Thursday 16 August 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Η εξερεύνηση.


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη




(Φωτογραφία sendmealetter007.blogspot.com)

     Κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου, ο ποταμός αποτελούσε ένα παιδικό παράδεισο. Τα γάργαρα νερά του κυλούσαν, άλλοτε ορμητικά και σκοτεινά, άλλοτε πάλι απλώνονταν στην κοίτη και σε άφηναν να κοιτάξεις την ψυχή του. Ο παιδικός ίσκιος διαγραφόταν στην επιφάνεια του ήρεμου νερού και καθώς αυτή αντανακλούσε τις ηλιαχτίδες, η παιδική φαντασία σε ταξίδευε σε μυστικά μονοπάτια.

     Οι αλευρόμυλοι, μνημεία μιας ξεχασμένης εποχής, έμεναν εκεί σιωπηλοί παρατηρητές του παιδικού θάρρους και της περιέργειας τους. Μάρτυρες της προσπάθεια που κατέβαλαν τα παιδιά, προκειμένου να ανακαλύψουν παρθένες περιοχές, στα όρια του παιδικού βασιλείου.


(Εγώ στην αγκαλιά της μητέρας μου μπροστά στον καταρράκτη)

     Σκαρφαλώναμε στην κορυφή του καταρράκτη, πάνω από τα «παπάκια», εκεί όπου η γη βαφότανε κίτρινη από το χρώμα των λουλουδιών – βατράχια «ως επί το πλείστον» (1). Αν κατά λάθος έκοβες ένα βλαστάρι, εντυπωσιασμένος από το χρώμα των λουλουδιών του, η οσμή του θανάτου απλωνόταν στην επιδερμίδα σου και το κίτρινο υγρό ερέθιζε το δέρμα σου. Αλλοίμονο αν ξεγελιόσουν και έτριβες τα μάτια σου.



     Το ύψος του καταρράκτη άγγιζε τα δέκα μέτρα και επάνω στο πλάτωμα υπήρχε μια λίμνη, που ρύθμιζε η ροή του νερού προς το «μπατάνι» (2). Στο αυτί μας έφτανε ο υπόκωφος θόρυβος του νερού, καθώς έπεφτε με δύναμη από τον καταρράκτη και βλέπαμε τον αφρό που ξεπετιόταν τριγύρω. Μερικές πέστροφες παρασυρόταν από το ρεύμα του νερού και κρημνίζονταν στο βάθος του καταρράκτη, χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Παίρναμε βαθιές ανάσες, από την ένταση της προσπάθειας και συνεχίζαμε γεμάτοι κουράγιο, την εξερεύνηση του απαγορευμένου παραδείσου. Τα πλατάνια σκέπαζαν την περιοχή «απ’ άκρου εις άκρον» (3) και η δροσιά τους ανακούφιζε από την αποπνιχτική ζέστη του καλοκαιριού, λόγω της αυξημένης υγρασίας. Ακούγαμε εκστασιασμένοι τα χαρούμενα τιτιβίσματα των πουλιών, που φωλιάζανε ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, σαν έναν ύμνο στη ζωή από τον χαμένο παράδεισο!


    Μια μέρα πιάστηκα στα κλαδιά ενός μικρού πλάτανου και σκαρφάλωσα σαν το κοτσύφι στην αγκαλιά του. Ο πλάτανος έτριξε προειδοποιητικά κάτω από το βάρος του σώματος μου. Το κλαδί που πατούσα, διασταύρωσε προσεκτικά το ρέμα του ποταμού και πριν σπάσει εντελώς, «μου έγνεψε να πηδήξω», για να γλυτώσω τη βουτιά στο νερό. Με ένα σάλτο βρέθηκα στην απέναντι όχθη, ασφαλής από το νερό, αλλά και χωρίς διέξοδο! Ένα δάσος από ακανθώδη βατόμουρα, έφραζαν κάθε έξοδο και το ύψος της όχθης από τον δρόμο, έβαινε αυξανόμενο, καθώς προχωρούσες κατά μήκος της κοίτης του ποταμού. Σαν τον Ταρζάν, κρεμάστηκα από την κληματσίδα ενός αναρριχητικού φυτού και στη συνέχεια αρπάχτηκα από τις ρίζες ενός πλάτανου, που προεξείχαν στην πετρώδη απόκρημνη πλευρά. Επιτέλους τα κατάφερα και γλύτωσα, η περιπέτεια έλαβε αίσιο τέλος. Λίγα γδαρσίματα και ένα μικρό σχίσιμο στο μπατζάκι, ήταν το τίμημα για την ελευθερία.

(1) Στο μεγαλύτερο μέρος, 
(2) Νεροτριβή, 
(3) Από το ένα έως το άλλο άκρο.
         

No comments:

Post a Comment