Wednesday 18 September 2019

Ταξιδιώτης με αιτία Νο 2. Ρώμη


Γράμμα της Φυλίτσας Σοφιανού από τη Θεσσαλονίκη




Βαρκαρόλα στην Πιάτσα ντι Σπάνια

     Η Ρώμη έχει χαρακτηριστεί αιώνια πόλη κι ανέπτυξε έναν αξιοθαύμαστο πολιτισμό στην καρδιά της γειτονικής μας Ιταλίας. Το 2013 την χαρήκαμε τουριστικά, τον Απρίλιο όμως του 2016 έλαβε χώρα ο καθιερωμένος 22ος Μαραθώνιος της Ρώμης, στον οποίο ο πρωτότοκος γυιός, αποφάσισε να λάβει μέρος, οπότε ξαναταξιδέψαμε για συμπαράσταση και για να βρεθούμε λίγο ως οικογένεια, δεδομένου ότι προσκλήθηκε και ο μικρός γιός να έλθει από την Γερμανία, όπου ζει κι εργάζεται.

     Κλείσαμε ξενοδοχείο δίπλα στο Τέρμινι, τον μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό της Ρώμης, με κίνηση όλη μέρα και πάμπολλα καταλύματα γύρω μας. Δυστυχώς ο αθλητής μας θα έμενε αλλού με τους συναθλητές από την Θεσσαλονίκη. Μεταβήκαμε πρώτοι εμείς, μεσημέρι Παρασκευής 8 Απριλίου. Ο από Γερμανία μικρός γιός ήλθε το απόγευμα, βγήκα μάλιστα και τον πέτυχα μόλις έφθανε το λεωφορείο του από το Φιουμιτσίνο, το μεγάλο αεροδρόμιο της Ρώμης, ενώ εμείς προσγειωθήκαμε στο Τσιαμπίνο, ένα ελικοδρόμιο στρατιωτικό του 1930, που μετατράπηκε σε αεροδρόμιο. Κολατσίσαμε με ότι είχα μαζί μου και βγήκαμε για την πρώτη βόλτα στη Ρώμη.


Συντριβάνι στο Παλάτσο Μπαρμπερίνι

     Ανέλαβα υπεύθυνα το πρόγραμμα, οπότε περπατήσαμε ως την πλατεία Ρεπούμπλικα, μια περιοχή με πλούσια αρχιτεκτονική διαστρωμάτωση, που διαμορφώθηκε πριν τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Μπήκαμε στην εκκλησία Σάντα Μαρία των Αγγέλων που έκτισε ο Μιχαήλ Άγγελος το 1561, σε ηλικία 86 ετών, πάνω από τον κεντρικό χώρο των Θερμών του Διοκλητιανού, κατ’ εντολήν του Πάπα Πίου Δ΄, ένα ναό που προκαλεί δέος με τις διαστάσεις του και μετά περπατήσαμε την μακρά οδό Νατσιονάλε, έναν πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο.

     Στρίψαμε δεξιά και ανεβήκαμε την 20η Σεπτεμβρίου, και μετά την οδό Κουιρινάλε. Φθάσαμε στην είσοδο του προεδρικού μεγάρου με τον οβελίσκο και τη θέα στην πόλη, ενόσω έριχνε αραιές ψιχάλες. Γενικά ο καιρός ήταν άστατος και μάλλον κρύος για την εποχή και κατά διαστήματα. Ο λόφος Κουιρινάλε είναι ο ψηλότερος από τους επτά θρυλικούς λόφους της Ρώμης. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επέλεξε την περιοχή για να κτίσει τα λουτρά του και ίσως γι’ αυτό βρίσκονται εκεί τα τεράστια αγάλματα των ημιθέων Κάστορα και Πολυδεύκη με τα άλογά τους. Στην συνέχεια κατηφορίσαμε στην Φοντάνα ντι Τρέβι και στον απέναντι μικρό ναό. Η Φοντάνα ντι Τρέβι κτίστηκε από τον Νικολό Σάλβι σε 30 χρόνια, αρχής γενομένης από το 1732. Παρ’ όλο που η Ρώμη είναι γεμάτη κρήνες, η συγκεκριμένη θεωρείται, όπως και το Κολοσσαίο, σήμα κατατεθέν της πόλης και πραγματικά εντυπωσιάζει μέσα στα στενά δρομάκια το μεγαλειώδες γλυπτό και ο κόσμος που συνωστίζεται και φωτογραφίζεται, όλες τις ώρες, μέρα και νύχτα, οπότε φωτίζεται μοναδικά και ίσως είναι πιο εντυπωσιακή. Η Ρώμη είναι η πόλη που, όπου κι αν διψάσεις, θα βρεις μια κρήνη με δροσερό πόσιμο νερό, να πιεις και να ξεδιψάσεις. Και μόνο αυτό την κάνει ξεχωριστή, μοναδική, ευλογημένη, αιώνια πόλη. Ανηφορίσαμε στην πιάτσα Μπαρμπερίνι, με το ωραίο συντριβάνι που δεν είδαμε την προηγούμενη φορά λόγω συντήρησης της πλατείας και τις μέλισσες, σύμβολο του οίκου που διέθετε το ομώνυμο παλάτι. Στο παλάτσο Μπαρμπερίνι συνεργάστηκαν οι δύο διάσημοι αρχιτέκτονες Μπερνίνι και Μπορομίνι, με αποτέλεσμα το τεράστιο μπαρόκ ανάκτορο. Ανηφορίσαμε την ονομαστή Βία Βένετο και στρίψαμε για να βρούμε στην οδό Σαρδηνίας τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Ανδρέα. Ήταν η Παρασκευή του Ακαθίστου ύμνου και σκέφθηκα ότι μπορεί να πετύχουμε χαιρετισμούς. Φθάσαμε στην διάρκεια που διαβάζονταν οι 6 τελευταίοι οίκοι του Ακαθίαστου ύμνου, αλλά δυστυχώς στα Ιταλικά. Ευτυχώς οι υπόλοιπες προσευχές ειπώθηκαν στα ελληνικά. Ο ορθόδοξος ναός στο κέντρο της Ρώμης είναι αφιερωμένος στον Αγιο Θεόδωρο, που όμως δεν θα λειτουργήσει την Κυριακή λόγω του Μαραθωνίου και του αποκλεισμού δρόμων του κέντρου. Οι ντόπιοι αποφεύγουν πάντα τις θέσεις πολυκοσμίας που δημιουργεί ένας αγώνας δρόμου ή οποιαδήποτε διοργάνωση. Ο φόβος τρομοκρατικών επιθέσεων είναι πάντα παρών. Κατηφορίσαμε μετά προς το ξενοδοχείο, χαζεύοντας την πόρτα Πία και την τεράστια Αγγλική πρεσβεία, ενώ λίγο πριν την άφιξη του μικρού γιού είχαμε βγει στην περιοχή βόρεια του ξενοδοχείου μας, όπου οι συνοικίες Κάστρο Πρετόριο και Πολυκλίνικο, ενώ φθάσαμε και ως τη μεγάλη είσοδο του πανεπιστημίου Σαπιέντσα της Ρώμης. Είδαμε ακόμη απ’ έξω την τεράστια εθνική βιβλιοθήκη. Δειπνήσαμε στο ρεστωράν Καπιτώλιο, δίπλα από το ξενοδοχείο μας, μια ωραία υπόγεια ταβέρνα, με ιταλικά ζυμαρικά και ριζότο με θαλασσινά. Αμέσως μετά περπατήσαμε την οδό Καβούρ, ως την υπέροχη Σάντα Μαρία Ματζόρε, με τα φωτισμένα εξαιρετικά ψηφιδωτά της πρόσοψης και τους ποικίλους ρυθμούς που διακρίνει κανείς στο επιβλητικό τεράστιο οικοδόμημα. Κτίστηκε στον λόφο Εσκουιλίνο, όπου το 352 μ.Χ. στις 5 Αυγούστου χιόνισε και αυτό ήταν το μήνυμα για τον πάπα Λιβέριο να κτίσει εκεί μια από τις τέσσερις μεγαλύτερες βασιλικές της Ρώμης.


Διόσκουροι στο λόφο Κουιρινάλε

     Το επόμενο πρωΪνό του Σαββάτου, αφού πήραμε το πρωϊνό μας στο ξενοδοχείο, βγήκαμε με πρώτη στάση στα μαγαζιά του Σταθμού, για αναγκαία ψώνια... Αμέσως μετά περάσαμε πάλι από το Οκτάγωνο και τις Θέρμες Διοκλητιανού, για να κάνουμε πρώτη στάση στη Σάντα Μαρία ντε λα Βιτόρια, στην οδό 20ης Σεπτέμβρη και να αποθαυμάσουμε εκτός από τον ωραίο ναό, το γλυπτό του Μπερνίνι «η έκσταση της Αγίας Τερέζας». Ο ναός είναι του 1620, αφιερωμένος στην Παναγία της νίκης των Καθολικών έναντι των Προτεσταντών σε μάχη κοντά στην Πράγα. Ο ναός είναι το αποκορύφωμα της χλιδής και του μεγαλείου του μπαρόκ... Συνεχίζουμε με το ναό με οβάλ οροφή του Μπορομίνι στη διασταύρωση της Κουάτρο Φοντάνα με την 20ης Σεπτέμβρη. Ο λίγο παρακάτω Αγιος Ανδρέας Κουιρινάλε, ένας μικρός κυκλικός ναός του Μπερνίνι ήταν δυστυχώς κλειστός. Πήραμε το δρόμο για Πιάτσα ντι Σπάνια, με στάση στο Παλάτσο Μπαρμπερίνι, που είναι η Εθνική τους Πινακοθήκη. Δυστυχώς πολλές αίθουσες ήταν κλειστές, χαζέψαμε όμως το πλούσια διακοσμημένο Παλάτσο και όσες αίθουσες έργων τέχνης ήταν ανοικτές. Ανηφορίσαμε μετά στην Γαλλική εκκλησία Αγία Τριάδα του Βουνού, με διπλά κωδωνοστάσια και τον οβελίσκο μπροστά της, τα Ισπανικά σκαλιά και την υπέροχη θέα της πόλης στα πόδια μας. Τα Ισπανικά σκαλιά που ολοκληρώθηκαν το 1720, είναι η καρδιά της μη αρχαίας Ρώμης. Στη βάση της σκαλινάτας η Φοντάνα ντε λα Μπαρκάτσια, έργο επίσης του Μπερνίνι. .Ξαναπήγαμε για τον γιό στην Πιάτσα ντελ Πόπολο, χωρίς ν’ ανέβουμε πάλι στο λόφο Πίντσο λόγω κούρασης, χαζέψαμε όμως στη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο τους συγκλονιστικούς πίνακες του Καραβάτζιο «μεταστροφή του Παύλου» και «σταύρωση του αγίου Πέτρου» στο παρεκκλήσι Τσερόζι. Από εκεί πήραμε μετρό για το ΕUR, την ευρωπαϊκή συνοικία στην καινούργια πόλη, όπου φθάσαμε με το μετρό φίσκα στη στάση Φέρμι, για το παλάτσο Κονγκρέσι και την τεράστια έκθεση για τον Μαραθώνιο. Γράφτηκαν οι άνδρες να τρέξουν τα 4 χιλιόμετρα της ευεξίας. Οι διοργανώσεις αυτές έχουν πια ένα κι έναν καθαρά εμπορικό χαρακτήρα, με χορηγούς και χιλιάδες είδη που πωλούνται με αφορμή το τρέξιμο. Καθίσαμε σε ένα σέλφ σέρβις καφέ στην πλατεία Κέννεντι, περιμένοντας τον υποψήφιο Μαραθωνοδρόμο μας Κώστα, που άργησε τραγικά. Πρώτα καθυστέρηση αεροπλάνου, μετά λεωφορείου και τέλος αναμονή του ξενοδόχου, τον έκαναν να φθάσει για παραλαβή του αθλητικού σάκου μετά τις 6. Τον χαιρετήσαμε και γυρίσαμε με μετρό στο ξενοδοχείο, αφού πρώτα ψωνίσαμε τρόφιμα και εννοείται ότι δεν ξαναβγήκαμε μετά τις 8, με τόση κούραση που κουβαλάγαμε από όλη την ημέρα. Η φρέσκια μπαγκέτα με προσούτο και καπνιστά τυριά μας χόρτασε αρκετά καθώς και οι καρδιές αγκινάρας σε λάδι, που αγόρασα σε βαζάκι.


Οι δρομείς ευεξίας μπροστά στο μνημείο του Βιτόριο Εμμανουέλε

10/4/2016

     Ξυπνήσαμε στις 7, προγευματίσαμε στις 7.30 βιαστικά και σύντομα και πήραμε το μετρό για πλατεία Καβούρ. Κόσμος άρχισε να συρρέει. Έπρεπε να κρατήσω τα ρούχα των ανδρών, συζύγου και μικρού γιού που θα έτρεχαν τα 4 χιλιόμετρα. Παραταχθήκαμε από τους πρώτους, περιμέναμε να τελειώσει το ξεκίνημα των μαραθωνοδρόμων που έφευγαν κατά κύματα πετώντας ό,τι φορούσαν για να τους ζεσταίνει μέχρι εκείνη τη στιγμή και ξαμολυθήκαμε κι εμείς. Περπατούσα και χάζευα τα πεταμένα ρούχα στην άκρη του δρόμου, πάσης φύσεως μπουφάν, μπλούζες,, γάντια, σκουφιά. Το μεσημέρι έμαθα ότι και ο Κωστής μου πέταξε ένα φούτερ του κι ένα ζευγάρι γάντια. Δεν ξέρω τι γίνονται τόσα ρούχα που θα μπορούσαν να ντύσουν πολύ κόσμο. Ίσως να πηγαίνουν για φιλανθρωπία, αν κι εγώ είδα να τα σπρώχνουν σαν σκουπίδια. Περπάτησα χαλαρά, βγάζοντας φωτογραφίες και τραβώντας βίντεο, έκανα και το γύρο του Σίρκους Μάσσιμους και έφθασα στον τερματισμό μετά τους άνδρες, που με περίμεναν σε ένα κυπαρίσσι μέσα στον άλλοτε αγωνιστικό χώρο. Όσο η ώρα περνούσε η γιορτή δυνάμωνε, ο κόσμος κατέκλυζε τον χώρο, ηλικίες πάσης φύσεως, σκηνές με μαζορέτες και χορούς και μουσικές. Τέντες με προσφορές γάλατος, πορτοκαλιών και μια παράσταση με μουσική και χορό από την Κάτω Ιταλία, άλλοτε μεγάλη Ελλάδα. Φύγαμε προς την Σάντα Μαρία ιν Κοσμεντίν. Η εκκλησία είναι του 8ου αιώνα από τον πάπα Αδριανό, από τον οποίον και δωρήθηκε στους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από το Βυζάντιο. Είχε πάλι κόσμο για το στόμα της Αλήθειας, μία μεγάλη στρογγυλή πέτρινη πλάκα στον πρόναο όπου βάζεις μέσα το χέρι κι αν είσαι ψεύτης δεν ξαναβγαίνει, πράγμα που δεν είδα να γίνεται σε κανέναν. Ζούμε άραγε σε έναν κόσμο με τόσο φιλαλήθεις ανθρώπους; Μεσαιωνικός ο θρύλος και η εικόνα θαλάσσιου θεού πάνω στην πέτρα. Μπήκαμε στο ναό όπου υπήρχε σε εξέλιξη θεία λειτουργία, που νομίζαμε αρχικά ότι ήταν ορθόδοξη. Ο ναός υπέροχος, θα δικαιολογούσε μια ορθόδοξη λειτουργία, οι ψάλτες στα ελληνικά έλεγαν τα ψαλτικά, ο παπάς στα ιταλικά, και μετά άκουσα αραβικά και το φυλλάδιο στα καθίσματα αναφερόταν σε θεία λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, με νότες βυζαντινές και τις ευχές στα ελληνικά. Το φυλλάδιο προλόγιζε ο επίσκοπος Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων Μάξιμος, το 1974. Επι πλέον είπαν Χριστός Ανέστη στα Ιταλικά οι πιστοί και υπήρχε μπροστά η εικόνα της Ανάστασης. Αχταρμάς σωστός... Στο τέλος ο σύζυγος Δημήτρης είδε όστια για μετάληψη, κι εγώ ένα πανεράκι με κανονικό αντίδωρο που δεν υπάρχει ποτέ στους Καθολικούς. Αληθινό κομφούζιο. Ευτυχώς ήταν η ώρα που έπρεπε να βιαστούμε για να δούμε τον Κώστα στα τρέξιμό του και φύγαμε άμεσα, ανηφορίζοντας προς το θέατρο του Μάρκελλου και περνώντας μπροστά από την Πιάτσα Βενέτσια. Τον προλάβαμε καταδιψασμένο, ζήτησε νερό, δεν είχαμε άμεσο και έφυγε. ΄Ετρεξε ο Δημήτρης να τον προλάβει στην οδό Κόρσο καθώς έστριβαν, αλλά γύρισε άπραγος. Μετά ανηφόρισε μόνος να τον προλάβει στη Νασιονάλε και χαθήκαμε, καθώς είπαμε να πάμε κι εμείς με τον μικρό γιό προς το τέρμα, αλλά ο συνωστισμός ήταν μεγάλος. Μπροστά στο μνημείο του Βιτόριο Εμμανουέλε δεν βρεθήκαμε τελικά με τον Δημήτρη, διασχίσαμε σχεδόν σημειωτόν τα φόρα, δηλαδή τις Ρωμαϊκές αγορές, για να βρεθούμε τελικά όλοι μαζί μπροστά στο Κολοσσαίο, ενώ ο Κώστας ήλθε αργότερα, αφού πήγε να χαράξει το μετάλλιό του με το όνομα και τον χρόνο του. Στη Βια Λατεράνο καθίσαμε μέσα για φαγητό, αφού παρά τη ζέστη δεν υπήρχε τίποτε και πουθενά έξω να καθίσει κανείς. Η Ρώμη πλημμυρισμένη με κόσμο, ο ήλιος ζεστός, ο ουρανός πεντακάθαρος. Απολαύσαμε πάστα με λίγο κόκκινο κρασί. Ανηφορίσαμε φεύγοντας δίπλα από την χρυσή οικία του Νέρωνα, ο Κώστας έμεινε στο ξενοδοχείο του, πολύ κοντά στην Σάντα Μαρία Ματζόρε, κι εμείς φθάσαμε στο δικό μας, και ξαπλώσαμε εξουθενωμένοι από κούραση και ζέστη. Λίγο μετά τις 6 είπαμε να ξαναβγούμε.
Ειχα την ιδέα να περπατήσουμε κατηφορίζοντας τη Νασιονάλε, ως τον Τίβερη αν ήταν δυνατόν. Φυσούσε παγωμένο αεράκι, οπότε περάσαμε έξω από το Πάνθεον, το τέλειο δείγμα κλασσικής αρχιτεκτονικής αρμονίας, αρχικά ειδωλολατρικός ναός και ο πρώτος ναός της Ρώμης που μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία, την Παναγία των Μαρτύρων. Είναι μια ροτόντα που κτίσθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό το 125 μ.Χ. με θόλο διαμέτρου 43 μ. και πάχος κυλινδρικού τοίχου 6 μέτρων στη βάση, που ελαττώνεται προοδευτικά ως την κορυφή. Συνεχίσαμε και φθάσαμε στην Πιάτσα Ναβόνα, που θεωρείται από τις ωραιότερες πλατείες του κόσμου, εντυπωσιακή οβάλ και μπαρόκ, αγαπημένο στέκι όσων ζητούν να χαλαρώσουν σε ένα φόντο μοναδικής ομορφιάς. Καθίσαμε πίσω από την πλατεία σ’ένα καλό ρεστωράν και ζεσταθήκαμε τρώγοντας νόστιμα, αλλά μάλλον ακριβά.


Οι μαραθωνοδρόμοι πετούν τα ρούχα τους στην άκρη του δρόμου

11/4/2016

     Παίρνουμε πρωινό, παρατηρώντας τον πολύ κόσμο που φεύγει σήμερα από το ξενοδοχείο μας για διάφορα μέρη του κόσμου, μετά το τέλος του Μαραθωνίου. Ηλιόλουστη μέρα, ξεκινήσαμε λίγο μετά τις 10 με το λεωφορείο 64 για τον Αγιο Πέτρο. Πολύς κόσμος, η εντυπωσιακή πλατεία με το Μπόργκο, ξανά φωτογραφίες και μετά χωριζόμαστε, για να μπει ο γιός που δεν είδε το ναό και ν’ ανεβεί ίσως και στον τρούλο, ενώ εμείς περπατούμε στον εμπορικό δρόμο Βία ντι Ριάνο τον οποίο και χαζεύουμε με καταστήματα, αγορές λουλουδιών και λαχανικών, διασχίζουμε τους κάθετους δρόμους των ποιητών Οβίδιου, Βιργίλιου, Οράτιου και φθάνουμε στον Τίβερη. Ξεκουραζόμαστε στην πλατεία Καβούρ, φωτογραφίζουμε το επιβλητικό δικαστικό μέγαρο, και βαδίζουμε προς Σαν Άντζελο, περνούμε δύο γέφυρες και προτείνω ν’ ανεβούμε στο Τζιανίκολο, τον λόφο που εκτείνεται από το Τραστέβερε μέχρι το Βατικανό. Καθόμαστε στη στάση περιμένοντας το αστικό 870, που υποτίθεται ότι ανεβαίνει.στον ωραίο πράσινο λόφο. Η ώρα περνάει και δεν έρχεται οπότε σε πέντε λεπτά ανεβαίνουμε από τα παρακείμενα σκαλιά τον λόφο, με πρώτο αξιοθέατο τον ναό του Αγίου Ονουφρίου, που δυστυχώς είναι κλειστός. Βλέπουμε την εσωτερική αυλή του παρακείμενου μοναστηριού και τη θέα που αρχίζει από εδώ και ολοκληρώνεται καθώς βαδίζουμε νότια. Φθάνουμε στον φάρο του Τζιανίκολο. Ωραίο πράσινο, δροσιά, θέα, δεν θέλαμε κάτι διαφορετικό, παρά να συνεννοηθούμε με τα παιδιά. Στο κέντρο του εκτεταμένου λόφου το μεγάλο έφιππο άγαλμα του Γκαριμπάλντι, που νίκησε τους Γάλλους και έφερε την παλιγγενεσία και την ένωση της Ιταλίας σε κράτος. Έφιππη σε κοντινή πλατεία και η γυναίκα του Ανίτα. Μετά ο δρόμος κατηφορίζει, βλέπουμε την Ισπανική πρεσβεία, την Φοντάνα Άουλα, εντυπωσιακού μεγέθους, έναν ναό όπου προσκυνούσε ευλαβικά ένα γκρουπ Ισπανών. Πολύ γρήγορα είμαστε στα γνωστά λημέρια του Τραστεβέρε και στην γνωστή πλατεία της Σάντα Μαρία ιν Τραστέβερε. Ίσως η παλαιότερη εκκλησία της Ρώμης με τα υπέροχα ψηφιδωτά, όπου ήδη μας περιμένει ο Σοφιανός, με τον οποίο είχαμε τηλεφωνηθεί προηγουμένως. Καθόμαστε στο ναό, με το μοναδικό δάπεδο της τεχνικής Κοσμάτι που χρονολογείται από τον 12ο αιώνα, όπως και τα εξαίσια ψηφιδωτά τόσο της πρόσοψης όσο και εσωτερικά του ναού, και όταν βγαίνουμε έρχεται και ο Κώστας, οπότε πηγαίνουμε για γεύμα σε μια πιτσαρία που υποδεικνύει ο τουριστικός μας οδηγός. Είναι στη Βίνκολο Μπολονια, ήσυχη κι ωραία, με τον ήλιο να μας κτυπά. Τρώμε, πίνουμε μπύρες και κουβεντιάζουμε με το ωραίο νεαρό ζευγάρι από τη Σόφια που κάθεται δίπλα μας. Μετά το φαγητό χωρίζουμε. Ο Κώστας ανηφορίζει μόνος για το ξενοδοχείο του. Εμείς περπατάμε ως την Τιμπερίνα για καφέ, όπου όμως δεν σερβίρουν καθώς είναι ώρα απεριτίβο. Έχουν και τέτοια οι Ιταλοί, κάθε πράγμα στην ώρα του σου λέει. Περπατούμε λίγο στο Εβραϊκό Γκέτο με τις αγκινάρες στα ρεστωράν να καλούν τους πεινασμένους. Σκέπτομαι τον πατέρα μου που λατρεύει τις αγκινάρες. Φωτογραφιζόμαστε πάλι στην Πιάτσα Ταρταρούγα την γραφική πλατεία με την κρήνη που κοσμείται από χελώνες και μετά ανηφορίζουμε για το ξενοδοχείο μας από την οδό Καβούρ, στην αρχή της οποίας πίνουμε ακριβό καφέ σε χάρτινο ποτήρι. Πλήρώνουμε την θέση μάλλον, καθώς είμαστε καθισμένοι απέναντι από τις Ρωμαϊκές αγορές. Στο ξενοδοχείο συμμαζευτήκαμε και ξαπλώσαμε για ξεκούραση και ύπνο νωρίς, λόγω αυριανής πολύ πρωϊνής αναχώρησης


Άλλη μια φωτογραφία των δρομέων που εγκαταλείπουν τα ρούχα τους στην άκρη του δρόμου

     Στο αεροπλάνο ένοιωσα περίεργα, ανάμεσα σε τόσους Μαραθωνοδρόμους από Θεσσαλονίκη και γενικά τη Βόρεια Ελλάδα, με ποικίλες ηλικίες, που αποδεικνύουν ότι ποτέ δεν είναι αργά για να κάνει κάποιος το όνειρό του πραγματικότητα, το αδύνατο δυνατό ή έστω να γίνει ένας ταξιδιώτης με στόχο, κι όχι απλά ένας τουρίστας.

No comments:

Post a Comment