Του Παντελή Γουλάρα
Όταν ήμασταν
πιτσιρικάδες τα πράγματα ήταν απλά.
Ακολουθούσαμε τους γονείς μας, όπου
έβγαιναν αυτοί, και στέκια μας ήταν τα
δικά τους στέκια. Καφενεία, ταβέρνες,
ζαχαροπλαστεία, νυχτερινά κέντρα και
κινηματογράφοι, ήταν κατά περίπτωση τα
στέκια εκείνης της εποχής.
Ακολουθώντας
τον πατέρα μου, “σύχναζα” κι εγώ στο
καφενείο του “Σιάχα” που βρίσκονταν
στην οδό Κεντρικής, στην πλατεία που
δημιουργείται μπροστά από το κατάστημα
“Πεταλούδα” στην είσοδο του στενού
απέναντι από το κατάστημα “Τζιαμπούρα”.
Εκεί συνήθως απολάμβανα είτε την
πορτοκαλάδα μου είτε το υποβρύχιο που
συνήθως με κερνούσε ο καταστηματάρχης
επειδή διάβαζα φωναχτά την εφημερίδα.
Αυτό συνήθως γίνονταν τα πρωινά της
Κυριακής. Άλλες φορές, όταν άρχιζε να
καλοκαιριάζει, το στέκι άλλαζε. Το
καλοκαιρινό στέκι ήταν το καφενείο
“Πλάτανος” κάτω από το μπάσκετ της
Ελιάς, δίπλα στα Λύκεια, που το είχε ο
γείτονας μας ο Μουστάκας. Αργότερα το
μαγαζί αυτό έγινε ταβέρνα, με το ίδιο
όνομα από τον γιο του και καλό μου φίλο
Γιώργο, ενώ σήμερα, το λειτουργεί η τρίτη
γενιά, τα εγγόνια του αρχικού ιδιοκτήτη,
οι γιοι του Γιώργου.