Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Ο Τζίμης Αρμάος
Γληγορότερα
πέραγαν τα διαλείμματα, μα πέραγαν
λίγο-πολύ ζορισμένα κι οι ώρες που μας
έβαναν μέσα οι δάσκαλοι να μαθητέψουμε,
πέραγαν κι οι μέρες· οι μέρες που μας
πάαιναν περίπατο στον Αη Γιώργη, στη
Λούτσα ή στα Ψαρά πέραγαν ευκολότερα.
Πέραγαν κι οι βδομάδες, οι μήνες και τα
χρόνια, με τις γιορτινές πάψες και τα
ξεκαλοκαιριά.
Πέραγαν
οι απορίες κι οι άγνωστες λέξεις, πέραγαν
οι εικόνες που ρουφάγαμε μέσα απ’ τ’
αναγνωστικά, μέσα απ’ των δασκάλων τις
διήγησες, φορές μέσα απ’ τις φαντασίες
που φκιάναμε, όσο μας έκοβε. Πέραγαν τα
χρόνια, άλλοι έμεναν στην ίδια τάξη,
άλλοι προβιβάζονταν, ας είναι. Τα χρόνια
πέραγαν γιομάτα μέρες κι οι μέρες
γιομάτες μάτια μαγεμένα, πάσα μέρα μια
καρδιά.
Κάποτε
είχε έρθει στο σκολείο ένας και μας
έπαιξε κουκλοθέατρο. “Πασχάλ’, Πασχάλ’”
φώναζε, ένα χάχανο εμείς τ’ άπληρα. Άλλη
φορά είχε έρθει ένας, σάμπως λίγο
γέροντας, και μας είπε κάτι τραγούδια,
κρατάω σαν τώρα στο νου μου τη λαλιά
του, “Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι,
θα σ’ αγοράσω ένα κοκοράκι, το κοκοράκι
κικιρίκι-κι, θα ξυπνάει κάθε πρωί...”
κλπ., κλπ. Ακόμα, μια άλλη φορά ήρθε ένα
φακίρης κι έκανε φακίρικα· είπε και στο
Νικολάκη, “πες παιδί μου κο κο κο” και
του πήρε ένα αβγό απ’ τον καβάλο του
παντελονιού του.
Ο Τζίμης Αρμάος σε τηλεοπτική εμφάνιση
Μια
μέρα, λιακάδα ο καιρός, ήρθε στο προαύλιο
ένα αυτοκίνητο παλιό, κούρσα με ξεβαμμένα
χρώματα και σταμάτησε σιμά στην πόρτα
του σκολείου. Ήτανε ένας άντρας νέος,
γερός, με γένια και μπήκε γλήγορα μέσα
κι ηύρε το Διευθυντή το Βασίλη Σ. Κολοβό
και μίλησαν για λίγο. Εμείς τα δασκαλούδια
κολλήσαμε πάνω στην κούρσα όπου μπροστά
στο παρμπρίζ είχε φωτογραφίες από αγώνες
πάλης και διάφορα κατορθώματα.
Ο
Διευθυντής βγήκε στα προπύλαια του
σκολείου και μας σύναξε όλους. Μας είπε
ότι ήταν μαζί μας τη μέρα ‘κείνη ο Τζίμης
ο Αρμάος κι άρχισε να λέει τα καταρθώματά
του στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στην
Αμερική, κάτι να πούμε σα βιογραφικό·
τώρα τα ήξερε ο δάσκαλος, του τάπε ο
Τζίμης Αρμάος τη λίγη ώρα που κουβέντιασαν,
ποιος ξέρει; Μας είπε μάλιστα ο Διευθυντής
ότι ο Τζίμης Αρμάος είναι ο νέος Ηρακλής.
Σε μια από τις τελευταίες του παραστάσεις
Ο
Τζίμης Αρμάος, που στέκονταν δίπλα στο
δάσκαλο-Διευθυντή, πήρε το λόγο και μας
χαιρέτησε: «Γειά σας, είμαι ο Τζιμ Αρμάου
και θα παρουσιάσω ένα πρόγραμμα με
διάφορα νούμερα», είπε κι αφού μας έβαλε
όλα τα δασκαλούδια ένα κύκλο για να
βλέπουμε όλοι καλά, έβγαλε το πουκάμισό
του και το παντελόνι του κι έμεινε μ’
ένα περίεργο εσώρουχο, σαν μαγιό ολόσωμο,
με μια σφιχτή λουρίδα στη μέση.
Άρχισε
ο Τζίμ Αρμάου να κάνει διάφορες ασκήσεις
για να ζεσταθεί και μετά ζήτησε μια
καρέκλα γερή, όπου πήρε δυο παιδιά από
μεγάλες τάξεις, να μη φοβούνται και τα
έβαλε να κάτσουν στην καρέκλα, το ένα
κανονικά και το άλλο πάνω στα πόδια του
άλλου τηρώντας την πλάτη της καρέκλας.
Ο Τζιμ Αρμάου έσκυψε, σήκωσε την καρέκλα
με τα παιδιά από τα δυο πίσω πόδια της
και μετά στο ύψος του καθίσματος την
έπιασε με τα δόντια του, αφήνοντάς την
από τα χέρια του κι έκανε τα παιδιά μια
ολόκληρη βόλτα με βήμα ταχύ, μέσα στον
τεράστιο κύκλο που είχαμε κάμει οι πάνω
από τριακόσιοι μαθητές, παρασύροντάς
μας σ’ έναν πρωτόφαντο πανζουρλισμό.
Έκαμε
κι άλλα κατορθώματα ο Τζιμ Αρμάου,
στράβωσε πολλά καρφιά μαζί, με τα χέρια
του, έσπασε μια στοίβα τούβλα με καράτε
κι άλλα κάμποσα.
Σ’
αυτές τις περιπτώσεις όπου κάποιος
πλανόδιος καλλιτέχνης ή ακροβάτης
επισκέπτονταν το σχολείο, ο Διευθυντής
μας ενημέρωνε απ’ την προηγούμενη μέρα,
να έχουμε από μια δραχμή μαζί μας τα
μαθητούδια, γιατί οι παράστασες, εξόν
από χειροκροτήματα, ήθελαν και μεροδούλι.
Οι γονέοι οι ανεχείδες, που οι πλιότεροι
είχανε και κάμποσα παιδιά δασκαλούδια
και δε δύνονταν να δώσουν από μια δραχμή
σ’ όλα τους τα παιδιά, σ’ αυτές τις
περίστασες γκρίνιαζαν. Ο Διευθυντής
έκανε τα στραβά μάτια, ότι καταλάβαινε
κι ο ίδιος απ’ ανέχεια και φτώχεια. Για
το Τζιμ Αρμάου δε θυμάμαι αν μας ζητήθηκαν
χρήματα.
Ο
Τζιμ Αρμάου, αφού μας ευχαρίστησε,
ντύθηκε, μάζεψε τα σύνεργά του, μπήκε
στην κούρσα του την ξεβαμμένη κι έφυγε,
αφήνοντάς μας πίσω το θαμασμό και το
ζωντανό του μύθο.
Χρόνια
μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 1980,
είδα το γίγαντα Τζιμ Αρμάου με τα σημάδια
του χρόνου πάνω του, γύρω στα πενήντα
του, να παρουσιάζει νούμερα στην πλατεία
στο Μοναστηράκι στην Αθήνα, για το
μεροφάι του. Τότε έμαθα ότι η ταινία που
είχε γυρίσει ο Παντελής Βούλγαρης στα
1966 «Τζίμης ο τίγρης», είχε βασιστεί στη
ζωή του Τζίμη Αρμάου, λίγα χρόνια δηλαδή
πριν επισκεφτεί το σκολείο του χωριού
μου.
Μετά
το θάνατό του Τζίμη Αρμάου στα 66 του
χρόνια, στα 1999 τον Αύγουστο, ποτισμένος
από ‘κείνη την πρώτη μου εικόνα στην
αυλή του Δημοτικού σκολείου -μαθητούδι
τότε-, διάβασα κι είδα κάποια ντοκιμαντέρ
για τη ζωή και το θάνατό του. Ο μεγάλος
θρύλος ο Τζίμης ο Αρμάος που στα χρόνια
της ζωής του στις Ηνωμένες Πολιτείες
Αμερικής, καταγοήτευσε την παγκόσμιας
φήμης Αμερικανίδα τραγουδίστρια,
ηθοποιό, συγγραφέα και σκηνοθέτη Μπάρμπρα
Στράιζαντ, έζησε τον ξεπεσμό της
απόλυτης φτώχειας, πουλώντας τα μετάλλιά
του για ένα κομμάτι ψωμί, πεθαίνοντας
ολομόναχος!
Παράλειψη
να μην αναφερθεί ότι ο Βαγγέλης
Παπαθανασίου, συμπατριώτης του απ’ το
Βόλο -Βολιώτης κι ο Τζίμης- φίλος και
θαυμαστής του, ανέλαβε την κηδεία του,
στο μάτι μιας αδιάφορης κι ανεύθυνης
πολιτείας, σε μια εποχή που όλοι χόρευαν
στο χαβά του χρηματιστήριου.
Δεν
κατέχω αν τότε που ο Τζίμης Ο Αρμάος
είχε επισκεφτεί το σχολείο του χωριού
μου, είχε κάμει περιοδεία σ’ όλα τα
σκολεία στα Ξηρομερίτικα χωριά, όμως
στο χωριό μου τη Μαχαλά (Φυτείες)
Ξηρομέρου, κάθε τόσο έλεγαν, για χρόνια,
παινευτικά σ’ όποιον έκανε κάνα κατόρθωμα
ή κοροϊδευτικά σ’ όποιον στα λόγια
καμώνονταν το δυνατό, “ποιος είσαι,
ο μασίστας ο Τζιμ Αρμάου;”
Μέσα
σ’ εκείνες τις αχλές και τις εικόνες
τις καθάριες και τις μαγικές, που στόλιζαν
τις απορίες και πότιζαν τη νια ζωή, πέρα
στα πρώιμα χρόνια της καρδιάς, είναι κι
ο Τζιμ Αρμάου να παρουσιάζει νούμερα,
στο προαύλιο που μαθήτεψε η γενιά μου.
Σημείωση:
Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για
πρώτη φορά, στις 28/1/2019 στο προφίλ του
συγγραφέα στο Facebook.
Η φωτο από "τελευταίες παραστάσεις" είναι λάθος. Έχει και Ιρανική σημαία.
ReplyDelete