Monday, 10 July 2023

Χορογραφία... για πέντε. Κεφάλαιο XIV

 Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Χαράδρα Ημαθίας




Άρχισε να χάνει σημαντικά ποσά


    Συνεχίζουμε σήμερα με το 14ο Κεφάλαιο του συλλογικού μας μυθιστορήματος "Χορογραφία... για πέντε".

    Η Φρόσω ένιωθε προβληματισμένη από τη συμπεριφορά του Άλκη. Ένιωθε, πως πολλές ενέργειές του, ξέφευγαν κατά πολύ από το πρωτόκολλο που επέβαλλε η υπηρεσία σε παρόμοιες περιπτώσεις. Είχε αντιληφθεί κάποια περίεργα βλέμματα ανάμεσα στον συνάδελφό της και την Ανδρονίκη. Ήξερε πολύ καλά πως δεν είχε δει ούτε είχε αντιληφθεί κάτι χειροπιαστό, απλά ήταν όλα αποτέλεσμα ενός γυναικείου ενστίκτου, που πάντα του έδινε σημασία και το αξιολογούσε αναλόγως των περιστάσεων. Αποφάσισε να κρατήσει τις επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς της για τον εαυτό της, προς το παρόν, και να τους αξιολογήσει αναλόγως των εξελίξεων. Αισθανόταν πολύ άσχημα με τις υποψίες που είχε για έναν συνάδελφό της, χωρίς να έχει στην ουσία τίποτα χειροπιαστό. Θυμήθηκε τα μαθήματα στη σχολή της αστυνομίας και τον καθηγητή της εγκληματολογίας που επανειλημμένως τους τόνιζε πως δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να είναι υπεράνω υποψίας.

    Στο μυαλό της έρχονταν διάφορες περιπτώσεις συναδέλφων που μερολήπτησαν σε ορισμένες υποθέσεις, ή που ακόμη είχαν προσωπικό συμφέρον και αγνόησαν ή και φύτεψαν στοιχεία προς όφελός τους. Τίποτα όμως ουσιαστικό δεν είχε στη διάθεσή της, εκτός από ένα ένστικτο που τη βασάνιζε και όσο κι αν προσπαθούσε να το αποβάλλει δεν της ήταν δυνατό. Άνοιξε έναν φάκελο με ειδικό κωδικό και κατέγραψε τις σκέψεις της και όλα όσα είχαν πέσει στην αντίληψή της. Αυτός ο φάκελος ήταν μόνο για προσωπική της χρήση και φρόντισε να μην μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση σ' αυτόν. Άρχισε να κάνει ένα πιο λεπτομερή έλεγχο τόσο στη ζωή του Άλκη, όσο και στη ζωή της Ανδρονίκης. Ήξερε πολύ καλά πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να «σκαλίσει» οτιδήποτε από το παρελθόν και το παρόν ενός συναδέλφου χωρίς τη σχετική εντολή, αλλά το ένστικτό της ήταν ισχυρό και δεν μπορούσε να το αγνοήσει. 

--//--

    Η Ανδρονίκη αποφάσισε ν' ασφαλίσει τα «στικάκια» με τις συνομιλίες της, τόσο με τον Καρατζόγλου, όσο και με όσους είχε καταφέρει να υποκλέψει στη διάρκεια της θητείας της στην ΜΚΟ. Άνοιξε έναν φάκελο στον υπολογιστή και τον ενημέρωσε συμπληρώνοντας την κάθε συνομιλία με δικά της σχόλια και συμπεράσματα ανάλογα με τον συνομιλητή και την ποιότητα της υποκλοπής. Ήξερε πολύ καλά τους κινδύνους που έκρυβε αυτή η ενέργειά της σε περίπτωση που ο φάκελος γινόταν αντιληπτός από την αστυνομία ή από ανταγωνιστές, τόσο μέσα στην ΜΚΟ όσο και εκτός αυτής, αλλά της διασφάλιζε μια κάποια ασφάλεια στην περίπτωση που θα χρειαζόταν γρήγορη πρόσβαση σε στοιχεία. Σκέφτηκε τον Βρασίδα, το άγριο μαστίφ που είχε για φύλακα ο Καρατζόγλου στην περιφραγμένη αυλή της οργάνωσης. Η άγρια εμφάνιση του σκύλου, σε συνδυασμό με τα 92 κιλά που κουβαλούσε, δεν επέτρεπε σε κανένα να παραβιάσει τον φράκτη του περιβόλου. Το λευκό σπιτάκι στο οποίο ξεκουραζόταν ήταν φτιαγμένο από ισοθερμικό πάνελ και ήταν η αγαπημένη του θέση στις ώρες που ήθελε να ξεκουράζεται. Κανείς από το προσωπικό, με εξαίρεση τον ίδιο τον δικηγόρο, δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Μια ειδική κατασκευή με χοάνη που συνδεόταν με την ταΐστρα του επέτρεπε στους φύλακες του κυρίως κτιρίου να τον εφοδιάζουν με ξηρή τροφή έχοντας την ανάλογη ασφάλεια. Στον χώρο που έλεγχε το μαστίφ κανείς δεν τολμούσε να μπει με εξαίρεση τον μεγαλοδικηγόρο. Συνήθως κάθε Κυριακή οι υπεύθυνοι της ασφάλειας της ΜΚΟ τον έβλεπαν ν' ασχολείται με την εκπαίδευση του Βρασίδα (αυτό ήταν το όνομα του σκύλου) και να του δίνει τις προβλεπόμενες «λιχουδιές» κάθε φορά που εκτελούσε την εντολή του. Ο Καρατζόγλου ήταν ο μόνος που φρόντιζε για την καθαριότητα στον όλο χώρο και ειδικά στο λευκό σπιτάκι που προστάτευε το ζώο από τις καιρικές συνθήκες. Τον έβλεπαν οι φύλακες να κουβαλάει μόνος του ένα τσουβάλι με άχυρα και με προσοχή, αφού έβγαζε τα παλιά απ' το σκυλόσπιτο, έμπαινε μέσα και τακτοποιούσε τα νέα άχυρα στο πάτωμα και για λίγα λεπτά έχαναν την οπτική επαφή μαζί του, καθώς το μέγεθος της κατασκευής ήταν τέτοιο που του επέτρεπε να μπαίνει ολόκληρος μέσα. Με μεγάλη προσοχή επαναλάμβανε την ίδια ρουτίνα κάθε βδομάδα. Κανείς απ' τους φύλακες δεν τόλμησε ποτέ να παραβιάσει τον χώρο ευθύνης του μεγαλόσωμου ζώου.

Ο μεγάλος σκύλος δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει


    Η Ανδρονίκη πολλές φορές είχε αναρωτηθεί για την ευαισθησία που έδειχνε ο δικηγόρος γι αυτόν τον σκύλο. Στα τόσα χρόνια που συνεργαζόντουσαν μαζί δεν τον είχε δει ποτέ να δείχνει κάποια αδυναμία και πόσο μάλλον ευαισθησία για κανέναν και για τίποτα. Γι αυτήν ο προϊστάμενός της ήταν μια ψυχρή μηχανή χωρίς αισθήματα, που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η αποτελεσματικότητα σε ότι αναλάμβανε να κάνει. Από τη θέση της πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε τα τεράστια ποσά που διακινούνταν μέσα απ' το ταμείο της ΜΚΟ. Εκτός από τις επιχορηγήσεις έβλεπε κατά καιρούς και τεράστια ποσά που με την μορφή δωρεών εμφανίζονταν τακτικά στα λογιστικά της οργάνωσης και από εκεί σε διάφορους λογαριασμούς για στήριξη διαφόρων δραστηριοτήτων της. Όταν η Ανδρονίκη προσπάθησε να «βρει» λεπτομέρειες για την πορεία αυτών των χρημάτων, βρέθηκε σε αδιέξοδο κι όταν ο Καρατζόγλου της επεσήμανε με κάθε σαφήνεια ότι δεν ήταν στα καθήκοντά της να «σκαλίζει» τέτοια θέματα, κατάλαβε πολύ καλά ότι κάτι σάπιο υπήρχε στην όλη υπόθεση. Αμέσως έγινε πιο προσεχτική και προσπάθησε να μη δώσει την παραμικρή αφορμή για να της κάνει οποιοδήποτε επικριτικό σχόλιο ο προϊστάμενός της. Από ένα σημείο και μετά ταυτίστηκε απόλυτα με τα θέλω του Καρατζόγλου και πολύ γρήγορα έγινε η απαραίτητη βοηθός του. Σταδιακά άρχισε να παίρνει μικρές πρωτοβουλίες για την εξέλιξη των υποθέσεων που αφορούσαν την οργάνωση και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε το αδιαφιλονίκητο Νο 2 μετά τον δικηγόρο. Κατά διαστήματα, όταν ο Καρατζόγλου είχε σοβαρές δικαστικές υποθέσεις, γινόταν αυτόματα το Νο 1 και προσπαθούσε πάντα τόσο για την καλή λειτουργία, όσο και για την καλή επικοινωνία της. Οι συνεντεύξεις που κατά καιρούς έδινε κάλυπταν απόλυτα τα «θέλω» της οργάνωσης φροντίζοντας πάντα ν' αναδεικνύει το έργο και να τονίζει τις δραστηριότητες σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Το διάστημα που διηύθυνε την οργάνωση, αυτή απλώθηκε κι επεκτάθηκε σε πολλούς τομείς, βοηθώντας πλήθος ανθρώπων και οικογενειών που είχαν ανάγκη στήριξης. Η Ανδρονίκη, εκτός απ' την καταξίωση και το μέγεθος των αποδοχών που ελάμβανε αρχικά, σε ανύποπτο χρόνο είδε τη μισθολογική της κλίμακα ν' ανέρχεται όλο και πιο ψηλά. Επιπροσθέτως διάφορα προνόμια που ακολουθούσαν την επίζηλη πλέον θέση της στην οργάνωση, όπως δωρεάν αυτοκίνητο, αεροπορικά εισιτήρια, διαμονή σε ακριβά ξενοδοχεία, την έκαναν ένα απ' τα καλύτερα αμειβόμενα στελέχη του είδους.

    Αυτό όμως ήταν κάτι που δεν ικανοποιούσε την Ανδρονίκη. Από την πρώτη στιγμή είχε βάλει σαν στόχο της την κορυφή, μια κορυφή που θα την καθιέρωνε ως μοναδική στην ηγεσία και είχε βάλει σαν σκοπό να υπερκεράσει τον Καρατζόγλου. Ήξερε πολύ καλά πως, εκτός από την εξουσία, τα οικονομικά οφέλη θα ήταν τέτοια που κανείς δεν θα μπορούσε να υπολογίσει. Σε καμία περίπτωση επίσης δεν θα μπορούσε να παραβλέψει την εξουσία και το κύρος που θα της έδινε μια τέτοια θέση. Από την πρώτη στιγμή, μετά την πρόσληψή της απ' τον δικηγόρο, έβαλε σαν σκοπό της ζωής της την αναρρίχησή της στην κορυφή. Μεθοδικά κατέγραφε, μαγνητοσκοπούσε και ηχογραφούσε όλα όσα θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμα στο μέλλον. Χωρίς κανένα ηθικό φραγμό φρόντισε ν' ανοίξει φάκελο για καθένα μέλος της ΜΚΟ και για όσους είχαν έστω και την παραμικρή σχέση με αυτήν. Έτσι σταδιακά το αρχείο της μεγάλωνε και κατάφερε να γίνει γνώστης μυστικών που της έδιναν κατά τη γνώμη της όλο και μεγαλύτερη δύναμη. Το αρχείο της εμπλουτίστηκε, όταν πριν μήνες σε μια βιαστική φυγή του μεγαλοδικηγόρου βρήκε το αρχείο του ανοικτό και φρόντισε να βγάλει ένα αντίγραφο, ένα αντίγραφο που της άνοιγε δρόμο στα πιο σκοτεινά δεδομένα και στους φακέλους για όλους όσους ήταν εξαρτώμενοι ή υποχρεωμένοι στον Καρατζόγλου. Έτσι σε μια νύχτα ένιωσε κυριολεκτικά παντοδύναμη και πίστεψε πως γρήγορα θα έκανε το επόμενο βήμα. Ένα βήμα που θα την έφερνε στην κορυφή της ΜΚΟ.

    Ξαφνιάστηκε όταν μέσα στους φακέλους που αντέγραψε βρήκε στοιχεία και για τον δεύτερο στην ιεραρχία του αστυνομικού τμήματος της πόλης. Στο «βιογραφικό» του νεαρού αστυνομικού βρήκε λεπτομέρειες που την ξάφνιασαν και κατάλαβε πως ο δικηγόρος είχε άμεση πληροφόρηση για ότι γινόταν μέσα στο αστυνομικό τμήμα. Κατάλαβε πως ο προϊστάμενός της ήταν πάρα πολύ καλά δικτυωμένος και ήλεγχε σχεδόν τα πάντα στην επαρχιακή πόλη και όχι μόνο. Στον προσωπικό φάκελο του αστυνομικού ο Καρατζόγλου σημείωνε λεπτομερώς μηνιαίες καταβολές χρημάτων και υπήρχαν βίντεο με συνομιλίες, οι οποίες ήταν άκρως επιβαρυντικές για τον Άλκη. Με ενδιαφέρον έμαθε πως ο νεαρός αστυνομικός ήταν εθισμένος στον τζόγο και ξεπλήρωνε τα χρέη του με τις «επιχορηγήσεις» που τακτικά ελάμβανε απ' τον Καρατζόγλου. Είδε βίντεο με χαρτοπαίγνια, με ζάρια, ακόμη και με ηλεκτρονικό τζόγο. Σ' όλα ήταν πρωταγωνιστής ο αστυνομικός, ο οποίος έχανε τεράστια ποσά για τα οικονομικά του δεδομένα και σε κάποια φαινόταν να λαμβάνει χρήματα και να ευχαριστεί κάποιον που δεν φαινόταν στο πλάνο. Η Ανδρονίκη αμέσως κατάλαβε πόσο χρήσιμος θα της ήταν ένας τόσο ευάλωτος αστυνομικός και αμέσως άρχισε να σχεδιάζει το πώς θα τον προσεγγίσει. Ήξερε πως θα έπρεπε να το κάνει με λεπτότητα, χωρίς ο προϊστάμενός της να το αντιληφθεί και κυρίως έπρεπε ο Άλκης να πιστέψει πως αυτή θα ήταν η σανίδα σωτηρίας γι αυτόν. Αμέσως έβαλε σ' εφαρμογή ένα σχέδιο να τον πλησιάσει δήθεν τυχαία και να κρύψει επιμελώς την κάθε υστεροβουλία που είχε. Έτσι άρχισε να συχνάζει σε μέρη που σύχναζε ο νεαρός, χωρίς όμως να δείχνει ενδιαφέρον γι αυτόν και άφηνε να φανεί ότι οι συναντήσεις τους ήταν δήθεν τυχαίες .

    Ήξερε τα πάντα για την Πάμελα και τη σχέση της με τον προϊστάμενό της. Στην αρχή ξαφνιάστηκε, αλλά είχε ήδη διαμορφώσει γνώμη για όλα και για όλους στην ΜΚΟ. Από τις πρώτες μέρες έβλεπε γεγονότα που δεν ταίριαζαν με τη λειτουργία και το καταστατικό της οργάνωσης, είχε όμως την ευφυΐα να μην αναρωτηθεί δημοσίως γι αυτό και κυρίως να μη ρωτήσει τον δικηγόρο. Το χρήμα που κυκλοφορούσε δεν ταίριαζε με τις δραστηριότητες της ΜΚΟ. Οι συνηθισμένες επιχορηγήσεις ήταν σημαντικές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν ν' αντισταθμίσουν τα ποσά που λάμβανε η οργάνωση από «περίεργους» δωρητές, οι οποίοι πολλαπλασιάζονταν όπως και τα ποσά που χορηγούσαν. Όλα αυτά τα είχε αντιληφθεί σχεδόν απ' το πρώτο διάστημα της παρουσίας της στο πλευρό του Καρατζόγλου, είχε όμως την εξυπνάδα και την πονηριά να μη δείξει τίποτα απ' όσα είχε αντιληφθεί και κυρίως τίποτα απ' όσα υποψιαζόταν. Απλά αφοσιώθηκε στα καθήκοντα που είχε βάσει του οργανογράμματος στην ΜΚΟ, ενώ παράλληλα δημιούργησε το προσωπικό της αρχείο, το οποίο εμπλούτιζε και ενημέρωνε σχολαστικά. Εμβρόντητη ανακάλυψε ότι άνδρας που είχε τη θέση της προηγουμένως είχε ένα περίεργο ατύχημα που τον είχε αφήσει «φυτό» και τα έξοδα στο κέντρο αποκατάστασης που είχε μεταφερθεί τα είχε αναλάβει φυσικά η ΜΚΟ. Όσο «σκάλιζε» τις συνθήκες του ατυχήματος, εύρισκε ενδείξεις που την έκαναν να υποψιαστεί πως μόνο ατύχημα δεν ήταν. Με πρόσχημα την κοινωνική δράση της οργάνωσης και με τη σύμφωνη γνώμη του δικηγόρου άρχισε να επισκέπτεται τακτικά τον προκάτοχό της. Το μόνο που της ζήτησε ο Καρατζόγλου ήταν να ενημερώνεται προσωπικά για την εξέλιξη της κατάστασης του ασθενούς. Οι επισκέψεις της συνοδεύονταν πάντα με λουλούδια ή φρούτα. Του μιλούσε ή του διάβαζε αποσπάσματα από ένα βιβλίο που φρόντιζε να έχει μαζί της, αν και το ιατρικό προσωπικό τη διαβεβαίωνε ότι ο ασθενής δεν ήταν σε θέση να την καταλάβει. Αυτή απτόητη συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο τις επισκέψεις της, χωρίς να δίνει σημασία στα λεγόμενά τους. Κατά καιρούς ένιωθε ότι την παρακολουθούσαν και αναρωτιόταν τον λόγο αυτής της ενέργειας. Πολύ γρήγορα κατέληξε πως ο Καρατζόγλου είχε απλώσει τα δίκτυα του κι εδώ και βεβαιώθηκε, όταν ανακάλυψε πως ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου και βασικός μέτοχος του κέντρου αποκατάστασης. Αυτό την έκανε να είναι επιφυλακτική και να δίνει πλήρη αναφορά στον προϊστάμενό της για ό,τι συνέβαινε στο δωμάτιο του άτυχου προκατόχου της. Ήξερε πολύ καλά ότι ήδη θα τα μάθαινε λεπτομερώς, έτσι έδειχνε ένα πρόσωπο αθωότητας κι ένα προφίλ κοινωνικού ανθρώπου. Με τον καιρό απέκτησε την εμπιστοσύνη του νοσηλευτικού προσωπικού και ζήτησε να της επιτρέπουν να βγάζει τον ασθενή στον τεράστιο κήπο του κέντρου αποκατάστασης. Στην αρχή συνοδευόμενη από έναν νοσηλευτή οδηγούσε τον προκάτοχό της με τη βοήθεια ενός αναπηρικού καθίσματος στην αυλή, σ' ένα παγκάκι κάτω από ένα τεράστιο πλατάνι. Ακολουθώντας πάντα την ίδια ρουτίνα χωρίς καμία παρέκκλιση, γρήγορα οδήγησε τον νεαρό νοσηλευτή να εγκαταλείψει την επιτήρησή της και να συχνάζει στο αναψυκτήριο του κέντρου. Αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση και η προσπάθειά της άρχισε ν' αποδίδει καρπούς. Ανακάλυψε ότι ο «ασθενής» δεν ήταν και τόσο «ασθενής», αλλά υποκρινόταν ότι βρισκόταν σε άθλια κατάσταση μ' ένα πάρα πολύ πειστικό τρόπο. Για την Ανδρονίκη ήταν πλέον θέμα τιμής να τον ξεσκεπάσει, αλλά και να τον πείσει να την εμπιστευτεί.Σε μια από τις επισκέψεις της, στον προκάτοχο της και ενώ βρισκόντουσαν μακριά από κάθε αδιάκριτο μάτι... τον άκουσε να της λέει...  "πρόσεχε γιατί θα καταλήξεις σαν εμένα ή και χειρότερα". Δεν ξαφνιάστηκε καθόλου απο την δυνατότητα του να επικοινωνεί! Άπό τοτε έκανε ακόμη πιο τακτικές τις επισκέψεις της στο κέντρο αποκατάστασης και ανέπτυξε με τον προκάτοχο της ενα κώδικα επικοινωνίας, που την βοήθησε πάρα πολύ στο να μάθει ακόμη περισσότερα, για την δράση του δικηγόρου. Φρόντισε να μη δίνει στόχο και μετά από κάθε επίσκεψη της στο κέντρο αποκατάστασης, έδινε λεπτομερή αναφορά στον δικηγόρο ενώ ήξερε πως παράλληλα και το νοσηλευτικό προσωπικό έκανε το ίδιο! Με προσοχή κανόνισε οι αναφορές της να μπορούν να διασταυρωθούν τουλάχιστον ως προς τον χρόνο και το σημείο της επίσκεψης. Ποτέ μα ποτέ δεν πήγαινε τον προκάτοχο της στο ίδιο σημείο. Άλλαζε το σημείο που θα καθόντουσαν στον κήπο για να ειναι σίγουρη πως κανείς δεν τους παρακολουθούσε. Ο προκάτοχος της μιλούσε χωρίς ενδοιασμούς πλέον και οι πληροφορίες που αποκόμιζε από αυτόν την  έκαναν να καταλάβει πόσο αδίστακτος ήταν ο Καρατζόγλου. Άνοιξε καινούργιο φάκελο και τον ενημέρωνε μετά από κάθε επίσκεψη της .


'Αρχισε να σηκώνεται από το κρεβάτι και να κάνει βόλτες στο διάδρομο


    Παρακολουθώντας στο διαμέρισμά της την ερωτική συνεύρεση της Πάμελας με τον μεγαλοδικηγόρο, από ένα βίντεο που είχε καταγράψει η κρυφή κάμερα που είχε «φυτέψει» στο διαμέρισμα της «τραγουδιάρας», έμεινε έκπληκτη όταν αντιλήφθηκε ότι το θέαμα την ερέθιζε. Ένιωσε το στόμα της να ξεραίνεται και το κορμί της να τρέμει. Χωρίς κανένα δισταγμό κατέβασε το εσώρουχό της και άρχισε να χαϊδεύει με τα δάκτυλά της την κλειτορίδα της και σταδιακά να τα βάζει όλο και πιο βαθιά στον κόλπο της. Ξαφνιάστηκε όταν στο τέλος ήρθε σε οργασμό σχεδόν συγχρόνως με το ερωτικό ζευγάρι και χρειάστηκε να μείνει ακίνητη, ιδρωμένη μέχρι να ηρεμήσει. Προσπαθώντας να χαλαρώσει μετά από έναν τελείως περίεργο οργασμό που μόλις είχε απολαύσει, της ήρθε μια απλοϊκή στην αρχή ιδέα, που σύντομα εξελίχθηκε στο μυαλό της σε ολοκληρωμένο σχέδιο. Μπήκε στο μπάνιο και άφησε το ζεστό νερό του ντούζ να κυλήσει ευεργετικά στο σώμα της. Αργότερα, όταν σκουπιζόταν, έριξε μια ματιά στον καθρέπτη και θαύμασε το είδωλό της. Κοιτάζοντας με αυταρέσκεια το κορμί της είπε μέσα από τα δόντια της:

    - Είμαι καλή, ακόμη περνάει η μπογιά μου!

    Χαμογέλασε ευχαριστημένη και πήγε στο υπνοδωμάτιο να κοιμηθεί, αφού πρώτα ασφάλισε το στικάκι με τις περιπτύξεις του ζευγαριού.

--//--

    Το να πλησιάσει την Πάμελα ήταν παιχνιδάκι για την Ανδρονίκη. Η γυναίκα της νύχτας, παρ’ όλη την επιφανειακή της σκληρότητα, ήταν ένα άτομο δυστυχισμένο και καταπιεσμένο. Ήταν φανερό πως μισούσε τον «ευεργέτη» της και πάνω σ' αυτό το μίσος επένδυσε η διευθύντρια της ΜΚΟ προσδοκώντας προσωπικά οφέλη. Σε κάθε συνάντηση που είχαν οι δύο γυναίκες φρόντιζε να την πλησιάζει όλο και πιο πολύ, δείχνοντας στην αρχή ένα αθώο ενδιαφέρον που γινόταν όλο και πιο «ζεστό», όλο και πιο τολμηρό. Η Πάμελα στην αρχή ξαφνιάστηκε με τη φανερή ερωτική προσέγγιση της διευθύντριας και το εύρισκε αστείο σαν γεγονός. Βέβαια της είχε τύχει να της την «πέφτουν» κι άλλες γυναίκες και τις απέρριπτε δίχως δεύτερη σκέψη, ενώ μερικές τις έβριζε και τις χλεύαζε. Ποτέ της δεν είχε σκεφτεί να κάνει ομοφυλοφιλική σχέση και θεωρούσε τον εαυτό της στρέιτ και δεν είχε νιώσει ποτέ έλξη για το ίδιο της το φύλο, ούτε καν το είχε σκεφτεί ποτέ. Με την Ανδρονίκη αισθανόταν οικεία κι ένιωθε μια σιγουριά δίπλα της που την ξάφνιαζε. Συνήθως ήταν δύσπιστη με όλα τα άτομα που γνώριζε και με μεγάλη επιφυλακτικότητα προχωρούσε σε νέες γνωριμίες. Η σκληρή ζωή την είχε κάνει να προσέχει και να μην ανοίγεται εύκολα. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε περίεργα κολακευμένη με την προσέγγιση της Ανδρονίκης και δεν αντέδρασε όπως συνήθιζε στο παρελθόν. Χαμογελούσε σε κάθε κομπλιμέντο που της έκανε και μερικές φορές ένιωθε κολακευμένη με τα σχόλια που της έκανε και αφορούσαν το σώμα της. Ήταν τελείως διαφορετικά σχόλια από τα κοινότυπα και πρόστυχα που άκουγε συνήθως απ' τους άνδρες που προσπαθούσαν να την προσεγγίσουν. Σε λίγο άρχισε να περιμένει αυτά τα σχόλια και μερικές φορές να τα προκαλεί με διάφορους τρόπους σαν φλερτάριζε με την Ανδρονίκη. Αυτό όμως ήταν ένα τελείως διαφορετικό φλερτ, δεν θύμιζε καθόλου τα πρώτα της εφηβικά σκιρτήματα. Όταν συνειδητοποίησε ότι άρχισε να ενδιαφέρεται για την ισχυρή γυναίκα της ΜΚΟ, ήταν αργά να συγκρατήσει τα συναισθήματά της. Προσπάθησε να ελέγξει και να επιβληθεί σ’ αυτά, όπως έκανε πάντα όταν της άρεσε κάποιος άνδρας. Αλήθεια, αναρωτήθηκε, πότε για τελευταία φορά μου άρεσε κάποιος; Ήξερε πολύ καλά ποιος άνδρας της είχε τραβήξει το ενδιαφέρον για τελευταία φορά, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το παραδεχτεί ούτε να το πει σε κανέναν. Αν και είχε διαλέξει αυτόν τον τρόπο ζωής, είχε μέσα της έναν περίεργο κώδικα, που δεν της επέτρεπε να «κλέψει» τον εραστή της φίλης της. Ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα να την πλημμυρίζει και μόνο που σκέφτηκε τον μπασκετμπολίστα. Άραγε τον είχε ερωτευτεί ή απλά τον θεωρούσε έναν ελκυστικό άνδρα σαν τόσους άλλους που είχε γνωρίσει; «Όχι», σκέφτηκε, «όχι, δεν ήταν ένα απλό καπρίτσιο». Της άρεσε, της άρεσε πάρα πολύ! Τόσο, που με δυσκολία συγκρατούσε την επιθυμία να τον κατακτήσει. Θυμόταν την ταραχή της κάθε φορά που τον συναντούσε κι αυτό ήταν κάτι που είχε να το νιώσει εδώ και πολύ καιρό. Όσο κι αν προσπαθούσε ν' αποβάλλει αυτό το ένοχο (γι αυτήν) συναίσθημα που ένιωθε για τον μπασκετμπολίστα όσο κι αν προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το υποβαθμίσει, ήταν αδύνατο να το καταφέρει. Κάθε φορά που συναντούσε την Ευδοκία, αισθανόταν μια περίεργη ενοχή, που οποιοσδήποτε άλλος θα τη θεωρούσε ανεξήγητη και αβάσιμη. Με τον καιρό όσο καταπίεζε αυτό το συναίσθημα, αυτό γινόταν ένα πάθος απωθημένο που υπέβοσκε στο μυαλό και στα «θέλω» της. Το ερωτικό κάλεσμα που της έκανε η Ανδρονίκη ήρθε στην κατάλληλη γι αυτήν στιγμή, για να τη βοηθήσει να ξεκολλήσει από ένα αρρωστημένο πάθος, να τη βοηθήσει ν' αντέξει τη σχέση υποταγής που είχε με τον Καρατζόγλου και κυρίως ν' αντέξει τη ζωή της νύχτας στην οποία είχε εγκλωβιστεί. Η Ανδρονίκη πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ο ερωτικός στόχος της, παρ’ όλη τη σκληρότητα που επεδείκνυε, ήταν ένα ευάλωτο πλάσμα, έτοιμο να πέσει στα δίχτυα της. Παρατηρούσε με ικανοποίηση πως η νεαρή γυναίκα μετά από κάθε τους συνάντηση γινόταν όλο και πιο ευάλωτη, όλο και πιο θετική στο επίμονο φλερτ που της έκανε. Είναι ένα ώριμο φρούτο για φάγωμα, σκέφτηκε με ικανοποίηση και απλά περίμενε το κατάλληλο τάιμινγκ να εφαρμόσει το σχέδιό της. Η Ανδρονίκη ποτέ δεν είχε ενδοιασμούς με τους ερωτικούς συντρόφους της, από την εφηβεία της ένιωθε έλξη και για τα δύο φύλα. Πολύ νωρίς πειραματίστηκε με τη σεξουαλικότητά της. Αισθανόταν πολύ καλά κάνοντας σεξ τόσο με άτομα του ιδίου φύλου, όσο και με άτομα του αντίθετου. Κατάλαβε όμως ότι έπρεπε να κρύψει αυτές τις προτιμήσεις της, γιατί έβλεπε πως τόσο η κοινωνία, όσο και οι διάφορες θρησκείες υπαγόρευαν το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει κάποιος στο σεξ. Πολύ γρήγορα αποφάσισε πως η θρησκεία και μια συντηρητική κοινωνία δεν θα καθόριζε τις δικές της προτιμήσεις, από την άλλη όμως είχε ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης, ώστε να μην αποκαλύπτει τίποτα απ' αυτά που την ευχαριστούσαν. Έτσι διάλεγε με προσοχή τους ερωτικούς συντρόφους της, φροντίζοντας να μην έχει μακροχρόνιους δεσμούς και να τους χρησιμοποιεί όποτε και όπως μπορούσε. Για τον υπόλοιπο κόσμο είχε ένα καθαρά συντηρητικό προφίλ ανάλογο με την κοινωνική θέση που είχε βάλει σαν στόχο ν' αποκτήσει. Η αλήθεια είναι πως στόχευε πολύ ψηλά και φρόντιζε για την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Απολάμβανε τον έρωτα, χωρίς στην ουσία ποτέ της να ερωτευτεί κάποιον, άντρα ή γυναίκα. Έπαιρνε απ' τους κατά καιρούς ερωτικούς συντρόφους της αυτό που ζητούσε, την ηδονή και μόνο αυτή. Η Πάμελα ήταν μια τελείως διαφορετική περίπτωση. Τη διάλεξε με πρόσθετα κριτήρια εκτός απ' την ερωτική έλξη. Ήξερε από καιρό τη σχέση της με τον μεγαλοδικηγόρο και παρακολούθησε μια σειρά από βίντεο, στα οποία εκτός από τις ερωτικές τους συνευρέσεις είχε καταγράψει και πολλές συνομιλίες και κυρίως αρκετούς καυγάδες τους. Απ' όλα αυτά είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Πάμελα ήταν μια δυστυχισμένη ύπαρξη, που μισούσε θανάσιμα τον Καρατζόγλου. Ήταν σίγουρη πως τελικά θα της ήταν πολύ χρήσιμη στα σχέδια που ήδη είχε αρχίσει να καταστρώνει. Όταν τη συναντούσε μπροστά σε κόσμο, ανεξαρτήτως ποιοι ήταν οι παρόντες, της φερόταν με μια ψυχρή ευγένεια, που μερικές φορές έφτανε στα όρια της αυστηρότητας. Δεν παρέλειπε όμως σε κάθε ευκαιρία, όταν ήταν βέβαιη πως δεν τους παρακολουθούσε κανείς, να τη φλερτάρει μ' έναν τρόπο που γινόταν όλο και πιο τολμηρός. Η ευκαιρία της δόθηκε, όταν σ' ένα ταξίδι του Καρατζόγλου την κάλεσε στο εξοχικό της, ψηλά στο βουνό που δέσποζε πάνω απ' τη μικρή πόλη, να περάσουν μαζί ένα τριήμερο. Φρόντισε τα πάντα με την παραμικρή λεπτομέρεια. Δείπνο με γκουρμέ μενού, ακριβό κρασί, κηροπήγια με αρωματικά κεριά. Το τζάκι εκτός απ' τη ζέστη (που ήταν αναγκαία λόγω του υψομέτρου) έδινε και μια ρομαντική ατμόσφαιρα, που συνοδευόταν με τη βραχνή φωνή του Serze Gainsbourg και τη βαθιά προκλητική φωνή της Jane Birkin, ενώ το “je t'aime moi non plus” γέμιζε μ' έναν απίστευτο ερωτισμό την ατμόσφαιρα. Η Ανδρονίκη ήθελε να εντυπωσιάσει τη νεαρή γυναίκα κι ένιωθε μια αμηχανία σαν να πήγαινε στο πρώτο της ραντεβού. Αυτό και μόνο την έκανε ν' αναρωτιέται αν η Πάμελα ήταν κάτι διαφορετικό γι αυτήν. «Βλακείες», σκέφτηκε σχεδόν φωναχτά, «Βλακείες! Δεν μπορεί να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο!» Όσο κι αν προσπαθούσε να επιβληθεί στις σκέψεις της, αυτό ήταν αδύνατο. Σκεφτόταν συνεχώς τη νεαρή γυναίκα κι ένιωθε μια περίεργη έξαψη να κυριαρχεί στο σώμα της και στο μυαλό της. Είχε μια αδημονία που δεν μπορούσε να την εξηγήσει. Πήγαινε κάθε τόσο στον καθρέπτη και κοίταζε το είδωλό της, προσπαθώντας να εντοπίσει κάποιες ατέλειες στην εμφάνισή της. Παρ’ όλο που ήταν άψογη κι επιμελώς επιτηδευμένη, κάθε τόσο έκανε διορθώσεις στο κτένισμα των μαλλιών της και συμπλήρωνε με απαλές κινήσεις το άψογο μακιγιάζ του προσώπου της. «Καταντώ γελοία», σκέφτηκε, « Γιατί αυτός ο εκνευρισμός;» Δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση σ’ αυτήν την περίεργη συμπεριφορά της. Αποφάσισε να περιμένει τα γεγονότα να εξελιχθούν, χωρίς να προσπαθεί να καταλάβει αυτά που ένιωθε. Τσιτώθηκε όταν άκουσε τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να μπαίνει στην αυλή του εξοχικού. Γρήγορα σήκωσε τη βαριά κουρτίνα και είδε το αυτοκίνητο της Πάμελα να σταματάει λίγα μέτρα δίπλα απ' το δικό της. Αμέσως με το τηλεκοντρόλ έκλεισε τη βαριά σιδερένια εξώπορτα του κήπου διασφαλίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο κάποια μέτρα προστασίας και κυρίως ότι δεν θα τους διακόψει κανείς. Μόλις είδε τη νεαρή γυναίκα ντυμένη με το κόκκινο εφαρμοστό φόρεμα που τόνιζε ακόμα πιο πολύ το γυμνασμένο της σώμα, με μιας κατάλαβε πως η βραδιά θα τελείωνε πάνω στο αρκουδοτόμαρο που είχε φέρει από τη Ρωσία, εκεί μπροστά στο τζάκι. Έκανε όμως λάθος. Από εκεί άρχισε η βραδιά. Μόλις την αγκάλιασε για να τη χαιρετήσει, ένιωσε μια απίστευτη παρόρμηση που δεν μπορούσε να ελέγξει και τη φίλησε στο πλάι του λαιμού της. Με ευχαρίστηση είδε πως η νεαρή γυναίκα ανατρίχιασε και ανταποκρινόταν. Αμέσως έγδυσαν η μία την άλλη και βρέθηκαν πάνω στο αρκουδοτόμαρο σε πολύ μικρή απόσταση από τις φλόγες που έκαιγαν στο τζάκι.

    Οι μέρες που ακολούθησαν ένωσαν τις δύο γυναίκες ακόμη περισσότερο. Διάλεγαν με μεγάλη προσοχή τις ιδιαίτερες συναντήσεις τους, προσπαθώντας ν' αποφύγουν κάθε αδιάκριτο μάτι, ζώντας όμως έναν έρωτα χωρίς αύριο. Απέφευγαν όσο γινόταν τις δημόσιες εμφανίσεις και κρατούσαν μια ψυχρή έως και εχθρική στάση μεταξύ τους, όταν αναπόφευκτα βρίσκονταν σε κάποιες εκδηλώσεις μαζί με τρίτους. Η Ανδρονίκη έμαθε πάρα πολλά από την Πάμελα για πολλές σκοτεινές δραστηριότητες του Καρατζόγλου και κυρίως για τα κρυφά του πάθη. Οι ώρες που τις έβρισκαν ξαπλωμένες στο κρεβάτι, μετά από το παθιασμένο σεξ που προηγούνταν, ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να συζητήσουν πράγματα που σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα ήταν εύκολο να κάνουν. Η νεαρή γυναίκα της εξιστόρησε τα θλιβερά και δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε. Η Ανδρονίκη, αν και λίγο έως πολύ τα ήξερε, την άκουγε σιωπηλή, κάνοντας σπανίως κάποιες ερωτήσεις, μόνο και μόνο για να της δείξει ότι πραγματικά ενδιαφέρεται και με μεγάλη υπομονή περίμενε να φτάσει στις σχέσεις της με το ίδρυμα και κυρίως με τον δικηγόρο. Ξαφνιάστηκε με αυτά που γνώριζε η Πάμελα. Ο δικηγόρος, όπως και οι περισσότεροι άνδρες, ήταν απρόσεχτος όταν ξάπλωνε με γυναίκα μετά απ' το σεξ. Ενθουσιάστηκε όταν έμαθε τόσες πολλές λεπτομέρειες για τον Άλκη. Κατάλαβε πώς ο προϊστάμενός της ήταν πάντα έγκαιρα ενήμερος για όλα όσα γίνονταν στο αστυνομικό τμήμα της πόλης. Έμαθε με ευχαρίστηση πως με πληροφορίες που έπαιρνε από τον δικηγόρο ο Άλκης, κατόρθωνε και είχε τόσες πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του και κατάφερε ν' αναρριχηθεί τόσο στην ιεραρχία, όσο και στην εκτίμηση των ανωτέρων του, έτσι ώστε να γίνει το αδιαφιλονίκητο Νο 2 του αστυνομικού τμήματος της πόλης. Πληροφορίες που είχε στην κατοχή του ο δικηγόρος από εξομολογήσεις πελατών ή από υποθέσεις που τον βόλευε να μάθει η αστυνομία τις έδινε στον Άλκη και αυτός με συνοπτικές διαδικασίες ενεργούσε αστραπιαία δίνοντας την επιθυμητή λύση για τα συμφέροντα του δικηγορικού γραφείου. Η δράση του αστυνομικού είχε απλωθεί και έξω από τα όρια του νομού και είχε προκαλέσει τον θαυμασμό των ανωτέρων του. Άρεσε πολύ στην Ανδρονίκη, όταν η Πάμελα της εξομολογήθηκε πως ο νεαρός αστυνομικός τα «έπαιρνε» από τις δύο μεγαλύτερες παράνομες χαρτοπαιχτικές λέσχες της πόλης, με αντάλλαγμα πληροφορίες ή και κατά περιπτώσεις προστασία. Πολλές φορές απέτρεψε με παρέμβασή του επιδρομή της αστυνομίας σ' αυτές τις λέσχες με το πρόσχημα ότι παρακολουθούσε κάποιον από τον οποίο περίμενε κάτι μεγαλύτερο από τη σύλληψη μερικών χαρτοπαιχτών. Η έμπειρη γυναίκα κατάλαβε με μιας ότι ο νεαρός αστυνομικός θα της ήταν πολύ χρήσιμος γι αυτό που είχε στο μυαλό της, την κυριαρχία στην ΜΚΟ και αν ήταν δυνατόν να μπορέσει να πατήσει το πόδι της σε όσο περισσότερες από τις επιχειρήσεις, νόμιμες ή παράνομες, του Καρατζόγλου. Το μυαλό της δούλευε με γρήγορους ρυθμούς προσπαθώντας να βρει τρόπο να βάλει στο χέρι τον βρώμικο αστυνομικό, χωρίς να το καταλάβει η ερωτική της παρτενέρ. Είχε καταλάβει (με ευχαρίστηση) από την πρώτη στιγμή πως η νεαρή γυναίκα ήταν ερωτευμένη μαζί της και ήξερε πολύ καλά, πως αυτό θα την έκανε ευάλωτη και απρόβλεπτη. Μαθημένη να κρατά ισορροπίες στη ζωή της αποφάσισε να μην την μπλέξει στα σχέδιά της, που στην ουσία οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει σαν μηχανορραφίες. Εξ άλλου ένιωθε ότι θα έπρεπε να την προστατέψει, γιατί παρ’ όλη τη σκληρότητα που έδειχνε προς όλους, η Πάμελα ήταν μάλλον αδύναμη κι ευάλωτη. Πολύ γρήγορα η σκέψη για προστασία αντικαταστάθηκε με κάτι βαθύτερο. Όσο περνούσε ο χρόνος τη σκεπτόταν και τη νοιαζόταν όλο και πιο πολύ. Αυτή που ποτέ δεν είχε το παραμικρό συναίσθημα για κανένα, άρχισε να φέρεται αλλόκοτα, να την αποζητά συνεχώς, να τη σκέπτεται όταν δεν ήταν μαζί και κυρίως να την πιάνει ένα είδος λύσσας κάθε φορά που νόμιζε ότι η Πάμελα πήγε με κάποιον άνδρα. Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι μέσα στη δουλειά της νεαρής τραγουδίστριας ήταν το κονσομασιόν, που ήταν στην πραγματικότητα ένα λαίτ είδος πορνείας. Δεν μπορούσε με τίποτα να δεχθεί πως την αγκάλιαζε κάποιος άλλος ερωτικά εκτός από αυτήν. Ερχόταν στιγμές που αυτές και μόνο οι σκέψεις κόντευαν να την τρελάνουν. Η Πάμελα όμως έβγαινε και με τον Καρατζόγλου. Κάθε φορά που η Ανδρονίκη τους έβλεπε στα βίντεο να κάνουν έρωτα, την έπιανε ένα είδος αμόκ κι έσπαζε από τα νεύρα της ότι εύρισκε μπροστά της. Το μίσος της για τον προϊστάμενό της μεγάλωνε και την έπνιγε. Της στερούσε τη δυνατότητα να σκεφτεί έστω και στοιχειωδώς λογικά και άρχισε να φαντασιώνεται τον θάνατο του δικηγόρου. Η εξουδετέρωση του δικηγόρου ήταν κάτι που από καιρό το σκεφτόταν κι έψαχνε τρόπο να τον βγάλει απ' τη μέση. Τώρα όμως της είχε γίνει εμμονή και ασίγαστο πάθος. Τώρα δεν ζητούσε απλά να τον εξουδετερώσει, τώρα ήθελε να τον σκοτώσει κι αν ήταν δυνατό, να τον βασανίσει. Η αρχική της απληστία για δύναμη και χρήμα είχε μετατραπεί σε ερωτική αντιζηλία κι ένα μίσος που καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Κάθε σχέδιο που είχε επεξεργαστεί και απέβλεπε στην εξουδετέρωσή του με τα νέα δεδομένα δεν της ήταν αρκετό. Τώρα εκτός από την οικονομική καταστροφή του δικηγόρου επιζητούσε διακαώς και τη φυσική του εξόντωση. Αυτό σήμαινε, ότι θα έπρεπε να προσαρμόσει τα σχέδιά της σύμφωνα με τα καινούργια δεδομένα και τις νέες απαιτήσεις της.

--//--

    Ο Άλκης βρισκόταν σ' αδιέξοδο, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να ελέγξει το πάθος του για τη χαρτοπαιξία. Ήταν εθισμένος στον τζόγο και αυτό το ήξερε πολύ καλά, όπως ήξερε και τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει αυτό στην καριέρα του και γενικότερα στη ζωή του. Από πολύ μικρός είχε βάλει στόχο στη ζωή του να ξεφύγει από το μίζερο περιβάλλον του χωριού του. Η επιλογή του να γίνει αστυνομικός έγινε με κριτήριο τα οικονομικά δεδομένα της οικογενείας του. Σε καμία άλλη σχολή εκτός των στρατιωτικών σχολών δεν θα μπορούσε να σπουδάσει με την υποστήριξη των δικών του. Έτσι η απόφαση να γίνει αστυνομικός ήταν καθαρά επιλογή οικονομικών δεδομένων. Σε καμία περίπτωση δεν μετάνιωσε γι αυτή την επιλογή του, ιδίως όταν άρχισε ν' αντιλαμβάνεται ότι η θέση του αντιπροσώπευε μια μορφή εξουσίας. Πολύ γρήγορα αυτή η εξουσία τον γοήτευσε και την απολάμβανε σε κάθε περίπτωση που του δινόταν. Ήταν έξυπνος και διορατικός και αρκετά εργατικός στην αρχή της καριέρας του, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον των ανωτέρων του και να τους υπενθυμίζει εμμέσως πως ήταν απαραίτητος για την ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας. Πολύ γρήγορα κατάλαβε πως χωρίς πολιτική υποστήριξη θα ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο να εξελιχθεί ανάλογα με τις φιλοδοξίες του. Μόλις μετατέθηκε στην επαρχιακή πόλη, ένιωσε πως φυλακιζόταν σ' ένα μίζερο μέλλον, χωρίς πολλές δυνατότητες για ν' ανέλθει στην ιεραρχία, ωστόσο πείσμωσε και προσπάθησε ν' αποδείξει τις ικανότητές του μέσα από ένα σύστημα που στην ουσία σιχαινόταν. Ο διοικητής που συνάντησε στη νέα του θέση είχε τη φήμη του έντιμου και δίκαιου αστυνομικού. Παρ’ όλη όμως την φήμη που τον ακολουθούσε, ο Άλκης δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να έχει «κολλήσει» σε μια τόσο ασήμαντη πόλη. Καταλάβαινε πως σίγουρα θα υπήρχε κάποια μαύρη κηλίδα στον φάκελό του, που δεν του επέτρεπε να ξεκολλήσει για κάτι παραπάνω. Όσο κι αν προσπάθησε να μάθει κάτι γι αυτό το θέμα, δεν μπόρεσε ν' ανακαλύψει τίποτε περισσότερο από μερικά κουτσομπολιά. Εφαρμόζοντας τη δοκιμασμένη τακτική του, από την αρχή προσπάθησε να γίνει απαραίτητος στην υπηρεσία και γρήγορα δικτυώθηκε με την κοινωνία της πόλης και κυρίως με τον υπόκοσμο. Με τη σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου του σύχναζε σε κακόφημα στέκια της πόλης και σύντομα γνώρισε τις παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες, ακόμη και τα ασήμαντα καφενεία στα οποία ο τζόγος ήταν κοινό μυστικό. Με το πρόσχημα της συλλογής πληροφοριών σύχναζε όλο και περισσότερο σ' αυτές τις λέσχες και γρήγορα έγινε τακτικότατος θαμώνας. Παίζοντας στην αρχή συντηρητικά και κερδίζοντας μικροποσά γινόταν όσο περνούσε ο καιρός όλο και πιο παθιασμένος παίκτης. Στην αρχή ανάφερε προφορικά στον διευθυντή του, ότι σύχναζε στον υπόκοσμο για να δικτυωθεί και αναγκαστικά επισκεπτόταν και τους χώρους χαρτοπαιξίας. Γέλασε μέσα του με τις συμβουλές που του έδωσε ο προϊστάμενός του. Του θύμιζαν τις ξεπερασμένες συμβουλές του πατέρα του, που όποτε τον συναντούσε, δεν παρέλειπε να τον «βομβαρδίζει» με παραινέσεις και παροιμίες παλιοκαιρίτικες. Είχε όμως την πονηριά και την ετοιμότητα να συμφωνήσει αμέσως μαζί του και να του αναφέρει σε τακτικά διαστήματα ανεπισήμως, τη δραστηριότητά του από τις επισκέψεις του, σε χαρτοπαικτικούς χώρους. Αυτό το έκανε για να δημιουργήσει ένα άλλοθι και να βρει υπηρεσιακό στήριγμα σε πιθανό μελλοντικό μπλέξιμο. Αυτό όμως που δεν μπορούσε να φανταστεί, ήταν ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης των δύο μεγαλύτερων λεσχών της πόλης, ήταν ο Καρατζόγλου και ότι σ' αυτόν έδιναν αναφορά οι φαινομενικοί ιδιοκτήτες. Το κυριότερο ήταν πως από αυτές τις λέσχες, ο Καρατζόγλου συγκέντρωνε απίστευτα ποσά κάθε βράδυ, που με πολύ έξυπνο τρόπο τα νομιμοποιούσε μέσω της ΜΚΟ. Ο Καρατζόγλου, μόλις έμαθε πως ένας αστυνομικός επισκεπτόταν τις λέσχες του, στην αρχή ενοχλήθηκε, αλλά αμέσως μετά είδε πως ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να τον παγιδέψει και να τον έχει στο «χέρι». Με τις προσωπικές του οδηγίες οι παρατρεχάμενοι τον άφηναν να κερδίζει μικροποσά, έτσι ώστε να του κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Αυτό ήταν ένα σχέδιο που ο δικηγόρος είχε ξεσηκώσει από τις επαφές του με καζίνο του εξωτερικού. Ο Άλκης ενθουσιασμένος με την ρέντα του και με μια αυτοπεποίθηση ότι ήταν ικανότατος παίκτης έπαιζε όλο και πιο πολύ αποκομίζοντας μικροποσά, που όμως ήταν σημαντικά σε σχέση με τον μισθό του. Ένα βράδυ είχε μπλεχτεί σ' ένα γερό παιχνίδι με δυνατούς παίχτες της περιοχής. Σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού κέρδιζε, στην αρχή μικροποσά και όσο περνούσε η ώρα τους τα «μάζευε». Αυτό τον έκανε όλο και πιο τολμηρό και όσο περνούσε η ώρα, ξέφευγε από τα συνηθισμένα πονταρίσματα και γινόταν όλο και πιο επιθετικός. Στο τελευταίο κόλπο μετά από επαναλαμβανόμενα «ρελάνς», έχοντας στα χέρια του κέντα – χρώμα έσπρωξε όλα του τα κέρδη και το αρχικό ποσό που είχε στην μπάνκα, βέβαιος πως κανένας δεν θα μπορούσε να τον ακολουθήσει. Άκουσε μ' ευχαρίστηση τους συμπαίκτες του, τον ένα μετά τον άλλο, να δηλώνουν «πάσο» κι ετοιμαζόταν, γεμάτος έξαψη, να μαζέψει τις μάρκες από την πράσινη τσόχα, όταν άκουσε τον Νίκο τον «Κινέζο», έναν βλογιοκομμένο άντρα να λέει:

    - Τα βλέπω.

    Μέσα του ένιωσε μια άγρια χαρά, καθώς υπολόγισε, πως με αυτή την κίνηση που έκανε ο «Κινέζος», θα διπλασίαζε τα κέρδη του. Γεμάτος αυτοπεποίθηση είπε:

    - Κέντα!

    Και συγχρόνως άπλωνε τα χέρια του γεμάτος ηδονή να μαζέψει τις μάρκες. Τα χέρια του έμειναν μετέωρα πάνω στο τραπέζι, όταν ο «Κινέζος» με αδιάφορη φωνή είπε: 

    - Φλός ρουαγιάλ!

    Έμεινε ακίνητος, παγωμένος, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος γι αυτόν. Χρειάστηκε μεγάλη αυτοσυγκέντρωση για να καταφέρει ν' αφήσει τις μάρκες πάνω στο τραπέζι. Νόμισε πως είχαν γκρεμιστεί τα πάντα γύρω του. Με δύο λέξεις ο συμπαίχτης του τον γκρέμισε, από το ζενίθ που νόμιζε ότι βρισκόταν, στην πραγματικότητα του ναδίρ, δηλαδή στο τίποτα. Έπιασε με το δεξί του χέρι το ποτήρι με το ουίσκι, που είχε δίπλα του και το κατέβασε μονορούφι, χωρίς να αισθανθεί τίποτα. Αμέσως ο σερβιτόρος του γέμισε το ποτήρι ξανά και ξανά. Αυτό του διέλυσε κάθε λογική και ζήτησε να συνεχίσει να παίζει, με πίστωση ανάλογη με το καλό όνομα που είχε στην πιάτσα. Μ' ένα νεύμα που έκανε ο «διευθυντής» της λέσχης, ο σερβιτόρος μαζί με το το ποτό, έβαλε μπροστά του δύο ρολά με μάρκες, που αντιπροσώπευαν περίπου το ποσό που είχε στη διάθεσή του πριν εμπλακεί στο παιγνίδι. Η νύχτα κύλησε με σκαμπανεβάσματα, άλλοτε κερδίζοντας κι άλλοτε χάνοντας. Το ξημέρωμα οι κερδισμένοι κερνούσαν σούπα, όπως το συνήθιζαν, στο πατσατζίδικο που διανυκτέρευε. Ο Άλκης ήταν ο μεγάλος χαμένος της βραδιάς. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια ο νεαρός αστυνομικός, να κρύψει την απογοήτευσή του, γέμιζε το πιάτο του με «μπούκοβο» και σκόρδο, ενώ υπολόγιζε τα χρήματα που χρωστούσε στη λέσχη. Με φρίκη ανακάλυψε πως χρωστούσε πάνω από επτά μισθούς. Αυτά ήταν χρέη «τιμής» για τους χαρτοπαίκτες και κανείς δεν τολμούσε να τ' αμφισβητήσει ή να μην τα πληρώσει. Όποιος το έκανε, έθετε αυτομάτως τον εαυτό του εκτός του κυκλώματος και δεν θα μπορούσε να παίξει πουθενά. Η παχύρευστη ζεστή σούπα κυλούσε απ' τον οισοφάγο του στο στομάχι κι ένιωθε πως η επήρεια του αλκοόλ εξαφανιζόταν και πως η απόγνωσή του ανέβαινε στα ύψη. Ξαφνιάστηκε όταν στο πατσατζίδικο μπήκε ο Καρατζόγλου με την Πάμελα και μετά από κάποιους χαιρετισμούς με άτομα της λέσχης, αποδέχτηκε την πρόσκλησή τους και κάθισε μαζί τους στο τραπέζι. Ο Άλκης ήταν τόσο βυθισμένος στην απόγνωσή του, που δεν κατάλαβε ότι διακριτικά, ο ένας μετά τον άλλο, όλοι από την αρχική παρέα έφευγαν και σε λίγο έμεινε μόνος με τον δικηγόρο και την τραγουδίστρια. Κολακεύτηκε, όταν εντέχνως ο δικηγόρος του ζήτησε κάποιες αθώες συμβουλές, για μια έρευνα που έκανε, πάνω σε μια δικαστική υπόθεση που χειριζόταν. Όταν του πρότεινε ν' αναλάβει την έρευνα στον ελεύθερο χρόνο του, ετοιμάστηκε ν' αρνηθεί, εντυπωσιάστηκε όμως από την αμοιβή που του προτάθηκε και δέχτηκε ν' αναλάβει την υπόθεση, χωρίς πολλές «τσιριμόνιες». Κατά μια περίεργη συγκυρία κάθε φορά που ο αστυνομικός έχανε (κι αυτό γινόταν συχνά) ο δικηγόρος πάντα είχε κάποια υπόθεση που χρειαζόταν έρευνα κι έτσι με τελείως διακριτικό τρόπο ξεπερνούσε τους οικονομικούς σκοπέλους που δημιουργούσε. Μετά όμως από μια μεγάλη «χασούρα» κι ενώ βλαστημούσε την «γκίνια» του, διαπίστωσε με απόγνωση πως ο δικηγόρος δεν είχε να του δώσει κάποια υπόθεση. Σαν από «μηχανής θεός» ο δικηγόρος του πρότεινε να του δώσει ένα ποσό σαν προκαταβολή για μελλοντική συνεργασία, όπως του είπε. Ο αστυνομικός είδε το «τυρί» αλλά όχι και τη «φάκα», έτσι δέχτηκε με ανακούφιση το ποσό που του έδωσε. Σταδιακά με το πρόσχημα των προκαταβολών μπήκε στο άτυπο μισθολόγιο του Καρατζόγλου, ο οποίος γινόταν όλο και πιο απαιτητικός και του ζητούσε εκδουλεύσεις, που ερχόταν σε αντίφαση με τους κανόνες της υπηρεσίας του. Όσο περνούσε ο καιρός, ο Άλκης αισθανόταν και ήταν εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση από την οποία δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση ν' αποδράσει. Όταν συνειδητοποίησε την κατάστασή του, την κατάντια του, στην ουσία είχε “δεμένα τα χέρια” του, χωρίς να μπορεί ν' αντιδράσει. Ο δικηγόρος τον είχε στο «χέρι» και είχε γίνει ο βασικός του πληροφοριοδότης, τόσο μέσα στην αστυνομία, όσο και στην κοινωνία της πόλης. Στην υπηρεσία του ήταν ακόμη τυπικός και όταν χρειαζόταν ενθουσιώδης, ελπίζοντας σε μια μετάθεση που θα τον απελευθέρωνε από τα δεσμά του δικηγόρου. Όλες οι αιτήσεις που έκανε για μετάθεση, ακόμη και σε θέσεις που θα ήταν ουσιαστικά πισωγύρισμα στην καριέρα του, απορρίφθηκαν χωρίς καμία αιτιολόγηση. Όταν ένας φίλος του που υπηρετούσε στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, τον πληροφόρησε πως εμπόδιο στις μεταθέσεις που ζητούσε ήταν ο Καρατζόγλου, κατάλαβε πως για πάντα θα ήταν δέσμιος του δικηγόρου. Ήξερε πλέον πολύ καλά, ότι για όλα όσα του τύχαιναν υπεύθυνος ήταν ένας. Άρχισε να φορτώνει κάθε του αδυναμία και ατυχία στον δικηγόρο και πολύ γρήγορα ένιωθε μια απέχθεια γι αυτόν που εξελισσόταν σε μίσος κι όσο περνούσε ο χρόνος γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Είχε φτάσει στο σημείο να ονειρεύεται το τέλος του δικηγόρου και σταδιακά άρχιζε να εξετάζει σχέδια και πιθανότητες να τον βγάλει απ' τη μέση. Σαν τζογαδόρος που ήταν, πίστευε ακράδαντα στην τύχη και σύντομα, εκτός από τα χαρτιά, άρχισε ν' αγοράζει λαχεία και να στοιχηματίζει σε οτιδήποτε ήλπιζε να του αποφέρει κέρδος. Τίποτα απ' ό,τι κι αν έκανε, δεν τον βοηθούσε να ξεφύγει από την εσωστρέφεια στην οποία είχε φυλακιστεί. Τα χρέη του και οι υποχρεώσεις του μεγάλωναν και δεν μπορούσε ν ανταπεξέλθει ούτε στα βασικά.

--//--

    Και τότε εμφανίστηκε η Ανδρονίκη! Την ήξερε σαν διευθύντρια της ΜΚΟ και δεξί χέρι του Καρατζόγλου κι αυτό τον έκανε επιφυλακτικό όταν του πρότεινε να συναντηθούν. Εγκλωβισμένος στις παγίδες του δικηγόρου, υποπτευόταν ότι η διευθύντριά του θα συνέχιζε την τακτική του προϊσταμένου της κι αυτός θα ήταν ο χαμένος της υπόθεσης. Όταν τον πλησίασε η Πάμελα κατ’ εντολή της Ανδρονίκης και του εξήγησε πως η συνάντηση θα ήταν εχέμυθη και κυρίως δεν θα είχε γνώση αυτής ο δικηγόρος, άρχισε να το σκέφτεται λίγο πιο θετικά. Δέχτηκε τελικά την πρόταση, περισσότερο από περιέργεια, παρά από ενδιαφέρον. Συμφώνησαν να βρεθούν στη διπλανή κωμόπολη, σε μια καφετέρια που είχε ελάχιστη κίνηση αυτή τη χρονική περίοδο. Του άρεσαν τα μέτρα ασφαλείας που έπαιρνε η γυναίκα και άρχισε ν' αναρωτιέται για τον σκοπό της συνάντησης. Κάθισαν σ' ένα απόμερο τραπεζάκι, στην άκρη της όχθης του μικρού ποταμού, που διέσχιζε μια καταπράσινη περιοχή με τεράστια πλατάνια. Ο θόρυβος της ροής του ποταμού, τους προστάτευε από την πιθανότητα να τους ακούσει κάποιος παρείσακτος. Ο Άλκης έφτασε πρώτος, διάλεξε με προσοχή το απόμερο τραπέζι και κάθισε στην καρέκλα, φροντίζοντας να φυλάξει τα νώτα του και να έχει ελεύθερο το οπτικό πεδίο στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Στη συγκεκριμένη ώρα της συνάντησης, είδε το μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητο, να σταματάει στην άκρη του χώρου παρκαρίσματος και να βγαίνει από αυτό με αέρινες κινήσεις η ώριμη κυρία που περίμενε. Την κοίταζε με έκπληξη, γιατί ενώ την είχε συναντήσει αρκετές φορές, πρώτη φορά παρατήρησε ότι η διευθύντρια είχε μια ομορφιά και μια χάρη στις κινήσεις της, που τον γοήτευε. Άθελά του μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του: 

    - Τι έγινε ρε; Άρχισαν να σου αρέσουν τα πουρά;


Του έδωσε μία beretta


    Παρ’ όλη την αρνητική διάθεση για την ηλικία της γυναίκας, δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει το άνετο βάδισμά της, το ντύσιμό της που τόνιζε το κορμί της, χωρίς να είναι προκλητικό. Μόλις η γυναίκα έφτασε κοντά του και τον τύλιξε ένα απίστευτα όμορφο άρωμα, βιάστηκε να σηκωθεί και να τη βοηθήσει με ευγένεια να πάρει θέση στο διπλανό σ' αυτόν κάθισμα. Την άγγιξε καθώς έσπρωχνε το κάθισμα και αυτό που ένιωσε του άρεσε ιδιαίτερα. «Έχει πλάκα», σκέφτηκε, «να με γοητεύει η γριά!» Την κοίταξε με προσοχή κι αυτό που έβλεπε τον γοήτευε. Καλά λένε πως «η γριά κότα έχει το ζουμί». Η Ανδρονίκη κατάλαβε πως εντυπωσίασε τον νεαρό αστυνομικό και με μια απόλυτη γνώση της ανωτερότητας που είχε, πολύπειρη όπως ήταν, άρχισε μαζί του μια ανώδυνη κι ίσως ανούσια συζήτηση, προσπαθώντας να τον φέρει στα «νερά» της. Παρήγγειλαν και οι δύο ουίσκι με πάγο, χωρίς κανένα ενδοιασμό για το ότι ήταν ακόμη πρωί. Έχοντας σαν πλεονέκτημα το ότι ήξερε αρκετές από τις μη νόμιμες δραστηριότητες του νεαρού και τις περίεργες συνήθειές του, της ήταν πολύ εύκολο να μονοπωλεί τη συζήτηση και να την οδηγεί με μαεστρία εκεί που ήθελε. Ο Άλκης στην αρχή προσπάθησε να της επιβληθεί, χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική της ανακρίσεως, που είχε μάθει στη σχολή της αστυνομίας, αλλά και όσα ήξερε από την «πιάτσα», καθώς ανακατευόταν με όλα τα κοινωνικά στρώματα της πόλης. Όταν έντεχνα η διευθύντρια της ΜΚΟ έφερε τη συζήτηση στο πρόβλημα της χαρτοπαιξίας, εξετάζοντας το στην αρχή καθαρά από την κοινωνική του πλευρά, ο αστυνομικός κατάλαβε ότι η γυναίκα ήξερε πολύ περισσότερα απ' ότι στην πραγματικότητα έλεγε και τήρησε από εκεί και μετά τελείως αμυντική στάση, περιμένοντας να δει πώς θα εξελισσόταν η συζήτηση. Όσο περνούσε η ώρα, η συζήτηση γινόταν όλο και πιο ουσιαστική, ενώ συγχρόνως ο σερβιτόρος σε αδιόρατα νεύματα της γυναίκας έφερνε καινούργια ποτά, τα οποία κατανάλωναν και οι δύο μ' ευκολία. Όταν η συζήτηση άρχισε να περιστρέφεται γύρω απ' τον Καρατζόγλου και τις δραστηριότητές του, η γυναίκα είδε μ' ευχαρίστηση το πρόσωπο του αστυνομικού να σκοτεινιάζει και να γίνεται όλο και πιο δύσθυμος και να κατεβάζει μεγάλες ποσότητες απ' το ποτήρι που κάθε τόσο του άλλαζε ο σερβιτόρος. Όταν η Ανδρονίκη άφησε να εννοηθεί ότι κι αυτή απεχθανόταν τον μεγαλοδικηγόρο, ο νεαρός ανοίχτηκε, λίγο επιφυλακτικός στην αρχή, αλλά με την επήρεια του αλκοόλ γινόταν όλο και πιο ομιλητικός, όλο και πιο τολμηρός. Δήθεν τυχαία άγγιζε όλο και περισσότερο τη γυναίκα, η οποία δεν έδειχνε να δυσανασχετεί κι αυτό τον έκανε να νομίζει ότι ήταν σε πλεονεκτική θέση και τον έκανε να νιώθει πως ήταν ο «κυνηγός». Δεν του πέρασε ούτε στιγμή απ' το μυαλό ότι στην πραγματικότητα ήταν το «θήραμα» που είχε πέσει σε μια καλοστημένη παγίδα, μια παγίδα που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο ισχυρή, χωρίς όμως ο αστυνομικός να το καταλαβαίνει. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν με μια κίνηση αβρότητας η Ανδρονίκη, με το πρόσχημα ότι πάει στην τουαλέτα, πλήρωσε τον λογαριασμό και του πρότεινε να πάνε σε κάποιο κοντινό εστιατόριο, για να «τσιμπήσουν» κάτι ελαφρύ. Δέχτηκε κι αισθάνθηκε κολακευμένος, όταν του έδωσε τα κλειδιά του ακριβού τζιπ, για να οδηγήσει αυτός. Αφού γύρισε τον διακόπτη του ισχυρού αυτοκινήτου και πάτησε δοκιμαστικά το γκάζι, το αυτοκίνητο κίνησε χαλαρά έξω απ' το πάρκινγκ του καφέ και ακολουθώντας μια παρόρμηση της στιγμής, αντί να πάρει τον κεντρικό δρόμο και να διαλέξει κάποιο εστιατόριο, πήρε τον ορεινό δρόμο προς το δάσος. Βλέποντας τη γυναίκα να μην αντιδρά η αυτοπεποίθησή του ανέβηκε στα ύψη, όπως κι ένας ανεξέλεγκτος πόθος που ένιωσε για εκείνη. Την «πήρε» κάτω από τη σκιά μιας βελανιδιάς στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Η Ανδρονίκη φορούσε ακόμα τις γόβες της, όταν αυτός είχε παραμερίσει το ακριβό φόρεμά της και είχε μπει ορμητικά μέσα της. Τις μέρες που ακολούθησαν κανόνισαν να συναντιούνται όσο πιο συχνά και διακριτικά μπορούσαν. Πολύ αργά τη νύχτα και κυρίως όταν η Ανδρονίκη ήξερε ότι ο Καρατζόγλου ήταν απασχολημένος με την Πάμελα, παρ’ όλη τη λύσσα που ένιωθε, καλούσε τον νεαρό στο εξοχικό της πάνω στο βουνό και είχαν βράδια έρωτα και εξομολογήσεων. Στην πραγματικότητα όμως η γυναίκα οδηγούσε τον αστυνομικό στα πιο απίστευτα στάδια ηδονής που θα μπορούσε να ονειρευτεί, σε συνδυασμό με μια πρωτόγνωρη χλιδή γι αυτόν. Φρόντιζε πάντα στο σπίτι στο βουνό να έχει ακριβά δείπνα με μοναδικά κρασιά και τον κολάκευε με ακριβά δώρα, που ο νεαρός ποτέ του δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Ένιωθε κολακευμένος με τη συμπεριφορά της και πίστευε πως η «γριά» ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ξαπλωμένοι μετά από μοναδικές γι αυτόν στιγμές έρωτα κατάφερνε και του αποσπούσε πληροφορίες, οι οποίες αρχικά της ήταν άχρηστες, γιατί ήδη τις ήξερε, αλλά τον άφηνε να μιλάει και η ίδια έδειχνε ένα ενδιαφέρον που τον κολάκευε ιδιαίτερα. Κάθε φορά της ανοιγόταν όλο και περισσότερο και της έλεγε ακόμη και υπηρεσιακά μυστικά σίγουρος πως είχε το πάνω «χέρι» στη σχέση τους. Διστακτικά άρχισε να κάνει αναφορές στον μεγαλοδικηγόρο και στο μπλέξιμο που είχε μαζί του. Η Ανδρονίκη εντέχνως άρχισε να καλλιεργεί την υποβόσκουσα αντιπάθεια που είχε ο νεαρός για τον προϊστάμενό της και γρήγορα ο Άλκης πείστηκε, πως αυτός ήταν η αιτία για όλη την κακοδαιμονία του. Έφτασε στο σημείο να πιστεύει, πως ακόμη και για την παρατεταμένη γκίνια του, έφταιγε ο δικηγόρος. Έτσι η αντιπάθειά του εξελισσόταν σ' ένα μίσος, ένα μίσος που με κόπο κατόρθωνε να το ελέγξει, όταν βρισκόταν, ελάχιστες βέβαια φορές, με τον δικηγόρο. Με υπόδειξη της Ανδρονίκης μείωσε κατά πολύ τις εμφανίσεις του στις λέσχες και δεν χρειαζόταν συχνά την οικονομική βοήθεια από τον «ευεργέτη» του. Παράλληλα με τις υποδείξεις, η γυναίκα έδινε στον νεαρό μικροποσά κι αυτός βεβαιωνόταν πως της είχε εμπνεύσει έρωτα. Δεν αντιλήφθηκε ούτε στιγμή τη χειριστική ικανότητα της γυναίκας κι εξακολουθούσε να πιστεύει ακράδαντα, ότι αυτός την εξουσίαζε. Όταν έκρινε ότι η κατάσταση ωρίμασε, άρχισε ν' αφήνει μικρά κι ασήμαντα υπονοούμενα, για το πόσο τυχεροί θα ήταν και οι δυό τους, αν ξαφνικά με κάποιο μαγικό τρόπο, εξέλειπε απ' τη ζωή τους ο δικηγόρος. Ο νεαρός την άκουγε δύσπιστος στην αρχή, χωρίς να δείχνει ότι κατάλαβε κάτι βαθύτερο από το επιφανειακό ευχολόγιο που χρησιμοποιούσε η γυναίκα. Όταν μετά από ένα ερωτικό παροξυσμό του εκμυστηρεύτηκε, δήθεν αδιάφορα, τα απίστευτα μεγάλα ποσά που διαχειριζόταν η ίδια για λογαριασμό της ΜΚΟ, κατάλαβε πως του κέντρισε το ενδιαφέρον και πρόσεξε πως τα μάτια του άστραψαν από απληστία. Με απορία την ρώτησε:

    - Αφού τα χρήματα περνάνε απ' τα χέρια σου, γιατί δεν κρατάς ένα μέρος από αυτά;

    Η Ανδρονίκη περίμενε αυτή ακριβώς την ερώτηση και μ' ένα αναστεναγμό απογοήτευσης του απάντησε:

    - Γιατί δυστυχώς όλα τα οικονομικά στοιχεία περνάνε απ' τον αυστηρό έλεγχο του Καρατζόγλου. Αυτός είναι το μοναδικό εμπόδιο, αυτός είναι ανάμεσα σε μας και στο χρήμα!

    Τόνισε επίτηδες το «μας», για να του δείξει πως οι δυό τους ήταν μαζί και μοναδικό εμπόδιο ο δικηγόρος. Εκείνη τη νύχτα δεν επέμεινε περισσότερο σ' αυτό το θέμα. Τον άφησε να το σκεφτεί, ενώ συγχρόνως, χρησιμοποιώντας όλη της τη μαεστρία, έκανε ακραίο έρωτα μαζί του, τόσο πολύ, που ο Άλκης υπήρχαν στιγμές που ένιωθε σαν σκλάβος του σεξ. Όλη αυτή η κατάσταση του άρεσε κι άρχισε να νομίζει πως ήταν ικανότατος εραστής και πως είχε το πάνω χέρι στη σχέση τους. Σκεφτόταν τη μίζερη ζωή που ζούσε, πριν γνωρίσει την ώριμη ερωμένη του και ανατρίχιαζε. Για πρώτη φορά στη ζωή του ζούσε μια τέτοια χλιδή, μια χλιδή που του πρόσφερε απλόχερα, γεμίζοντάς τον με ακριβά δώρα και χρήματα, που μπορούσε να τα ξοδέψει και όχι να πληρώσει μόνο τα χρέη του στο χαρτοπαίγνιο. Τ' ακριβά ρούχα και η δυνατότητα να μη ρωτάει το κόστος αυτών που επιθυμούσε ν' αγοράσει, του έγιναν μια ευχάριστη συνήθεια. Παρ’ όλο που η ερωμένη του τον συμβούλευε να μην επιδεικνύεται και να κρατάει χαμηλό προφίλ, δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό και ξόδευε όλο και περισσότερα χρήματα. Με συμβουλή της φρόντισε να εξασφαλίσει άλλοθι για τη σπατάλη των χρημάτων, πουλώντας το μερίδιό του από την πατρική περιουσία στο χωριό του, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των συναδέλφων και κυρίως όλων όσων αναρωτιούνταν για την προέλευση των χρημάτων που ξόδευε. Οι επιτυχίες που είχε στην εξάρθρωση και σύλληψη αρκετών μικροσυμοριών, του έδιναν την αίγλη του ικανού κι έξυπνου αστυνομικού. Ωστόσο ικανοποιημένοι ήταν και οι προϊστάμενοί του στα ανώτερα κλιμάκια και δεν παρέλειπαν να τον επιβραβεύουν ηθικά και να τον φέρνουν πυκνά συχνά σαν παράδειγμα προς μίμηση, σε όλους τους κατώτερους αστυνομικούς. Αυτό όμως ίσχυε μόνο για τα ανώτερα κλιμάκια του σώματος. Μέσα στο τμήμα υπήρχαν δύο άτομα που είχαν σοβαρούς ενδοιασμούς, τόσο για το αστυνομικό δαιμόνιο του Άλκη όσο και για την οικονομική του δυνατότητα να ξοδεύει ασύστολα τόσο μεγάλα χρηματικά ποσά. Η πόλη εξ άλλου δεν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να μείνουν κρυφά όλα αυτά. Ο διευθυντής του και η Φρόσω κρατούσαν (αν και δεν το έδειχναν) μια επιφυλακτική στάση και δεν ανοίγονταν απέναντι του. Χωρίς ποτέ να το συζητήσουν μεταξύ τους, είχαν σοβαρές αμφιβολίες για όλα όσα συνέβαιναν γύρω από τον νεαρό αστυνομικό. Φυσικά δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους ποτέ η σχέση που είχε με τον δικηγόρο, ούτε η καλά κρυμμένη ερωτική ζωή του. Στον διευθυντή του αστυνομικού τμήματος φαίνονταν περίεργες οι επιτυχίες του νεαρού, γιατί στην ουσία ποτέ δεν ήταν καμία σημαντική σύλληψη, αλλά μόνο δευτεροκλασάτες και τα άτομα που έπιανε πάντα είχαν κάποια σχέση με τον μεγαλοδικηγόρο. Αυτό και μόνο τον έκανε ν' αμφιβάλλει για την ικανότητά του. Είχε καταλάβει πως μέσα στο τμήμα του υπήρχε «καναρίνι» που «κελαηδούσε» και σημαντικές πληροφορίες έβγαιναν μ' ευκολία προς τα έξω. Έβλεπε καθαρά, πως τα στεγανά του τμήματος δεν ήταν και τόσο στεγανά, αλλά οι διαρροές ξεπερνούσαν κατά πολύ τον μέσο όρο συνηθισμένων διαρροών, που πάντα υπήρχαν σε όλες τις υπηρεσίες. Αυτό τον έκανε καχύποπτο και υποψιαζόταν τους πάντες και τα πάντα. Είχε βάλει τον βοηθό του κάτω από στενή παρακολούθηση, χωρίς όμως να ζητήσει τη βοήθεια κανενός άλλου υφισταμένου του, γιατί δεν ήθελε να διαταράξει τη συνοχή και την ομαλή λειτουργία του αστυνομικού τμήματος. Μετά ήρθε και η δολοφονία του μπασκετμπολίστα και άφησε σε δεύτερη μοίρα το θέμα των διαρροών.

--//--

    Η Φρόσω ήταν το δεύτερο άτομο που είχε σοβαρές επιφυλάξεις για τις επιτυχίες του Άλκη και κρατούσε απέναντι του μια ψυχρή και καθαρά επαγγελματική στάση αποφεύγοντας κάθε προσωπική επαφή μαζί του, πέρα από τις καθαρά υπηρεσιακές σχέσεις και ανάγκες. Παραδεχόταν πως οι επιτυχίες του ήταν συνεχόμενες, αλλά είχε προσέξει πως δεν ήταν σημαντικές κι όλες προέρχονταν από τον κύκλο των χαρτοπαικτών και από τον περίγυρο του Καρατζόγλου. Σε όλες τις εμφανίσεις για οποιοδήποτε λόγο του δικηγόρου στο αστυνομικό τμήμα, είχε παρατηρήσει πως ο Άλκης ήταν απών. Επίσης δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί, πως σε όλες τις δημόσιες παρουσίες του δικηγόρου πάλι ήταν απών, προφασιζόμενος διάφορες δικαιολογίες, που κατά τη γνώμη της ήταν ασήμαντες και οι περισσότερες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν το λιγότερο αστείες. Βασικά όλα αυτά που είχε στο μυαλό της, δεν ήταν παρά αστήριχτες υποψίες, αλλά η Φρόσω πάντα ακολουθούσε το ένστικτό της και σ' αυτήν την περίπτωση αυτό ήταν το πιο ισχυρό στοιχείο που είχε. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει σαν επιχείρημα σε οποιαδήποτε συζήτηση (πόσο μάλλον σε αναφορά) με τον προϊστάμενο της. Όσο σκεφτόταν την όλη κατάσταση του αστυνομικού τμήματος ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε φτάσει στο σημείο ν' αμφιβάλλει και για τον Γιώργο Παπαδόπουλο, πιστεύοντας πως θα ήταν αδύνατον ο Άλκης να δρα αυτόνομα, χωρίς καμία άνωθεν κάλυψη. Οι υποψίες της πολλαπλασιάστηκαν, όταν ο διευθυντής της ζήτησε ν' ανοίξει φάκελο με την υπόθεση του μπασκετμπολίστα, στον οποίο θα είχε πρόσβαση μόνο ο ίδιος. Αυτό ήταν κάτι που ξεφευγε από το πρωτόκολλο λειτουργίας των αστυνομικών υποθέσεων και την έκανε ιδιαίτερα καχύποπτη απέναντι σε όλα και σε όλους.«Νομίζω πως καταντώ παρανοϊκή», σκέφτηκε κάποια στιγμή και αποφάσισε να γίνει αυτό στο οποίο είχε κλίση, δηλαδή ένας πρακτικός άνθρωπος των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αποφάσισε να κρατάει από εδώ και πέρα μια ουδέτερη στάση και να επικεντρώνεται αυστηρά και μόνο στα καθήκοντά της.

--//--

    Η Πάμελα ένιωθε πάρα πολύ περίεργα, καθώς αντιλαμβανόταν πως η σχέση της με την Ανδρονίκη της είχε αλλάξει τελείως τη ζωή. Πρώτη της φορά ένιωθε έτσι για κάποιο άτομο. Τίποτα απ' όλα όσα είχε ζήσει στη ζωή της μέχρι τώρα δεν συγκρινόταν με αυτά που ένιωθε γι αυτή τη γυναίκα. Με αρκετούς άνδρες είχε νιώσει «κάτι», που προς στιγμήν την έκανε να νομίσει πως ήταν έρωτας. Τίποτα από αυτά όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί με το πλήθος των συναισθημάτων που της δημιουργούσε η σχέση της με αυτή τη γυναίκα. Μαζί της ένιωθε μια ασφάλεια και μια συναισθηματική κάλυψη, κάτι που της έλειπε από όλη την προηγούμενη ζωή της. Η σιχασιά που συνήθως ένιωθε για τη ζωή που έκανε μέχρι εκείνη τη στιγμή πολλαπλασιάστηκε και νόμιζε πως πλέον δεν είχε δυνάμεις να τη συνεχίσει. Ήξερε πολύ καλά πως οι άνδρες σύχναζαν στο κέντρο που τραγουδούσε όχι για τα φωνητικά της προσόντα, αλλά για τα σωματικά και κυρίως ήλπιζαν να την ξεμοναχιάσουν και να επωφεληθούν από αυτό. Εκείνο όμως που μισούσε περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο παρέμεινε το ίδιο, αν και πλέον της είχε γίνει αβάσταχτο. Δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να διαχειριστεί τις ερωτικές συνευρέσεις της με τον Καρατζόγλου. Μισούσε κάθε άγγιγμά του, αναγούλιαζε με τα φρικτά ερωτόλογά του κατά τη διάρκεια του οργασμού του. Μισούσε και τον εαυτό της που έπρεπε να υποκριθεί πως κι αυτή είχε τον ανάλογο οργασμό, μόνο και μόνο για να την αφήσει ήσυχη και να μην αρχίσει τις επώδυνες γι αυτήν ερωτήσεις. Ο δικηγόρος σαν τα περισσότερα αρσενικά νόμιζε πως ήταν ο τέλειος εραστής κι ένιωθε πως αυτό ήταν το δυνατό του σημείο στις σχέσεις του με τις γυναίκες. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε αναρωτηθεί κι έψαχνε να βρει τον τρόπο να ξεφύγει από την κυριαρχία του δικηγόρου, αλλά πάντα την σταματούσε η δύναμη που γνώριζε πως είχε ο «προστάτης εραστής» της και κυρίως τη φόβιζε η εκδικητικότητα και η μνησικακία που είχε και εφάρμοζε σ' αυτούς που απλά και μόνο δεν πήγαιναν με τα «νερά» του. Ένιωθε και ήταν πολύ αδύναμη να προσπαθήσει να του ξεφύγει και συνέχιζε να ζει μια ζωή που σιχαινόταν και κυρίως μισούσε. Το μόνο φωτεινό σημείο στη γκρίζα της ζωή ήταν η Ανδρονίκη και θα έκανε τα πάντα για να μείνει για όλη της τη ζωή μαζί της. Άρχισε να φαντασιώνεται το μέλλον της μαζί της, σ' έναν άλλο τόπο, σε κάποια χώρα που κανείς δεν θα νοιαζόταν για τη σχέση τους. Σταδιακά άρχισε να πιστεύει, πως το μόνο εμπόδιο ανάμεσα σ' αυτή και την αγαπημένη της ήταν ο δικηγόρος και σκεφτόταν τρόπους για να μπορέσει ν' απαγκιστρωθεί από αυτόν. Γρήγορα κατέληξε πως ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να βγει ο Καρατζόγλου απ' τη μέση. Αυτή η εμμονή γινόταν όλο και πιο ισχυρή και κυριαρχούσε στο μυαλό της περισσότερο από κάθε άλλη σκέψη.

--//--

    Η Ανδρονίκη καθισμένη στην ακριβή πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο της σκεπτόταν μ' ευχαρίστηση όλα αυτά που είχε πετύχει. Είχε ξεκινήσει ένα σχέδιο για ν' αποδομήσει το αφεντικό της σχεδόν από τις πρώτες μέρες της παρουσίας της στην ΜΚΟ. Σε κανένα βιογραφικό δεν είχε αναφέρει τις γνώσεις που είχε πάνω στα ηλεκτρονικά κι όλοι νόμιζαν πως είχε τις τυπικές γνώσεις ενός μέσου στελέχους διοίκησης επιχειρήσεων. Η αλήθεια όμως ήταν, πως πριν χρόνια, είχε ερωτικό δεσμό μ' έναν φοιτητή, που ήταν προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών και την είχε μυήσει στον μαγικό κόσμο των χάκερ. Ο φοιτητής πειραματιζόταν εισβάλλοντας σε κάθε πτυχή διαφόρων υπολογιστικών συστημάτων. Ο εραστής της την εκπαίδευσε και η ίδια, με την ευφυΐα που διέθετε, αφομοίωσε τα πάντα και πολύ εύκολα θα μπορούσε να κάνει καριέρα σαν προγραμματίστρια. Αυτές τις γνώσεις τις φύλαξε κρυφές και τις χρησιμοποιούσε κατά το δοκούν προς όφελός της. Αμέσως εγκατέστησε ένα κρυφό κύκλωμα παρακολούθησης και συγκέντρωνε κάθε πιθανή πληροφορία που την ενδιέφερε. Πολύ εύκολα «φύτεψε» στα προσωπικά ηλεκτρονικά δεδομένα του Καρατζόγλου το Ethernet packet sniffer, ένα λογισμικό που της επέτρεπε να υποκλέπτει κάθε πληροφορία σημαντική ή ασήμαντη που προοριζόταν για τον δικηγόρο. Γέλασε αχνά, όταν θυμήθηκε το «χουνέρι» που έκανε στον Καρατζόγλου, όταν στην πιο σημαντική εκδήλωση γι' αυτόν αλλοίωσε τη ροή των βίντεο που τον εκθείαζαν και τον «λιβάνιζαν» κι έριξε το βιντεάκι με τις κατηγορίες εναντίον του. Γέλασε ασυναίσθητα καθώς θυμήθηκε τον πανικό που είχε προκαλέσει. Το είχε κάνει χωρίς κάποιο βαθύτερο σχεδιασμό, έτσι μόνο και μόνο για να τον ρεζιλέψει. Όταν σκεφτόταν την έξαλλη κατάσταση στην οποία είχε φτάσει ο δικηγόρος κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ένιωθε μια αγαλλίαση, έστω κι αν η ίδια δεν είχε κανένα ατομικό κέρδος. Της έφτανε η φθορά που προκάλεσε στο προφίλ του. «Όσκαρ», σκέφτηκε, «όσκαρ θα έπρεπε να πάρω!» Γέλασε δυνατά ενώ θυμόταν πως, με μια καθαρά υποκριτική στάση, έδειχνε ότι ήταν έκπληκτη και συγχυσμένη μ' αυτά που έδειχναν οι οθόνες εις βάρος του αφεντικού της. Είχε φτάσει στο σημείο ν' απειλεί «θεούς και δαίμονες» και να ζητάει επιτακτικά εξηγήσεις απ' τον κακόμοιρο τον ηλεκτρονικό και τον επικεφαλής της ασφαλείας του κτιρίου. Κάποιες στιγμές λυπόταν τον νεαρό ηλεκτρονικό με τη σύγχυση που του είχε προκαλέσει. Αλλά είχε αντιληφθεί σχεδόν αμέσως ότι η επαγγελματική του κατάρτιση ήταν μέτρια και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να βρει τον τρόπο δράσης της. Η ίδια σ' ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας έστρεψε με μαεστρία τις ευθύνες και στην τοπική αστυνομία καλλιεργώντας την ήδη έξαλλη κατάσταση του δικηγόρου. «Γατάκια», σκέφτηκε με ικανοποίηση, «γατάκια είναι όλοι οι άνδρες, όσο ισχυροί κι αν είναι, όσο σκληροί κι αν φαίνονται!» Ήπιε μια γουλιά απ' τον σκέτο καφέ που είχε δίπλα της, ενώ το μυαλό της δούλευε με ταχύτητα και μεθοδικότητα. «Τώρα έχω συμμάχους και όργανα, για να μπορέσω να εφαρμόσω αυτό που μου ταιριάζει!» Και άρχισε να σχεδιάζει την εξόντωση του Καρατζόγλου, την οικονομική και αν χρειαζόταν, χωρίς κανένα ενδοιασμό, και τη φυσική. Πάντα όμως με γνώμονα πως αυτή η ίδια θα επωφελούνταν από την πτώση του.

--//--

    Ο Άλκης όσο περνούσε ο καιρός ένιωθε όλο και περισσότερη αβεβαιότητα για το μέλλον του, γιατί καταλάβαινε πως δεν θα μπορούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα να ισορροπεί ανάμεσα στον νόμο που είχε ορκιστεί να υπερασπίζεται και στην παρανομία που τον γοήτευε. Η σχέση του με την Ανδρονίκη, του είχε ανοίξει νέους ορίζοντες και οι φιλοδοξίες του πέρασαν σε άλλο επίπεδο. Τώρα δεν του αρκούσε ο «μισθουλάκος» του αστυνομικού και η μίζερη ζωή που ζούσε μέχρι τώρα. Οι απολαύσεις που γνώρισε στα κρυφά ταξίδια μαζί της και η ηδονή που ένιωθε μαζί της στο κρεβάτι, είχαν αλλάξει όλα τα στάνταρ που είχε. Τον ενοχλούσε αφάνταστα που όλα αυτά που έκανε μαζί της θα έπρεπε να τα κάνει κρυφά, μα πιο πολύ ένιωθε απαίσια για την εξάρτηση που είχε από τον δικηγόρο. Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόταν την εξόντωσή του και χωρίς να το θέλει άρχισε να εξετάζει σχέδια και πιθανότητες να πραγματοποιήσει αυτά τα σχέδια. Γρήγορα κατέληξε στο συμπέρασμα πως όποιο σχέδιο και να επέλεγε θα ήταν επικίνδυνο ν' ανακαλυφθεί όσο υπήρχε επικεφαλής στο αστυνομικό τμήμα ο Γιώργος Παπαδόπουλος. Έπρεπε με κάθε θυσία να φύγει απ' τη μέση, έστω και για λίγο, έστω και με μια προσωρινή διαθεσιμότητα, αρκεί να μην ήταν επικεφαλής των ερευνών. Ήξερε πολύ καλά, πως για ένα τέτοιο διάστημα αυτός θα έπαιρνε τη θέση του, έστω και προσωρινά. Αυτό όμως θα του ήταν αρκετό να καλύψει τα ίχνη του και να σπρώξει τις έρευνες προς την κατεύθυνση που τον βόλευε. Άρχισε να γκρινιάζει συστηματικά στον Καρατζόγλου για τα εμπόδια δήθεν που του έβαζε ο διευθυντής του και πόσο δύσκολο ήταν να του παρέχει εκδουλεύσεις μ' αυτόν επικεφαλής.

    Ο Καρατζόγλου είχε ήδη τους δικούς του λόγους ν' αντιπαθεί τον αστυνομικό διευθυντή και άρχισε να κινεί όλους τους «φίλους» που είχε στην κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της προσωρινής έστω απομάκρυνσης του αστυνομικού. Ταξίδεψε γι αυτό στην πρωτεύουσα και κατάφερε με σχετική ευκολία να γίνει δεκτός απ' τον υπουργό σε προσωπικό επίπεδο. Τον πίεσε σε απίστευτο βαθμό, ενώ δεν παρέλειψε να του θυμίσει ότι είχαν κοινή πολιτική πορεία κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και τον είχε εξυπηρετήσει πολλές φορές διευκολύνοντάς τον, τόσο οικονομικά, όσο και με υποστήριξη σε διάφορες δικαστικές παραστάσεις. Φρόντισε με πολύ κυνικό τρόπο να υπενθυμίσει στον υπουργό το πόσο πολύ υποχρεωμένος του ήταν και απαίτησε με θράσος την απομάκρυνση του αστυνομικού. Παρ’ όλο που ο υπουργός του υποσχέθηκε ότι θα τακτοποιήσει κάθε απαίτησή του, ο δικηγόρος δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις αρχικές αντιρρήσεις που είχε εκφέρει και σκεφτόταν κάποια εναλλακτική λύση. Ενώ βρισκόταν σε αδιέξοδο, έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν πελάτη του, μέλος μιας φατρίας του συνδικάτου του εγκλήματος στην Αθήνα. Ήταν ένας παλιός του πελάτης, που του έδωσε αφορμή να σκεφτεί άμεσα τη δυνατότητα για μια σχετικά εύκολη λύση. Αφού μίλησαν για λίγο τυπικά, έκλεισε μ' ένα σύντομο χαιρετισμό το τηλέφωνο από φόβο πιθανών παρακολουθήσεων. Αμέσως έβγαλε από τον σκληρό χαρτοφύλακά του το τηλέφωνο με τον πακιστανικό αριθμό, που χρησιμοποιούσε όταν ήθελε ν' αποφύγει την πιθανότητα παρακολούθησης. Προσάρμοσε πάνω στο ακουστικό τη συσκευή που αλλοίωνε τη χροιά της φωνής κι άρχισε να μιλά με τον κακοποιό και να του ζητά συγκεκριμένα πράγματα σαν εξυπηρέτηση προς το πρόσωπό του. Αφού έμεινε ικανοποιημένος με τις διαβεβαιώσεις που πήρε, σκέφτηκε για λίγο την Ευδοκία και σκέφτηκε το ζήτημά της. Παρ’ όλο που ζήτησε τη σύλληψή της απ' τον υπουργό, στην ουσία κάτι τέτοιο δεν τον ενδιέφερε ούτε τον εξυπηρετούσε σε κάτι. Ο στόχος του ήταν ο αστυνομικός και η Ευδοκία απλώς το όχημα. Βέβαιος πως το συνδικάτο θα του έλυνε το πρόβλημα άμεσα, αδιαφόρησε για τη γυναίκα κι έκλεισε θέση στο αεροπλάνο της γραμμής για τη Θεσσαλονίκη. Με το που προσγειώθηκε το αεροπλάνο είδε στις ειδήσεις απ' το κινητό του τον τραυματισμό του Παπαδόπουλου και χαμογέλασε αχνά. «Επί τέλους ένας από τους στόχους μου έληξε ομαλά», σκέφτηκε, «δεν χρειάζομαι καμία βοήθεια απ' τον μαλάκα τον υπουργό!» Θυμήθηκε τις περιπτώσεις που τον χρειάστηκε ο πολιτικός και αυτός τον βοήθησε.

    - Περισσότερη μπέσα έχουν οι κακοποιοί, πάρα οι πολιτικοί, μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του και γέλασε δυνατά, σαν να είχε θυμηθεί κάτι πολύ αστείο. Το αυτοκίνητό του τον περίμενε στο αεροδρόμιο. Επιβιβάστηκε και γρήγορα βρέθηκε στην εθνική οδό με προορισμό την πόλη του. Με τηλεβίντεο συνομίλησε με την Ανδρονίκη για την επιστροφή του κι αμέσως μετά με την Πάμελα και της ζήτησε επιτακτικά να είναι ελεύθερη για όλο το βράδυ.

    Η Ανδρονίκη έμεινε έκπληκτη με τη γρήγορη επιστροφή του δικηγόρου. Σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχαν μαζί καταρτίσει θα έπρεπε να μείνει στην πρωτεύουσα τουλάχιστον δύο μέρες ακόμη. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε μεσολαβήσει και άλλαξε άρδην το πρόγραμμά του, το οποίο συνήθως το τηρούσε κατά γράμμα και σχεδόν ποτέ δεν το είχε παραβιάσει. «Τι είναι αυτό που τον ανάγκασε να επιστρέψει άμεσα;» αναρωτήθηκε. «Πρέπει να μάθω τον λόγο». Μ’ αυτές τις σκέψεις αμήχανη έκανε ένα σύντομο σερφάρισμα στο διαδίκτυο, αλιεύοντας τις τελευταίες ειδήσεις. Κοίταζε τα πάντα χωρίς ενδιαφέρον και με κακή διάθεση. Ξαφνικά σαν να αφυπνίστηκε κι εστίασε όλη της την προσοχή σε μια είδηση που είδε σ' ένα αθηναϊκό σάιτ: «Απόπειρα φόνου σε εν ενεργεία αστυνομικό διευθυντή επαρχιακής πόλης». Το άρθρο συνέχιζε να γράφει κάποιες λεπτομέρειες, χωρίς να αναφέρει ονόματα και τους λόγους της απόπειρας. Έψαξε με προσοχή σ' όλες τις ηλεκτρονικές εφημερίδες, χωρίς να μπορέσει όμως να μάθει κάτι σημαντικό, γιατί όπως κατάλαβε όλες οι πληροφορίες ελέγχονταν απ' την αστυνομία. Χωρίς να χάσει χρόνο, έπιασε το ανώνυμο τηλέφωνο που είχε στη διάθεσή της και πήρε τον Άλκη. 

    - Σε περιμένω στο γραφείο μου. Τώρα! του είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο. 

    Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύσει την πιθανότητα υποκλοπής. Ο νεαρός αστυνομικός, αν και ξαφνιάστηκε από το τηλεφώνημα και τον επιτακτικό τόνο της ερωμένης του, υπάκουσε χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση.

    - Έμαθες τα νέα; ήταν η πρώτη φράση που είπε στον εραστή της και περίμενε υπομονετικά την απάντησή του.

    - Αν εννοείς την απόπειρα εναντίον του Παπαδόπουλου, το έμαθα.

    Η γυναίκα συνέχισε να τον κοιτά περιμένοντας να συνεχίσει.

    - Κάποιος ή κάποιοι αποπειράθηκαν να εξοντώσουν τον διευθυντή μου. Χρησιμοποίησε τη φράση «να εξοντώσουν», γιατί δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα τον βόλευε να πει. 

    - Δεν υπάρχει καμία πληροφορία για το συμβάν, συνέχισε. Το τμήμα ανθρωποκτονιών της πρωτεύουσας ψάχνει μεθοδικά οτιδήποτε θα μπορούσε να τους οδηγήσει κάπου. Δεν είναι συνηθισμένο να γίνεται τέτοια απόπειρα κατά ανώτερου αστυνομικού. Είναι πλέον θέμα τιμής για το σώμα αυτό το ζήτημα. Ήδη ψάχνουν όλες τις υποθέσεις στις οποίες έχει αναμειχθεί, όπως και όλο του το παρελθόν.

    Η Ανδρονίκη τον άκουγε με προσοχή, ενώ το μυαλό της δούλευε με γρήγορους ρυθμούς.

    - Ποιος θα τον αντικαταστήσει; ρώτησε τελικά.

    - Προσωρινά εγώ, της απάντησε χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα και η απάντηση ήταν αυτή που περίμενε η γυναίκα. Έμειναν και οι δύο για λίγο σιωπηλοί βυθισμένοι στις σκέψεις τους. «Τώρα είναι η ευκαιρία», σκέφτηκε η Ανδρονίκη. «Τώρα ή ποτέ!» Γρήγορα το μυαλό της άρχισε να επεξεργάζεται ένα άμεσο σχέδιο. Ο Άλκης αναρωτιόταν αν στην υπόθεση του τραυματισμού ήταν ανακατεμένος ο Καρατζόγλου, αλλά παρ’ όλες τις υποψίες του δεν είπε τίποτα και τις κράτησε για τον εαυτό του. 

    - Ίσως είναι η ευκαιρία μας, την άκουσε να μουρμουρίζει.

    Ξαφνιασμένος την κοίταξε με απορία προσπαθώντας να καταλάβει τι του έλεγε.

    - Είναι ευκαιρία να ξεφορτωθούμε τον Καρατζόγλου, του είπε κυνικά. Μ' εσένα επικεφαλής του αστυνομικού τμήματος εύκολα θα μπορούσαμε να πετύχουμε αυτό που και οι δυό μας θέλουμε.

    Σταμάτησε να μιλάει για λίγο και προσπάθησε να καταλάβει πως αντιμετώπισε ο νεαρός τη σχεδόν άμεση πρόταση για φόνο που του πρότεινε. Με ικανοποίηση είδε πως δεν ξαφνιάστηκε. Ήξερε πολύ καλά την απέχθεια που ένιωθε για τον προϊστάμενό της, εξ άλλου η ίδια του είχε καλλιεργήσει την ιδέα πως, σε περίπτωση που θα έφευγε απ' τη μέση ο δικηγόρος, οι δυό τους θα ήταν πολλαπλά κερδισμένοι και θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τα πλούτη που άνετα θα τα άρπαζαν, νόμιμα ή όχι και τόσο νόμιμα.

    Ο Άλκης είχε ασχοληθεί πολύ με την αδυναμία του δικηγόρου στην περιποίηση του Βρασίδα. Τον έβλεπε να παίζει με το τεράστιο μαστίφ, χωρίς στην πραγματικότητα να δείχνει την παραμικρή απόλαυση που θα έδειχνε κάποιος που ήταν ζωόφιλος. Ο τεράστιος σκύλος έδειχνε ευχαριστημένος με την περιποίηση του αφεντικού του και αγρίευε σε οποιονδήποτε προσπαθούσε να τον πλησιάσει. Του φαινόταν ακατανόητη αυτή η συμπεριφορά και η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει ήταν ότι ο Βρασίδας φύλαγε κάτι. Παρατήρησε πως μόνο ο δικηγόρος έμπαινε στον χώρο επιτήρησης του σκύλου και ειδικά στο σπίτι από πάνελ που ήταν κατασκευασμένο. Κατάλαβε πως ο δικηγόρος εκεί έκρυβε τεράστια ποσά χρημάτων από τα «μαύρα» που δεν μπορούσε να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει. Από τη σχολή είχε μάθει πως πολλοί διαβόητοι εγκληματίες έκρυβαν μεγάλα ποσά σε χώρους που θα είχαν πρόσβαση μόνο αυτοί, για την περίπτωση ξαφνικής και αναγκαίας αναχώρησής τους. Όσο το σκεφτόταν, τόσο γινόταν και πιο σίγουρος γι αυτό. Αναρωτιόταν για το ποσό που θα εύρισκε και πώς θα μπορούσε να το «κατασχέσει» για τον εαυτό του. Παρ’ όλη την αδυναμία που είχε στην Ανδρονίκη, είχε την πονηριά να της κρύψει αυτές τις υποψίες και να τις κρατήσει για τον εαυτό του. Αυτές οι υποψίες (που είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν σωστές) «δούλευαν» αθροιστικά μαζί με όλα τα επιχειρήματα που ανέλυε η ερωμένη του. Όμως η εμπειρία του στο αστυνομικό σώμα ήταν αυτή που τον έκανε επιφυλακτικό, γιατί η περίπτωση ενός ακόμη εγκλήματος στην περιοχή και ειδικά ενός θύματος σαν τον Καρατζόγλου, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στις αστυνομικές έρευνες και δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν θα παρέμενε αυτός επικεφαλής των ερευνών. Από την άλλη τα κέρδη ήταν τεράστια! Και μόνο το ότι θα μπορούσε να έχει δική του την Ανδρονίκη τον έκανε να διώχνει όλους τους δισταγμούς που είχε. Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το τηλέφωνό της με ιδιαίτερο κουδούνισμα και η γυναίκα το άρπαξε με μια σχεδόν βίαια κίνηση. Απάντησε μονολεκτικά στην αρχή κι έμεινε σιωπηλή στη συνέχεια. Με απορία είδε το πρόσωπό της ν' ασπρίζει και μετά απότομα να κοκκινίζει. Πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισε την έβλεπε να χάνει την αυτοκυριαρχία της και να εκδηλώνει τα συναισθήματά της. Παραξενεύτηκε μ' αυτό που έβλεπε. Εκτός απ' τον ερωτικό παροξυσμό που είχε στον κρεβάτι, είχε συνηθίσει να τη βλέπει να εκπέμπει μια ηρεμία και να μην προδίδει σε καμία περίπτωση τα συναισθήματά της. Αυτό που έβλεπε τώρα δεν είχε καμία σχέση με αυτά που ήξερε για την ερωμένη του και τον έκανε να αναρωτιέται.

    Η Ανδρονίκη κατέβασε αργά το ακουστικό του τηλεφώνου και προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία της. Το τηλεφώνημα ήταν απ' την Πάμελα και την είχε πληροφορήσει για την απαίτηση του δικηγόρου για ολονύκτια συνεύρεση. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το διαχειριστεί και την έκανε να νιώθει θυμό που έφτανε στα όρια της λύσσας για τον δικηγόρο. Κοίταξε αποφασιστικά τον νεαρό και του είπε με σκληρή φωνή,χωρίς να του δώσει κάποια ιδιαίτερη εξήγηση.

    - Πρέπει να δώσουμε ένα τέλος!

    Δεν χρειαζόταν εξ άλλου να του πει περισσότερα. Ο Άλκης ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε και κυρίως ποιον εννοούσε. Η γυναίκα βρήκε σταδιακά την αυτοκυριαρχία της και προσπάθησε διπλωματικά να καλύψει τη στιγμιαία έλλειψη ψυχραιμίας που είχε και του είπε με πειστικότητα:

-     Ο Καρατζόγλου μάλλον έμαθε για μας, αυτό μόλις με πληροφόρησαν. Έχει γίνει έξαλλος και με τους δυό μας!

    Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε αλλάζοντας τελείως τον τόνο της φωνής της και δείχνοντας μια απίστευτη στεναχώρια.

    - Δυστυχώς θα μας τελειώσει και τους δυο! Θα μας καταστρέψει με όποιο μέσο μπορεί!

    Μέσα της έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό της για την ευστροφία της να καλύψει με τον καλύτερο τρόπο τη μικρή αδυναμία της, να τη μετατρέψει αστραπιαία σε πλεονέκτημα και να οδηγήσει τον νεαρό σε αδιέξοδο. Τον έβλεπε με ικανοποίηση να δαγκώνει τα χείλη του και να σφίγγει τις γροθιές του τόσο δυνατά, που παρατηρούσε τις αρθρώσεις του ν' ασπρίζουν. «Εύκολο θύμα», σκέφτηκε. Τον οδηγούσε να κάνει έναν φόνο χωρίς κανένα ενδοιασμό, χρησιμοποιώντας όλη της τη γοητεία. Με την ψυχολογική απειλή πως θα έχαναν τα πάντα τον έκανε υποχείριό της, ενώ αυτός είχε την εντύπωση ότι είχε το πάνω χέρι. Τον έβλεπε να ιδρώνει, ενώ προσπαθούσε να αξιολογήσει την κατάσταση και μέσα της δεν ένιωθε τίποτα γι αυτόν. Μπορεί να ήταν καλός εραστής, αλλά τέτοιους είχε γνωρίσει πολλούς και ήταν σίγουρη πως θα γνώριζε κι άλλους. Ενώ με την Πάμελα ήταν τελείως διαφορετικά. Το πάθος που ένιωθε για τη νεαρή γυναίκα την εξουσίαζε και την έκανε να νιώθει ευπρόσβλητη και για πρώτη φορά ερωτευμένη. Και μόνο η σκέψη ότι θα την αγκάλιαζε ο δικηγόρος την έκανε να γίνεται έξαλλη και να μη μπορεί να συγκρατήσει την ψυχραιμία της. Το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγήσει τον Άλκη, την έκανε να έχει ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι του και κατάλαβε πως τον είχε κάνει υποχείριο της, χωρίς ο νεαρός να καταλάβει το παραμικρό.

--//--

    Ο Γιώργος Παπαδόπουλος συνήλθε στο μονόκλινο δωμάτιο που τον είχαν μεταφέρει μετά από μια σειρά εξετάσεων στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Θυμόταν αμυδρά τις εξετάσεις που του έκαναν, γιατί (εκτός από μικρές αναλαμπές που είχε) το μεγαλύτερο διάστημα δεν είχε τις αισθήσεις του. Ένας αστυνομικός που είχε τοποθετηθεί σαν φρουρός έξω απ' το δωμάτιο στο οποίο νοσηλευόταν άνοιγε κάθε τόσο την πόρτα, για να ελέγξει αν όλα ήταν καλά με το θέμα ασφαλείας του μεγαλόβαθμου αστυνομικού. Η απόπειρα εναντίον του Παπαδόπουλου στο κέντρο της πρωτεύουσας είχε θορυβήσει όλο το σώμα και κυρίως την ηγεσία του. Αυτό ήταν κάτι που δεν συνέβαινε συχνά και δημιουργούσε ερωτήματα, κυρίως γιατί το θύμα δεν είχε υποθέσεις που να αφορούσαν την ντόπια εγκληματικότητα. Κατά ένα παράξενο τρόπο ο ίδιος ο υπουργός ενδιαφέρθηκε για την περίπτωσή του. Μόλις συνήλθε ο τραυματίας, τον επισκέφτηκε έχοντας όλες τις κάμερες στο πλευρό του. Χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη, πολιτικάντικη, ξύλινη γλώσσα είπε για το δελτίο των ειδήσεων: Δήλωσε πως η αστυνομία θα πατάξει κάθε παραβατική συμπεριφορά και πως ήταν πλέον θέμα τιμής για την αστυνομία η εξιχνίαση της υπόθεσης. Έκανε αναφορά στην προσωπική σχέση που είχε με το θύμα και στο προσωπικό του πλέον ενδιαφέρον για την εξέλιξη της υπόθεσης. Ό ίδιος ο Παπαδόπουλος έβλεπε στην τηλεόραση αυτή τη «θεατρική παράσταση» του υπουργού κι ένιωθε ένα κύμα απέχθειας να τον πλημμυρίζει. Μόλις πριν λίγες ώρες τον είχε «κράξει» και τον είχε απειλήσει λεκτικά τόσο σκληρά, που αναρωτιόταν για τη διπλοπροσωπία του πολιτικού. Το κολάρο που του είχαν βάλει στον αυχένα τον πίεζε και τον δυσκόλευε να μετακινήσει πλάγια το κεφάλι του, με αποτέλεσμα ν' ανεχτεί όλα τα εμετικά γι αυτόν σχόλια. Με προσπάθεια έκλεισε με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση και προσπάθησε να σκεφτεί ποιος και για ποιον λόγο τον έφερε σ' αυτή την κατάσταση. Κοίταζε τον ορό που ήταν συνδεδεμένος με τις φλέβες του και αναρωτιόταν για το είδος των φαρμάκων που του χορηγούσαν. Προσπάθησε μάταια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, αλλά γρήγορα βυθίστηκε σ' έναν ύπνο χωρίς να μπορεί ν' αντισταθεί. Ξύπνησε ξαφνικά νιώθοντας παρουσία ατόμων δίπλα του. Ένας γιατρός ήταν από πάνω του και τον καλημέρισε. Μηχανικά, μουδιασμένος απάντησε μ' ένα χαμηλόφωνο χαιρετισμό. Άφησε τον γιατρό και τους συνεργάτες του να του κάνουν μια σειρά από εξετάσεις, χωρίς να του δίνουν την παραμικρή εξήγηση. Τον μετέφεραν στα εργαστήρια για πολλές εξετάσεις, που δεν μπορούσε να τις καταλάβει. Υπάκουσε σ' όλες τις οδηγίες του ιατρικού team, χωρίς να φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Λίγα λεπτά μετά την επιστροφή του στο μονόκλινο δωμάτιο που του είχαν παραχωρήσει τον επισκέφτηκαν δύο συνάδελφοί του, που είχαν αναλάβει την υπόθεση του τραυματισμού του. Δεν τους γνώριζε κι αυτοί του συστήθηκαν δηλώνοντας τον βαθμό τους και την ιδιότητά τους στην υπηρεσία. Απάντησε με ειλικρίνεια σ' όλες τις ερωτήσεις που του έκαναν. Φυσικά οι απαντήσεις του δεν οδήγησαν τους ερευνητές πουθενά κι έφυγαν μάλλον απογοητευμένοι. Ήλπιζαν ότι θα τους είχε αναφέρει κάτι ουσιαστικό, από το οποίο θα μπορούσαν να πιαστούν και να ξεκινήσουν την έρευνά τους. Άφησαν τον τραυματία να ισορροπεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου κι έφυγαν για την υπηρεσία τους. Η ανάρρωσή του θα κρατούσε πολύ και το πήρε απόφαση πως ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση να βοηθήσει ενεργά στην υπόθεση του τραυματισμού του. Παρ’ όλο που η υπηρεσία του έδωσε αναρρωτική άδεια, αυτός επικοινώνησε τόσο με τον Άλκη, όσο και με τη Φρόσω. Ενημερώθηκε κι απ' τους δυο για όλες τις εξελίξεις των τρεχουσών υποθέσεων, χωρίς να κάνει την παραμικρή παρέμβαση, μένοντας πιστός στο πρωτόκολλο της υπηρεσίας. Προσπάθησε να πείσει τον αστυνομικό που τον φύλαγε να του φέρει έναν καφέ από το κυλικείο, αλλά αυτός αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πόστο του. Άνοιξε εκνευρισμένος την τηλεόραση και για πρώτη φορά στη ζωή του παρακολούθησε τα ανούσια πρωϊνά προγράμματα. Κάθε τόσο βυθιζόταν σ' έναν ύπνο χωρίς όνειρα, ενώ η τηλεόραση έπαιζε. Άνοιγε ξαφνικά τα μάτια και για λίγες στιγμές προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Αυτό συνεχίστηκε για τρεις μέρες περίπου. Από την τέταρτη η κατάσταση του άρχισε να σταθεροποιείται. Απέκτησε την προηγούμενη διαύγειά του κι άρχισε να δυσφορεί όσο βρισκόταν καθηλωμένος στο κρεβάτι του.

    Διστακτικά στην αρχή, πιο συχνά στη συνέχεια, άρχισε να σηκώνεται και να κάνει μικρές βόλτες μέσα στον θάλαμο αρχικά και μετά έβγαινε στο μπαλκόνι. Σε λίγο άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου προσπαθώντας να βελτιώσει τη φυσική του κατάσταση, ακολουθούμενος πάντα απ' τον αστυνομικό φρουρό που τον πρόσεχε. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να κουράζεται σχετικά εύκολα και ν' αποζητά ξεκούραση στο κρεβάτι του θαλάμου του. Οι συνάδελφοί του ερευνητές της υπόθεσης ήρθαν άλλες δυο φορές με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να θυμηθεί κάτι, που θα ήταν δυνατόν να τους βοηθήσει στην ανακάλυψη του ενόχου. Προς το παρόν η απόπειρα εις βάρος του παρέμεινε ένα μυστήριο. Κοιμόταν για μεσημέρι μετά από ένα κουραστικό γι αυτόν πρωινό, καθώς είχε αρχίσει ν' ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες του νοσοκομείου για άσκηση, με τη σκιά του να τον ακολουθεί χωρίς να διαμαρτύρεται. Μετά από το ελαφρύ γεύμα του νοσοκομείου, ξάπλωσε και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του, όταν ένιωσε την παρουσία ενός ατόμου να κάθεται δίπλα του στο κρεβάτι. Γύρισε απότομα κι έμεινε κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαν να μην πίστευε σ' αυτό που έβλεπε.

    - Εσύ; κατάφερε να ψελλίσει τελικά. Εσύ; Πώς; Πώς βρέθηκες εδώ;

    Μην παίρνοντας απάντηση, ξαναέκλεισε τα μάτια του, τα άνοιξε και είπε χαμηλόφωνα:

    - Καλώς όρισες, Dolunay!

    Την κοίταζε σαν μαγεμένος. Ο χρόνος ήταν απόλυτα φιλικός απέναντι της. Φαινόταν κατά πολύ νεώτερη απ' ότι στην πραγματικότητα ήταν, ντυμένη όπως συνήθιζε τότε, μ' ένα μεταξωτό κουστούμι και λευκό πουκάμισο. 

    - Καλώς σε βρήκα, Γιώργο, είπε με τη μελωδική της φωνή. Πώς είσαι;

    Χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση, σηκώθηκε από την καρέκλα, έσκυψε και τον φίλησε απαλά στα χείλη. 

    - Πώς βρέθηκες εδώ; Πώς έμαθες για την κατάστασή μου; κατάφερε να ψελλίσει ο αστυνόμος.

    - Είδα στις ειδήσεις την απόπειρα εναντίον σου. Αμέσως πήρα το αεροπλάνο από τη Σμύρνη και ήρθα. Στον φρουρό έξω είπα ότι είμαι η γυναίκα σου και μου επέτρεψε να σε δω.

    «Ώστε Σμύρνη λοιπόν», σκέφτηκε, «γι αυτό δεν μπορούσα να τη βρω!» Τότε μόνο ο Γιώργος παρατήρησε τα κόκκινα τριαντάφυλλα δίπλα του στο βάζο. «Φυσικά» σκέφτηκε, «κόκκινα τριαντάφυλλα, τα αγαπημένα της Dolunay». Την κοίταζε και νόμιζε πως δεν πέρασε ούτε μέρα από τότε που την είχε δει τελευταία φορά.

--//--

    Ο Άλκης ήταν με την Ανδρονίκη, στο σπίτι της, όταν κτύπησε το “μαϊμουνιάρικο” τηλέφωνο του Καρατζόγλου. Ήταν το πακιστανικό τηλέφωνο του δικηγόρου που το χρησιμοποιούσε όταν φοβόταν πιθανή υποκλοπή. Έκανε νόημα στην γυναίκα να μη μιλήσει και απάντησε με ανοιχτή την ακρόαση, για να μη χρειαστεί να της εξηγήσει την συνομιλία. Ο δικηγόρος σε πολύ επιτακτικό τόνο του ζήτησε να  συναντηθούν στο πίσω μέρος της αυλής του κτιρίου της ΜΚΟ! . Η φωνή του αντηχούσε στο δωμάτιο και ήταν φανερό πως ήταν θυμωμένος. "Ξέρω τι συμβαίνει ανάμεσα σε σένα και στην πουτάνα που έχω για διευθύντρια. Τσακίσου και ελα αμέσως"

    Η Ανδρονίκη φόρεσε μια ρόμπα και πήγε στο διπλανό δωμάτιο αφήνοντας τον αστυνομικό να προβάλλει αντιρρήσεις για την συνάντηση, πράγμα που δεν δεχόταν ο συνομιλητής του. Μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο όταν γύρισε η γυναίκα από το διπλανό δωμάτιο κρατώντας στα χέρια της μια Beretta. Έβαλε στα χέρια του το όπλο και του είπε:

    - Τώρα ή ποτέ!

    Σαν υπνωτισμένος πήρε το όπλο στα χέρια του και την κοίταξε διστακτικά. 

    - Μη φοβάσαι, του είπε χαμηλόφωνα, έχει αφαιρεθεί ο σειριακός αριθμός του, δεν μπορεί με τίποτα να εντοπιστεί. Κανείς δεν ξέρει ότι έχω στην κατοχή μου όπλο. Τώρα είναι ίσως η μοναδική μας ευκαιρία.

    Ο Άλκης σε κατάσταση ύπνωσης έλεγξε μηχανικά το όπλο, βγάζοντας τον γεμιστήρα, τσεκάροντας τις σφαίρες με τη σιγουριά κάποιου έμπειρου με τα όπλα. Η γυναίκα τον κοίταζε με κρυφή ικανοποίηση κι αφού τον χάιδεψε στον λαιμό, του είπε:

    - Μόλις τελειώσεις, εξαφάνισέ το. Ξέρεις εσύ. Θα βρεις κάποιο τρόπο ώστε να μη βρεθεί ποτέ.

    Χωρίς να πει τίποτα ο αστυνομικός, ντύθηκε κι έβαλε τη Beretta στη ζώνη του, αφού πρώτα ενεργοποίησε την ασφάλεια. Ένιωθε πλέον έτοιμος ν' απαλλαγεί απ' τους εκβιασμούς του Καρατζόγλου και συγχρόνως να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Γνώριζε πολύ καλά πως αν πραγματοποιούσε την απόφασή του, δεν θα υπήρχε μετά γυρισμός. Κούνησε το κεφάλι του, σαν να ήθελε να διώξει αυτή τη σκέψη. 

    - Θα περάσω τον Ρουβίκωνα, μονολόγησε χρησιμοποιώντας την ιστορική φράση και βγήκε με αποφασιστικό βήμα από το σπίτι. Έφθασε πρώτος στο χώρο του ραντεβού, έλεγξε με προσοχή την περιοχή για βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κάποιος παρείσακτος. Στο βάθος το ποτάμι που διέσχιζε την πόλη ακουγόταν, ενώ κυλούσε με ένα βουητό τα αφρισμένα νερά του. Διάλεξε ένα σκιερό μέρος της αυλής, διαλέγοντας με προσοχή το λιγότερο φωτιζόμενο σημείο. Ξαφνιάστηκε όταν ξαφνικά  είδε τον δικηγόρο να βρίσκεται σχεδόν από το πουθενά στην άλλη άκρη της αυλής. Αμέσως κατάλαβε πως ο Καρατζόγλου είχε χρησιμοποιήσει την υπόγεια σήραγγα που υπήρχε στο υπόγειο του κτιρίου της ΜΚΟ. Κοίταξε με προσοχή για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε  κάποιον μαζί του. Βέβαιος ο νεαρός πως το μελλοντικό θύμα του ήταν μόνο του, τον κοίταζε με ψυχραιμία.

    - Τι είναι αυτά που μαθαίνω για σένα κι αυτή τη σκρόφα, την Ανδρονίκη; ούρλιαξε. Έχετε τρελαθεί τελείως κι οι δυο σας;

    Ο Άλκης έβγαλε με σιγουριά το όπλο και τον σημάδεψε.

    - Τι κάνεις; Μη! ήταν τα τελευταία λόγια του δικηγόρου, που πνίγηκαν από τον ήχο του πυροβολισμού.

    Αφού έκρυψε το όπλο στην ζώνη του, ο νεαρός φόρεσε τα λεπτά πλαστικά γάντια που τους έδινε η υπηρεσία και άγγιξε το θύμα του στο λαιμό, προσπαθώντας να καταλάβει αν υπήρχε κάποιος σφυγμός. Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν νεκρός, μάζεψε από το έδαφος τον κάλυκα, τον έβαλε στην τσέπη του και πήρε, από την εσωτερική τσέπη του νεκρού τα δύο τηλέφωνα του,  το πορτοφόλι του μαζί με όλα τα έγγραφα που είχε, ενώ δεν παρέλειψε να πάρει το ρολόι, το δακτυλίδι και το σταυρό του. Έσυρε με κάποια δυσκολία το σώμα του Καρατζόγλου προς την είσοδο της γαλαρίας και το ανέβασε μέσα στο κτίριο. Αμέσως μετά απομακρύνθηκε από τον χώρο του εγκλήματος, μπήκε στο αυτοκίνητό του και το οδήγησε προς την πόλη. Διέλυσε τα τηλέφωνα και πέταξε τα κομμάτια σε διαφορετικά σημεία του ποταμού, ενώ έκαψε τις κάρτες SIM των τηλεφώνων, χρησιμοποιώντας το οινόπνευμα που είχε στο κουτί πρώτων βοηθειών του αυτοκινήτου. Πέταξε όσο πιο μακριά στην τεχνητή λίμνη τον κάλυκα από την χρησιμοποιημένη σφαίρα, ενώ προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη λύση για να εξαφανίσει την  Beretta. Τελικά την διέλυσε σε όσα κομμάτια την αποτελούσαν, όπως τον είχαν διδάξει οι οπλουργοί στην σχολή της αστυνομίας, και τα πέταξε με προσοχή το καθένα σε διαφορετικό σημείο στα ποτάμια της περιοχής. Ήσυχος πια από ένα  δημόσιο τηλέφωνο, πήρε την ερωμένη του και είπε μόνο μια λέξη:

    - ΟΚ!

    Έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο. Η Ανδρονίκη κατέβασε ικανοποιημένη το ακουστικό του τηλεφώνου και το μυαλό της άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς προς όλες τις κατευθύνσεις. Άρχισε να μεταφέρει χρηματικά ποσά σε διάφορους λογαριασμούς, που θα μπορούσε εύκολα μετά να τα σκορπίσει σε ακόμη περισσότερους λογαριασμούς. Πρόσεχε να μην είναι μεγάλα τα ποσά και να μην ξεφεύγουν από τις συνηθισμένες καθημερινές συναλλαγές που πραγματοποιούσε βάσει της δικαιοδοσίας της. Άρχισε συστηματικά να τηλεφωνεί στο κινητό τηλέφωνο του δικηγόρου και να δηλώνει μια κάποια ανησυχία στους συνεργάτες της, γιατί δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Η ανησυχία της έγινε «μεγαλύτερη» όσο περνούσαν οι ώρες και δεν είχε νέα του δικηγόρου. Άρχισε να τηλεφωνεί συστηματικά και να τον αναζητεί σε κάθε πιθανό συνεργάτη. Μ' αυτόν τον τρόπο κινητοποίησε μια μεγάλη ομάδα συνεργατών, οι οποίοι άρχισαν κι αυτοί με τη σειρά τους, ν' ανησυχούν και να τον ψάχνουν. Όπως είχε συνεννοηθεί με τον συνένοχό της πλέον, δεν θα επικοινωνούσαν παρά μόνο υπηρεσιακά. Αυτό βέβαια ήταν οδυνηρό για τον νεαρό ερωτευμένο αστυνομικό, αλλά βόλευε πολύ την Ανδρονίκη, που θα είχε πλέον το πεδίο ελεύθερο και θα μπορούσε να συναντά την Πάμελα χωρίς εμπόδια. Ήδη το μυαλό της επεξεργαζόταν σχέδια για το πώς θα ξεφορτωνόταν τον Άλκη, αφού έκλεινε η υπόθεση του φόνου. Καταλάβαινε ότι αυτό ήταν πρόωρο, αλλά το πάθος που είχε για την Πάμελα δεν την άφηνε να σκέφτεται σωστά. Ενδόμυχα ένιωθε ένα καμπανάκι να κτυπάει σαν σήμα κινδύνου, που της έλεγε να προσέχει ιδιαίτερα το πώς θα χειριζόταν από εδώ και μετά τον νεαρό, αλλά το πάθος που ένιωθε για την Πάμελα ξεπερνούσε την κάθε λογική σκέψη που θα μπορούσε να έχει. Όσες φορές προσπάθησε να βάλει αυτό που ένιωθε κάτω από τη λογική, της ήταν αδύνατο. «Θα γίνουν όλα όπως πρέπει», σκέφτηκε, «όλα όπως θέλω εγώ», συμπλήρωσε τη σκέψη της με αυταρέσκεια.    

--//--

    Η Φρόσω ένιωθε μια περίεργη έξαψη. Μόλις είχε ανακαλύψει ότι ο Άλκης είχε πολύ στενή σχέση με τον Καρατζόγλου. Όλα τα στοιχεία που είχε με κόπο μαζέψει ψάχνοντας τα τηλέφωνα του τμήματος έδειχναν συχνές συνομιλίες των δύο ανδρών. Όλα ξεκίνησαν όταν έλαβε ηλεκτρονικά μια πληροφορία, ότι υπήρχε στενή συνεργασία των δύο ανδρών. Όσο κι αν προσπάθησε ν' ανακαλύψει την προέλευση του ηλεκτρονικού μηνύματος, αυτό στάθηκε αδύνατο. Ο αποστολέας έκρυβε πάρα πολύ καλά τα ίχνη του, ωστόσο οι πληροφορίες που της έστελνε ήταν σωστές κι αυτό το είχε επιβεβαιώσει ελέγχοντας την κάθε πληροφορία ξεχωριστά. Με δυσπιστία ανακάλυψε ότι ο συνάδελφός της έπαιζε κι έχανε μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία αποπλήρωνε με «χορηγίες» του δικηγόρου. Όταν ο ανώνυμος πληροφοριοδότης έστειλε πληροφορίες (που δεν μπορούσε να επαληθεύσει) για το ποιος ήταν ιδιοκτήτης των δύο μεγαλύτερων παράνομων χαρτοπαικτικών λεσχών της πόλης, θυμήθηκε όλες τις αποτυχημένες εφόδους που είχε κάνει κατά καιρούς η υπηρεσία της. Μ’ αυτή την πληροφορία κατάλαβε τον λόγο της αποτυχίας. Βλαστήμησε μέσα της, γιατί δεν είχε ενημερώσει τον διευθυντή της στον χρόνο που έπρεπε. Τώρα, μετά τον τραυματισμό του και την αναγκαστική άδεια, δεν μπορούσε θεσμικά να τον ενημερώσει ούτε καν να τον συμβουλευθεί. Άνοιξε έναν φάκελο για τον Άλκη ασφαλίζοντας τον μ' έναν πολύπλοκο κωδικό κι άρχισε να περνάει εκεί όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωνε και τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει. Μετά τον τραυματισμό του προϊσταμένου της και αφού ήξερε πως έστω και προσωρινά ο Άλκης θα γινόταν ο αντικαταστάτης του, δεν μπορούσε ν' αποφασίσει αν θα έπρεπε να ενημερώσει την υπηρεσία της για τα ευρήματά της. Αποφάσισε να μην κάνει καμία κίνηση προς το παρόν και να προσπαθήσει να συνεργαστεί μαζί του μήπως και αποκτήσει ισχυρότερες ενδείξεις, αν όχι και αποδείξεις, για την παραβατικότητά του. 


Τέλος κεφαλαίου XIV

Τη σκυτάλη παίρνει η Ανατολή Μελίδου


    Σημείωση ιστολογίου: Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.


No comments:

Post a Comment