Thursday 30 August 2018

Γράμμα από το Αγρίνιο. Περιμένοντας τους χειμώνες...


Του Γιώργου Παληγεώργου



(Ο πατέρας φαντάρος)

     Τον θυμάμαι όσα χρόνια είναι κι η ζωή μου. Μνήμες σκόρπιες κι ανολοκλήρωτες, αλλά και μνήμες γεμάτες, ταχτοποιημένες με τάξη. Τον θυμάμαι νάναι παρών στις δυσκολίες κι οι δυσκολίες να φεύγουν. Νάναι παρών στον κίνδυνο κι ο κίνδυνος να λιγοστεύει. Νάναι παρών στο πένθος και το πένθος να παίρνει το σωστό του μέγεθος. Νάναι παρών στη χαρά κι η χαρά νάχει το νόημά της.

     Τον θυμάμαι…Τον θυμάμαι, που και σ’ αυτόν άρεσε να θυμάται τα περασμένα. Να τα λέει, να τα μελετάει.
     Τον θυμάμαι μικρός σαν ήμουνα να κάθεται, καθώς έπεφτε τ’ απόσκιο, στο πεζούλι της αυλής, που τον κεντούσα γλυκά-γλυκά, για να μου πει ιστορίες απ’ τα χρόνια που έσυρε πριν γεννηθώ. Κι ευχαριστιόταν πούθελα να μαθαίνω τα παλιά. Και μούλεγε για γεγονότα και για τόπους, για πρόσωπα κι εποχές κι αράδιαζε χρονολογίες κι ονόματα. Τ’ άρεσε κάθε φορά ν’ αναφέρεται και στην πολιτική κατάσταση που επικρατούσε, σε κάθε ιστορία που μούλεγε. «Ο Μεταξάς, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, η πείνα, η απελευθέρωση, ο εμφύλιος, η Φρειδερίκη, ο Πλαστήρας, ο Παπάγος, ο γερο-Παπαντρέου, ο Καραμανλής»…«Δεν τα ζήσατε σεις αυτά. Και σας τα λένε όπως βολεύονται. Τέλος πάντων», έλεγε κι έρχονταν πάλι στο θέμα που ιστορούσε.

Φυτείες (Μαχαλά) Ξηρομέρου. Το χωριό μου. Φωτογραφία από την ιστοσελίδα του Δήμου Ξηρομέρου

     Κάποιες φορές έρχονταν οι διηγησές του και στ’ αδέρφια του, « ο μακαρίτης ο Νίκος, ο μακαρίτης ο Γιάννης…» και κόμπιαζε και βάραινε… «Τι να πούμε παιδί μου όλοι είναι μακαρίτες» μούλεγε. Κι η νοσταλγία χάνονταν μέσα στη θλίψη που πότιζε τη φωνή του. Κι εγώ που δεν ήθελα τη θλίψη ούτε στιγμή, έψαχνα νάβρω ένα αστείο να του πω, να ξαναδώ δροσιά στο πρόσωπό του. Κι όταν τα κατάφερνα, γλύκαινε το βλέμμα του και μούλεγε, «νάσαι καλά παιδί μου, μ’ έκανες και γέλασα, νάσαι καλά!»
     Τον θυμάμαι στις δουλειές και στις σκοτούρες, στις βόλτες και στα καφενεία, με τους ανθρώπους της γενιάς του κι ένα ποτήρι ούζο στο χέρι.
     Τον θυμάμαι στις συμβουλές και στις επιθυμίες του. Τον θυμάμαι νάναι απόλυτος κι εξοργισμένος, όταν του είπα κάποτε πως δε θα ξαναπάω στο σχολείο. «Θα πας και θα πεις κι ένα τραγούδι», με πρόσταξε και με το βλέμμα του μούδωσε να καταλάβω, πως δεύτερη κουβέντα δε χωρούσε.
===========
     «Να κανονίσεις για ξύλα. Εγώ δε μπορώ, γέρασα. Τα χρόνια δε λένε ψέματα», μούπε. Πήγα ν’ αποκριθώ, μα τ’ όνειρο κόπηκε στη μέση και ξύπνησα μεσ’ στη σιωπή της απουσίας του.
===========
     Τον θυμάμαι κάθε Σεπτέμβρη να κουβαλάει με τα μουλάρια τεράστια κούτσουρα από Βελανιδιά και με το γάϊδαρο τα λιανά. Να βάνει σφήνες στα κούτσουρα, σε κατάλληλα σημεία και να τις χτυπά με τη βαριά με δύναμη για να τα σκίσει. Κι άκουγα την ανάσα του να φτάνει με τη σφήνα και τη δύναμή του ως την καρδιά του ξύλου.
     «Να βγάλουμε το χειμώνα» έλεγε, και κουβάλαε κι έσκιε και πόστιαζε… Ήθελε το τζάκι νάναι πάντα αναμμένο.
     “Τι τα θέλεις τόσα ξύλα και κόβεις και κουβαλάς συνέχεια, φτάνουν”, τούπα κάποτε.
     “Άμα δεν περσσέψουν, δε φτάνουν”, μ’ έκοψε.
     Πήρε καιρό να καταλάβω τι ήθελε να πει.
    Φέτος* δε γνοιάστηκε για ξύλα, προτίμησε την αγκαλιά της γης. Και μένουν οι παλιές φωτογραφίες κι οι διηγησές του για τους κρύους χειμώνες που θα ’ρθουν.
     * Αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου (πέθανε στις 29 Ιουλίου του 2006, στα 84 χρόνια του). Το κείμενο γράφηκε λίγες μέρες μετά το θάνατό του

     Σημείωση: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook την Κυριακή 29 Ιουλίου 2018.

1 comment:

  1. Αυτές οι μνήμες μιλάνε από μόνες, τα λόγια είναι φτωχά...

    ReplyDelete