Monday 6 March 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια. Μικρές Ιστορίες


Του Παντελή Γουλάρα



Τα τσόκαρα και τα βιβλία

     Η θεια Χρυσώ ήταν από κείνες της γριές απροσδιόριστης ηλικίας, που από τα μικρά μας χρόνια, μέχρι που, πολλά χρόνια αργότερα, φύγαν απ' τη ζωή, ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες, χήρες βέβαια, μέσα στα μαύρα ρούχα τους και με τα μαύρα τσεμπέρια τους στο κεφάλι. Τούτη εδώ εκτός των άλλων ήταν και χοντρή και δυσκίνητη. Ζούσε μόνη, σ' ένα γωνιακό σπίτι της οδού Ιεραρχών, μέσα στο Κακοσούλι (τη γειτονιά της Κυριώτισσας). Η σπουδαγμένη κόρη της ζούσε στη Λαμία και αργότερα στην Αθήνα, όπου είχε κάνει οικογένεια. Το σπίτι ήταν αρκετά μεγάλο γι' αυτήν, γι' αυτό και νοίκιαζε τμήμα του, είτε σε νιόπαντρα ζευγάρια, είτε σε εργένηδες. Τα καλοκαιρινά απογεύματα, την άραζε μπροστά στο σπίτι της σ' ένα πέτρινο πεζουλάκι που έμοιαζε με παγκάκι. Το χειμώνα ή νωρίς το πρωί τα καλοκαίρια, ήταν πάντα στημένη πίσω από το παραθύρι που έβλεπε στο δρόμο, καθισμένη σ' έναν ντιβανοκαναπέ που αποτελούσε ταυτόχρονα και το κρεβάτι της. Κι απ' όσο θυμάμαι, μέχρι που τελείωσα το δημοτικό, περίμενε την εμφάνισή μου.



(Πιτσιρικάς στη γειτονιά μου - πάροδος Πατριάρχου Ιωακείμ - με το καλντερίμι της. Δίπλα μου η ξαδέρφη μου Χριστίνα. Πίσω μου με τα μαύρα η θεια Χρυσώ της ιστορίας, μπροστά στο σπίτι της)

     Εγώ απ' τη μεριά μου, όταν ήμουν πιτσιρικάς, τεσσάρων-πέντε χρόνων, όλο την έβγαζα στο δρόμο μπροστά στο σπίτι μας που ήταν διαγώνια απέναντι απ' αυτό της θεια Χρυσώς. Ειδικά το καλοκαίρι με τις ζέστες, φορούσα αντί για παπούτσια ή πέδιλα, κάτι μικρά τσόκαρα, γαλέτσες στα βεροιώτικα, ίσα-ίσα στο μέγεθος του μικρού ποδιού μου, που τ' αγοράζαμε από τον μπακάλη της γειτονιάς (δεν είχε ανοίξει ακόμα ο πατέρας μου το δικό του μαγαζί). Μ' αυτά τα τσοκαράκια, έτρεχα όλη μέρα πάνω – κάτω, παίζοντας στο καλντερίμι της γειτονιάς (συνήθως με τη μπάλα) και σαν από θαύμα, δεν έπεφτα καθόλου.
     Τ' άκουγε τα τσόκαρα, να χτυπάν στο καλντερίμι, η θεια Χρυσώ. Άνοιγε το παραθύρι της, έβγαζε το κεφάλι και φώναζε:
  • Αβρέ συ μι τσ' γαλέτσις! Τσ' ακούω κάθι προυί τάκα τάκα τάκα. Έλα κατά δω. Θέλω να μι φκιάνς ένα χουσμέτ'.
Έτρεχα κι εγώ, μικρός ήμουν αλλά είχα μάθει ότι στο τέλος θα υπήρχε ανταμοιβή. Με έστελνε στον μπακάλη, στον μανάβη, στον φούρνο, όλα μαγαζιά γύρω στη γειτονιά, να της ψωνίσω ό,τι χρειαζόταν. Κι όταν επέστρεφα, τη δεκάρα ή τη εικοσάρα την είχα σίγουρη, καμιά φορά και το μισόφραγκο. Αλλά πάντα έφερνα τα ψώνια ακέραια και τα ρέστα σωστά, έστω κι αν ήμουν πολύ πιτσιρίκος.
     Αυτό συνεχίστηκε για χρόνια, μέχρι που μεγάλωσα, πήγαινα σχολείο και κόντευα να τελειώσω το δημοτικό. Ώσπου μια μέρα, αρκετά μεγάλος πια, μου ζήτησε να ανέβω να της καθαρίσω το πατάρι και ό,τι βρω μέσα να το πετάξω. Πήγα, η αλήθεια απρόθυμος, γιατί πρώτη φορά ζητούσε τέτοια εξυπηρέτηση. Το θεωρούσα και υποτιμητικό να χωθώ μέσα στα σκουπίδια. Ανέβηκα στο πατάρι κι έμεινα άγαλμα. Τι θησαυρός ήταν αυτός! Ένα πατάρι γεμάτο βιβλία! Εκδόσεις της δεκαετίας του '20, του '30, του '40 και ελάχιστα του '50. Λογοτεχνικά (ποιήματα, μυθιστορήματα), ιστορικά, φιλοσοφικά, σχολικά! Τα πάντα! Χώθηκα αμέσως στο πατάρι κι άρχισα, να το ξεκαθαρίζω. Η αλήθεια είναι δυστυχώς ότι, πάρα πολλά ήταν ήδη κατεστραμμένα, φαγωμένα απ' τα ποντίκια, και με το παραμικρό άγγιγμα διαλύονταν σε μικρά κομματάκια. Αλλά ένα σημαντικό μέρος ήταν βιβλία ακέραια ή έστω με ελλείψεις μιας-δυο σελίδων. Υλικό πραγματικά πολύτιμο για μένα, που αποφάσισα να το κρατήσω και να το διαβάσω.
     Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που μου ζήτησε κάποιο χουσμέτι η θεια Χρυσώ. Είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς και ζητούσε πια απ' αυτούς να τη βοηθήσουν. Αργότερα έφυγε κι αυτή απ' τη ζωή κοντά σ' όλες τις παλιότερες φιγούρες της γειτονιάς. Το περιεχόμενο του παταριού της, αποτέλεσε τη μαγιά για την μετέπειτα βιβλιοθήκη μου. Το κυριότερο όμως, έκανε εκείνον τον πιτσιρικά με τα τσόκαρα που έτρεχε πάνω-κάτω στο καλντερίμι της γειτονιάς, να λατρέψει τα βιβλία.

Οι μπεκρήδες

     Η Πατριάρχου Ιωακείμ είναι ένα δρομάκι, στενό και κατηφορικό, που ξεκινάει από την οδό Μητροπόλεως, έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Βέροιας και καταλήγει στους Λαδόμυλους. Είναι ο δρόμος που διασχίζει από την μια άκρη στην άλλη, τη γειτονιά μου, το Κακοσούλι. Ελάχιστες εμπορικές δραστηριότητες υπήρχαν στην διαδρομή του, στα χρόνια του '50 και του '60. Ένας φούρνος, του Κυριαζάκη, ένα μπακάλικο, του Κρητικού, ένα τσαγκάρικο, όλα συγκεντρωμένα στο πάνω μέρος του δρόμου, κοντά στην έξοδο προς τη Μητροπόλεως. Λίγο πιο κάτω, στο σπίτι μας, το κελάρι του παππού μου, του μπάρμπα Φώτη, που πουλούσε χύμα κρασί και τσίπουρο, δικής του παραγωγής, κοντά στο άνοιγμα που κάνει η αρκετά φαρδιά Πάροδος Πατριάρχου Ιωακείμ, και στο τέλος του δρόμου, ο Παντελής ο μαραγκός. Αργότερα στο ισόγειο του σπιτιού μας άνοιξε ο πατέρας μου το δικό του μπακάλικο, μέσα από το οποίο πουλούσαμε και την παραγωγή του παππού.

     Οι άντρες της γειτονιάς ήταν γερά ποτήρια. Έπιναν πολύ, άλλος κρασί, άλλος τσίπουρο κι άλλος και τα δυο. Συνήθως έπιναν στις ταβέρνες του κέντρου της πόλης, αλλά δεν παρέλειπαν να περάσουν και από τα στέκια της γειτονιάς. Γιατί τότε τα μπακάλικα δεν ήταν μόνο μαγαζιά που πουλούσαν τα χρειαζούμενα για το σπίτι, τρόφιμα, καθαριστικά κλπ. Ήταν και στέκια των μπεκρήδων. Το μεσημέρι όταν έκλειναν οι υπηρεσίες και τα μαγαζιά του κέντρου, για τη μεσημεριανή σιέστα, περνούσαν οι υπάλληλοι και οι μαγαζάτορες. Ένα ποτήρι στο πόδι, λίγο σαλαμάκι, λίγο τυρί, καμιά ντομάτα το καλοκαίρι και περνούσε η ώρα. Από κει ξεκινούσαν για το σπίτι τους. Θυμάμαι τον κυρ-Λάκη τον τραπεζικό, κοντούλης με γυαλάκια, πρόσχαρη όψη και λεπτή φωνή, να φωνάζει στον πατέρα μου “κυρ-Στέλιο, ένα σαμπανιζέ παρακαλώ” εννοώντας το γλυκό κόκκινο κρασί που πρώτο τραβούσε κάθε χρόνο ο παππούς μου. Αλλά θυμάμαι και τον μπάρμπα Χρήστο, το πιο γερό ποτήρι της γειτονιάς, να κατεβαίνει με ασταθή βήματα το δρόμο, συνήθως Κυριακές, να χτυπάει την πόρτα του σπιτιού μας (πριν ακόμα ανοίξει ο πατέρας μου το μπακάλικο) και να ζητάει από τον παππού μου να πιει. Και φεύγοντας να τραγουδάει: “πήραμε τα Σέρρας, Δράμα και Καβάλα, κι ο καθένας το 'σκασε στο γάιδαρο καβάλα”.


(Η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ - από το αγροτικό αυτοκίνητο και μετά άρχιζε το δράμα των μπεκρήδων - φωτογραφία από το αρχείο του Χρήστου Τσόπελα)


Τα βράδια πάλι, οι πελάτες του πιοτού ήταν αγρότες ή από συναφή επαγγέλματα και μαγαζάτορες, που ξαναέκλειναν τα μαγαζιά τους. Κάποιες φορές όταν έκλεινε το μπακάλικο ο πατέρας μου, αυτοί έμεναν μέσα μέχρι αργά και έφευγαν από την πίσω πόρτα. Το όλο σκηνικό είχε συγκεκριμένο τελετουργικό που επαναλαμβάνονταν σχεδόν κάθε βράδυ. Αφού έπιναν γερά, πάλι στις κεντρικές ταβέρνες, έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι. Πριν φτάσουν όμως στο σπίτι τους, υπήρχαν οι δυο τελευταίοι πειρασμοί. Τα μπακάλικα της γειτονιάς. Αυτό του Κρητικού πιο πάνω και το παντοπωλείο “Βέροια” του πατέρα μου τελευταίο. Έπιναν λοιπόν το προτελευταίο ποτήρι (που δεν ήταν μόνο ένα) στον Κρητικό και το τελευταίο (που επίσης δεν ήταν μόνο ένα) στον πατέρα μου. 


(Το άνοιγμα της Παρόδου Πατρ. Ιωακείμ. Εδώ συνέβαιναν οι πτώσεις)


Για να φτάσουν όμως από το ένα στο άλλο υπήρχε και κάποια απόσταση. Στενό το δρομάκι, το διάβαιναν τρεκλίζοντας τοίχο-τοίχο. Μια στον ένα τοίχο, μια στον απέναντι. Κοντά ήταν, διατηρούσαν κάποια σταθερότητα. Όταν έφταναν όμως στο άνοιγμα της παρόδου, τότε άρχιζε το δράμα. Οι πιο νηφάλιοι (λέμε τώρα) κατάφερναν και κρατιόνταν όρθιοι στα πόδια τους μέχρι να φτάσουν στο τελευταίο στέκι. Αυτοί όμως που αστόχαστα είχαν πιει περισσότερο απ' όσο άντεχαν, σωριάζονταν φαρδιά-πλατιά πάνω στο καλντερίμι. Έτρεχε ο πατέρας μου, και καμιά φορά κι εγώ όταν τύχαινε να βρίσκομαι στο μαγαζί, να τους σηκώσουμε, να τους συνεφέρουμε αν χρειάζονταν, να τους βάλουμε να καθίσουν σε καμιά καρέκλα μέχρι να μπορέσουν να φύγουν. Παρ' όλ' αυτά όμως, τα τελευταία ποτηράκια, δεν παρέλειπαν ποτέ να τα τιμήσουν.

No comments:

Post a Comment