Thursday 2 March 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι των παππούδων


Της Ελένης Δημητριάδου


     Ο παππούς Κώστας, γεννημένος το 1878 και η γιαγιά Σοφία γεννημένη το 1889, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη το 1924 με την Ανταλλαγή, από τη Σαφράμπολη της Μικράς Ασίας (τη Βυζαντινή Θεοδωρούπολη της Παφλαγονίας), μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Πόλη.


(Άποψη της σύγχρονης Σαφράμπολης από την ιστοσελίδα static.panoramio,com)

     «Στην Πόλη μέναμε κοντά στο Φανάρι», έλεγε ο πατέρας. Στα 50 του περίπου αξιώθηκε να το δει
αυτό το σπίτι όταν επισκέφτηκαν την Πόλη με τη μαμά, μαζί με άλλους συναδέλφους και φίλους από τη Βέροια. Διηγιόταν και κάνα - δύο ιστορίες από την εκεί παραμονή τους. Πως τάχα αυτός έκλεβε τα περιστέρια του γείτονα και τα έβαφε με άλλο χρώμα για να μην τα αναγνωρίζει, μετά έμαθα ότι ήταν ένα γνωστό σπορ μεταξύ των κατόχων περιστεριών εκείνη την εποχή. Συχνά μου τραγουδούσε στα τούρκικα έναν αμανέ - και είχε ένα τόσο γλυκό χαμόγελο στα χείλη του γεμάτο τρυφερή νοσταλγία - που είχε σκαρφιστεί λέει το τσιράκι ενός έμπορα, που πάνω-κάτω έλεγε: «Έλα να ψωνίσεις από μας για να μη φάει το τσιράκι («τσιράκ») ξύλο από το αφεντικό».


(Ο μπαμπάς στη Σαφράμπολη σε νηπιακή ηλικία)

     «Στην Ελλάδα ήρθαμε με τα μουλάρια. Η θεία η Κλειώ στο κοφίνι γιατί ήταν ακόμη μωρό, κι εγώ οχτώ χρονών καβάλα!», έλεγε ο πατέρας και τα μάτια του άστραφταν από περηφάνια για το κατόρθωμά του και μαζί του ένιωθα κι εγώ υπερήφανη! Τον θαύμαζα για το ταξίδι του αυτό και προσπαθούσα να τον φανταστώ καμαρωτό - καμαρωτό πάνω στη σέλα! Αλλά μετά θυμόταν κι άλλα, να φωνάζουν λέει τα ελληνόπουλα «Πρόσφυγγξ! Πρόσφυγγξ!» στο πέρασμά τους, και να τρέχουν τρομαγμένα. Κι εγώ αναρωτιόμουν. Γιατί; Τι κακό μπορούσε να τους κάνει ο μπαμπάς και η οικογένειά του; Και η μαμά μου απαντούσε στωικά: «Ποιος ξέρει σε τι κακά χάλια ήταν, ταλαιπωρημένοι, ρακένδυτοι!». Και μαύρες σκέψεις με κατάκλυζαν τότε και θόλωναν το μεγαλείο του επικού τους ταξιδιού. Στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού ήταν μια αποστροφή από κείμενο του αναγνωστικού: «Κολοκοτρώνα! Κολοκοτρώνα! φώναζαν τα τουρκάκια στα βάθη της Μικράς Ασίας και το αίμα τους πάγωνε από φόβο», που πάντρεψε για πάντα μέσα μου, για έναν ανεξήγητο(;) λόγο, αυτά τα δύο ιστορικά γεγονότα. Αυτό το κομμάτι της προσφυγικής καταγωγής μας πολύ λίγο το συζητούσαμε στην οικογένειά μας. Ήταν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες που ήθελαν να ξεχάσουν και να προσαρμοστούν γρήγορα, ήταν κι εμείς οι νεώτεροι που δε θέλαμε πολλά-πολλά με το οικογενειακό μας παρελθόν που πλήγωνε. Φαίνεται όμως ότι ο κύκλος δεν είχε κλείσει ακόμη. Έτσι, 82 χρόνια μετά από την επική - καταναγκαστική πορεία του πατέρα προς την Ελλάδα, η εγγονή που δεν γνώρισε, σύγχρονη μετανάστρια στο Λονδίνο, σημειώνει με παρρησία στο facebook και με αφήνει εμβρόντητη: "My grandpa, my mom's dad, immigrated to Greece from Turkey, almost a hundred years ago, to escape war. I immigrated to UK, 7 years ago. I am an immigrant, of an immigrant line, of an immigrant nation." («Ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, ήρθε ως μετανάστης στην Ελλάδα από την Τουρκία, πριν από 100 περίπου χρόνια, για να γλυτώσει από τον πόλεμο. Εγώ μετανάστευσα στην Αγγλία, πριν από 7 χρόνια. Είμαι μια μετανάστρια, ανήκω σε μια γραμμή μεταναστών, σε ένα έθνος μεταναστών.")


(Ο μπαμπάς ναυτάκι στην Πόλη)


(Και η καλλιτεχνική απόδοση από τον παππού)

     Η γιαγιά Σοφία ήταν πολύ καλή μαθήτρια και για το λόγο αυτό έκανε τη δασκάλα στα μικρότερα παιδιά στην πατρίδα της. Με πολύ καλή ελληνική παιδεία, εξαιρετική ορθογράφος, γνώριζε πολύ καλά την ετοιμολογία των λέξεων και μπόρεσε να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στο μάθημα των αρχαίων στις δύο εγγονές της, τις εξαδέλφες μου Σοφούλα και Τασούλα.


(Ο παππούς Κώστας στην αυλή του σε ηλικία 81 ετών - 12.8.1959)


(Η γιαγιά Σοφία σε ηλικία 71 ετών - 20.3.1960)

     Κάθε Κυριακή πρωί ερχόταν κρατώντας το φυλλάδιο που μοίραζαν στην εκκλησία με περικοπές από το ευαγγέλιο, έγερνε στο κρεβάτι και το διάβαζε ψιθυρίζοντας. Αυτό το απαλό και διαρκές «πςς πςς πςς…», το άκουγα κάθε φορά που διάβαζε κάτι, εφημερίδες, περιοδικά, ακόμη και το μικρό ευαγγέλιο που είχε φέρει μαζί της ή το προσευχητάριο γραμμένο στα καραμανλίδικα (Συμβατική γραφή της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες).


(Η Καινή Διαθήκη της γιαγιάς εκδοθείσα το 1881)


(Το προσευχητάριο της γιαγιάς γραμμένο στα καραμανλίδικα)

     Ο παππούς ο «Κώτσος», όπως τον αποκαλούσε η γιαγιά, ήταν αγιογράφος, αλλά ζωγράφιζε κιόλας. Ζωγράφιζε λέει τα αρχοντικά της Σαφράμπολης και φαίνεται ότι πληρωνόταν πολύ καλά. Είχε ζωγραφίσει μάλιστα και στο σαλόνι του σπιτιού τους ένα μεγάλο λιοντάρι πάνω στον τοίχο, και η γιαγιά το χρησιμοποιούσε για να φοβίζει τον μπαμπά μου να τρώει το φαγητό του! Το ονειρευόμουν αυτό το δωμάτιο για χρόνια, στο επάνω πάτωμα, φωτεινό με πολλά παράθυρα, μεγάλο, ψηλοτάβανο, σχεδόν άδειο, με μιντέρια γύρω-γύρω. Όταν σχετικά πρόσφατα άρχισα να ψάχνω τις εκεί ρίζες μου, και έμαθα ότι η Σαφράμπολη έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, έπεσα πάνω σε μια φωτογραφία ενός οντά σε αρχοντικό σπίτι. Ήταν σαν να ζωντάνεψε το παιδικό μου όνειρο για το σαλόνι της γιαγιάς, μόνο που έλειπε το φοβερό και τρομερό λιοντάρι στον τοίχο!
     Ο παππούς φαίνεται ότι έκανε και άλλες δουλειές. Η μαμά έλεγε ότι ήταν μορφωμένος, σπουδαγμένος στην Πόλη. Ήξερε γαλλικά – τον θυμάμαι κι εγώ να διαβάζει παλιά γαλλικά βιβλία και περιοδικά - και για ένα διάστημα λέει, ήταν διευθυντής της Singer στην Πόλη.


(Το βιβλίο του παππού περί πρακτικών γνώσεων και καλών τρόπων)


(Γαλλική γραμματική του παππού για παιδιά)

     Αλλά μετά, πρόσφυγας… από ζωγράφος αρχοντικών, κατέληξε μπογιατζής σε ταπεινά σπίτια για να ζήσουν, και ο μπαμπάς, ακόμη και φοιτητής γεωπονίας, πήγαινε συχνά και τον βοηθούσε. Ωστόσο δεν ξέχασε ποτέ την τέχνη του. Ως αγιογράφος ζωγράφισε τον τρούλο στην παλιά εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας, που δυστυχώς γκρεμίστηκε αργότερα. Έλεγαν ακόμη ότι είχε ζωγραφίσει και επισκευάσει εικόνες, όπως ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, σε ένα προσκύνημα σε σπηλιά πάνω σε ένα βράχο στο Μουζάκι, όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου στη διάρκεια της κατοχής. Ζωγράφιζε μέχρι τα βαθιά του γεράματα, κι ας έτρεμε το χέρι λίγο, κι ας ήταν τα περιγράμματα λιγότερο τέλεια. Τα έργα του, τα «πριν» και τα «μετά», κατέληγαν δώρα στους τοίχους των σπιτιών συγγενών και φίλων. Όλες μου οι θείες από την πλευρά της μητέρας μου στον Πολύγυρο είχαν έργα του στα σπίτια τους.


(«Οι αγριόγατες», από τη «σκοτεινή» περίοδο του παππού)


(Η θεά Άρτεμις)


(«Η πρώτη δοκιμή», αντίγραφο έργου του Γεωργίου Ιακωβίδη, 1886)
(Τα παραπάνω είναι έργα από τη μετέπειτα «φωτεινή» περίοδο με περισσότερο έντονα χρώματα)

     Ζωγράφιζε όμως και επαγγελματικά, τα εξώφυλλα σε φωτογραφικά άλμπουμ της εποχής. Για να πετύχει μάλιστα τον κυκλικό φόντο, χρησιμοποιούσε μια τεχνική με τη βοήθεια μιας μεγάλης τρόμπας που τη γέμιζε με χρώμα. Έβλεπα τότε να διαδραματίζονται μπροστά μου σκηνές απείρου κάλλους, παράξενες έως κωμικές, η γιαγιά να πατάει την τρόμπα στο πάτωμα, κι αυτός να την κατευθύνει, βάζοντας και τις φωνές καμιά φορά – δεν ήταν και πολύ εύκολος άνθρωπος ο παππούς, ενώ και οι δύο να μου βάζουν τις φωνές να βγω από το δωμάτιο για να μη με πειράξει η μυρωδιά της μπογιάς. Θυμάμαι το δωμάτιο που ήταν κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο και μύριζε έτσι κι αλλιώς μπογιά, τον παππού να ανακατεύει τα χρώματα με αυγό για να γίνουν σταθερά - παραπονιόταν ότι στην Ελλάδα δεν μπορούσε να βρει τα κατάλληλα χρώματα, τις πολύχρωμες σκόνες τυλιγμένες χωριστά σε κομμάτια από εφημερίδες, εικόνες από περιοδικά και εφημερίδες υποψήφιες για μοντέλα του - μερικές φορές τετραγωνισμένες με το μολυβάκι του για να γίνει σωστή η μεγέθυνση, την παλέτα και τα πινέλα του, σύνεργα που στα μαγικά του χέρια μεταμόρφωναν τον μουσαμά σε όνειρο!!!



(Εξώφυλλα από τα οικογενειακά μας άλμπουμ ζωγραφισμένα από τον παππού)

     Όταν ο κύριος Μερκούρης, ο βιοτέχνης που τα κατασκεύαζε, ερχόταν να φέρει τα καινούργια και να παραλάβει τα ζωγραφισμένα άλμπουμ, το πρόσωπο του παππού γέμιζε ικανοποίηση και αγαλλίαση, που κάποιος τον πλήρωνε αναγνωρίζοντας την τέχνη του. Την ανάγκη για αναγνώριση την είχε φαίνεται σε μεγάλο βαθμό, τόσο που επιχειρούσε να πουλήσει και πίνακές του, αν και ουσιαστικά δεν αντιμετώπιζε πλέον σημαντικά οικονομικά προβλήματα αφού τον συντηρούσε κυρίως ο πατέρας μου. Κάναμε χάζι με την ταμπέλα «Πωλούνται έργα ζωγραφικής», που κρεμούσε έξω από το σπίτι, «το σπίτι του ζωγράφου» όπως είναι γνωστό ακόμη και σήμερα στη γειτονιά. Η ταμπέλα αυτή αποκαθηλωνόταν άμα τη αφίξει μας στη Θεσσαλονίκη από τον πατέρα μου, που το θεωρούσε μεγάλη προσβολή, και ξανακρεμιόταν από τον παππού μόλις επιστρέφαμε στη Βέροια. Εδώ που τα λέμε, τώρα ξέρω ότι ήμουν τυχερή που είχα παππού ζωγράφο! Πόσοι άνθρωποι είχαν τέτοιο δώρο; Αυτή η «λόξα» με τη ζωγραφική πέρασε σχεδόν σε όλους μας μέχρι τα δισέγγονα και υποψιάζομαι και στα τρισέγγονά του!
     «Αλλάχ! Αλλάχ!» αναφωνούσε συχνά η γιαγιά Σοφία. Μια φορά, πιτσιρίκα τότε, της είπα ελαφρώς ενοχλημένη: «Γιαγιά ο Αλλάχ δεν είναι δικός μας Θεός!». Κι εκείνη χαμογελώντας συγκαταβατικά μου απάντησε: «Αλλάχ είναι ο Θεός. Εμείς έτσι τον λέμε». Έλεγε και άλλα τούρκικα η γιαγιά, αλλά κυρίως όταν μιλούσαν με τον παππού. Ο μπαμπάς τα καταλάβαινε αλλά δεν μπορούσε να τα μιλήσει και τους απαντούσε στα ελληνικά. Ήταν θαυμαστό και διασκεδαστικό συγχρόνως να τους ακούω να μιλάνε οι τρεις τους σε δύο γλώσσες. Η μαμά μου από την άλλη πλευρά, γνήσια ντόπια Ελληνίδα από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής, ποτέ δεν είδε με καλό μάτι αυτή την πλευρά του μπαμπά που αφορούσε στην καταγωγή του. Οι παππούδες από τη μεριά τους, αν και φτωχοί αισθανόταν άρχοντες, και αντιμετώπιζαν την καταγωγή της μητέρας μου μάλλον υποτιμητικά. Όταν την έβλεπαν να επιχειρεί πράγματα που απαιτούσαν σωματική αντοχή και τόλμη, της έλεγαν καμιά φορά: «Εσύ είσαι χωριάτισσα, αντέχεις!», αναφερόμενοι στην καταγωγή της από αγροτική, ελαιοπαραγωγική κυρίως οικογένεια. Και βέβαια υπήρχαν και άλλες διαφορές ανάμεσα στα σόγια! Ο παππούς βενιζελικός, «δημοκράτης», τα αδέλφια της μητέρας μου «βασιλικοί». Άντε να βγάλεις άκρη! Κι εγώ η «σουρπουίτσα» όπως με αποκαλούσε χαϊδευτικά ο μπαμπάς, να μην ξέρω τι στάση να κρατήσω για να ευχαριστήσω και τις δύο πλευρές. Μια φορά με βρήκε φαίνεται μπόσικη ο παππούς μετά από ένα πρόσφατο ταξίδι μου στην πατρίδα της μαμάς, και μου απέσπασε την εξής πληροφορία-δήλωση: «Παππού, οι θείες έχουν τη φωτογραφία του βασιλιά στον τοίχο!». Κατά βάθος ήξερα ότι θα το απολαύσει και θα κάνει τα ειρωνικά του σχόλια, και ίσως γι αυτό το είπα, για να τον ευχαριστήσω, αν και αισθανόμουν και κάποιες τύψεις γιατί «πρόδιδα» έτσι τις πολυαγαπημένες μου θείες. Άλλωστε ήταν ο μόνος παππούς που γνώρισα. Ο πατέρας της μαμάς είχε πεθάνει όταν εκείνη ήταν πολύ μικρή.
     Ο παππούς δεν ήταν μόνο ζωγράφος και μπογιατζής, έπιαναν τα χέρια του και έκανε ένα σωρό πράγματα μέσα στο σπίτι. Αλλά και ο μπαμπάς είχε αυτό το ταλέντο, και μένα πολύ μου άρεσε να τον παρακολουθώ και να του δίνω τα εργαλεία, να τον ακούω να μου εξηγεί τι κάνει - νομίζω ότι στο πρόσωπό μου έβλεπε το αγόρι που δεν απέκτησε. Ακόμη και σήμερα μου αρέσει να κάνω κάποιες «αντρικές δουλειές», έχω κρατήσει τα εργαλεία του παππού και του μπαμπά. Ανάμεσα στα εργαλεία του παππού ξεχώριζα και θαύμαζα ένα περίτεχνο παράξενο αντικείμενο με σκαλισμένη λαβή από ελεφαντόδοντο που κατέληγε σε ένα μικρό διαμάντι καλυμμένο από μέταλλο, και χρησίμευε για να κόβει το γυαλί. Με ελεφαντόδοντο ήταν στολισμένο και το μεγάλο ξυράφι που χρησιμοποιούσε για να ξυρίζεται, φερμένα από την Πόλη, κατάλοιπα της παλιάς καλής εποχής.


(Ο φακός, ο διαμαντένιος κόφτης και το ξυράφι του παππού)


(Ένας είδος φαναριού για κερί)


(Τσαγιέρα με άποψη της Κing Street στην πόλη Saint John της πολιτείας New Brunswick του Καναδά)

     Η γιαγιά έκανε ένα σωρό δουλειές στο σπίτι, δεν ησύχαζε στιγμή, σέρνοντας τα βήματά της με εκείνες τις φαρδιές δερμάτινες παντόφλες που κατέληγαν μπροστά σε μια φούντα, ντυμένη σε ουδέτερα χρώματα πάντα, και με μια μακριά ποδιά καφετί, που εγώ το ζουζουνάκι πολύ διασκέδαζα να πηγαίνω κρυφά πίσω της και να τη λύνω, κι αυτή δε χαμπάριαζε από αστεία, μου έβαζε τις φωνές αλλά σε χαμηλό τόνο, πιο πολύ παράπονο κι απελπισία ήταν, και όταν πια το παράκανα επιστράτευε τις αγριοφωνάρες του παππού. Κατά βάθος την αγαπούσα πολύ τη γιαγιά Σοφία και ένιωθα δεμένη μαζί της. Η άλλη μου η γιαγιά η Ξάφω ή Χρυσάφω πέθανε όταν ήμουν περίπου 3 ετών. Η μόνη ανάμνηση από αυτήν ήταν μέσα σε ένα ταξί να τη μεταφέρουν από τον Πολύγυρο ημιθανή για το νοσοκομείο, στη μικρή στάση που έκαναν μπροστά από το σπίτι μας στην Τούμπα για να χαιρετήσει τη μητέρα μου. Θυμάμαι πιο πολύ το γεμάτο απόγνωση πρόσωπο της μαμάς και τις συμβουλές που έδινε στον αδελφό της που συνόδευε τη γιαγιά.

     Στο σπίτι της Τούμπας μείναμε μόνο 3 χρόνια, εγώ ήμουν πολύ μικρή και δεν έχω παρά ελάχιστες αναμνήσεις από την περίοδο εκείνη. Μετά ο πατέρας πήρε μετάθεση για τη Βέροια. Ωστόσο με κάθε ευκαιρία στις γιορτές και διακοπές, επιστρέφαμε στους παππούδες. Τις πρωτοχρονιές παίζαμε όλοι μαζί τόμπολα. Κάποιος κάνει τη «μάνα», τραβάει στην τύχη μικρά στρόγγυλα ξύλινα πούλια από ένα πάνινο σακούλι και τα τοποθετεί σε ένα χάρτινο μπλε πίνακα με όλους τους αριθμούς από το 1 έως το 90. Κάθε παίχτης σκεπάζει αντίστοιχα νούμερα που υπάρχουν στις δικές του μικρές καρτέλες - εμείς χρησιμοποιούσαμε χαρτάκια κομμένα από κουτιά με μακαρόνια Αβέζ - προσπαθώντας να κάνει «τσίγκο» ή «τόμπολα». Κάναμε μεγάλη πλάκα όταν η γιαγιά ως «μάνα», φώναζε: «Ανανήντα!» («Ενενήντα»), με την χαρακτηριστική Σαφραμπολίτικη προφορά της!
     Η γιαγιά η Σοφία ήταν καλή και σοφή, αλλά δεν ήταν τόσο όμορφη όπως η αδελφή της η Εριφύλη! Η θεία Εριφύλη έμοιαζε πολύ με τη γιαγιά, ήταν όμως πιο κοντή, με άσπρα μαλλιά, πλεγμένα σε μια κοτσίδα και πιασμένα πίσω με ένα μικρό στρογγυλό κότσο, με γλυκιά τραγουδιστή φωνή και ακαθορίστου βάρους. Νομίζω ήταν πιο γεμάτη από τη γιαγιά αλλά και πάλι δεν ήμουν σίγουρη, γιατί στην πραγματικότητα η θεία Εριφύλη ήταν ένας κινούμενος γιούκος,  (Η στοίβα των κλινοσκεπασμάτων, των παπλωμάτων, των κουβερτών - από τη livepedia.gr) φορούσε χειμώνα – καλοκαίρι πολλές στρώσεις από ζακέτες, παλτά, σάλια, όλα σε μαύρο χρώμα, γιατί ήταν χήρα. Για την ακρίβεια δύο φορές χήρα, έθαψε η δόλια δύο άντρες. Τον πρώτο μάλιστα στην Τουρκία, που σχεδόν μόλις παντρεύτηκαν επιστρατεύτηκε και σκοτώθηκε, και ύστερα από λίγο έχασε και το παιδί που είχε μαζί του. Στο τέλος, το μόνο που της απέμεινε ήταν ένα μικρό διαμέρισμα σε ένα συγκρότημα προσφυγικών κατοικιών στην Ξηροκρήνη, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό. Συχνά - πυκνά λοιπόν, έπαιρνε αυτή η κινούμενη μαύρη σβούρα το λεωφορείο από την άλλη άκρη της πόλης, και χωρίς να το ξέρει γέμιζε την ψυχούλα μου σε κάθε επίσκεψή της, με τόση αγαλλίαση. Οι λόγοι ήταν ολοφάνεροι: ήταν το alter ego της γιαγιάς. Αν και χαροκαμένη και μοναχή της ήταν πάντα δραστήρια, ζωηρή, ευχάριστη και γλυκιά, χωρίς ευθύνες και φυσικά δεν χρειαζόταν να είναι καθόλου αυστηρή μαζί μου, άσε που για μένα ήταν και ζωντανός μύθος, αφού και μόνο οι δύο γάμοι της στη φαντασία μου ισοδυναμούσαν με μια ζωή γεμάτη περιπέτειες!


(Η θεία Εριφύλη αριστερά και η γιαγιά δεξιά την ημέρα του γάμου της εξαδέλφης μου Σοφούλας. Διακρίνεται ο πίνακας με τις 3 μοίρες έργο του παππού).

     Ήρθαν λοιπόν οι παππούδες και εγκαταστάθηκαν στα σπίτια της Κάτω Τούμπας, στην ίδια γειτονιά με τις οικογένειες των αδελφών τους, όπως ακριβώς έζησαν στην πατρίδα τους. Η Τούμπα είχε τη δική της μαγεία, τη μαγεία της προσφυγιάς. Φτωχοί μεροκαματιάρηδες, να μιλούν με την ίδια χαρακτηριστική προφορά, αλλά άρχοντες, πεντακάθαροι, με τα τραπέζια τους τα μερακλίδικα, ακόμη θυμάμαι τα τραπέζια που μας έκανε η θεία μου η Κλειώ, που γέμιζε από το τίποτε το τραπέζι με λαχταριστές λιχουδιές, όπως τα σαλμαδάκια της, το τζατζίκι, τα παστά ψάρια και εκείνο τον μοσχομυριστό παστουρμά!



(Η γιαγιά κι εγώ στο σπίτι μας στην Τούμπα)

     Μικρά ομοιόμορφα σπίτια, με τα κεραμίδια να τα σκεπάζουν, τις αυλές με τα ίδια σχεδόν κάγκελα να τα περιτριγυρίζουν, και τους μικρούς κήπους να ευωδιάζουν. Θαρρείς και ανταγωνίζονταν ποιος θα έχει την πιο περιποιημένη αυλή και τον καλύτερο κήπο. Μουριές που λέκιαζαν δρόμους με μωβ πιτσιλιές, και αποφεύγαμε να τις πατήσουμε για να μη λερωθούμε, ακακίες πολίτικες με τα φουντωτά ροζ νεραϊδένια λουλούδια τους που έκλειναν το βράδυ, και η βερικοκιά να δεσπόζει στο μέσο του κήπου μας. Μπροστά από το σπίτι της θείας Κλειώς, οι νοικοκυρές που τα σπίτια τους έχουν μικρή αυλή, στερεώνουν δύο μεγάλους πασσάλους στη μια και στην άλλη άκρη του δρόμου διαγώνια, τεντώνουν ένα σχοινί και απλώνουν τη μπουγάδα τους. Το κοινόχρηστο σχοινί εξυπηρετεί μέχρι και πέντε σπίτια, αλλά η θεία δεν το έχει ανάγκη, απλώνει στη γωνία της αυλής της.
     Στην αρχή, στη δεκαετία του ’50, το θυμάμαι αμυδρά, δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό. Κάθε μικρή γειτονιά είχε την κοινόχρηστη βρύση της και οι νοικοκυρές πήγαιναν με στάμνες – ακόμη έχω τη στάμνα της γιαγιάς – και τενεκεδένια δοχεία με ένα οριζόντιο ξύλο για χερούλι για να γεμίσουν, με όλα τα συνακόλουθα, «όχι μου πήρες τη σειρά», «όχι με έσπρωξες» κλπ! Μετά ήρθε το νερό! Μέσα στο σπίτι, και έξω στον υπέροχό μας κήπο με τα παρτέρια του, σε μια βρύση περίτεχνη, στολισμένη με κόκκινα τούβλα, με τα ίδια τούβλα που ήταν καμωμένη η περίφραξη της αυλής μας. Νερό και κάτω, στο πεντακάθαρο ασβεστωμένο υπόγειο, χωρισμένο σε δύο χώρους: στη φωτεινή κουζινίτσα όπου η γιαγιά τηγάνιζε για να μη μυρίσει το σπίτι, ή έβαζε μπουγάδα στο μεγάλο καζάνι, και στον πίσω χώρο, τη μικρή αποθήκη με τα ξύλα για τη σόμπα και τα εργαλεία του παππού.
     Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν ακόμη χωματόδρομοι. Όμως μπροστά από το σπίτι περνάει η «λεωφόρος» Βοσπόρου, και το δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς τραντάζεται ελαφρά σε κάθε πέρασμα του λεωφορείου της Κάτω Τούμπας, σπάζοντας έτσι τη μονοτονία της ηρεμίας. Πάνω στο κομοδίνο η γυάλινη καράφα γεμάτη νερό και το άσπρο πετσετάκι να τη σκεπάζει, το στρογγυλό ρολόι σε όμορφο λαχανί χρώμα να κτυπάει ρυθμικά και να μετράει το χρόνο που κυλάει αργά και ήρεμα, χωρίς καθόλου να μας εκνευρίζει ο ήχος του. Το σκληρό μιντέρι από μάλλινο βαθύ κόκκινο υφαντό παραγεμισμένο με άχυρα, ακουμπισμένο στον τοίχο πάνω στο μονό κρεβάτι, πιο πάνω του η μπάντα με κάτι αρχαιοελληνικές παραστάσεις, και πάνω από το διπλό σιδερένιο κρεβάτι η εικόνα της Παναγίας με το Χριστό στην αγκαλιά της, από τα χέρια του παππού ζωγραφισμένη, να μας φυλάει. Τα μεσημέρια ο παππούς ξαπλώνει στο κρεβάτι ανακαθισμένος και αφήνεται σε ένα ύπνο βαθύ, εκείνη την ώρα μπορώ να κάνω ότι θέλω, αρκεί να μην τον ξυπνήσω! Της γιαγιάς της έχω πάρει τον αέρα, αλλά τον παππού τον σέβομαι και τον φοβάμαι λίγο, έτσι είναι ευκαιρία να τον χαζεύω, όπως κοιμάται ήρεμα αν και ροχαλίζοντας θορυβωδώς!
     Δεν ήταν μόνο το λεωφορείο, αλλά και ο Επιτάφιος του Αγίου Θεράποντα που περνούσε μπροστά από το σπίτι μας. Μια χρονιά τον ακολουθήσαμε με την αδελφή μου, 11 χρονών τότε, και την εξαδέλφη μου τη Σοφούλα που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη. Εγώ μόλις 5 χρονών, πολύ το χάρηκα που καταδέχτηκαν να με πάρουν μαζί τους. Αντί όμως για τα εγκώμια, ακούγαμε τις μελωδικές φωνές των νεαρών μικροπωλητών να διαλαλούν την ιερή τους πραμάτεια: «Κερί, κεράκι! Λαμπάδα, λαμπαδάκι!». Εμείς άλλο που δε θέλαμε, αρχίσαμε να επαναλαμβάνουμε με συνωμοτικό ύφος το εν λόγω σλόγκαν, η Σοφούλα άρχισε τα αστεία λιγωμένη στα γέλια, γελούσαμε κι εμείς ασυγκράτητες. Αν δεν ήταν οι αυστηρές παρατηρήσεις των υπολοίπων πιστών, η περιφορά του Επιταφίου θα είχε μεταμορφωθεί σε μια διασκεδαστική βόλτα!
     Στην άλλη γωνία του σπιτιού, βλέπουμε κάθε μέρα να στήνεται μια παράσταση ξεχωριστή. Η κυρία Αναστασία, μια γειτόνισσα λυγερόκορμη, με μακρύ φόρεμα, με τη μαντήλα δεμένη πάνω στο κεφάλι της και τις μακριές κοτσίδες να πέφτουν στους ώμους της, πηγαίνει πάνω - κάτω στο χωματόδρομο, σαν να ακολουθεί τα βήματα ενός παράξενου χορού. Αν προσέξεις καλύτερα, θα δεις ότι κρατάει ένα νήμα και το δένει περνώντας το από δύο μικρούς πασσάλους καρφωμένους σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Όλοι ξέρουμε πως ετοιμάζει το νήμα για να φτιάξει τις κουρελούδες της. Άλλωστε οι περισσότεροι στη γειτονιά είμαστε πελάτες της! 
     Μαγαζιά εκεί κοντά δεν υπάρχουν, εκτός από το μικρό μπακάλικο του Ανάργυρου, δίπλα στο καφενείο με το τζουκ μποξ, που παίζει συνέχεια τη «Μαντουβάλα» του Καζαντζίδη. Α! είναι και το περίπτερο της θείας Υπατίας, της γυναίκας του αδελφού του παππού, μέσα στον περίβολο τους σπιτιού της. Ψηλή και γεμάτη, ίσα που χωράει μέσα, αλλά πολύ γενναιόδωρη μαζί μας, μας γεμίζει τα χέρια με μαντζούνια ροζ. Ότι άλλο χρειαζόμαστε περνάει μπροστά από το σπίτι! Μανάβης, καρβουνιάρης, παγοπώλης, ψαράς, γαλατάς, παλιατζής, παπλωματάς, πλανόδιοι πραματευτάδες, μια ολόκληρη κινούμενη αγορά! Και η γειτονιά, η ήσυχη γειτονιά μας γεμίζει από τις μελωδίες που ο καθένας τους έχει σκαρφιστεί για να αναγγέλλει την άφιξή του. «Κάρβουνααα, καρβουνιάαααρης!», κοντός, γεμάτος, φαλακρός και κατάμαυρος όπως και το εμπόρευμά του πάνω σε ένα μακρύ κάρο που γεμίζει την ψυχή μου με τρόμο! Κάρβουνα για μαγείρεμα στη φου-φου με τη σχάρα, που μετά την αντικατέστησαν οι γκαζιέρες. Ο ψαράς πεζός, ψηλός, καμαρωτός, γεροδεμένος, με ένα ζωνάρι τυλιγμένο γύρω από τη μέση του, με ένα πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια μέχρι τους αγκώνες, και μια κουλούρα στο κεφάλι του για να στηρίζει το καλάθι γεμάτο με «Ψάρια! Φρέσκα ψάριαααα!». Ο «Πάγοοοοος!» έρχεται κομμένος σε μεγάλα κομμάτια πάνω στο κάρο, μπαίνει σε ένα τσουβάλι και ώωωωπ! γλιστράει από τα κάγκελα πάνω στη βεράντα, όπου η γιαγιά τον τυλίγει στοργικά σε ένα μεγάλο πανί και τον μεταφέρει γρήγορα-γρήγορα στην παγωνιέρα. Ο Θεμιστοκλής «Ο γαλατααααααάς!» φέρνει το γάλα σε γκιούμια με το κάρο του, και με το τάσι για μεζούρα, γεμίζει το κατσαρολάκι της γιαγιάς, για να καταλήξει μετά στη φωτιά και να βράσει. Πολύ αργότερα, ο γαλατάς μας θα αντικαταστήσει τα γκιούμια με πλαστικά μπουκάλια. Ο παλιατζής πάλι δεν πουλάει, μόνο αγοράζει: «Σίδερα παλιά, κρεβάτια παλιά, αλουμίνια παλιά αγοράζωωω! Όλα τα είδη παλιά αγοράζωωω! Ο παλιατζήηηης!». Ο παπλωματάς έχει μαζί του το τιναχτήρι, ένα μακρύ ξύλο που καταλήγει σε μια καμπυλωτή σταθερή λωρίδα μάλλον δερμάτινη, και τινάζει το βαμβάκι από τα παπλώματα και στρώματα που οι νοικοκυρές έχουν απλώσει σε καθαρά σεντόνια καταγής. Είναι μεγάλο χάζι να βλέπεις τα βαμβάκια να πετάγονται πέρα – δώθε χορεύοντας! Μέχρι και εφημεριδοπώλη διαθέτει ο δρόμος μας! Μάλιστα! Περνάει κυρίως τις Κυριακές κι λέει κι αυτός τραγουδιστά το ποίημά του: «Μακεδονία, Βορρά και Φως, ο καινούργιος Θησαυρός!», απευθυνόμενος όχι μόνο στο αντρικό αλλά και στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό, για το οποίο τα περιοδικά είναι μια κάποια απόδραση από τη μιζέρια της καθημερινής ζωής. Εκείνος όμως που κλέβει την παράσταση είναι ο κυρ Μανώλης ο μανάβης, με το γάιδαρο του φορτωμένο με δύο μεγάλα κοφίνια γεμάτα καλούδια για το μεσημεριάτικο τραπέζι, γλυκύτατος, με μια στεντόρεια χαρακτηριστική φωνή, να διαλαλεί ως μαέστρος: «Λαγκαδιανέεεεες μελιτζάνες! Ντολμαλίκιαααα πιιιπέρια! (Πιπεριές για γέμισμα, για «ντολμάδες») Για ιμάμ μπαιλντί σκόρδααα! Αϊσέκατι φασολάαακιααα! (Ποικιλία «αϊσές») Αλάχανααα! («Λάχανα») Πράσα, σέλινα, καρότα! Η σουλτάνα μου είναι για γλυκό! Εδώωω! Ο μανάβης σας ήλθεε!». Ο κυρ Μανώλης είναι γείτονας, και ελλείψει χώρου - βλέπετε τα σπίτια που δόθηκαν στους πρόσφυγες στην Τούμπα είχαν μικρά οικόπεδα - βάζει το γαϊδαράκο του στο υπόγειο. Πολύ περίεργα νιώθω σαν βλέπω το ζωντανό από το παράθυρο του υπογείου, και ίσως κατά βάθος το συμπονώ που είναι εκεί μέσα στριμωγμένο … τουλάχιστον μέχρι το αυριανό σεργιάνι στις γειτονιές! Απέναντι από τον κύριο Μανώλη μένει ο καροποιός. Το σπίτι του έχει μια μεγάλη αυλή, αλλά σε αντίθεση με όλες τις άλλες, είναι γεμάτη μηχανήματα και σύνεργα της δουλειάς του, ξύλα, κάρα, ρόδες ξύλινες, σφυριά, πριόνια, όλα ανάκατα και σκόρπια, και το χώμα πατημένο και βρώμικο. Φεύγω όσο μπορώ πιο γρήγορα από κει, δεν θέλω να τα βλέπω!
     Σε μια τέτοια γειτονιά δεν θα μπορούσε να λείπει και ο τρελός της – εμείς μάλιστα διαθέταμε δύο εντελώς ακίνδυνους, το Γιάννη και τον Ευγένιο - ενώ το μωσαϊκό των περιφερόμενων στους δρόμους συμπλήρωνε μια χοντρή γύφτισσα, που όταν δεν τριγυρνούσε στις πόρτες ζητιανεύοντας, καθόταν να ξαποστάσει στο κατώφλι των σπιτιών καπνίζοντας μερακλίδικα το τσιγαράκι της και η θεία μου την κερνούσε καμιά φορά και καφέ.
     Στους δρόμους η αδελφή μου και τα γειτονόπουλα παίζουν μηλάκια, σχοινάκι, κρυφτό, σημαδεύουν κουτάκια με πέτρες, ενώ κάποια αγόρια κυλάνε ρόδες με ένα μακρύ σύρμα. Εγώ που είμαι ακόμη μικρή παίζω στην αυλή μας με την Πιπίτσα τη γειτονοπούλα μας. Μας αρέσει πολύ να παίζουμε με την κούκλα μου που είναι ακόμη καινούργια και δεν αφήνω την Πιπίτσα να την πιάνει πολύ – πολύ για να μη μου τη χαλάσει. Μια μέρα όμως, τι κρίμα, η κούκλα μου η αγαπημένη, ξεχάστηκε στην αυλή όταν έπιασε μπόρα και βρεχόταν. «Αφήστε με να πάω να την πάρω» σπάραζα, αλλά κανένας δε λύγισε, και απόμεινα λυπημένη να τη βλέπω μέσα από το παράθυρο να λιώνει και να καταστρέφεται και να είναι τελικά για πέταμα. «Θα σου πάρουμε άλλη», καμία όμως δε θα είναι ποτέ σαν κι αυτή που τόσο νωρίς πέθανε κάτω από τη βροχή!
     Όταν ήμουν μαθήτρια της Α΄ Γυμνασίου, πέθανε ο παππούς. Ήταν 89 ετών. Ήρθαμε βιαστικά από τη Βέροια, τρέχοντας πρώτα να αγοράσουμε μαύρη γραβάτα για τον μπαμπά, οι δρόμοι μπροστά στο σπίτι μας γέμισαν με κόσμο: συγγενείς, γείτονες, φίλοι και συνάδελφοι του πατέρα ήρθαν να πουν το τελευταίο αντίο στον παππού, όλα ήταν όπως έπρεπε, είχε φροντίσει και ο μπαμπάς γι αυτό. Ένα χρόνο αργότερα, στις 2 Ιουνίου του 1969 λίγους μήνες μετά τη μετάθεση του μπαμπά στη Λαμία, στο ίδιο σκηνικό, στην ίδια γειτονιά, αυτή τη φορά μπροστά στο σπίτι της θείας Κλειώς, αποχαιρετούσαμε τον μπαμπά που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 54 χρόνια του. Ήταν όλοι εκεί, πολύ πιο θλιμμένοι και σιωπηλοί, μόνο που έλειπε η μαμά – σοβαρά τραυματισμένη στο νοσοκομείο της Λαμίας. Και ο μπαμπάς παρών-απών να μην μπορεί πια να βοηθήσει, να μην μπορεί να φροντίσει για τίποτε πια … Κι εγώ μέσα σε τόσο κόσμο με την αδελφή μου δίπλα μου, τόσο μόνη και αβοήθητη! Η γιαγιά η Σοφία, που μόλις είχε συνέλθει από το χαμό του άντρα της, αλλόφρων φώναζε σε άπταιστη αρχαΐζουσα: «Αφήστε με να ιδώ τον υιόν μου!». Η γιαγιά έζησε 10 χρόνια ακόμη, πρόλαβε να δει τις εγγονές της να μεγαλώνουν, κάποιες να παντρεύονται, είδε δισέγγονα, και μετά απέμεινε να κυνηγάει τα φαντάσματά της στο άδειο σπίτι, μέχρι που έσβησε στα 88 της χρόνια.
     Το σπίτι μας στην Τούμπα, που φιλοξένησε για πολλά χρόνια τη γιαγιά και τον παππού, παραδόθηκε στη συνέχεια σε ενοικιαστές που το κακομεταχειρίστηκαν. Κάποτε, με αφορμή το σεισμό του 1978, ξαναβρήκε λίγη από την παλιά του λάμψη και γοητεία. Επισκευάστηκε, ξαναφυτεύτηκαν λουλούδια στον κήπο και έγινε, για μένα και τη μητέρα μου, αρχικά καταφύγιο και στη συνέχεια ένα είδος εξοχικού, μια ολιγόωρη απόδραση από το κέντρο της πόλης. Ήταν η τελευταία του αναλαμπή. Το καημένο το σπίτι είχε πια γεράσει … και κάποτε δόθηκε με το γειτονόπουλό του για αντιπαροχή! Για τελευταία φορά το αντίκρισα μια μέρα του 1996, μισογκρεμισμένο. Θυμάμαι, μεγάλη γυναίκα πια με δική μου οικογένεια, να στέκομαι στο απέναντι πεζοδρόμιο και να το κοιτώ αποσβολωμένη, με τα δάκρυα να κυλούν πικρά από τα μάτια μου. Έκλαιγα για τον παππού τον Κώτσο το ζωγράφο, για τη γιαγιά τη Σοφία τη σοφή, για τον αγαπημένο μου πατέρα που τόσο γρήγορα και άδικα χάθηκε, για τα ευτυχισμένα παιδικά μου χρόνια εκεί πέρα, για τις αναμνήσεις της προσφυγιάς που έκλεισε για πάντα μέσα του…




No comments:

Post a Comment