Monday 26 December 2016

Γράμμα απο την Βέροια... Ο παππούς μου.

Της Ανατολής Μελίδου

Από πολλή μικρή, και μέχρι τουλάχιστον τα 18 μου χρόνια, όλα τα καλοκαίρια μου τα περνούσα στην Βέροια... Σε αντίθεση με τους περισσότερους που είχαν παππούδες στο χωριό, εγώ είχα παππούδες στην πόλη... Η ανάμνηση της Βέροιας για μένα είναι μυρωδιά... και γεύσεις... και ήχοι... και εικόνες φυσικά... Οι παππούδες μέναν σε μία πανέμορφη μονοκατοικία με τεράστιο κήπο μπροστά και μπαχτσέ στο πίσω μέρος... Ο κήπος είχε μέσα όλα τα λουλούδια που υπήρχαν στον κόσμο... έτσι νόμιζα τότε... Τα περιποιόταν ο παππούς... κάθε πρωί, τα κάναμε επιθεώρηση ένα, ένα... μου εξηγούσε για το καθένα, πότε το φύτεψε, από ποιον το πήρε, αν πιάνει με ρίζα ή με σπόρους... αν χρειάζεται κάθε μέρα νερό, αν θέλει να είναι μόνο του ή με παρέα... πετούσαμε τα φυλλαράκια (ελάχιστα) που τυχόν είχαν ξεραθεί.., κοιτούσαμε τα μπουμπούκια... ελέγχαμε τα φύλλα από κάτω, αν κρυβόταν κανένα μικρό σκουληκάκι, για να το καθαρίσουμε... Σαν μικρός παράδεισος μου φαινόταν... ένοιωθα ότι αυτή ήταν η πιο σπουδαία δουλειά που μπορούσε να κάνει κάποιος... και την έκανε μόνο ο παππούς μου... ο παππούς που μιλούσε με τα λουλούδια του...
Η δικιά μου ευτυχία όμως ήταν τα τρία τεράστια δένδρα που υπήρχαν στο πίσω μέρος του σπιτιού... τρεις συκιές... Τι συκιές όμως ήταν εκείνες... Πανέμορφες... ή τουλάχιστον εγώ έτσι τις έβλεπα... Περίμενα πώς και πώς να μεγαλώσουν οι καρποί τους... μεγάλα άσπρα σύκα, ελαφρώς μελωμένα...


(Από τα παιδικά χρόνια στη Βέροια - έτοιμη για την βόλτα με τον παππού)

Στην σκιά τους καθόμουνα κάθε απομεσήμερο με τον παππού τα ζεστά εκείνα καλοκαίρια της πόλης... Η πιο ευτυχισμένη ώρα της μέρας...
Ο παππούς έφερνε τα παραμύθια και άρχιζε να διαβάζει... Ο Αλή Μπαμπά και οι 40 κλέφτες... Χίλιες και μία νύχτες... όλα τα παραμύθια είχαν σχέση με την Ανατολή... Πρόσφυγας ήταν, το μυαλό του όλο στα περασμένα γυρνούσε... Ήθελε να με κάνει και μένα να αγαπήσω όλα αυτά που κουβαλούσε...
Πολλές φορές ενώ διάβαζε κλείνανε τα μάτια του... τον έπαιρνε ο ύπνος... Εγώ όμως άγρυπνος φρουρός... Παππού ξύπνα, δεν τέλειωσε το παραμύθι... του έλεγα... Γελούσε ο καλός μου... και συνέχιζε... μέχρι που τον ξανάπαιρνε ο ύπνος... Εγώ τον ξαναξυπνούσα και... ξανασυνεχίζαμε την ίδια ιστορία...
Όταν δρόσιζε λιγάκι, μου έλεγε να ετοιμαστώ...
Έτρεχα στην γιαγιά τότε... με έπλενε, με στόλιζε, φορούσα καθαρό φουστάνι...
Με έπαιρνε ο παππούς από το χέρι, ήταν και πολύ ψηλός και σαν να έγερνε λίγο προς το μέρος μου... και πιάναμε την ανηφόρα...
Πηγαίναμε στην Εληά στην πλατεία, για να φάμε την πάστα μας...
Ο παππούς δηλαδή να πιει τον καφέ του, κι εγώ να φάω την πάστα αμυγδάλου...
Ένοιωθα πολύ περήφανη, ο παππούς μου ήταν ο πιο όμορφος παππούς του κόσμου και η πάστα αμυγδάλου η πιο νόστιμη που υπήρχε...
……………………………………………………………
(Συνεχίζεται)




No comments:

Post a Comment