Saturday 1 May 2021

Πάσχα Αγάπης

 Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη




    Μεγάλη Παρασκευή πήραν το λεωφορείο από τα ΚΤΕΛ Κηφισού. Τα πράγματα τους τα είχαν αφήσει στο ξενοδοχείο, σ' εκείνο το μεγάλο απρόσωπο ξενοδοχείο στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μέρες Πάσχα όμως και ήταν το μόνο που βρήκαν.

    Η ιδέα τους ήρθε στο πρωινό. Να κάνουν μια μικρή εκδρομή μέσα στην εκδρομή. Ετοιμάσαν ένα σακίδιο, ίσα για μια μέρα. Στις Μυκήνες. Είχε πάει αυτός παλιότερα και ήθελε να της δείξει τα μέρη. Τα Κυκλώπεια τείχη. Τον θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας. Την Πύλη των Λεόντων. Γι' αυτήν ήταν η πρώτη φορά.

    Και μετά βόλτα στο Ναύπλιο. Όπως όλοι οι ερωτευμένοι. Και γέλαγαν. Στα ΚΤΕΛ είχε κόσμο πολύ. Πηγαίναν όλοι στα μέρη τους για το Πάσχα. Και οι περισσότεροι μαζί με τις αποσκευές τους κουβάλαγαν κι από ένα αρνί. Σφαγμένο.



    Στο κάτω μέρος του λεωφορείου, είχαν διαμορφώσει έναν χώρο με χοντρό πλαστικό κάτω. Κι εκεί βάζαν τα σφαγμένα αμνοερίφια.

    Χαλάστηκαν. “Τι το θέλαμε το λεωφορείο; Ας νοικιάζαμε ένα αμαξάκι”. Καθίσαν στις θέσεις τους. Τα μάτια από τα σφάγια θαρρείς και τους κάρφωναν.

    “Έλα”, της είπε τρυφερά. “Θα σου πω ένα τραγουδάκι να ξεχαστείς”. Πήρε το χέρι της, το έβαλε πάνω στο δικό του. “Δύο δείκτες οι ζωές μας και ενώθηκαν. Και το ρολόι σταμάτησε. Και θα μείνουμε έτσι. Ξεχασμένοι. Μαζί, ξεχασμένοι”. Κι άρχισε μετά να της τραγουδά σιγανά.



    “Στάση πέντε λεπτών”, ανήγγειλε ο οδηγός. Ίσα για ένα τσιγάρο. Κατέβηκαν λίγο να ξεμουδιάσουν.

    Μια Κινεζούλα, φορτωμένη με μικροπράγματα τους πλησίασε.

    Φακοί, αναπτήρες, κουκλάκια, στυλό που αναβόσβηναν. Βρήκε αυτός ένα σουγιαδάκι, χρυσαφί με ένα άλογο να διαγράφεται επάνω. Κι έγραφε "White Horse". Αυτό πήραν.

    Στην διασταύρωση για τις Μυκήνες κατέβηκαν. Το λεωφορείο συνέχιζε ευθεία. Το χωριό των Μυκηνών κάνα δυο χιλιόμετρα μακριά, μια ευθεία.



    Στην δεξιά πλευρά, μια σειρά από λεύκες κατά μήκος του δρόμου. Κι απέναντι τους ένα βουνό που το λέγαν Σάρα.

    Σταμάταγε αυτή κάθε λίγο. Ενθουσιαζόταν με όλα. Να δούμε κι αυτό, κι αυτό.

    Άνοιξη και όλα ήταν ολάνθιστα. Όπως κι αυτή. Τα πάντα της φαίνονταν πανέμορφα. Σταμάτησε αυτός. Της ζήτησε το σουγιαδάκι.

    Πλησίασε ένα δένδρο. Μια πανύψηλη λεύκα. Σιγά σιγά άρχισε να χαράζει κάτι.

    Τα αρχικά τους. Απόρησε αυτή. “Το πλήγωσες το δένδρο”, παραπονέθηκε.

    “Τα ίχνη μας, όταν ξαναπεράσεις από εδώ. Όταν εγώ δεν θα 'μαι”, συμπλήρωσε.

    Και για μια στιγμή το βλέμμα του συννέφιασε.

    Θύμωσε αυτή. “Τι λόγια είναι αυτά; Αφού είπαμε, οι δύο δείκτες”. Γελάσαν, ναι οι δύο δείκτες του ρολογιού. οι ξεχασμένοι. Και το ξεχάσαν.


    Φτάσαν στο χωριό. Μικρό και περιποιημένο. Κι ένα ξενοδοχειάκι να τους περιμένει. Στον αρχαιολογικό χώρο θα πηγαίναν την επομένη. Μεγάλη Παρασκευή εξάλλου. Όλα κλειστά.

    Ξεκουραστήκαν για λίγο. Φάγανε κάτω στο εστιατόριο του ξενοδοχείου.

    Το απόγευμα με ταξί στο Ναύπλιο. Στην παραλία και μετά στα σοκάκια. Χάζευαν τις ομορφιές. Και οι καμπάνες με τον πένθιμο ήχο, συντρόφευαν τις βόλτες τους.

    Κάθισε αυτή σε κάτι σκαλάκια.

    “Με χτυπήσαν τα παπούτσια μου”. Και φόραγε τις αγαπημένες της μπαλαρίνες, τις πράσινες. Πήρε αυτός και φύσαγε τις φουσκάλες, να απαλύνει τον πόνο.

    Στην πλατεία το βραδάκι είδαν όλους τους επιτάφιους της πόλης να συγκεντρώνονται. Ψαλμωδίες από παντού. Και κόσμος πολύς.

    Την επόμενη ημέρα, Μεγάλο Σάββατο, στον αρχαιολογικό χώρο. Τριγυρίσαν με τις ώρες. Ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες, αγριολούλουδα και παπαρούνες.

    Κι ένα λεπτό άρωμα από άνθη μανταρινιάς νάρχεται κάθε τόσο με το αεράκι.

    Έγειρε το κεφάλι του στα πόδια της. “Να τα θυμάσαι όλα. Μην ξεχάσεις τίποτα, όταν θα γράφεις για μας. Και θα σου φτιάξω το πιο όμορφο στεφάνι με τα αγριολούλουδα”.

    “Εσύ είσαι ο συγγραφέας, το ξέχασες;” του θύμισε.

    “Κι εσύ γράφεις, μόνο που ακόμη δεν το ξέρεις”. Χαμογέλασε αυτή. Είχε συνηθίσει πια τις "παραξενιές"του.

    Το στεφάνι το φόρεσε ωστόσο και τριγυρίζαν έτσι. Γύρναγαν οι άλλοι περιηγητές και τους κοίταγαν.

    Φύγαν με το απογευματινό λεωφορείο για την Αθήνα. Ίσα που πρόλαβαν να πάνε για λίγο στο μεγάλο απρόσωπο ξενοδοχείο, να πάρουν μια ανάσα.

    Το βράδυ, Ανάσταση στην μικρή εκκλησία της Καπνικαρέας.

    Την αγαπούσε αυτήν την εκκλησία από μικρή, τότε που οικογενειακά είχαν βρεθεί για μερικά φεγγάρια στην Αθήνα.

    Στο φως των κεριών, τα βλέμματα τους λάμπανε.

    “Χριστός Ανέστη αγάπη μου”, της είπε και έσκυψε να την φιλήσει. Κι ας ήξερε αυτή πως ήταν άθεος. Εκείνη την ώρα πίστευε.

    “Αληθώς Ανέστη”, απάντησε, “Αληθώς Ανέστη!”...

No comments:

Post a Comment