Monday, 22 April 2019

Γράμμα από το Αγρίνιο. Το φύλλο της κυδωνιάς.


Του Γιώργου Παληγεώργου




Κυδωνιά

     Σιγά- σιγά, με πλάνες βόλτες στον αθώο αέρα, το φύλλο της κυδωνιάς μπαίνει στην πορεία της προσγείωσης. Μετά τη βροχή που έδωσε κατευόδιο στο καλοκαίρι, η μέρα λουσμένη αφέθηκε στην καθάρια καρτερία. Κι οι άνθρωποι βλέπουν το χινόπωρο σημάδι ότι οι μεγάλες μέρες έχουν διαβεί και μπαίνουν κι αυτοί στην καρτερία κι αφήνουν λίγο τα βάσανα και τηράνε τα χελιδόνια, που γραμμές - γραμμές πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ, κανονίζουν τη ρότα τους για το νότο. Θ’ αποδημήσουν για να ξανάρθουν πάλι εδώ, να μας ξαναβρούν, να ξαναβρούν τη φωλιά τους. Νάχει το καλοκαίρι φωλιά. Θα ξανάρθουν, εξόν κι η μετανάστεψη των πουλιών κριθεί παράνομη, εξόν κι οι χελιδονοφωλιές κριθούν αυθαίρετες και γκρεμιστούν. Σιγά- σιγά, με πλάνες βόλτες στον αέρα πέφτουν τα φύλλα της κυδωνιάς, για να μπολιάσουν το χώμα. Ο αέρας μυρίζει βροχή…!

     Ο καιρός παίρνει τον άνθρωπο στο σεργιάνι του και μπαίνουν μέσα του οι εποχές… κι αλλάζει η ματιά του, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι δέντρο ν’ αποχαιρετίσει το καλοκαίρι ρίχνοντας κίτρινα φύλλα, γιατί δεν είναι χελιδόνι να ταξιδέψει στο νότο…! Ο άνθρωπος είναι ψυχή! Ξέρει ο άνθρωπος πως δε γυρίζει πίσω ο χρόνος και κάθε μέρα που διαβαίνει δε θα ματάρθει. Και μένει, να πατσίσει με τη λίγη γνώση, που φέρνουν τα χρόνια, τη φύρα της νιότης που αλαργεύει γοργά. Και νάταν μόνο αυτά! Οι φίλοι έχουν χαθεί πέρα στα χρόνια. Στη Σαλονίκη, στην Αθήνα, σε κάποια γωνιά της Ελληνικής επαρχίας, στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Παλαιστίνη, στη γη του Πυρός… Και κάποιοι που βιάστηκαν για το ξόδι το τελεσίδικο... γιατί; Ένα ρεμπέτικο κι ένα σωμένο δειλινό μεσ’ το κρασί! Κι ένα αργόσυρτο κλαρίνο με σιωπές. Κι ένα σαντούρι στους κυματισμούς της θάλασσας ή στους πολλούς χωρισμούς! Θάλασσες τα γιατί, την ώρα που νυχτώνει, μεσ’ το κρασί! Ο άνθρωπος είναι ψυχή!

Κυδώνια

     Κάποτε κόσμος μαζεμένος. Θάναι κηδεία ή μνημόσυνο, άλλη σκέψη περσσεύει! Κι έτσι ο θάνατος δίνει ζωή για λίγο τριγύρω. Για λίγο… κι ύστερα πάλε η νέκρα της ζωής. Κι οι δεκοχτούρες, οι κίσσες, οι κάργιες και τα σπουργίτια σαν ανάμνησες, σαν απόδειξες της φευγάτης ζωής, της αναπλήρωτης. Κι η απαντοχή σαν ξεγέλασμα, στην αρχή του μήνα στο Ταχυδρομείο για του ΟΓΑ το σόδι. Κι ύστερα πάλε ερημιά ως την άλλη κηδεία, ως το επόμενο μνημόσυνο, ως τις αρχές του μήνα τ’ αλλουνού.
     Κάποτε στέκεται ο νους κι ανακαλεί παλιές μορφές, μαζί με τα συνήθεια τους, τις φορεσιές, τα φυσικά τους. Κι ανασταίνει παλιούς που ξέραν να πορεύονται, στη νιότη και στη γεροντική και πούπλαθαν τάχα δικά τους παραδείγματα για της ζωής τα γυρίσματα, πούχανε όμως ξεσηκώσει από παλιότερους παλιούς. Και φέρνει πίσω ο νους κι ένα γέροντα έμπορο ψίχα γραμματιζούμενο, πόκλεβε, μέρα μεσημέρι, το φουκαρά τον Αίσωπο, και τον «πούλαε» για δικό του πνέμα και διηγιώταν μύθους πούχε πλάσει τάχα από μοναχός του. Όμως τους έλεγε ωραία τους μύθους ο γέρο έμπορος κι ο χωριάτης αθώο πλάσμα, τονε θάμαζε γκαρδιακά! Κι ο νους στη βόλτα του μαζώνει σκέδια-σκέδια ανθρώπους και φτάνει και σώνει ως το τώρα και στέκεται και θιαμένεται και συμπιβάζεται και ξακολουθάει. Ας είναι λέει και συμπεραίνει, ότι η απορία φωτίζεται κάπως κι από μόνη της απαντιέται.
     Ύπαρχαν ολοένα, από παλιά, ανθρώποι που κάναν το σπουδαίο; Ύπαρχαν ψώνια από πάντα στο ντουνιά; Τουλάϊστο απ’ τον Αίσωπο και δώθε, ετούτη η γης ψώνια βαστάει πολλά, πάρα πολλά! Φαίνεται πως τούτα τα «φρούτα» ο ντουνιάς τα λιχουδεύεται και τα καλλιεργάει και τα παράγει. Αλλιώτικη εξήγηση δε φαίνεται να βγαίνει. Κι υπάρχουνε – δόξα νάχει – ψώνια πολλά, πάρα πολλά! Δόξα νάχει…!

Γλυκό κυδώνι πιατέλο

     Και κάποιοι που δεν αφήκαν παλιανθρωπιά να κάμει κάνας άλλος, στοιβάζουν λόγια και κόμπους σοφίσματα, σα να λογαριάζουνται ελόγου τους αποκλειστικοί πασαδόροι της ιστορίας και πασάρουνε τη γραμμή, πρόβατα ούλοι οι άλλοι οι ανθρώποι, να τους μπάσουν στο μαντρί τους. Να δεις πως τόπανε… α ναι! λειτουργία των θεσμών κι αναγνώριση των θεσμικών ρόλων. Και τεντώνουν και μαζώνουν το σωστό σα λάστιχο κατά τη βολή τους. Τρομάρα τους! Να γελάσει κανείς, να κλάψει, να σωπάσει; «Ας είναι, να το φάμε κι αυτό το παραμύθι. Ας πιαστούμε κορόϊδα πάλε εμείς οι ασήμαντοι κι ας κάμουν πάλε οι θεσμικοί τις δουλειές τους, κατά το χούϊ τους», είπε κάποιος.
     Στην ερημιά κόβει ο άνθρωπος καλάμι – όχι αυτό που καβαλικεύουν οι θεσμικοί – και φτιάχνει τρύπες, για να φυσήξει γκαρδιακά σε πρόχειρη φλοέρα και να βγάλει στον αέρα, αυτό που τέρπουν και θωρούν τα μέσα μάτια του! Κι αντηχάει η ψυχή του στη ρεματιά κι αντηχάει ο πόνος και τα ημερνά του! Και λέει φχαριστώ στην ερημιά που ξέρει κι αυτή το σκοπό του και του τον ματαδίνει με τον αντίλαλό της! Και ματαφυσάει το καλάμι ο άνθρωπος και σειέται αγαλιασμένα ο ανθός του! Και σμίγει ο άνθρωπος με τον αγνό σκοπό, τον μεγάλο ή τον μικρό αγνό σκοπό.
     Κι οι μέρες κυλάνε σαν το νερό στ’ αυλάκι κι ο κόσμος περπατάει και συναξάρεται με τον καιρό, μα του κρατάει και κάκια πούναι φορές ανάποτος και τσακώνεται με το σύγνεφο και το βοριά και το κάμα! Και περπατάει με έγνοιες, ανάλογα ο καθένας, ως το στερνό το ξόδι του!
     Γιορτάδες και Κυριακάδες βγαίνει ο αθώος ο άνθρωπος στον καφενέ και ρωτάει,
     - Τι νέα;
     - Στα χωράφια έσπειραν φωτοβολταϊκά, του λένε.
     - Θα βδοκιμήσουν; απορεί.
…………………………………………………………………………………………….
     Θα πέσουν όλα κι ο γυμνός χειμώνας θα πει την αλήθεια που κατέχει. Κι έτσι, με τούτα, θα βρει θροφή η μοναξιά να πορέψει και παίρνει γνέμα για να πλέξει τ’ ανθρώπου η ψυχή τα φανερά και τα μυστήρια, ώσπου ξανά η άνοιξη να πει τη δική της αλήθεια. Οι εποχές με καρτερία περιμένουν τη σειρά τους. Για νάρθουν και να ξαναφύγουν, όπως η μέρα κι η νύχτα, όπως τα χελιδόνια, όπως τα φύλλα της κυδωνιάς. Μα ο άνθρωπος είναι ψυχή! Οπόχει χαρά δοκιμάζει την αθανασία, οπόχει πένθος χαμηλώνει, οπόχει πόνο βαστάει, οπόχει έρωτα πάει παίζοντας να μοιάσει του Θεού! Φέρνει ο άνθρωπος τις εποχές και τους καιρούς μέσα του κι αλίμονο αν γένει αλλιώτικα. Αλίμονο σε κείνον που γνοιάζεται μονάχα για το έχει του! Αλίμονο αν γιομίσει το μέσα τ’ ανθρώπου μ’ ένα καιρό και μια εποχή, όποια εποχή! Θα μαυρίσει το μέσα του κι ο νους του θα σαλέψει, αλίμονο!
     Φαίνεται η αλαφράδα στη ματιά τ’ ανθρώπου, στην καθάρια καρτερία της μέρας που φωτίζει τα δεντρά και την κυδωνιά την όμορφη. Με φύλλα ή δίχως τα, όμορφη η κυδωνιά! Και με τα χελιδόνια έρχονται θαρρείς και τη χαιρετάνε και τη θαμάζουνε οι ψυχές των γονιών, των παπουλάδων και των προπαπουλάδων κι ακόμα παραπίσω και την ποτίζουνε ευκές ποτέ να μη στερφέψει. Να ματάρθουν οι μέρες να πάρει το φυλλοκάρδι τ’ ανθρώπου δροσιά απ’ της κυδωνιάς το θρο και το χινόπωρο γέψη από γλυκό κυδώνι!
Σημείωση: Η παρπάνω ιστορία, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, το Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018 στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook.

No comments:

Post a Comment