Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
“Πώς γίνηκε αυτό το γιοφύρι;” Ρώτησε τον προεστό ο μικρός...
“Από θάμα”, είπε ο γέροντας...
“Πως γένουνται τα θάματα;”
“Τα θάματα γένουνται από μοναχά τους, άμα φιλιώσει ο άνθρωπος με την ανάγκη”, απλοήθη ο γέροντας.
“Δεν καταλαβαίνω”, είπε ο μικρός, τηρώντας απορημένα το γέροντα στα μάτια, καρτερώντας πιο ευκολονόητες εξηγήσεις.
“Φαίνεται πως κάποιος παλιά, πολύ παλιά, πούχε το μυαλό μεσ’ στο κεφάλι του, πήρε την υπομονή στον ώμο και μελέτησε τις κατεβασιές του ποταμιού και συνάμα μπήκε και σε συνεννόηση μ’ άλλους νοούμενους της περιοχής κι αποφάσισαν να φκιάσουν ετούτο το γιοφύρι της Αρτοτίβας όπου στενεύει ο Εύηνος, ότι οι πρόχειρες περαταριές δεν ήτανε προκοπή.
Τότες που γένηκε ετούτο το θάμα, που το λένε γιοφύρι της Αρτοτίβας - έτσι έλεγαν παλιά το χωριό εδώ ψηλότερα που τώρα το λεν Αχλαδόκαστρο, οι άνθρωποι γεννιότανε φιλιωμένοι με την ανάγκη. Θάμα είναι να διαβαίνεις ποτάμι κατεβασμένο χειμώνα καιρό.
Φόντε ήτανε η Τουρκιά σε τούτονε τον τόπο, στήθηκε ετούτο το μονότοξο γιοφύρι. Άλλοι λένε ότι τόστησαν ακόμα παλιότερα οι Βενετσιάνοι.
Τον καιρό της πολιορκίας του Μπραΐμη, απ’ το γιοφύρι ετούτο διάβηκαν για να σωθούνε στα βουνά οι κυνηγημένοι Εξοδίτες του Μεσολογγιού.
Το ποτάμι χώριζε τη ζωή που ο κόσμος τήραε να σμίξει με περαταριές, με μονοπάτια και μουλαρόστρατες , ώσπου, τότες που φίλιωσαν οι άνθρωποι με την ανάγκη και γένηκαν θάματα ‘πως τα τοξοτά γιοφύρια - καλή ώρα ετούτο - ένωσαν την ανάγκη, την ιστορία και τη ζωή, σ’ ολουνούς τους καιρούς και με κατεβασιές και με κράτη. Κι αντάμωναν οι άνθρωποι της Αιτωλίας, πα να πει Μεσολογγίτες, Τριχώνιοι , απ’ τον Έπαχτο* κι όλη τη Ναυπακτία με τους Ευρυτάνες και έσμιγαν τα χνώτα τους.
Νύχτωσε
παιδί μου τώρα, πιάσε με απ’ το χέρι να
περπατήσουμε και δε βλέπω”.
“Πάμε
γέροντα, σε κρατάω”.
*Έπαχτος=Ναύπακτος
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 26/4/2021 στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment