Wednesday 6 September 2023

Χορογραφία... για πέντε. Κεφάλαιο XV

 Γράμμα της Ανατολής Μελίδου από τη Θεσσαλονίκη




Κρατούσαν από μια φέτα καρπούζι στο χέρι

    Συνεχίζουμε σήμερα με το 15ο Κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε".

    Ο αστυνόμος νόμιζε πως βρισκόταν ακόμη υπό την επήρεια των φαρμάκων. Την είχε τόσο ονειρευτεί αυτήν την στιγμή, την είχε τόσο φαντασιωθεί, που δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που ζούσε ήταν αλήθεια ή ψέμα. Έκλεισε τα μάτια, συγκεντρώσου Γιώργο, είπε στον εαυτό του, συγκεντρώσου, μήπως άρχισες να τρελαίνεσαι; Πήρε βαθιές ανάσες. Έκλεισε τα μάτια ακόμη πιο σφιχτά. Το χάδι όμως στο μάγουλο ήταν αληθινό, η μυρωδιά των τριαντάφυλλων, το ξεχασμένο άρωμα.

    - Γιώργο, άνοιξε τα μάτια σου, γιαβρί μου. Εγώ είμαι, είμαι εδώ.

    Η τρυφερή φωνή της τον επανέφερε. Μισάνοιξε τα βλέφαρα. Σαν σε όραμα ξανάδε την αγαπημένη μορφή.

    - Σσσς, του είπε. Μη μιλάς, μην λες τίποτα. Καταλαβαίνω πως το σοκ είναι μεγάλο. Είμαι εδώ όμως τώρα, επανέλαβε. Είμαι εδώ και δεν πρόκειται να ξαναφύγω. Όλα θα τα πούμε, όλα. Ησύχασε τώρα.

    Πήρε στα χέρια της το πρόσωπο του και έσκυψε πάνω του. Τρυφερά τον άγγιξε στα χείλη.

    Ο Αστυνόμος βρισκόταν στον παράδεισο. Ονειρεύομαι και δεν θέλω να ξυπνήσω, ξανασκέφτηκε. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ, γεμάτο νιάτα, αγκαλιές, πετάγματα και ξεγνοιασιά.

--//--

    Η Ευδοκία τα είχε χαμένα. Μετά τα όσα είχε μάθει για την καταγωγή της, γύρω της όλα τριγύρναγαν σαν σβούρα. Προσπαθούσε να βρει από κάπου να κρατηθεί και δεν εύρισκε τίποτε.


Έβγαλε ένα καθρεφτάκι από την τσάντα της


    Μετά την επίσκεψη στην γιαγιά Στεργιάνα, είχε καλέσει την Πάμελα στο σπίτι της. Είχε τόσα αναπάντητα ερωτήματα.

    Με την Πάμελα την ένωναν χιλιάδες πράγματα και την χώριζαν άλλα τόσα.

    Είχαν μεγαλώσει μαζί, ήταν η παιδική της φίλη. Της εμπιστευόταν όλα όσα της συνέβαιναν. Ίσχυε όμως το ίδιο και για την φίλη της; Είχε αρχίσει να έχει αμφιβολίες.

    Της τα μάσησε η Πάμελα για το ταξίδι στην Τουρκία. Ναι, ήταν να πάνε μαζί, όμως δεν μπόρεσε να ακολουθήσει. Δουλειές της τελευταίας στιγμής, είχε δικαιολογηθεί. Ναι, αλλά τι δουλειές, επέμενε η Ευδοκία. Αφού τα λέμε όλα μεταξύ μας. Ο Καρατζόγλου, εξήγησε η Πάμελα. Θα πήγαινε σε ένα επαγγελματικό ταξίδι και με ήθελε μαζί του. Στα κρυφά, ξέρεις τώρα, συμπλήρωσε.

    Και τα ταξίδια που κάνεις στην Πόλη, επέμενε η Ευδοκία. Έβλεπε την φίλη της να δυσκολεύεται αλλά ήταν αποφασισμένη να πάρει απαντήσεις. Κι αυτά με τον Καρατζόγλου, ήταν η απάντηση. Αφού το ξέρεις πως έχει πάρε δώσε στην Πόλη. Ναι, σωστά σκέφτηκε η Ευδοκία. Για κάτσε μια στιγμή όμως, έτυχε να πας στην Πόλη και μερικές φορές που ο δικηγόρος ήταν εδώ, σωστά; Η Πάμελα ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε να το έχει εντοπίσει αυτό η φίλη της. Σιώπησε για λίγο.

    - Μα τι σε έχει πιάσει σήμερα, μου λες; Πέρασε στην αντεπίθεση. Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη; Μπορεί να πήγα και μερικές φορές μόνη, αλλά μόνο επειδή τελευταία στιγμή ακύρωνε το ταξίδι ο Καρατζόγλου. Κι επειδή ξέρει ότι αγαπώ την Πόλη, με άφηνε να πηγαίνω μόνη μου για μερικές μέρες.

    - Τι μόνη μου δηλαδή, μονολόγησε. Πάντα με ακολουθούσε κάποιος άνθρωπος της ασφάλειας του. Ποτέ δεν ένοιωσα την ελευθερία να κάνω κάτι, χωρίς να ξέρω πως παρακολουθούμαι. Γιατί δεν μένεις σ’ αυτά που σου λέω; Θα έκανα ποτέ τίποτα για να σε βλάψω; Προσπάθησε να με καταλάβεις. Εσύ στο κάτω κάτω έχεις και την γιαγιά σου. Εγώ ποιόν έχω; Ισορροπώ σε τεντωμένο σκοινί, δεν το καταλαβαίνεις; Πρέπει κι εγώ να επιβιώσω, είπε με πνιγμένη φωνή.


Πήγε στη Μυτιλήνη για να γεννήσει


    Έγειρε το κεφάλι της και ξέσπασε σε κλάματα.

    Η Ευδοκία ταράχτηκε. Ποτέ δεν είχε δει έτσι την φίλη της. Είχε συνηθίσει να την βλέπει δυνατή. Να ξεπερνάει τις κακοτοπιές της ζωής με έναν δικό της τρόπο χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της. Τις όποιες γνωριμίες της. Και ταυτόχρονα να δείχνει προς τα έξω ένα άλλο πρόσωπο.

    Σηκώθηκε και την αγκάλιασε. Συγνώμη, μουρμούρισε, συγνώμη που σε αμφισβήτησα. Μαζί μεγαλώσαμε, πως μπόρεσα να το ξεχάσω; Όμως περνάω κι εγώ δύσκολα, συνέχισε. Το τέλος του Γιώργου ήταν αναπάντεχο, πώς να ξεπεράσω το σοκ. Προσπαθώ κι εγώ, μη νομίζεις. Νοιώθω όμως πως όλα καταρρέουν γύρω μου. Τόσα μυστικά, πώς να τα αντέξει κανείς, αναρωτήθηκε περισσότερο παρά μίλησε στην φίλη της.

    Η Πάμελα σηκώθηκε απότομα. Σκούπισε τα μάτια της.

    - Έλα της είπε. Έλα, όλα θα φτιάξουν. Είμαστε δυνατές εμείς. Έτσι δεν είναι;

    Η Ευδοκία δεν απάντησε. Έμεινε βυθισμένη στις σκέψεις της.

    - Πρέπει να φύγω, έχω ένα ραντεβού και άργησα, είπε η Πάμελα. Βιαστικά έβγαλε το κραγιόν και ένα μικρό καθρεφτάκι από την τσάντα της. Έβαψε τα χείλη της, έβαλε και λίγο κραγιόν στα μάγουλα της. Τα έτριψε απαλά. Και κραγιόν και ρουζ, είπε με τσαχπινιά. Φίλησε την φίλη της στο μάγουλο και έφυγε βιαστικά.

    Τότε μόνο η Ευδοκία συνειδητοποίησε πως η φίλη της είχε χλωμιάσει από την αρχή της συζήτησης σχεδόν. Κι αυτή η βιασύνη της στο τέλος. Το ανέμελο αστείο του κραγιόν και του ρουζ, δεν ήταν μια υπεκφυγή; Έμεινε με μια πικρή γεύση στο στόμα και έτριψε το μάγουλο της ασυναίσθητα, σαν να ήθελε να διώξει το φιλί που μόλις δέχτηκε.

    - Τι έχω πάθει, αναρωτήθηκε φωναχτά. Όλοι της φαίνονταν ξένοι. Όλοι είχαν μυστικά. Μυστικά σχετικά μ’ αυτήν. Με την ζωή της.

    Ένοιωθε εξουθενωμένη. Ξάπλωσε όπως ήταν με τα ρούχα και βυθίστηκε σε έναν λήθαργο γεμάτο αναπάντητα ερωτήματα.

--//--

    Κάπου μακριά ακουγόταν ένα τηλέφωνο που χτύπαγε. Αρνιόταν να ξυπνήσει. Ένοιωθε ασφαλής μέσα στον ύπνο της.

    Το τηλέφωνο όμως εξακολουθούσε να χτυπάει. Με κόπο σύρθηκε ως την πολυθρόνα. Έψαξε το κινητό και είδε πως αυτός που καλούσε ήταν ο αστυνόμος.


Την είδα στη βασιλική κινστέρνα


    Το τελευταίο διάστημα ένα αίσθημα εμπιστοσύνης και συμπάθειας είχε αρχίσει να δημιουργείται ανάμεσα τους. Χωρίς να τον ξέρει, από ένστικτο περισσότερο ένοιωθε κοντά του σίγουρη. Σίγουρη και δυνατή. Κι ας είχαν ακουστεί παλιά, διάφορα για το παρελθόν του. Αυτός δεν είχε δώσει ποτέ του δικαίωμα. Από όσο ήξερε τουλάχιστον. Κι αυτή η σύμπτωση να μένει στο ίδιο σπίτι με τον Γιώργο. Τον δικό της Γιώργο. Και να έχουν το ίδιο ονοματεπώνυμο.

    Προσπάθησε να ακουστεί η φωνή της ανέμελη. Την κάλεσε να φύγουν μαζί για ένα τριήμερο στην Αθήνα. Ότι είχε μια δουλειά, αλλά θα είχε και ελεύθερο χρόνο να πάνε καμιά βόλτα. Ότι θα της έκανε καλό να αλλάξει παραστάσεις.

    Δέχτηκε την πρόταση του με χαρά. Είχε ανάγκη να απομακρυνθεί από ανθρώπους και καταστάσεις.

    Δώσανε ραντεβού για το πρωί της επόμενης μέρας.

--//--

    Είχανε από μία φέτα καρπούζι στο χέρι και τρώγανε στην αυλή. Τρέχανε τα ζουμιά αλλά δεν τις ένοιαζε. Φτύνανε η μία στην άλλη τα κουκούτσια στο πρόσωπο και είχανε σκάσει στα γέλια.

    Δεν πήραν είδηση τον βλοσυρό άνδρα που τις πλησίασε από πίσω. Το χτύπημα στο κεφάλι της Πάμελας ήταν τόσο δυνατό που έπεσε με τα μούτρα στο χώμα. Αλλού το καρπούζι, αλλού τα κουκούτσια. Σταμάτησαν τα παιδικά γέλια απότομα και άρχισε η Ευδοκία να κλαίει. Ο άνδρας σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει κι αυτήν. Τελευταία στιγμή όμως συγκρατήθηκε.

    Άντε στο σπίτι σου κι εσύ, φώναξε δυνατά. Λίγη ησυχία δεν μπορείτε να κάνετε; Και ξεφυσώντας γύρισε πάλι μέσα στο σπίτι. Κοντοστάθηκε η Ευδοκία. Κοίταξε την φίλη της. Πεσμένη μπρούμυτα και δεν έκανε καμία κίνηση. Πάμελα, της μίλησε, έλα σήκω, πάμε στη γιαγιά.

    Η Πάμελα όμως δεν κουνήθηκε. Ένα νεύμα έκανε μόνο με το κεφάλι. «Πήγαινε εσύ».

    Ανάμεσα στα κουκούτσια του καρπουζιού κι ένα δοντάκι. Της έφυγε το πρώτο της δοντάκι. Το κοίταζε καλά καλά, πόναγε από το πέσιμο, πόναγε από το χτύπημα. Πόναγε αλλά δεν έκλαιγε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την χτύπαγαν. Και ο πατριός της και η μάνα της. Μία μάνα αδύναμη. Και αδιάφορη. Τι ήθελα και σε γέννησα. Αυτό θυμόταν μόνο να της λέει. Και όποτε αργούσε ο πατριός, και όποτε θύμωνε και όταν έπινε, σ’ αυτήν ξεσπούσε.

    Κατάπινε το αίμα που έτρεχε από το δόντι της και μαζί κατάπινε όλα όσα ένοιωθε. Τον πόνο, τον θυμό, την οργή. Είχε σταματήσει πια εδώ και καιρό να κλαίει. Εκδίκηση ήθελε μόνο. Εκδίκηση και να ξεχάσει. Γινόταν όμως να ξεχάσει; Η παιδική ψυχή της είχε ήδη δηλητηριαστεί από την κακότητα των γύρω της. Μεγάλωσε πριν την ηλικία της. Μέσα σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον. Όσες φορές έκανε την απόπειρα να ξεφύγει, την ξανάβρισκαν και την γυρνούσαν πίσω. Πέρναγαν τα χρόνια. Μεγάλωνε το μίσος μέσα της.

    Μέχρι που ένα βράδυ λίγο πριν την ενηλικίωση της έγινε αυτό που τόσο φοβόταν. Κρυφά μπήκε στο δωμάτιο της, ο πατριός της, την ώρα που κοιμόταν. Της έκλεισε με την μία παλάμη το στόμα. Προσπαθούσε να ξεφύγει. Να φωνάξει. Πάλευε. Όμως δεν τα κατάφερε.

    Το πρωινό την βρήκε ασάλευτη, σαν νεκρή επάνω στο κρεβάτι της. Βούιζε το κεφάλι της, το μυαλό της άδειο. Σηκώθηκε με κόπο, έβαλε σε μία σακούλα σούπερ μάρκετ μερικά πράγματα . Και έφυγε.

    Έτσι χαμένη, μισότρελη σχεδόν, την μάζεψαν από τον δρόμο. Βρέθηκαν κάποιοι φιλάνθρωποι. Το ίδρυμα του Καρατζόγλου θα γινόταν το καταφύγιό της για το επόμενο διάστημα.

    Της πρόσφεραν κατάλυμα, ψυχολογική υποστήριξη, βοήθησαν να πάει σε μία σχολή αισθητικής. Δύσκολα χρόνια, αλλά μήπως τα άλλα, τα προηγούμενα δεν ήταν δυσκολότερα; Ακόμη και στέγη δωρεάν της πρόσφεραν αργότερα, όταν άρχισε να δουλεύει. Βοηθός αισθητικού στην αρχή, έλπιζε κάποτε να ανοίξει τον δικό της χώρο. Φρούδες ελπίδες για άλλη μια φορά.

    Ήταν ένα ζεστό απόγευμα καλοκαιριού όταν την επισκέφθηκε στο διαμέρισμα της ο Καρατζόγλου. Ο ίδιος ο Καρατζόγλου. Δεν τολμούσε να το πιστέψει. Ένοιωθε απέραντη και βαθειά ευγνωμοσύνη για τον άγνωστο ευεργέτη της.

    Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν καλά. Της ανακοίνωσε ότι του άρεσε εδώ και καιρό. Ότι την είχε προσέξει από την αρχή, αλλά περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Για ποιο πράγμα, τόλμησε να ρωτήσει. Ούτε λίγο, ούτε πολύ την ήθελε για μαιτρέσα του. Να τον επισκέπτεται όταν αυτός ήθελε, να τον ακολουθεί στα ταξίδια του. Με το αζημίωτο φυσικά, πρόσθεσε με μια δόση ειρωνείας αλλά και αυτοπεποίθησης. Σε αντάλλαγμα αυτός θα την άφηνε να ασχοληθεί με το τραγούδι. Αυτό δεν ήθελε πάντα; Απόρησε η Πάμελα. Κι αυτό το ξέρει;

    Όταν με ενδιαφέρει κάποιος, όλα τα ξέρω, της απάντησε με αυταρέσκεια.

    Το έβλεπε η Πάμελα. Δεν υπήρχε διαφυγή καμιά. Για άλλη μια φορά ένοιωθε να πέφτει. Ήθελε να ξεράσει. Το κατάπιε όμως. Για άλλη μια φορά.

    Και άρχισε μια ζωή κρυφή. Ο Καρατζόγλου, άνδρας σκληρός, μαζί της ήταν άψογος. Αρκεί να έλεγε πάντα ναι. Και έλεγε πάντα ναι. Και κατάπινε. Ο αδίστακτος δικηγόρος ένοιωθε τόσο δυνατός που μπροστά της, απροκάλυπτα μίλαγε με τους συνεργάτες του. Τον άκουγε στο τηλέφωνο να δίνει εντολές. Είχε έναν στρατό από τσιράκια γύρω του.

    Μοναδικό φώς στην ζωή της η φίλη της. Η παιδική της φίλη. Η Ευδοκία. Μόνο η Ευδοκία ήξερε για την κρυφή ζωή της φιλενάδας της. Και την στήριζε όπως μπορούσε. Είχε κι αυτή τα δικά της. Τα ήξερε η Πάμελα. Ακόμη και στο ίδρυμα για ένα διάστημα μαζί βρέθηκαν. Για διαφορετικό λόγο η καθεμία.

    Την αγαπούσε την Ευδοκία. Την ζήλευε όμως ταυτόχρονα. Ήταν κάτι που ερχόταν από βαθιά μέσα της. Η Ευδοκία με έναν περίεργο τρόπο ήταν καθαρή. Ξεκάθαρη στις σχέσεις της. Δεν είχε πουληθεί σε κανέναν. Είχε την γιαγιά Στεργιάνα φύλακα και άγγελο της. Και η ψυχή της τόσο αγνή. Αυτό ήταν που δεν μπορούσε η Πάμελα. Προσποιούνταν ότι ενδιαφερόταν για την φίλη της. Όμως στην πραγματικότητα ήθελε να μαθαίνει τις κινήσεις της, τις σκέψεις και τις ανησυχίες της. Και απολάμβανε τόσο να την παρηγορεί, όταν της τύχαιναν αναποδιές. Κι αν κάποιες φορές προσπαθούσε να καταπολεμήσει τα συναισθήματα αυτά ήταν για πολύ λίγο. Η δική της ψυχή ήταν μαύρη. Το ήξερε πια. Το είχε αποδεχθεί.

    Η χαριστική βολή για την Πάμελα ήταν όταν η Ευδοκία τα έφτιαξε με τον μπασκετμπολίστα. Μαζί είχαν βρεθεί εκείνο το πρώτο βράδυ στο μπαρ που σύχναζε ο Παπαδόπουλος. Αυτός όμως είχε δείξει ενδιαφέρον για την Ευδοκία. Την Πάμελα ούτε καν την πρόσεξε. Και όσο η σχέση τους προχωρούσε, ένοιωθε μέσα της χιλιάδες καρφιά να την καρφώνουν. Τον ήθελε αυτόν τον άνδρα. Τον είχε ερωτευτεί. Ή έτσι νόμιζε.

    Και τον ήθελε δικό της. Πώς όμως θα γινόταν αυτό; Της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Και όσο έβλεπε την Ευδοκία χαρούμενη κι ευτυχισμένη δίπλα του, τόσο μεγάλωνε μέσα της η λύσσα να καταστρέψει αυτήν την ευτυχία. Αυτή άξιζε να είναι ευτυχισμένη. Μόνο αυτή. Μπροστά σ’ αυτήν την σκέψη η φιλία και οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα εξαφανιζόταν.

    Είχε βέβαια τον Καρατζόγλου. Δίπλα του ένοιωθε δύναμη. Μια φορά , έτσι για πλάκα, του παραπονέθηκε για κάποιον κακόμοιρο, ότι τάχα της ρίχτηκε με τρόπο αναίσχυντο και ο δικηγόρος έστειλε να τον μαυρίσουν στο ξύλο. Απολάμβανε αυτήν την δύναμη, αλλά ήξερε ότι ήταν εφήμερη. Καταλάβαινε πως έτσι και του γυάλιζε κάποια άλλη, αυτή θα γινόταν στην στιγμή παρελθόν.

    Πολύ γρήγορα βρέθηκε χαμένη μέσα σε έναν κυκεώνα σκέψεων. Έπρεπε να εξασφαλίσει το μέλλον της. Με οποιοδήποτε κόστος. Αυτή μόνη έπρεπε πια να παίρνει τις αποφάσεις για την ζωή της. Ακόμη και για τον μπασκετμπολίστα είχε σκεφτεί πως θα τον εκδικούνταν.

    Αργά και μεθοδικά άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια της. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα. Και ειδικά η Ευδοκία, που την ήξερε από μικρή. Καταλάβαινε τι της συνέβαινε μόλις την έβλεπε. Εκεί έπρεπε να προσποιηθεί ακόμη περισσότερο. Και τα κατάφερνε. Μέχρι στιγμής όλα πηγαίναν όπως τα είχε στο μυαλό της.

    Μέχρι που συνάντησε την Ανδρονίκη.

    Κι αλλάξανε όλα.

--//--

    Μετά το πρώτο σοκ κι αφού περάσανε ώρα πολλή, κοιτάζοντας και αγγίζοντας ο ένας τον άλλον, έφτασε η ώρα για τις εξηγήσεις.

    Εξαφανίστηκε ο Γιώργος από την ζωή της Dolunay, γιατί εσπευσμένα τον μετάθεσαν πρώτα στην πρεσβεία του Βερολίνου στην τότε Ανατολική Γερμανία και από εκεί μετά από κάποιο διάστημα σε μία επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας. Είχε βοηθήσει τον αδερφό της τότε, θυμάσαι πόσο με είχες παρακαλέσει, είπε, όμως δεν μπορούσα να προδώσω και την υπηρεσία μου. Τελευταία στιγμή ενημέρωσα ένα πρόσωπο έμπιστο. Ευκαιρία μου είπε, θα βοηθήσουμε τον Μεσούτ να μεταφέρει το πακέτο στην Ελλάδα. Ίσως έτσι μπορέσουμε να ανακαλύψουμε τα ίχνη της μεγάλης συμμορίας. Αυτής που διακινούσε ναρκωτικά ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Σημαίνον πρόσωπο σε όλα αυτά ένας δικηγόρος από την Ελλάδα. Πρέπει να εντοπίσουμε ποιος είναι. Μόνο πληροφορίες έχουμε γι’ αυτόν, αλλά τίποτε συγκεκριμένο. Έδωσα την συγκατάθεση μου, αφού πρώτα εξασφάλισα ότι ο αδερφός σου θα έβγαινε αλώβητος από την ιστορία. Τότε πίστευα ότι ήταν μόνο ένα κατώτερο μέλος της συμμορίας. Είχε γλυκαθεί όμως από τα χρήματα, την εξουσία, τον εύκολο πλουτισμό. Δεν ήταν εύκολο να ξεφύγει. Δεν ήθελε κιόλας από ότι κατάλαβα. Το τίμημα όμως ήταν πολύ μεγάλο.

    Ο αστυνόμος κράταγε σφιχτά τα αγαπημένα χέρια που τρέμανε.

    - Δεν το είχα σκεφτεί τότε. Δίνοντας τα στοιχεία στην υπηρεσία μου, αυτόματα έγινα κι εγώ στόχος της συμμορίας. Με συνοπτικές διαδικασίες με απομάκρυναν από την Πόλη. Και από σένα. Δεν μπόρεσα να σε βρω. Ήμουν απελπισμένος, σαν λιοντάρι στο κλουβί, ήθελα να τα παρατήσω όλα και να τρέξω κοντά σου. Δεν μ’ αφήσαν όμως. Όπως προείπα σαν σε πακέτο με στείλαν στο Βορρά. Θα την βρω μετά, παρηγορούσα τον εαυτό μου. Όμως όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα κανένα ίχνος σου. Σαν να άνοιξε η γη και σε κατάπιε.

    Ήμουν απελπισμένος για χρόνια πολλά. Στο τέλος σκέφτηκα ότι εσύ δεν ήθελες να με ξαναδείς αν και μέσα μου δεν το πίστευα. Συνέχισα την ζωή μου μισή. Το πήρα απόφαση ότι χάθηκες οριστικά. Και έτσι πορεύτηκα. Καμία δεν πήρε την θέση σου.

    Κουράστηκε ο αστυνόμος. Η συγκίνηση, το πισωγύρισμα στα γεγονότα, στα έντονα συναισθήματα των ημερών εκείνων, τον διέλυε.

    Η Dolunay είχε γείρει το κεφάλι πάνω στα χέρια του και δάκρυα κυλούσαν από τα όμορφα μάτια της.

    - Ώστε μ’ αγαπούσες στ’ αλήθεια, ψιθύρισε. Κι εγώ που νόμισα... πώς μπόρεσα αλήθεια να σ’ αμφισβητήσω… και κοβόταν η φωνή της.

    Πέρασαν κάποιες στιγμές σιωπηλές.

    Ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του και στις μέρες εκείνες.

    - Και το παιδί; ρώτησε ξαφνικά ο Αστυνόμος.

    Σήκωσε η Dolunay το κεφάλι της απότομα.

    - Πώς ξέρεις για το παιδί; ρώτησε, σκληρά σχεδόν.

    - Συνάντησα τον Μεσούτ στο Βερολίνο. Τότε παλιά. Τυχαία στο δρόμο. Αυτός μου το είπε, συνέχισε. Γι’ αυτό συνέχισα να ψάχνω. Έκανα τον κόσμο άνω κάτω. Γιατί ήξερα πως δεν είσαι μόνη. Και ότι όλα θα ήταν δύσκολα για σένα. Ακόμη και η επιβίωση σου.

    Τρέμαν τα χείλη της Dolunay.

    - Αχ Μεσούτ, ψιθύρισε με αγανάκτηση, με μίσος σχεδόν. Με μια κίνηση όλα θα μπορούσες να τα διορθώσεις. Αλλά δεν έκανες τίποτα. Τίποτα… Μόνο στο τέλος, προσπάθησες...

    - Μετά την αναπάντεχη φυγή σου, έχασα τον κόσμο, άρχισε να διηγείται. Είχα μόλις καταλάβει ότι είμαι έγκυος και περίμενα με πολλή χαρά να σου το ανακοινώσω στην επόμενη συνάντηση μας. Δεν πρόλαβα όμως, συνέχισε με πίκρα.

    Έστειλα μήνυμα στον αδερφό μου, τον παρακάλαγα, αυτός ήταν ο τελευταίος που σε είχε δει, ζήταγα την βοήθεια του. Μέχρι και στο Προξενείο σε έψαξα. Με έδιωξαν κακήν κακώς. Δεν υπάρχει κανείς Γιώργος Παπαδόπουλος εδώ, μου είπαν. Και να μην ξανάρθετε.

    Δεν ήξερα τι να κάνω. Να ρίξω το παιδί ήταν η εύκολη λύση. Και να συνεχίσω την ζωή μου. Δεν μου πήγαινε όμως η καρδιά. Και τι θα έκανα; Τα χρήματα μου εν τω μεταξύ είχανε αρχίσει να τελειώνουν, δεν δούλευα πουθενά, θυμάσαι. Μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου στο εξωτερικό. Ο Μεσούτ μου έστελνε χρήματα. Με την εξαφάνιση του όμως, σταμάτησε και η χρηματοδότηση. Το να αρχίσω να δουλεύω ήταν η μόνη διέξοδος. Ήμουν έγκυος όμως. Και ανύπαντρη. Καταλαβαίνεις ότι δεν θα μπορούσα να σταθώ στην κοινωνία μας. Αυστηρά τα ήθη. Πως θα τα κατάφερνα;

    Και ίχνος από κανέναν σας. Στην απόγνωση μου θυμήθηκα μία θεία από την πλευρά της μητέρας μου. Στην Μυτιλήνη. Έλπιζα να ζούσε ακόμη. Με λεωφορείο έφτασα στο Αϊβαλί και από εκεί με το πρώτο καραβάκι πέρασα απέναντι. Έψαξα την μακρινή θεία, ήμουν τυχερή, την βρήκα. Με θυμήθηκε αμέσως, πως θα μπορούσα να σας ξεχάσω, μου είπε; Εδώ θα μείνεις κόρη μου, εγώ ασπίδα και προστασία σου. Πόσο συγκινούμαι στην θύμηση της. Μα τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα φανταστήκαμε. Λίγες μέρες πριν την γέννα βλέπαμε περίεργες κινήσεις γύρω από το σπίτι. Άγνωστες φάτσες, άγριες, δεν κάνανε καμία κίνηση για να κρυφτούν, το αντίθετο μάλιστα. Φοβήθηκα, για το παιδί κυρίως. Μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι.

    Σε νοσοκομείο είχαμε αποφασίσει να μην πάμε. Δεν έπρεπε να προδοθούμε από τίποτε. Η γέννα ήταν δύσκολη. Είχε έρθει μία μαμή από το χωριό. Μα όσο κι αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε. Έτσι μου είπαν. Εγώ είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, έμαθα τα μαντάτα. Ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Και ότι ήταν κοριτσάκι. Δεν μ’ αφήσαν να το δω. Είχαν βιαστεί για την ταφή του. Έπρεπε, λέει όλα να γίνουν γρήγορα.

    Πέτρωσα μέσα μου. Σε διάστημα λίγων μηνών, έχασα ότι αγαπούσα στον κόσμο. Εσένα, τον αδερφό μου και το μωρό μας. Στην σκέψη του μάτωνα. Ούτε αγκαλιά δεν μπόρεσα να το πάρω.

    Αναστέναξε η Dolunay.

    - Έφυγα, γύρισα πίσω δεν ήξερα τι να κάνω. Βρέθηκε ένας γνωστός του αδερφού μου. Με βοήθησε να βρω δουλειά στο Πανεπιστήμιο. Βοήθησαν και οι σπουδές μου βέβαια. Στην Σμύρνη αυτά. Γιατί στην Πόλη δεν ήθελα να ξαναβρεθώ. Όλα μου θυμίζαν εσένα. Αυτά που ζήσαμε. Εγώ ήθελα να ξεχάσω.

    Αγκάλιασε ο Γιώργος το αγαπημένο κεφάλι. Της χάιδευε τα μαλλιά τρυφερά.

    - Και για το παιδί πότε έμαθες, ρώτησε σιγανά.

    - Αργότερα, πολύ αργότερα. Τους τελευταίους μήνες για την ακρίβεια. Εμφανίστηκε μια μέρα ξαφνικά μπροστά μου ο Μεσούτ. Δεν τον γνώρισα στην αρχή. Ξαφνιάστηκα. Εγώ τον είχα ξεγραμμένο. Κόπηκε η φωνή μου. Μόνο όταν μου μίλησε, μπόρεσα λίγο να συνέρθω. Με πήγε σε ένα απόμερο καφενείο, κοίταγε συνέχεια πίσω, φαινόταν πως φοβόταν.

    Μου μίλαγε με τις ώρες, δεν πίστευα αυτά που άκουγα. Τα ήξερε όλα από την αρχή. Είχε ανέβει στην ιεραρχία στο κύκλωμα που ήταν μπλεγμένος από τότε. Είχαν απλωθεί οι δουλειές τους σε όλη την Ευρώπη. Με “πρόσεχε“ από μακριά. Τι να το κάνω, του είπα. Πέρασε η ζωή μου μέσα στην μοναξιά. Τους είχα όλους για χαμένους.

    Τότε μου μίλησε και για το παιδί. Ότι δεν πέθανε στην γέννα, ότι το είχαν αρπάξει οι άνδρες που στείλανε. Ποιοι ήταν αυτοί που πήραν το παιδί μου, άρχισα να ουρλιάζω. Μας κοιτάγανε από τα διπλανά τραπέζια. Δεν μου καιγόταν καρφί. Όλα τα κανόνισε με τον συνέταιρο του. Τον Έλληνα δικηγόρο. Με παρακολουθούσαν από την αρχή. Ακόμη και στο νησί που πήγα, το ξέρανε. Κι εγώ η ανόητη που νόμιζα πως είχα κρυφτεί. Ο δικηγόρος ήθελε να με καθαρίσουν.

    Όπως ξέρεις, η επιχείρηση με τον Μεσούτ κατέληξε σε φιάσκο. Η οργάνωση είχε εσωτερική ενημέρωση από κάποιον δικό τους, μέσα από την Πρεσβεία. Μια νεαρή που δούλευε τότε μαζί σου. Αγάπη... Αλίκη. Κάπως έτσι την είπε.

    Ο Μεσούτ έκανε μεγάλη προσπάθεια να με σώσει τότε. Αντάλλαξε την ζωή μου με το παιδί που περίμενα. Ο δικηγόρος, είχε λέει μια υποχρέωση σε έναν στενό συνεργάτη του, άτεκνο. Μου πήραν το παιδί. Και το παρουσιάσαν σαν δικό τους.

    Καταλαβαίνεις πως ένοιωσα. Για δεύτερη φορά ξανάχασα την κόρη μου. Θα τρελαθώ, έλεγα, θα τρελαθώ. Το μυαλό μου μπερδευόταν. Το παιδί μου ζούσε. Ζούσε. Από την μια, φτερούγιζε η καρδιά μου από την χαρά και από την άλλη, μαύρες κουρτίνες πέφταν μπροστά μου. Άρχισα να ουρλιάζω πάλι. Το παιδί μου, το παιδί μου, δολοφόνοι και όρμησα στον αδερφό μου. Ήμουν εκτός εαυτού.

    Με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε έξω. Προσπάθησε να με ηρεμήσει.

    - Άκουσε, μου είπε, εγώ είμαι πια ξεγραμμένος. Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου να επανορθώσω. Σύνελθε και άκουσε με.

    Ήθελε πια να εξιλεωθεί.

    Επανήλθα κάπως. Η μικρή είχε υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι στην Ελλάδα. Όχι και τους καλύτερους γονείς. Μετά κάτι συνέβη και τους την πήραν. Την μεγάλωσε μια ηλικιωμένη κυρία. Της έδωσε όση αγάπη μπορούσε. Ότι ζούσε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Κι ότι θα ερχόταν στην Πόλη σε λίγες μέρες. Με ένα εκδρομικό. Αν θέλω, μπορώ να πάω να την δω. Από μακριά όμως. Δεν θα της μίλαγα. Αλλιώς κινδυνεύαμε όλοι. Και κυρίως η μικρή. Δεν πίστευα αυτά που άκουγα. Έπρεπε μέσα σε λίγη ώρα να τα χωνέψω και να αποφασίσω αν θα τον ακολουθήσω στην Πόλη.

    Δέχτηκα αμέσως.

    Ακολουθήσαμε ένα πούλμαν που είχε έρθει από την Ελλάδα. Προσπαθούσα να ξεχωρίσω, να καταλάβω. Δεν έβλεπα τίποτα, τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα.

    Με βοήθησε ο Μεσούτ τότε. Ήταν οι τελευταίες του μέρες. Είχε ένα “ατύχημα” στην Πόλη, τον χάσαμε.

    - Ναι, ξέρω είπε ο Γιώργος με σβησμένη φωνή. Και την είδες την κόρη μας; Πως είναι; Και από ποια πόλη ερχόταν αυτό το τουριστικό πούλμαν, έμαθες;

    - Ναι, χαμογέλασε η Dolunay. Το είδα το πουλάκι μας. Πανέμορφη και τόσο ευγενική. Μιλήσαμε “τυχαία“, μέσα στην Βασιλική Κιστέρνα. Έκανε βόλτα μόνη της και έτσι την πλησίασα. Πώς κρατήθηκα να μην την αγκαλιάσω, να την σφίξω σφιχτά πάνω μου. Δεν είσαι μόνη σου πουλάκι μου, εγώ είμαι εδώ, ήθελα να την πω. Τριγύρναγε στα αξιοθέατα της Πόλης, όπως έκανα κι εγώ παλιά. Μου φάνηκε τόσο μικρή, τόσο ευάλωτη.

--//--

    Ο Αστυνόμος τα είχε χαμένα. Προσπαθούσε να ξετυλίξει το κουβάρι των αποκαλύψεων. Τρόμαζε στην σκέψη όλων αυτών που έβλεπε να έρχονται. Το ένοιωθε. Ήδη συγκλονιζόταν από τις αλήθειες που ήταν μπροστά του και σαν βέλη είχαν αρχίσει να τον καρφώνουν.

    - Έμαθες τουλάχιστον το όνομα της; Ρώτησε, με σβησμένη φωνή.

    - Ναι, του απάντησε η Dolunay με χαρά. Ευδοκία το λένε το γιαβρί μας. Ευδοκία. Παράξενο όνομα, δεν νομίζεις;

Τέλος κεφαλαίου XV

Τη σκυτάλη παίρνει ο Παντελής Γουλάρας


    Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

No comments:

Post a Comment