Thursday 9 March 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια. Μικρές Ιστορίες 2


Του Παντελή Γουλάρα



Το καρότσι – εφιάλτης

     Υπήρχε ένα καρότσι μεταφοράς στην αγορά της Βέροιας, που είχε γίνει ο καθημερινός μου εφιάλτης. Πώς αλήθεια είχε γίνει αυτό; Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
     
     Το καλοκαίρι του 1962, άρχισαν κάτι περίεργες εργασίες στο ισόγειο του σπιτιού μας. Μαστόροι – χτίστες και εργάτες να κουβαλάνε, ξύλα, τσιμέντα, άμμο, τούβλα. Να γκρεμίζουν και να χτίζουν. Το κελάρι των κρασιών του παππού, γκρεμίστηκε και μεταφέρθηκε σε άλλο σημείο, πιο πίσω. Η εξώπορτα του σπιτιού μεταφέρθηκε κι αυτή. Εκεί που βρίσκονταν μέχρι τότε, φτιάχτηκε μια βιτρίνα και η είσοδος καταστήματος. Ο χώρος περικλείστηκε από το υπόλοιπο σπίτι και νάτο το μαγαζί, έτοιμο. Ήταν το παντοπωλείο του πατέρα μου.
     Ακολούθησε ο μαραγκός. Όλοι οι τοίχοι γέμισαν με ράφια. Έτοιμοι και οι πάγκοι όπου θα έμπαιναν οι σάκοι με τα χύμα είδη τροφίμων, όσπρια, ρύζι, ζάχαρη κλπ. Ήρθε και το ψυγείο. Ψυγείο πάγου ήταν το πρώτο ψυγείο του μαγαζιού. Με πάγο που έπρεπε να ανανεώνεται κάθε μέρα. Φτιάχτηκαν και τα μεγάλα δοχεία με τις κάνουλες από όπου θα παραδίνονταν στους πελάτες τα είδη που ήταν σε υγρή μορφή, όπως το λάδι ή το φωτιστικό πετρέλαιο. Πήγαμε και τη ζυγαριά
μαζί με τα βάρη στο Γραφείο Μέτρων και Σταθμών για να ελεγχθούν και να σφραγιστούν. Από δίκιλο το μεγαλύτερο μέχρι 50 ή ίσως και 20 γραμμάρια το μικρότερο. Το ίδιο και τα κύπελλα για την μέτρηση των υγρών. Τότε τα υγρά δεν τα μετρούσαμε με το λίτρο, αλλά με το κιλό. Έτσι ανάλογα με το ειδικό βάρος κάθε υγρού ήταν διαφορετικό και το κιλό του. Άλλο για το λάδι, άλλο για το πετρέλαιο, άλλο για το οινόπνευμα, άλλο για το κρασί και άλλο για το τσίπουρο. Και το χρώμα τους ανάλογο με το είδος, μην τύχει και μπερδευτούμε. Του λαδιού π.χ. ήταν πράσινο ενώ του οινοπνεύματος μπλε.


(Η οδός Παναγή Τσαλδάρη, όπου κάποτε βρίσκονταν όλα τα μαγαζιά χονδρικού εμπορίου της Βέροιας)

     Για μέρες συζητούσαμε για το όνομα. Όλοι λέγαμε τη γνώμη μας. Εγώ προτιμούσα περισσότερο το “Πλαταμών” που έδειχνε και τον τόπο καταγωγής. Άλλος έλεγε να μην έχει κάποιο όνομα, απλώς να γράφει τη λέξη “παντοπωλείον” και το όνομα του ιδιοκτήτη. Ο πατέρας μας άκουγε όλους, αλλά κράτησε για τον εαυτό του το δικαίωμα να αποφασίσει. Έτσι ένα πρωί ήρθε και η ταμπέλα και κρεμάστηκε ψηλά έξω από το μαγαζί. Όταν την είδαμε, όλοι συμφωνήσαμε ότι ήταν η καλύτερη επιλογή. Δύο χρόνια πριν, είχε γίνει η συγχώνευση των ποδοσφαιρικών ομάδων της πόλης του “Βερμίου” και του “Ερμή” σε μία ομάδα με την επωνυμία “Βέροια”. Εκείνη την χρονιά μάλιστα η ομάδα θα έπαιζε για πρώτη φορά και στη Β΄ Εθνική κατηγορία. Ο πατέρας λοιπόν ως γνήσιος φίλαθλος που ήταν, επέλεξε το όνομα “Βέροια” με κόκκινα γράμματα, για να θυμίζει και την πόλη και την ομάδα. Έτσι για αρκετά χρόνια το Παντοπωλείον “Βέροια” αποτέλεσε το σημείο αναφοράς της οικογένειάς μας αλλά και της γειτονιάς. Και πρέπει να σημειώσω ότι αρκετές φορές τον επισκέπτονταν στο μαγαζί και ποδοσφαιρικές δόξες της ομάδας εκείνη τη εποχή, όπως ο Φύκατας ή ο Μήττας αργότερα.
     Τέλος, ήρθε η ώρα να γεμίσει το μαγαζί με τα προς πώληση προϊόντα. Οι προμήθειες γίνονταν από τα μαγαζιά χονδρικού εμπορίου εκείνης της εποχής που βρίσκονταν όλα μέσα στην αγορά της Βέροιας που σήμερα έχει πεζοδρομηθεί. Τα περισσότερα είδη τροφίμων και τα καθαριστικά τα προμηθευόμασταν από το μαγαζί των Αδερφών Αρβανιτίδη και Κάλλη που βρίσκονταν στην οδό Αριστοτέλους απέναντι από το 2ο Δημοτικό Σχολείο. Τότε ακόμα δεν υπήρχε η αλυσίδα των σούπερ μάρκετ Αρβανιτίδη. Αργότερα ο Κάλλης έφυγε και άνοιξε το δικό του εμπορικό με την αντιπροσωπεία της καπνοβιομηχανίας “Καρέλια”. Τα πακέτα έρχονταν στο μαγαζί με κάτι μικρά τρίκυκλα μηχανάκια ιδιοκτησίας του προμηθευτή. Για τα λάδια και κάποια άλλα επίσης τρόφιμα, προμηθευτές ήταν οι Αδελφοί Δουλγέρογλου. Ένας μάλιστα εξ αυτών έτυχε προπολεμικά να υπηρετεί στη Αστυνομία Πόλεων μαζί με τον πατέρα μου και κάθε φορά που πηγαίναμε στο μαγαζί τους, άρχιζαν τις ιστορίες από την Αθήνα και τον Πειραιά εκείνων των χρόνων. Το μαγαζί τους βρίσκονταν την οδό Παναγή Τσαλδάρη.
     Άλλοι προμηθευτές που βρίσκονταν στην ίδια οδό ήταν ο Τσακελίδης και ο Μαστορόπουλος για πατάτες, κρεμμύδια κλπ, οι αδελφοί Μουστάκα για τα αυγά, οι αδελφοί Καλιγά για τυριά, ο Γκριζαλιώτης για σκούπες και άλλοι. Άλλοι επίσης προμηθευτές ήταν ο Μπαζάκας για αναψυκτικά και πάγο στην οδό Αντωνίου Καμάρα, ο Μαζαράκης και μετά ο Κελεπούρης για τυριά στην οδό Πλατάνων και ο Στρούμτσας ή ο Εβραίος όπως τον ήξεραν όλοι στην οδό Φιλίππου για διάφορα άλλα είδη. Το πετρέλαιο, το οινόπνευμα και τα σπίρτα τα προμηθευόμασταν από το Μονοπώλιο.
     Όπως ανέφερα, τα τρόφιμα και τα καθαριστικά από τους Αδελφούς Αρβανιτίδη, φρόντιζαν οι ίδιοι και τα έστελναν στο μαγαζί. Τα βαρέλια με το λάδι και το πετρέλαιο, μεταφέρονταν με το τρίκυκλο του Μαυρομιχάλη ή κάποιου από τους άλλους τρικυκλάδες που εργάζονταν τότε στην πόλη. Τα σακιά με τις πατάτες, τα κρεμμύδια και άλλα τέτοια ήδη τα μετέφερε ο τελευταίος από τους καροτσέρηδες της Βέροιας, ο Παπανίδης ή Παπανιός όπως τον φώναζαν όλοι. Κάποια στιγμή σταμάτησε κι αυτός κι έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος μεταφοράς.


(Το ημιυπόγειο κατάστημα του προμηθευτή τυριών Κελεπούρη στην οδό Πλατάνων. Σήμερα έχει μεταφερθεί σε άλλο σημείο της ίδιας οδού.)

     Κάποια πράγματα τα κουβαλούσα μόνος μου με τα χέρια. Τα αυγά, οι σκούπες, τα αναψυκτικά. Και ο πάγος επίσης. Αγοράζαμε κάθε μέρα ένα τέταρτο της κολώνας πάγο από τον Μπαζάκα και τον κουβαλούσα μέσα σ' ένα διχτάκι μέχρι το μαγαζί με τα πόδια. Αυτά γενικά ήταν εύκολα. Εκεί που είχα πρόβλημα ήταν στη μεταφορά των τυριών και της πατάτας (όταν συνταξιοδοτήθηκε ο καροτσέρης).
     Ο προμηθευτής των τυριών ο Κελεπούρης, στη οδό Πλατάνων, είχε ένα καρότσι μεταφοράς. Κάθε φορά που χρειαζόταν να μεταφέρουμε έναν τενεκέ φέτα, έπαιρνα το καρότσι του, έβαζα τον τενεκέ επάνω, τον κουβαλούσα μέχρι το μαγαζί και επέστρεφα το καρότσι πίσω. Αργότερα όταν άρχισε να υπάρχει το πρόβλημα μεταφοράς των σακιών της πατάτας και των κρεμμυδιών, αναγκαζόμουν να πάω να ζητήσω να μου δανείσουν το καρότσι, να πάω να το φορτώσω, να μεταφέρω τα σακιά στο μαγαζί και να το επιστρέφω. Όλο αυτό το πράγμα μου είχε γίνει εφιάλτης. Τώρα που το ξαναφέρνω στην μνήμη μου, καταλαβαίνω ότι δεν ήταν και τίποτα σοβαρό, αλλά τότε πήγαινα να πεθάνω από ντροπή. Αισθανόμουν πολύ άσχημα σπρώχνοντας το καρότσι στο δρόμο. Ήθελα να αποφύγω να με δουν γνωστοί, ιδιαίτερα συμμαθητές ή συμμαθήτριες. Πραγματικό μαρτύριο για μένα. 'Όπως και να 'χει όμως, το καρότσι έκανε τη δουλειά του.


(Καρότσι μεταφοράς παρόμοιο με αυτό της ιστορίας - φωτογραφία από το pixabay.com)

Ο μπαρμπα-Θύμιος

     Ο μπαρμπα-Θύμιος ήταν ταχτικός πελάτης του μαγαζιού. Έρχονταν ταχτικά κι αγόραζε τα του σπιτιού από μας. Αλλά πιο πολύ τιμούσε το τσίπουρό μας.
     Ήταν μυλωνάς. Είχε το μύλο του, αλευρόμυλο που δούλευε με τη δύναμη του νερού, πίσω από τους Λαδομύλους. Ήταν επίσης και ο πρακτικός γιατρός της γειτονιάς. Όλος ο κόσμος για στραμπουλήγματα και βγαλσίματα, χεριών ή ποδιών στον μπαρμπα-Θύμιο έτρεχε. Και ήταν και αρκετά αποτελεσματικός, αρκεί να τον έβρισκες νηφάλιο.
     Είχε όμως και μια ιδιαιτερότητα στην ομιλία. Όταν ήταν μικρός, από πέσιμο, είχαν μπει ξύλινες ακίδες στη μύτη του, βαθιά, που δεν τις έβγαλε ποτέ. Αυτό τον ανάγκαζε να μιλά με μια πολύ έρρινη φωνή και κάθε λίγο και λιγάκι να βγάζει έναν ήχο σαν μικρό φτάρνισμα. Εμείς οι πιτσιρικάδες, αγνοώντας την αιτία, φροντίσαμε να του δώσουμε το παρατσούκλι, ο μπαρμπα-Θύμιος ο χνιαχνιούχνιας.

     Έτυχε εκείνο τον καιρό να γίνονται και δημοτικές εκλογές. Υποψήφιοι, ο μέχρι τότε Δήμαρχος Κεμιντζές, ο Τζελέπογλου (που κέρδισε τελικά τις εκλογές) που υποστηρίζονταν από το Κέντρο και την Αριστερά και ο Τσαλέρας που εμφανίζονταν για πρώτη φορά, ως ανανεωτής (αργότερα διετέλεσε Δήμαρχος την περίοδο 67-74). Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν ιδιαίτερα τα μεσημέρια και τα βράδια γύρω απ' το κρασί και το τσίπουρο. Ένα μεσημέρι απ' αυτά, ακούμε δυο φωνές να συζητούν έξω από το μαγαζί. Η μια φωνή ήταν η χαρακτηριστική του μπαρμπα-Θύμιου.
  • Ποιον θα ψηφίσουμε για Δήμαρχο; ρωτά ο μπαρμπα-Θύμιος
  • Ποιον άλλον, τον Κεμιντζέ,
απαντά η άλλη φωνή,
  • Αυτόν είχαμε τόσα χρόνια γιατί να τον αλλάξουμε;
  • Μπράβο, μπράβο κι εγώ μαζί σου.
Κλείνει ο μπαρμπα-Θύμιος κι αμέσως μετά ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο μαγαζί.
     Δεν ήταν δυνατόν να μη γίνει και στο μαγαζί συζήτηση για τις Δημοτικές. Σχεδόν αμέσως μετά την καλημέρα, έρχεται η ερώτηση:
  • Τι θα ψηφίσουμε στις εκλογές βρε Στέλιο;
  • Να σου πω Θύμιο, ήρθε η απάντηση του πατέρα μου, εγώ δεν ψηφίζω στη Βέροια, αλλά άμα ψήφιζα τον Τζελέπη (έτσι ήταν γνωστός ο Τζελέπογλου) θα υποστήριζα.
  • Σαν να έχεις δίκιο, κι εγώ το ίδιο θα κάνω, κατέληξε ο μπαρμπα-Θύμιος.
     Αφού ήπιε το τσιπουράκι του, ήρθε η ώρα να φύγει. Φόρεσε την τραγιάσκα, μας αποχαιρέτησε και βγήκε απ' το μαγαζί. Τον ακούμε να καλημερίζει κάποιον απ' έξω και να πιάνει κουβέντα για τις εκλογές.
  • Α! Εγώ το έχω αποφασίσει. Λέει ο άλλος. Τον Τσαλέρα θα ψηφίσω, ας βγει και κανένας νέος, όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι, βαρεθήκαμε πια!
  • Μωρέ, αυτό λέω κι εγώ, η φωνή του μπαρμπα-Θύμιου. Ας τον δοκιμάσουμε κι αυτόν, στο κάτω-κάτω είναι και μορφωμένος!
Αυτός ήταν ο μπαρμπα-Θύμιος. Για τα πολιτικά δεν χάλαγε χατήρι σε κανέναν.

No comments:

Post a Comment