Friday, 13 September 2019

Φώτης. Μια ιστορία από την Κίσσαμο


Γράμμα του Ανδρέα Μαρολαχάκη από τη Βέροια




Στο κέντρο ο Φώτης. Δεξιά η Αντωνία και η Κατίνα

     Ανέβηκα στο πίσω κάθισμα της DKW μοτοσυκλέτας, σφίγγοντας στα χέρια μου μια σκουρόχρωμη, σχεδόν μαύρη, πέτρα. Ο οδηγός μάρσαρε τη μηχανή και μ’ ένα σπινάρισμα ξεκίνησε με θόρυβο, τινάζοντας σκόνες και χαλίκια στο προαύλιο του σχολείου. Διασχίσαμε την πλαϊνή αυλή και φτάσαμε στη μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σχολείου. Εκεί μ’ ένα απότομο φρενάρισμα ο Φώτης (αυτός οδηγούσε) ακινητοποίησε το όχημα. Ισορρόπησε πατώντας με το αριστερό του πόδι στο έδαφος κι άπλωσε το χέρι του, χωρίς να πει τίποτα και κυρίως χωρίς να γυρίσει το σώμα του ή το κεφάλι του προς τα πίσω. Εγώ, αφού κρατήθηκα με το αριστερό μου χέρι απ’ τον ιμάντα της σέλας, με το δεξί μου του έδωσα την πέτρα που κρατούσα. Αυτός την πήρε και με μια απότομη κίνηση την πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι του. Κάτι μουρμούρισε (ίσως γλύτωσα, ίσως δεν πρόκειται να με ξαναδείτε) και με μια απότομη γκαζιά, σήκωσε τη μηχανή στην πίσω της ρόδα, κάνοντας μια εντυπωσιακή σούζα κι έτσι βγήκαμε με ταχύτητα στον δρόμο. Έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου, ενώ το χέρι μου κόντεψε να σπάσει τον ιμάντα. Παρ’ όλο που εμπιστευόμουν την οδηγητική ικανότητα του φίλου μου, ο φόβος απ’ τις νευρικές κινήσεις της οδήγησης και οι απότομοι ελιγμοί, προξένησαν ένα φόβο κι ένα σφίξιμο στο στομάχι μου.

     Λίγο πριν, μαζί με άλλους συμμαθητές μας, περιμέναμε στο προαύλιο του σχολείου ν’ αναρτηθούν οι πίνακες των επιτυχόντων στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Κάποιοι από μας αγωνιούσαν για τ’ αποτελέσματα, ενώ άλλοι ήταν τελείως αδιάφοροι, είτε γιατί ήταν σίγουροι για την επιτυχία τους, είτε για την αποτυχία τους. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν τις αμφιβολίες τους ανάμεικτες μ’ ελπίδες για επιτυχία. Ο Φώτης ανήκε στην τελευταία κατηγορία, έχοντας ένα άγχος και μια νευρικότητα για τ’ αποτελέσματα. Όπως ήταν φυσικό, είχαμε σχηματίσει «πηγαδάκια», σχολιάζοντας όλες τις πιθανότητες των αποτελεσμάτων. Σε ανύποπτο χρόνο, μάς ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση που περάσει το μάθημα… θα ρίξει «μαύρη πέτρα» πίσω του.
     Τελικά τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν θετικά, τόσο γι αυτόν όσο και για μένα. Ικανοποιημένοι, αφού κουβεντιάσαμε λιγάκι με τους υπόλοιπους συμμαθητές, δώσαμε ραντεβού για το βράδυ στο σπίτι της Κατίνας, η οποία είχε θριαμβεύσει στις εξετάσεις, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ. Είχε καταφέρει να περάσει και τα δέκα μαθήματα που είχε αποτύχει στις εξετάσεις του Ιουνίου. Χαρούμενη για το κατόρθωμά της, αλλά και γι άλλους προσωπικούς λόγους, μας κάλεσε το ίδιο βράδυ σ’ ένα κρητικό τραπέζωμα. Φυσικά υπήρχαν και κάποιοι που δεν ήταν ευχαριστημένοι μ’ αυτό που είδαν στους πίνακες και κάθε άλλο παρά χαρούμενοι ήταν. Μπροστά όμως στην προσωπική μας επιτυχία, ελάχιστα μας απασχόλησε η αποτυχία τους. Ο Γιάννης είχε αποχωρήσει νευριασμένος με τ’ αποτελέσματα κι έτσι ο Φώτης μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σαν συνεπιβάτης στη μοτοσυκλέτα του. Πριν ξεκινήσουμε, έσκυψε, πήρε απ’ το έδαφος μια πέτρα και μου την έβαλε στο χέρι. Έκπληκτος κατάλαβα ότι ο φίλος μου τα εννοούσε αυτά που έλεγε περί «μαύρης πέτρας».


Στις γυμναστικές επιδείξεις. Όρθια, τέταρτη από αριστερά με τα γυαλιά, η Φρίντα

     Σ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής μας διαδρομής, αποτελούσε αχώριστο δίδυμο με τον Γιάννη. Μαζί σκαρφίζονταν όλες τις διαολιές κι επέβαλλαν την άποψή τους σ’ όλες τις εξτρίμ καταστάσεις που βιώναμε στην τάξη. Απίστευτες είναι οι πλάκες που έκαναν οι δυο τους σ’ όλους μας, χωρίς να αντιμετωπίσουν σχεδόν ποτέ καμία αντίδραση. Στην περίπτωση της γαιδουροφαγίας, η καζούρα που αντιμετώπισαν, τόσο ο Σπύρος όσο και το παπαδοπαίδι, ήταν απίστευτη. Είχαν φτάσει σε σημείο να κάνουν σατυρικές μαντινάδες, τις οποίες τραγουδούσαν χωρίς δισταγμό δημοσίως κι έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση όλους, όσους είχαν τολμήσει να δοκιμάσουν αυτό το σπάνιο έδεσμα. Στα διαλείμματα και ιδίως στις «κενές» ώρες, δεν υπήρχε περίπτωση να τον δει κανείς στο προαύλιο. Είχε κυριολεκτικά ρεζερβέ θέση, στο καφενεδάκι του Σήφη, που ήταν απέναντι ακριβώς απ’ την κύρια είσοδο του σχολείου. Εκεί μαζί με τ’ άλλα «λουλούδια», απολάμβανε το τσιγαράκι του, μαζί με βαρύ γλυκό καφεδάκι, που ρουφούσαν με θόρυβο, δείχνοντας πως ήταν μια απ’ τις βασικές απολαύσεις τους. Όμως (κι αυτό ήταν λάθος) απολάμβαναν με την ίδια ευχαρίστηση και την τσικουδιά, που σερβιριζόντουσαν μόνοι τους, γιατί συνήθως ο ιδιοκτήτης του καφενείου έλειπε. Μόνοι τους γέμιζαν τα ποτήρια, μόνοι τους έβαζαν στο μικρό γυάλινο πιατάκι αμύγδαλα, για τη συνοδεία του αλκοόλ. Όλα τα έκαναν μόνοι τους, χωρίς να δίνουν πάντοτε το ακριβές αντίτιμο στον καφετζή, ο οποίος παρ’ όλες τις πλάκες που του κάναμε, μας κάλυπτε πάντα σ’ όλες πιθανές διενέξεις μας με τη διεύθυνση του σχολείου.
     Σπανίως ήταν προετοιμασμένος σ’ όλα τα μαθήματα. Έκανε μια επιλογή και διάβαζε μερικά απ’ αυτά, που υπήρχαν στο σύνολο του ημερήσιου προγράμματος και μόνο όσα ήταν της αρεσκείας του. Ποτέ δεν θυμάμαι να είχε δείξει έστω και το παραμικρό ενδιαφέρον, για μαθήματα όπως μαθηματικά, φυσική και χημεία. Στην ίδια μοίρα είχε κατατάξει και το μάθημα των αγγλικών, όχι γιατί του ήταν αδιάφορο, αλλά γιατί η καθηγήτρια του συγκεκριμένου μαθήματος, ήταν παραπάνω από ελαστική κι αυτό έδινε λαβές για πειράγματα και φάρσες. Αυτό βεβαίως ήταν κάτι που τον ενδιέφερε περισσότερο απ’ την εκμάθηση των αγγλικών. Πρωτοστατούσε μαζί με τον Γιάννη σε όλα όσα εμείς οι υπόλοιποι θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε με θρησκευτική ευλάβεια. Οι πλάκες που κάναμε στην καημένη καθηγήτρια ήταν τόσες πολλές και μερικές απ’ αυτές ξέφευγαν από κάθε λογική, που και μόνο που τις σκέπτομαι τώρα, νιώθω ντροπή και τύψεις.


Με την Αντωνία

     Ήταν ο μόνος απ’ την παρέα που έπαιζε αξιοπρεπώς ποδόσφαιρο και παρ’ όλο που κάπνιζε αρειμανίως η αντοχή του ήταν σε καλά επίπεδα. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο απ’ τον γυμναστή και γρήγορα τον επέλεξε για την αντιπροσωπευτική ομάδα του σχολείου, που θα λάμβανε μέρος στο διανομαρχιακό σχολικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Δεν θυμάμαι τι κατάταξη πήρε τελικά η ομαδάρα μας, αλλά θυμάμαι τον Φώτη να κάνει κάτι περίεργες ντρίπλες στα εξτρέμ, που μάλλον τώρα θα τις θεωρούσα περιττές και άνευ ουσίας. Εκείνο που με παραξένεψε, ήταν ότι ξαφνικά η Αντωνία, άρχισε να παρακολουθεί τους σχολικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, ακόμη και τις προπονήσεις της ομάδας μας.
     Έκπληξη μού προξένησε η επιλογή του Φώτη στην ΣΤ΄ τάξη, να καθίσει σχετικά στα πρώτα θρανία μαζί με τον Γιάννη κι όχι στα επίζηλα τελευταία. Γρήγορα η απορία μου έπαψε να υφίσταται, όταν ανακάλυψα το ενδιαφέρον του για την Αντωνία, που καθόταν στην πρώτη σειρά απ’ την πλευρά των κοριτσιών. Αυτός απολάμβανε τον έρωτά του κι ο Γιάννης ήταν εγκλωβισμένος στα πρώτα θρανία για συμπαράσταση προς τον φίλο του. Το συγκεκριμένο φλερτ ήταν αρκετά έντονο και σχεδόν αδιάκριτο, τόσο που πολύ γρήγορα έγινε αντικείμενο σχολίων απ’ όλους μας. Τότε έγινε μια εκπληκτική μετάλλαξη του φίλου μας. Σταδιακά εγκατέλειψε τον επαναστατικό και ανέμελο χαρακτήρα του (άτιμε έρωτα τι μπορείς να καταφέρεις). Έκοψε μαχαίρι τις κοπάνες κι έγινε ιδιαίτερα επιμελής και υπάκουος. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να συμμετέχει στην παράδοση των μαθημάτων και μάλιστα να αναλαμβάνει εθελοντικά εργασίες, που μας έβαζε η εκ Θεσσαλονίκης καταγόμενη φιλόλογος καθηγήτρια. Όλα αυτά προκαλούσαν μεγάλη δυσφορία του Γιάννη, που έβλεπε ξαφνικά το «άλτερ έγκο» του ν’ απέχει απ’ τις κοπάνες, να κάνει όλο και πιο λίγες επισκέψεις στο καφενεδάκι και να τριγυρίζει γύρω απ’ την Αντωνία, σαν τη μέλισσα γύρω απ’ το λουλούδι. Δεν ξέρω αν η ξαφνική του επιμέλεια δημιουργήθηκε κατόπιν προτροπής της Αντωνίας ή από δική του πρωτοβουλία (σαν να του ήρθε επιφοίτηση ξαφνικά) αλλά όλη του η συμπεριφορά άλλαξε ριζικά. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που όλοι εμείς οι κολλητοί του, αναρωτιόμασταν αν αυτό που αντιλαμβανόμασταν, ήταν πραγματικότητα ή προϊόν της φαντασίας μας. Μοιραία απομακρύνθηκε απ’ όλους εμάς τα «λουλούδια» και στράφηκε στον περίγυρο της κοπέλας του, που τον αποτελούσαν κυρίως κορίτσια. Αυτό είχε σαν συνέπεια να απομακρυνθεί κι από τον Γιάννη, ο οποίος βαριόταν τις κοριτσίστικες παρέες. Τότε ο Φώτης έκανε μια υπέρβαση. Με το πρόσχημα ότι ήταν στην τελευταία τάξη και θα έπρεπε να παρακολουθούν φροντιστήρια αυτός κι η αδελφή του η Φρίντα, που ήταν επίσης συμμαθήτρια μας, νοίκιασαν ένα δωμάτιο. Δεν ήθελε τάχα να χάνει χρόνο στις μετακινήσεις του καθημερινά με το λεωφορείο, ανάμεσα στο Καστέλι και τα Τοπόλια. Φυσικά αυτό έγινε για να έχει ευκαιρίες να συναντά το κορίτσι του. Το δωμάτιο που νοίκιασε, ήταν το ισόγειο μια καινούργιας σχετικά οικοδομής, με είσοδο στον κάτω κεντρικό δρόμο, τον οποίο εκτός από αυτοκίνητα, σπάνια διέσχιζε κάποιος πεζός. Ο συγκεκριμένος δρόμος δεν είχε πεζοδρόμια κι ήταν αρκετά στενός, με αποτέλεσμα να χωράει μετά βίας τα αυτοκίνητα. Αυτό έκανε πλεονεκτική την είσοδο στο σπίτι, γιατί ελάχιστες πιθανότητες υπήρχαν να μας αντιληφθεί κάποιο αδιάκριτο μάτι τη στιγμή που μπαίναμε μέσα. Η πόρτα του ήταν μεταλλική με τζάμια, φανερό πως αρχικά δεν προοριζόταν για κατοικία, αλλά για βοηθητικός χώρος. Αυτό ήταν πλεονέκτημα για μας και το εκμεταλλευτήκαμε σε κάθε ευκαιρία. Αμέσως μετά την είσοδο είχε ένα τεράστιο χώρο, ανοιχτό, χωρίς κολώνες και το πάτωμα ήταν φτιαγμένο με μωσαϊκό (πολυτέλεια για εκείνη την εποχή). Ο χώρος αυτός βασικά μας εξυπηρετούσε στις χορευτικές μας ανησυχίες. Όσες φορές κι αν πήγα να επισκεφτώ τον Φώτη και την αδελφή του τη Φρίντα, δεν θυμάμαι να τον είδα να διαβάζει ή να κρατάει κάποιο βιβλίο. Αυτό φυσικά δεν ίσχυε για τη Φρίντα, η οποία μάλλον ήταν πιο επιμελής απ’ όλους και πιο χαμηλών τόνων από μας τους υπόλοιπους. Ο αδελφός της έβλεπε αυτή τη μετοίκηση σαν ευκαιρία για να είναι και τ’ απογεύματα μαζί μας και κυρίως για να μπορεί να βλέπει, έστω και από μακριά, το κορίτσι του. Είχε γίνει μόνιμο στέκι του το σουβλατζίδικο, που ήταν κοντά στο σπίτι της κι ακριβώς απέναντι απ’ το δωμάτιό μου. Έτσι με την κατανάλωση ενός σάντουιτς καθόμασταν και σαχλαμαρίζαμε ώρες ατελείωτες στο συγκεκριμένο κατάστημα.
     Δεν ξέρω ποιανού ιδέα ήταν (πιθανολογώ του Γιάννη) να κάνουμε μια μικρή γιορτή, ένα πάρτι, στο σπίτι του Φώτη. Αυτό ακούστηκε απ’ όλους σαν μια καλή ιδέα και πολύ γρήγορα την εφαρμόσαμε. Νομίζω πως το κάναμε μετά από κάποια εκδρομή. Αντί να γυρίσουμε στα σπίτια μας όλοι, αγόρια και κορίτσια (ιδίως αυτά) εκμεταλλευτήκαμε τη σχετική ελευθερία που είχαμε απ’ τις οικογένειές μας (εγώ εξαιρούμαι, αφού οι γονείς μου βρισκόταν μακριά) και οργανώσαμε μια μικρή γιορτή. Έφτασα σχετικά αργοπορημένος, γιατί αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να πείσω κάποιο κορίτσι που μ’ ενδιέφερε να έρθει μαζί μου. Αν και ήξερα πως αυτό ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, εξάντλησα κάθε πιθανότητα, φροντίζοντας να περάσω από μέρη που ίσως μπορούσα να την δω. Μετά από άκαρπες βόλτες σε κάθε πιθανό κι απίθανο μέρος που θα μπορούσα να τη συναντήσω, πλησίασα κακόκεφος προς το μέρος της συγκέντρωσης. Με το που πλησίασα στην είσοδο ξαφνιάστηκα, γιατί υπήρχε κάποια σημαντική διαφορά απ’ την προηγούμενη επίσκεψή μου. Στα τζάμια της πόρτας υπήρχαν κολλημένες σκούρες μπλε κόλλες, για να μην μπαίνει το λιγοστό φως του απογεύματος. Στην προσπάθειά μου να την ανοίξω, διαπίστωσα πως ήταν κλειδωμένη κι αυτό μου φάνηκε ακόμη πιο παράξενο. Μετά από επανειλημμένα και δυνατά κτυπήματα πάνω στο μεταλλικό τμήμα της πόρτας, είδα ν’ ανασηκώνει κάποιος την κόλλα που κάλυπτε τα τζάμια. Με κοίταξε, βεβαιώθηκε ποιός ήμουν, μου άνοιξε κι έκλεισε βιαστικά πίσω μου. Μέσα επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι και κυριαρχούσε η φωνή της Μαρί Λαφορέ, που τραγουδούσε αισθησιακά το καινούργιο σουξέ της εποχής «Viens Viens». Στην πίστα χόρευαν αγκαλιασμένα διάφορα ζευγάρια, χωρίς να μπορώ να δω ποιος ήταν με ποια. Πριν προλάβω να καθίσω κάπου, ο αισθησιασμός ξεπέρασε κάθε όριο με το πικ απ να αποδίδει το «Je taime moi non plus». Τα μάτια μου δεν είχαν συνηθίσει ακόμα στο σκοτάδι, όταν ένιωσα κάποιον να με παρασύρει στην πίστα. Για μια στιγμή φοβήθηκα πως κάποιο απ’ τα λουλούδια μού κάνει φάρσα, αλλά αμέσως διαπίστωσα πως χόρευα με μια κοπέλα. Για μερικά λεπτά δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω, με ποια ακριβώς χόρευα. Όταν το αντιλήφθηκα, ξαφνιάστηκα. Μ’ αυτό το κορίτσι, αν και συμμαθήτρια μου για χρόνια, δεν είχα μιλήσει σχεδόν ποτέ ή για την ακρίβεια είχα μιλήσει ελάχιστα. Τελικά η μουσική και το ελάχιστο ποτό που ήπια, λειτούργησαν ανασταλτικά στις όποιες επιφυλάξεις μου κι απόλαυσα τη βραδιά. Το στιγμιαίο άναμμα των αναπτήρων, μού έδωσε την δυνατότητα να , κάποια απ’ τα ζευγάρια της πίστας. Η έκπληξή μου ήταν πολύ μεγάλη και προσπαθούσα να καταλάβω «αφύσικα» για την λογική μου γεγονότα. Πάνω που αποφάσισα να μην κρίνω και να μην σκέπτομαι κάθε τι που έβλεπα, άναψαν ξαφνικά τα φώτα και μ’ ανάγκασαν ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, για να προσαρμοστούν στην αιφνίδια εναλλαγή του φωτός. Τότε ακούστηκε η οργισμένη φωνή του Φώτη: «Ποιός κερατάς άναψε τα φώτα, ρε;» Για να λάβει σχεδόν αμέσως την απάντηση απ’ τον Λευτεράκη: «Ρε Φώτη, ψάχνω για το παπούτσι μου. Κάποιος με πάτησε και μου το έβγαλε». Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, όλη η σάλα σείστηκε από τα γέλια και κάποιος έκλεισε βιαστικά το φως κι ο Λευτέρης το πήρε απόφαση και συνέχισε να χορεύει χωρίς παπούτσια. Αυτή η συγκέντρωση ήταν η πρώτη από μια σειρά άλλων που ακολούθησαν, στις οποίες όμως ελάχιστη συμμετοχή είχα κι έτσι δεν είμαι σε θέση να περιγράψω με λεπτομέρειες. Πάντως είχαν αφήσει «εποχή» τόσο για τη συχνότητα, όσο και για την τολμηρότητα μέσα στην οποία κινούνταν, πάντα όμως στα πλαίσια των ηθών της εποχής.
     Η Αντωνία ήταν απ’ τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης και απουσιολόγος. Σ’ αυτήν βασιζόμασταν όταν κάναμε κοπάνες, βέβαιοι πως θα μας καλύψει. Πράγμα που το έκανε, χωρίς να πάψει να μας δίνει συμβουλές για το ότι ήταν λάθος η τακτική της κοπάνας. Αλλά εμείς την ακούγαμε αδιάφοροι, χωρίς να την διακόπτουμε σε κάθε λόγο που μας έβγαζε και κυρίως χωρίς να της πάμε κόντρα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι ν’ αντιληφθεί ο μεγαλόσωμος καθηγητής της Φυσικής, τη μεροληπτική στάση της απέναντι μας. Χειροδίκησε εις βάρος της και της πήρε το απουσιολόγιο. Αυτό είχε σαν συνέπεια, όλοι εμείς οι κοπανατζήδες, να περιορίσουμε τις κοπάνες, γιατί η καινούργια απουσιολόγος δεν ήταν «καλοπροαίρετη» απέναντί μας. Με την Αντωνία είχα μια ιδιαίτερα φιλική σχέση, ιδίως το τελευταίο διάστημα της παραμονής μου στην Κίσσαμο. Τότε έμενα στο μικρό ξενοδοχείο που βρισκόταν πολύ κοντά στο σπίτι της. Πολύ τακτικά της έδινα τα πουκάμισα που είχαν χάσει κάποια απ’ τα κουμπιά τους κι η μητέρα της, η κυρία Ειρήνη που ήταν μοδίστρα, τα έραβε και μου τα παρέδιδε σε καλύτερη κατάσταση. Φυσικά τακτικά γυρίζαμε παρέα απ’ το σχολείο και χωριζόμασταν λίγο πριν το σπίτι της. Αυτά όμως ήταν αρκετά για να κινήσουν τις υποψίες του πατέρα της, πως κάτι περίεργο μπορεί να συνέβαινε ανάμεσά μας. Οι υποψίες με την πάροδο λίγου χρόνου, έγιναν βεβαιότητα στο μυαλό του πατέρα της και με κοίταζε μάλλον περίεργα, κάθε φορά που συναντιόμασταν. Εγώ είχα πλήρη άγνοια, μέχρι που ο Φώτης το ανέφερε γελώντας και χαριτολογώντας. Ο Γιάννης που το άκουσε, σε πρώτη φάση άρχισε την καζούρα, ενώ ο Φώτης έλεγε: «Ευτυχώς που υποψιάζεται εσένα. Έτσι βγαίνω λάδι.» Εγώ μάλλον διασκέδαζα με τις αστήρικτες υποψίες και συνήθως αστειευόμουν με το γεγονός. Όλα αυτά μέχρι να με πιάσει ο Γιάννης μια μέρα και να μου πει ιδιαιτέρως: « Γιάε, εδώ δεν είναι Βέροια. Αν σε υποψιαστεί κάποιος πατέρας ότι μπλέχτηκες με την κόρη του, αλίμονο σου! Μαύρο φίδι θα σε φάει». Αυτά μου έλεγε και για να με ταρακουνήσει περισσότερο, γιατί δυσπιστούσα στα λεγόμενά του, άρχισε να μου λέει ιστορίες, για το πόσο ζόρικος ήταν ο πατέρας της Αντωνίας. Όλα αυτά συντέλεσαν να κοιτώ μ’ επιφυλακτικότητα τον πατέρα της Αντωνίας κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να με υποψιάζεται ακόμη περισσότερο. Από τη δύσκολη θέση μ’ έβγαλε η κυρία Ειρήνη, η μητέρα της Αντωνίας, η οποία ήξερε τα πάντα για τον δεσμό της κόρης της κι εξήγησε στον άντρα της ότι είχε λάθος γνώμη για μένα. Από τότε άρχισε να έχει το πρόβλημα ο Φώτης, ενώ εγώ ανέβηκα στην εκτίμηση του πατέρα της Αντωνίας, ο οποίος δεν παρέλειπε να με χαιρετάει εγκάρδια, όποτε συναντιόμασταν και μια δυο φορές μάλιστα με κέρασε στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Το ότι ο Φώτης και η Αντωνία επισημοποίησαν τη σχέση τους μετά από λίγους μήνες, φαντάζομαι πως δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο εκτός απ’ τη δική τους θέληση.
     Το πιο περίεργο απ’ όλα είναι ότι ο Φώτης κατάφερε και πέρασε στη σχολή της αρεσκείας του κι όχι η Αντωνία, που ήταν τουλάχιστον δύο κλάσεις καλύτερη μαθήτρια απ αυτόν. Συναντηθήκαμε αρκετά χρόνια μετά, όταν βρισκόμουν για επαγγελματικούς λόγους στα Χανιά και σε απόδειξη της θρασύτητας που με διακατείχε διαχρονικά, τους ξύπνησα μ’ ένα μεταμεσονύχτιο ξαφνικό τηλεφώνημα κι απαίτησα να συναντηθούμε. Χωρίς πολλές διατυπώσεις μαζευτήκαμε στου Σπύρου μαζί με τον Γιάννη, όπου η Κατίνα μας εξέπληξε με τα απίθανα φαγητά που ετοίμασε (μέχρι γαμοπίλαφο μας έκανε) και θυμηθήκαμε τα παλιά. Φυσικά την επομένη ακύρωσα όλα τα επαγγελματικά ραντεβού που είχα, λόγω αδιαθεσίας όπως ήταν η επίσημη δικαιολογία, ενώ στην πραγματικότητα ο κύριος λόγος ήταν η αϋπνία, η πολυφαγία και το αλκοόλ. Ξανασυναντηθήκαμε αρκετές φορές στα επόμενα χρόνια με κορυφαία το 2004 στην πρώτη συγκέντρωση των συμμαθητών. Όλοι μας ήμασταν πια τριάντα χρόνια μεγαλύτεροι και με διαφορετικές επαγγελματικές απασχολήσεις. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να φερόμαστε σαν παιδιά και να προσπαθούμε να πείσουμε το σώμα μας να ξαναζήσει μια εφηβεία που μας έμεινε αξέχαστη και κυρίως μια εφηβεία που μας σημάδεψε. Ο Φώτης, παρ’ όλο που ήταν τότε ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας, μαζί μας είχε το ίδιο δεικτικό χιούμορ και κυρίως το άφηνε να διαχέεται.
     Μου έχει υποσχεθεί επανειλημμένως πως θα έρθει για να κυνηγήσει αγριογούρουνα (στο βουνό στο οποίο μένω αυτά τα ζώα ζουν σε μεγάλα κοπάδια) πράγμα το οποίο δεν έκανε. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε σχεδόν ορκίστηκε ότι θα έρθει. Εγώ όμως συνεννοήθηκα με την Αντωνία και στο διάστημα που αυτός θα τρέχει στα βουνά και στα λαγκάδια, εμείς θα κάνουμε εκδρομές και τουρισμό στη γύρω περιοχή.
     Εν αναμονή της εκπλήρωσης της υπόσχεσης…

No comments:

Post a Comment