Wednesday 25 September 2019

Το βιολί κι ο τροχός...


Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο




Το παλιό γύφτικο βιολί

     Ξύπνα, η δροσιά είναι πέλαγο κι ακόμα είν’ καλοκαίρι. Σήκω να ιδείς και να γευτείς πως ξεκολλιέται ο καπνός, πως κόβονται βαντάκια[1]και πως κυλάει ο ίδρωτας στον κόρφο μου ποτάμι. Πλάι μου έλα να σταθείς, ν’ ακούσεις το τραγούδι, π’ αναβαρεί στ’ αστήθι μου και κρένει η λαλιά μου, ότι περάει γοργά ο καιρός, θάρθει κι εσέ η σειρά σου, με το τραγούδι σου ακριβά τον κόπο να πληρώνεις.

     Έτσι ήταν το συνήθειο του σα χάραζε η μέρα, τους Αύγουστους τα χρόνια εκειά, να τον γλυκοξυπνάει το γιο του το μονάκριβο, τη στερνοαπαντοχή του και να τον παίρνει αντάμα του, τον ήλιο να μαυλίσει.

     Στο λόφο τ’ ανεμόμυλου και στο βουνό αντίκρα, πέρα στην άκρα του χωριού, πλάι στα μεγάλα πεύκα, στον κουρνιαχτό της δημοσιάς, στου λιοπυριού την άψη, το σπίτι το πετρόχτιστο κι η λιάστρα παρακάτω, με τα τσεμπέλια τα πικρά, αρμάθες καλοκαίρια.
     Έπιανε η πρώτη η βροχή, πάαινε ο μπαξές στη χάση κι έγνεφαν οι κυδωνιές το νιο γλυκό να γένει κι ο κύρης τ’ έδωνε γραμμή, ξύπνα, φέρε το γύφτο για να τροχίσει το γυνί, ‘πως τρόχαε τα δραπάνια, για να μας παίξει το βιολί, πάλε ήρθε πανηγύρι!

Γυνί (υνί) - άροτρο για ζευγάρι αλόγων

     «Άϊντε μαράθηκε κιτρολεϊμονιά, μαράθηκε τ’ αχειλάκι μου, ωχ μέχρι να σ’ αποχτήσω και να σε γλυκοφιλήσω!»[2]
     Κι έφερναν βόλτα οι καιροί, μεσ’ στ’ αχολόϊ οι χρόνοι, με ξαστεριές καλοκαιρ’νες, με χειμερ’να δρολάπια και πήραν μπόϊ οι άπλεροι κι οι γέροντοι διαβήκαν κι βήκαν οι ανάμνησες τρισάϊο[3] να κάμουν.
     Τις στερνές του μέρες στο κρεβάτι του Νοσοκομείου ο μπάρμπα Τσίλιας στιγμές-στιγμές παραμίλαε· κουβέντιαζε μονάχος κι έλεε ονόματα, που ο γιός του ο Γούλας, που του παράστεκε, τ’ άκουε και δεν καταλάβαινε. Τονε ρώταε, με ποιόνε κουβεντιάζεις κι εκείνος τ’ αποκρίνονταν, κουβεντιάζω με φίλους μου τους συγκληρωτούς[4] ή με τ’ αδέρφια μου και τη μάνα μου, πούχανε διαβεί προτού καμιά εξηνταριά χρόνια. Πατέρα δεν είχε γνωρίσει, ότι είχε χαθεί νιός, αυτή τη λέξη δεν την είχε βγάλει ποτέ απ’ τα χείλη του.

Δρεπάνια για θέρισμα

     Το πλείστο, στα παραμιλητά του, ο μπάρμπα Τσίλιας κουβέντιαζε με τον παππούλη του, ότι απ’ αυτόνε έπαιρναν ίσκιο στο σπίτι τους, μια φαμελιά ήτανε. Στις στράτες και στα σύρματα[5]αράδιαζε ο παπούλης, τη νύχτα δεν τη σκιάζονταν, τα ισκιωτικά τα πρόγκαε, πότε καβάλα στ’ άλογο και πότε ποδαράτος, καθημερνές με ντουλαμά, γιορτές με φουστανέλα, έλεε άκοπα. Ο παππούλης του ο Γεροβίλιας γεννέθηκε στα 1864, έτσι τούχε πει τότες του παππούλη η μάννα του, απάνου στη Χαρβάτη, σ’ ένα χωράφι πλαερό, όλο κοντές πεζούλες, όπου είναι οι λύμπες[6]οι τρανές, από νερό γιομάτες, ως πιάνει το χινόπωρο, ίσαμε με τέλη Μάη, όπου οι πολλές οι κουτσουπιές κι οι αγραπιδιές τ’ Απρίλη, όπου η ράχη η ασφακερή και τα πολλά σπερδούκλια. Κι όπου η καλύβα η παλιά και το μαντρί κι η στρούγκα, που είν’ τα τσακάλια τ’ άγρια κι οι λύκοι οι λιμασμένοι.
     Τα χαρτιά γράφουνε πως ο παππούλης ήτανε γεννημένος στα 1867, όμως η μάννα που τον έκαμε ήξερε καλύτερα απ’ το γραμματικό. Είχε γένει ο παππούλης την ίδια χρονιά, την ίδια μέρα με το παιδί της βλάχας. Όμως το βλάχο, που ήταν όμοια με τον παππούλη, τον είχανε γράψει τρανότερο τρία χρόνια, στα 1864.
     Δεν είχε πάει σχολειό ο παππούλης του μπάρμπα Τσίλια, σχολειό δεν ύπαρχε τότες στα χωριά. Είχε κι άλλα έξη αδέρφια, τα δυο πάνε νια, προτού κάμουνε προκοπή[7]· είχε και δυο αδερφάδες, προικιοθήκανε όσο ήτανε βολετό κι όσο ήτανε χρεία να ξοδευτούνε[8], προτού ξεμακρύνουν απ’ τον καιρό τους. Τις πάντρεψαν σ’ άλλα χωριά, μην είν’ ανάμεσά τους οι γαμπροί και χαλεύουν[9]πανοπροίκια πίσω-πίσω.

Παλιά άποψη του χωριού Φυτείες (Μαχαλάς) Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας

     Έτσι μπήκε κλήρα για τα μεράδια ανάμεσα σ’ αυτόνε και στα επίλοιπα τα τέσσερα αδέρφια του. Μπήκε κλήρα μα τι να σκληρίσουν; Τότες στα χρόνια του παππούλη μου, πάσα χτήμα και τουφέκι, πάσα σύνορο κι ένας σκοτωμός, έλεε στο Γούλα ο μπάρμπα Τσίλιας. Έτσι ο Γεροβίλιας και τ’ αδέρφια του κράτησαν όσα χτήματα δεν προτίμαγαν εκείνοι που είχανε πλιότερα άρματα κι όσοι τάχανε καλά με τους λησταρχαίους και τους επιτήδειους κι έπαιρναν τα πλιότερα και τα καλύτερα χτήματα με το έτσι θέλω· τότες στα χρόνια του Τρικούπη, όπου έλεγαν στους νιους οι προεστοί, άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις.
     Κάποιοι τσιφλικάδες ήτανε καζαντισμένοι, πάππου προς πάππου, απ’ τον καιρό της τουρκιάς, ότι υποστήριζαν τον Αγά και ξολόθρευαν ή ξετόπιζαν το ραϊά· αυτοί είχανε το μεγάλο κάμπο με τις αργατιές, αυτοί και τα φράματα στα καλά τα πλάϊα με τα λιοστάσια και τ’ αμπέλια με τους σέμπρους, αυτοί και τα πολλά γιδοπρόβατα με τους μπιστικούς, αυτοί και τ’ ανώϊα τ’ αψηλά με τους παραγιούς και τις δούλες. Με δαύτους δεν κόταε να τα βάλει κανένας, ότι σε πάσα κατάσταση και με το νόμο και με τους λησταρχαίους, αυτοί ήτανε καβαλαραίοι κι είχανε ολούθε το βέτο· κι ακόμα τώρα κάπως έτσι γένεται…
     Τότες, έλεε ο μπάρμπα Τσίλιας, ‘πως είχε μάθει απ’ τον παππούλη του, ήταν ακόμα η κλεφτουριά κι οι λησταρχαίοι, άλλοι φυγόδικοι, άλλοι ότι είχανε τη δουλειά κουμπάρα[10]κι άλλοι που δεν έμπαιναν σε λογαριασμό[11], ούϊδε και σε στεφάνι. Ετούτοι ‘δω δε γνοιάζονταν για βιός, για γρέκι και για κλήρο, παρά για φαΐ, για πιοτί, για λημέριασμα κι ως είν’ τ’ αντρός το φυσικό για τα γλυκά τα μάτια.

Λίμνη Αμβρακία (δειλινό)

     Τους έτρωε η γνοιάση να παντρευτούνε ο Γεροβίλιας και τ’ αδέρφια του, απ’ τα πρώιμα νιάτα τους, ότι είχε ανυμπορέψει η μάνα τους και χολοένταν όλοι τους, μη και διαβεί και μείνουνε δίχως νοικοκυρά να τους συγυρίζει. Κάνα δυο είχανε κι αγκάθι να τους γλυκοκεντάει κατάστηθα και να τους αγκυλώνει. Νια βολά να τηράξουνε λοξά της γυναικός τα μάτια, αρκεί να πάρει η καρδιά τ’ αντρός φωτιά, είχε πει κάποτε στον άγγονά του ο γέροντας. Ήξερε από δικού του ο παππούλης, έλεε του γιού του ο Μπάρμπα Τσίλιας.
     Τήραε πέρα μακριά στα πίσω χρόνια ο μπάρμπα Τσίλιας κι έψαχνε και τούρχονταν πως άκουε τον παππούλη του να φυσάει τη φλοέρα και να τραγουδάει ανάρια και ν’ αχάει στα ρέματα η φωνή του, «Πρωτομαγιά μου τάριξες τα μάγια και με μάγεψες»[12]. Παντρεύτηκε τη Λάμπρω στα 21 του, είχε αρχίσει να δείχνει η κοιλιά της, δεν πάαινε άλλο.
     Ο παππούλης του μπάρμπα Τσίλια, ο Γεροβίλιας μονιασμένος με τ’ αδέρφια του και με συβόηθειο σ’ όλες τις δουλειές και στα νιτερέσα τους, σήκωσαν όλοι τα σπίτια τους αψηλά κι έμορφα, με τα κατώια τους και τα φουρναριά τους στο χωριό κι έφκιασαν σόι π’ όλοι το λογάριαζαν. Ο Γεροβίλιας είχε φκιάσει και μάντρα αψηλή γύρω απ’ το σπίτι, τις αυλές και τα κήπια του και σήκωσε και κούλια στην άκρα της αυλόπορτας, νάχουνε σέβας οι χωριανοί κι οι διαβαταραίοι στο νοικοκύρη. Πάαιναν συφάμελοι στα γιορτάσια των αλλουνών αδερφιών τους και γιόρταζαν και χαίρουνταν την αδερφοσύνη τους και τις προκοπές τους κι εύρισκε θαραπαή η καρδιά τους. Μα άμα τα παιδιά του κι τ’ ανήψια του παντρεύτηκαν κι ανακατεύτηκαν οι νυφάδες στα κουμάντα το σόι αλάργεψε. Άιντε απ’ την αρχή μεράδια και σκληρίσματα κι απέ μούγκριες και κομμένες καλημέρες κι έχθρητες. Τα χρόνια ματαδυσκόλεψαν, ήρθανε κι άλλοι πόλεμοι, γιόμισαν φτώχια, χαμούς κι αρφάνιες! Κάποιοι μπήκανε μπιστικοί σε ξένους αφεντάδες, κάποιοι ξετόπισαν κι ούτε που ματαφάνηκαν.
     Πολέμαε ο μπάρμπα Τσίλιας, όσο ήτανε στα καλά του, όσες κουβέντες, ορμήνιες και διήγησες είχε ακούσει απ’ τον παππούλη του το Γεροβίλια, να τις στεριώνει στου γιού του το μυαλό κι όλο τραγουδιστά τονε έπαιρνε να τονε γλυκοκουβεντιάσει.
     Πώς καταφέρνεις και τα λες άκοπα τραγουδιστά ρώτησε κάποτε τον πατέρα του ο Γούλας. Κι αυτός τον τήραξε γλυκά κι τ’ αποκρίθη ίσια, μ’ έμαθε ο παππούλης μου κι ο πρωταδερφός μου, π’ όλο φυλλάδες διάβαζε κι έπαιρνε όλο τραγούδια.
     Ο παππούλης του μπάρμπα Τσίλια έκαμε τέσσερις γιούς και μια θυγατέρα και μόλο πούχε γένει σχολειό κι είχε τρανέψει το χωριό, δεν τ’ άφηκε να τ’ αποτελειώσουν, άλλα πήγαν ως την Τετάρτη τάξη κι άλλα ίσα που πάτησαν την Πρώτη. Δεν ήθελε να γένουν τα παιδιά του ξυπνότερα απ’ αυτόνε και του πάρουνε τον αέρα, τάθελε όμως και για βόηθειο, ότι τότες είχαν αρχίσει να βάνουν και καπνά, πανάθεμα τον Τρικούπη, έλεε ο Γεροβίλιας!
     Όμως, έλεε του γιού του ο μπάρμπα Τσίλιας, μόλο που ήταν αγράμματος ο παπούλης, ακουρμένονταν[13] σαν έλεε τα γράμματα και τα τραγούδια ο πρωτάδερφός μου ο Νίκος κι αργότερα ακουρμένονταν κι εμένα το ψιμάδι[14] που με καλόχε κι μ’ αγάπαε πολύ κι άμα πήγα στο σχολειό όλο από κοντά μ’ είχε. Κι ύστερα όλοι μας μαζί, ο Νίκος, ο παππούλης μας κι εγώ το πιο ψιμάδι, όσα έμπαιναν στη γκλάβα μας τα φκιάναμε τραγούδι. Φτάναν και γύφτοι με βιολιά, στο πανηγύρι τ’ Άι Γιαννιού και μας ξεραθυμίζαν[15].
     Καμάρωνε ο Γεροβίλιας, έλεε στο Γούλα ο μπάρμπα Τσίλιας, πόπαιρνα τα γράμματα κι εγώ ο όψιμος άγγονάς του και μάθαινε κάμποσα κι αυτός αντάμα μου κι είχε παινέματα για με και δείχνονταν στ’ άλλα τ’ αδέρφια του πόσα πολλά νογάει. Άκοπα με συχαριάζονταν[16]σα γύριζα απ’ το σχολειό και μόταζε, άι καμάρ’, σαν ξεσκολίσεις θα σε πάω στο Βραχώρι[17] με τη σούστα, να ιδείς το τρένο, θα σε πάω και στον Καρβασαρά[18] να ιδείς το παπόρι! Τότες στο Βραχώρι και στον Καρβασαρά πάαινανε ο κόσμος απ’ το χωριό ή με τα πράματα ή ποδαράτο και κάποιοι π’ αρχοντόφερναν πάαιναν με τις σούστες και γιόμωναν ψώνια τα σακούλια τους, που τότες ύφαιναν στον αργαλειό οι γυναίκες. Σαν ξεσκόλισα το ’32 έφτασε στο χωριό το πρώτο αυτοκίνητο. Ο παππούλης δεν μπήκε ποτέ του σ’ αυτοκίνητο, διαόλου ρόδα τόλεε.
     Κάποτε, προτού αρρωστήσει από γεράματα, ο μπάρμπα Τσίλιας είχε πει στον γιο του, με καμάρι και καημό μαζί, ότι τούρχονταν, μέσα απ’ του παππούλη του τις διήγησες, πως έζησε και κουβαλάει κι εκεινού τα χρόνια. Κι έψαχνε αφορμές ο Γούλας κι όλο ρώταε τον πατέρα του για τα παλιά, ότι τούρχονταν πως έτσι του μεγάλωνε τη λίγη ζωή που του έμενε ακόμα κι ας τον έβλεπε ν’ αποσταίνει και που και που να αργοκλείει τα μάτια του. Τονε ρώταε για τη βάβω κι αυτός άνοιγε τα μάτια κι όσο άντεχε τ’ αποκρίνονταν.
     Η βάβω η καημένη και τι δεν πέρασε, η μαύρη η βάβω Λάμπρω και στραβογέρασε. Στη βρύση είχε πάει πέρα απ’ το πέλαγο και σκιωτικά την ηύραν και την εχάβωσαν, της πήραν τη λαλιά της, για πάντα μούτεψε, έλεε τραγουδιστά ο μπάρμπα Τσίλιας κι εξήγαε στο γιό του τι είχε συμβεί, ‘πως είχ’ ακούσει κι αυτός μικρός φόντε ήτανε. Είχε πάει για νερό η βάβω Λάμπρω στη βρύση την Παπαδαταίϊκη[19], πέρα απ’ το πέλαγο[20] κι εκεί ήτανε νεράιδες κι άλλα ισκιωτικά και της πήρανε τη φωνή και γύρισε πίσω μουγκή κι έμεινε μούτα ίσαμε που πέθανε. Πάει νωρίς η μαύρη η βάβω, δεν την πρόκανα, ο παππούλης κι μάνα μου τάλεγαν έτσι, έτσι τα λέω κι εγώ, απόσωνε την ‘ξήγησή του ο Μπάρμπα Τσίλιας κι έκλεισε τα μάτια του· ποιος ξέρει, να κοιμηθεί ή να ταξιδέψει πέρα στα χρόνια;
     Καρτέραε ο Γούλας, να ματανοίξει ο πατέρας του τα μάτια, να ιδεί ψίχα τ’ ανάκαρά[21] του και πάλε να τον αρωτήσει για τη βάβω, ότι πολύ του κακοφάνηκε, που τα στοιχειά της πήραν τη φωνή. Κι άρχιζε μ’ αχνή, ξεψυχισμένη φωνή ο μπάρμπα Τσίλιας να λέει, δε πρέπει να κρένει ο άνθρωπος άμα ιδεί σκιωτικό, μούχε πει ο παππούλης, ότι μόλις ακούσουν τη φωνή του τα σκιωτικά την παίρνουνε και τον αφήνουνε μουγκό. Η βάβω, ‘πως είπε μετά με νοήματα του παππούλη, δεν άντεξε, ότι την περγέλασαν και την παίδεψαν πολύ τα ισκιωτικά και φώναξε κι έτσι της πήραν τη φωνή και έμεινε μούτα λίγα χρόνια, όσο που χάθηκε νια απ’ αυτό το μαράζι.
     Ο Γεροβίλιας πότε χάθηκε, γνοιάστηκε κι αρώτησε το πατέρα του ο Γούλας. Δε θυμάμαι παιδί μου, δε θυμάμαι, πάντως προτού απ’ τον πόλεμο[22], ήτανε γέροντας, άσε με παιδί μου να κλείσω τα μάτια μου, είπε με σβησμένη φωνή ο μπάρμπα Τσίλιας.
     Σιγά-σιγά κατάφερε ο Γούλας για να μάθει για ολουνούς τους προεστούς απ’ το συγγενολόι, μα για να στέρξει αρνιώντανε, πως είχε φτάσει η ώρα για να διαβεί ο πατέρας του κι όλο τον κένταε γλυκά και τ’άρμεε κουβέντες.
     Κάποια στιγμή ο Γούλας πλησίασε στο κρεβάτι του πατέρα του κι ο μπάρμπα Τσίλιας τονε τήραξε παράξενα, δεν τονε γνώρισε και τον ρώτησε, «ποιος είσαι;». Ο Γούλας ψευτογέλασε κι έκρυψε ένα δάκρυ, κι άρχισε με παράπονο την τραγουδοκουβέντα, εγώ είμαι πατέρα μου, τι με ρωτάς, δε βλέπεις; Εγώ είμαι που ξύπναες να κατεβώ στη λιάστρα, που μούλεες για τον τροχό και το βιολί του γύφτου και μούλεες για τον καιρό, πλάι στο Γεροβίλια, που φύσαε τη φλοέρα του και μαύλαε τον ήλιο.
     «Δε σε θυμάμαι, άσε με να κλείσω τα μάτια μου», είπε του γιου του ο μπάρμπα Τσίλιας, μα ο Γούλας έβαλε μηχανή, ακόμα μια κουβέντα να πάρει απ’ τον πατέρα του, νάχει μέσα στον πόνο του ένα λουλούδι αμάραντο κι άρχισε να σκέβεται ένα παλιό τραγούδι, να λέει μισό στιχάκι αυτός, να συνεχίσει εκείνος. Κι άρχισε κουβεντιαστά ο Γούλας το τραγούδι, στη μέση στα Καλάβρυτα, στον πλάτανο από κάτω, καθόσαντε τρεις γέροντες και τρεις καπεταναίοι… «Ζαΐμης και Πετιμεζάς και ο Κολοκοτρώνης»[23],συμπλήρωσε ο μπάρμπα Τσίλιας, τηρώντας γλυκά το γιο του κι απέ πάγωσε το βλέμμα του και σώπασε και πάει…
     Και φέρνουν βόλτα οι καιροί, κι οι τροχοί γυρίζουν, με ξαστεριές καλοκαιρ’νές και χειμερ’νά δρολάπια και παίρνουν μπόϊ οι άπλεροι κι οι γέροντοι διαβαίνουν και παν’ ροδάνι οι γενιές και πλέκουνε τραγούδια κι αναβαρούν οι ανάμνησες, τρισάϊο να κάμουν.
     Η κορφάδα του κυπάρισσου βαΐζει στον αέρα κι ο αέρας στέλνει τη νηχώ κι εκείνο το τραγούδι «… Και τώρα που κιτρολεμονιά και τώρα που σ’ αγάπησα, αχ μου λένε να σ’ αφήσω, αχ πως να σε λησμονήσω…»[24]
     Στο ίδιο μνήμα κείτονται, αντάμα οι αιώνες, ο άγγονας ο όψιμος κι ο πρώιμος παππούλης, κάτω απ’ τ’ αγριολούλουδα π’ ανθίζουν πάσα χρόνο και βγάνουν μύρο και χυμό να ζυμωθεί το μέλι.
     Να, εδώ θα μπω κι εγώ άμποτε, σ’ άλλους να σώσω τράτο, είπε μέσα του ο Γούλας.
     Μπάρμπα Τσίλιας(1922 - 2006), Γέρο Βίλιας(1864 ή 1867 – 1939).
     [1] Βαντάκι= έξη αρμάθες καπνός μαζί
     [2] Δημοτικό τραγούδι
     [3]Τρισάϊο=μνημόσηνο(τρισάγιο)
     [4]Συγκληρωτοί=Φαντάροι της ίδια κλάσης(σειράς)
     [5]Σύρματα=στενά μονοπάτια
     [6]Λύμπες=Βράχοι πεσμένοι με βαθιά κοιλώματα, που γεμίζουν βρόχινο νερό απ’ το φθινόπωρο ως το Μάη, που χρησιμοποιούνταν για πότισμα των ζώων αλλά και στο φύτεμα του καπνού.
     [7] Προτού κάνουνε προκοπή=πριν παντρευτούνε και κάμουνε παιδιά
     [8] Να ξοδευτούνε=να παντρευτούνε
     [9]Χαλεύουν=ζητάνε, γυρεύουν
     [10] Είχανε τη δουλειά κουμπάρα= Ήτανε τεμπέληδες
     [11] Δεν έμπαιναν σε λογαριασμό = δεν συνεννοούνταν, δεν ήταν λογικοί, παραφέρονταν
     [12]Δημοτικό τραγούδι
     [13]Ακουρμένονταν=άκουε με προσοχή
     [14]Ψιμάδι=το μικρότερο παιδί της οικογένειας
     [15] Μας ξεραθύμιζαν = μας έδιναν ευχαρίστηση(οι γύφτοι με τα τραγούδια τους)
     [16] Άκοπα με συχαριάζονταν=ολοένα χαίρονταν που με έβλεπε
     [17]Βραχώρι=Αγρίνιο
     [18]Καρβασαράς=Αμφιλοχία
     [19] Βρύση Παπαδαταίϊκη=Βρύση στο χωριό Παπαδάτος, στο Ξηρομερο (Αιτωλοακαρνανία), πάνω απ’ τη λίμνη Αμβρακία.
     [20] Πέλαγο=Λίμνη Αμβρακία
     [21]Ανάκαρα=κουράγιο
     [22] Πόλεμος =1940.
     [23] Δημοτικό τραγούδι
     [24]Δημοτικό τραγούδι
     Σημείωση: Το διήγημα αυτό διακρίθηκε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδας (ΕΛΒΕ)
     Σημείωση 2: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 27 Φεβρουαρίου 2019, στο προφίλ του συγγραφέα στο Facebook.

No comments:

Post a Comment