Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Μι σκέτου καφέ δε βγαίνουμι πέρα, έλεε κι έβγανε απ’ το ντουλάπι κάτι πάνινες σακούλες πούχε μέσα ροβίθια στη μια και στάρι στην άλλη· τ’ αποκαθάριζε από κάνα τσάχαλο ή κάνα αγριοκόκι κι έβανε σ’ ένα τσίγκινο πιάτο ανακατωμένους όλους τους σπόρους, καφέ, ροβίθια και λίγο στάρι.
Μετά, κατέβαινε στο κατώϊ και ξεκρέμαε απ' τον τοίχο τον ψήστη του καφέ, τον σκούπιζε μέσα κι έξω κι έβανε μέσα του, τους ανάκατους σπόρους κι απέ τον έφερνε γύρα πλάι στη θράκα της φωτιάς στο τζάκι. Κάθε τόσο σταμάταε το γύρισμα του ψήστη και τήραε απ’ το πορτόνι του άμα ψήθηκε. Σιγά-σιγά όλο το σπίτι μύριζε φρεσκάδα του ψημένου καφέ κι όλοι στη γειτονιά την έπαιρναν χαμπάρι.
Σαν τέλευε το ψήσιμο, έβγανε τον ψήστη στη γωνιά του τζακιού και κατέβαινε πάλε στο κατώι κι έπαιρνε το μύλο του καφέ κι αφού τον σκούπιζε με προσοχή σ’ όλες του τις μεριές, έβανε μέσα του τους ψημένους σπόρους και τους άλεθε με το χερούλι του, όσο να γένει σκόνη, να τονε βάλει στο χρωματιστό καφεκούτι.
Έβαλις κι κάνια ψίχα ρουβίθ’; Ρώταε η μια γειτόνισσα.
Έ λίγο, απάνταε ετούτη.
Έβαλις κι κάνα κλουνί σταράκ’; Ρώταε η άλλη.
Έ νια στάλα, αποκρίνονταν ετούτη.
Καλός, καλός είνι, έλεε η παράλλη.
Καλός κι πιρίκαλους, που τουν είϊδαμι τουν καλύτιρου, σχόλιαζε κάποια άλλη.
Αφού είχανε γευτεί όλες τους τις πρώτες τους γουλιές, άνοιγε η όρεξή τους για ξόμπλιασμα του χωριού, να πουν και τον καφέ· κι αφού συνεννοούντανε με τα μάτια, γύριζαν και μούλεγαν κι εμέ, ισύ σύρι όξ’ να παίξεις, τα πιδάκια δεν πίν’νι καφέ, δεν κάν’, π’ράζ’ στα νεύρα καμάρι μ’.
Και μ’ έπιανε μια φούρκα, ότι ήξερα κάτι γειτονόπουλα που η μάνα τους δεν τους χάλαε χατίρι και τους έφκιανε καφέ στην καραβάνα και βούταγαν ψωμί.
Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 23 Νοεμβρίου 2020 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment