comment