Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Ο Ανεμόμυλος στην τελευταία φάση της αναστήλωσής του
Ξεκίναε
σιγά-σιγά η νύχτα απ' τον κάμπο, απ' τα
βάθια κι απ' τα ρέματα κι ασκώνονταν κι
έρχονταν ως απάνω γλήγορα κι έπαιρνε
μέσα της τον τόπο και τα φρύγανα και τα
κλαριά και τα σπίτια του χωριού και τα
πεύκα του δασύλλιου κι όλη τη ράχη ως
τον Ανεμόμυλο.
Ο
Ανεμόμυλος ήτανε στη μέση και γύρω τα
χωριά στο φως του ήλιου και μετά το
βασίλεμα ο Ανεμόμυλος στη μέση και γύρω
η νύχτα μ' όλα της τα σκοτάδια τα πηχτά
φορές, κι όλες τις ξαστεριές στις
καλοσύνες της. Ο Ανεμόμυλος κι αντίκρα
ο Άϊ Λιάς
Πρώτα
στον Ανεμόμυλο χαμογέλαε η αυγή και το
τελευταίο χαιρέτημά της στον Ανεμόμυλο
άφηνε η μέρα. Ολοένα. Και παλιά έτσι
είπανε πως γένονταν. Κι ο Ανεμόμυλος
πάντα κει να καλωσορίζει και ν' αποχαιρετάει
το φως και ν' αλέθει 'πως το καλούσαν οι
χρείες των ανθρώπω και να φιλιώνει με
τους αέρηδες και να φέρνει γύρα 'πως
κουμαντάρει ο «τιμονιέρης» μυλωνάς. Με
όστρια και με βοριά και με γαρμπή και
γραίγο... «Φυσάει αέρας κι αλέσματα
όσα θέλεις», έλεε ο μυλωνάς.
Σε πρώτο πλάνο ο Ανεμόμυλος και στο βάθος η λίμνη Αμβρακία
Στα
χαμένα κατάστιχα του χρόνου βρίσκεται
το σήκωμα του Ανεμόμυλου. Ποιος νάξερε
τάχα να μας πει, ποιος σήκωσε τον Ανεμόμυλο
και πότε. Τον ηύρανε κει που στέκεται
γενιές και γενιές, και γενιές τον άφηκαν
πίσω τους. Κι αυτός με τις πληγές που
πήρε απʼ των καιρών τα δόντια, στέκεται
να μας θωρεί καλοσυνάτα με τη θλίψη του
πληγωμένου γίγαντα, του ευεργέτη. Και
καρτερεί...
Να
πεις πως όλοι δεν το ξέρουνε αυτό; Όλοι
το ξέρουνε. Ο Ανεμόμυλος έδωκε θροφή
και ζήση σ' αυτούς που έφκιασαν γενιές
και σώσαμε ίσαμε δω. Ήτανε ο Ανεμόμυλος
αφέντης κι υπηρέτης ολονών. Κι ήτανε,
σάμπως, οι ανθρώποι, πούφεραν άλεσμα
εδώ, νάναι παιδιά του ιδιανού πατέρα κι
ήτανε σάμπως στο ίδιο βυζί να βύζαξαν.
Η αναφορά του Άγγλου περιηγητή Ληκ
Ανηφορίζεις
ως τον Ανεμόμυλο να δεις, να μυρίσεις,
να πατήσεις πατήματα παλιά·και χάνεσαι...
και ζεις το πίσω, πολύ μακριά και ζεις
πολλές ζωές! Εδώ, ξέρεις, οι ανθρώποι
έμαθαν να μπαίνουν στη σειρά. Κι ήξεραν
όλοι ότι, η σειρά είναι στο μύλο,
εξόν, λένε, κι άμα καμία ήτανε «με την
κοιλιά στο στόμα» κι οι άλλοι την έμπαζαν
σ' άλλη αράδα. Τότε λέει, οι ανθρώποι
πρώτα μάθαιναν πως γένεται τ' αλεύρι κι
απέ γεννιόντανε.
................................................................................................................................................
Πολλοί
τόχουνε πει. «Ορέ παιδιά να πούμε ένα
φχαριστώ στον Ανεμόμυλο». Συφωνάνε
σ' αυτό κάποιοι λίγοι αλλά κι όλοι
συφωνάνε, άμα του καιρού ο σκοπός το
λέει... Συφωνάνε, μα αστοχάνε 'πως
ξεθυμαίνει ο καιρός. Ο καιρός, θα πεις,
τα φέρνει όλα... Ο καιρός κι οι περίστασες.
Ο Ανεμόμυλος κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης
Στα
μέλλοντα μπορεί να βρουν σ' αυτή τη θέση
ένα σωρό λιθάρια, σαν απ' αρχαίο ερείπιο
υποψία, κι οι επιστήμονες που θα
κατατρίβονται με τους παλιούς πολιτισμούς
ν' αδυνατούν να καταλάβουνε, τι τάχα να
παρίστανε ετούτος ο βολιός. Πάλι ίσως
πούνε κάποιος πρωτοχριστιανός εδώ θα
πήρε λιθοβόλημα ή κάποιο ανάθεμα είναι
ίσως. Και θα διαβάζουνε οι τότε νέοι τις
τότε νέες διατριβές και θα θαμάζουνε
αλήθειες σφαλερές. Κι ο Ανεμόμυλος,
κραυγή μες στους αιώνες, θ' αχάει την
περιφρόνησή μας την από μυαλό λειψή,
καθώς ο χρόνος θα μας κλεί μες στης
ανυπαρξίας το κιβούρι.
Τώρα
οι νύχτες παραστέκουνε στην ερημιά του
Ανεμόμυλου. Τώρα που των αέρηδων τα
φιλέματα δεν τα καταδεχόμαστε κι όλο
βαλτώνουμε στο ψέμα του ακαμάτη, κάθε
άνθρωπο πονετικό για το ωραίο, παλιοκαιρνό
τον έχουμε κι ανάποτο τον λέμε. Μα τώρα
τι να πεις; Ποιος νοιάζεται για κείνα
που τραβάνε πέρα απ' τις άκρες του καιρού;
Τώρα, βλέπεις, κι οι έρωτες κρατάνε ένα
φεγγάρι ή μήπως λάθος, κρατάνε ένα βράδυ;
Ο Ανεμόμυλος από μακριά
Μα
στα λιθάρια τούτα δω δε ξαποσταίνει η
αλησμονιά και δεν καρπίζει η λήθη, ότι
μνημεία άσβηστα απ’ τους καιρούς που
νόησε ο μάστορας που συγγενεύουν οι
ανάγκες κι οι ανέμοι και πως αλέθεται
ο κόπος και πως ζυμώνεται ο ίδρως και
γένεται ο παιδεμός γέψη και ψωμί και
πόρεψη.
Μα
τι μπορεί να γένει; θ' αρωτήσεις. Μπορεί
να ματαγένει ο Ανεμόμυλος στα σωστά του
τα παλιά; Να ματασηκωθεί και ν' ανασάνει;
να μασήσει πάλε η μυλόπετρα;
Ο
αρχιμάστορας της πένας είπε πως: «Ό,τι
δεν συνέβη ποτέ, είναι ότι δεν ποθήσαμε
αρκετά.»
Ο
πόθος είναι, λέει, να βλέπεις, ο Ανεμόμυλος
ολόρθος να γυρνάει γοργά και πέρα μακριά,
γραμμές οι ξέπνοοι ορίζοντες. Εκεί θα
βλέπεις πως ίδια είναι η περπατησιά του
αγωγιάτη και του ποιητή. Σε μια εικόνα
όλα, θα βλέπεις, να χωράνε. Το πρωτοφίλημα
εκείνης της αγάπης της αγένωτης, κείνο
το πρώτο ανατρίχιασμα, που ανόθευτα για
πάντα θα θυμάσαι κι οι απόκρισες που θα
φιλεύεις τα παιδιά, που όλο μ' απορίες
θα σου δείχνουν πως νογάνε και κάθε
απόμαχου ο λόγος ο αργός σα στάλαμα, σα
μύθος βουερός. Κι άλλα, κι άλλα... Και μια
Θεά μ' αέρα και με φως, που άλλοι την
είπαν ομορφιά κι άλλοι την είπαν θέα.
Σε μια εικόνα όλα, θα βλέπεις, να χωράνε.
Και θα τηράς μες το καθάριο φως, και τον
αέρα θα γροικάς να τραγουδάει στη φτερωτή
κι απά στο θρο του πεύκου!
Καθώς
θα μπεις στη βόλτα του παραμυθιού μη σε
ξενέψει και ντραπείς, ότι είναι ανάκατο
τ' όνειρο με το ξύπνιο. Κάμε τη γύρα και
θα ιδείς. Ο μυλωνάς πέρα από αλαργινούς
καιρούς το ξάϊ θα κρατάει. Κι ως θα
φορτώνεις στο μουλάρι το σακί της ρίγας,
ολόχαρος θα λάβεις βεβαιότη, πως είσαι
άνθρωπος φθαρτός κι αθάνατος μαζί, 'πως
τ' ανεμόμυλου θ' αλέθουν οι αιώνες.
Ο
Ανεμόμυλος το λέει, από δικού του, ανάγκη
είναι νάχει σημάδια η πορεία!
Ο
Ανεμόμυλος στο φως!
*Ο
ανεμόμυλος βρίσκεται στις Φυτείες
Αιτωλοακαρνανίας στην περιοχή του
Ξηρομέρου, σε κορυφή λόφου ύψους 425
μέτρων. Εξυπηρετούσε τις αλεστικές
ανάγκες των χωριών της περιοχής, επί
αιώνες.
Ο
Άγγλος περιηγητής Ουίλλιαμ Ληκ, που
πέρασε απ’ την περιοχή στις 18 Μαρτίου
1809, αναφέρει ότι ο ανεμόμυλος ήταν
ερειπωμένος.
Σημείωση:
Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για
πρώτη φορά στις 14/1/2019 στο προφίλ του
συγγραφέα στο Facebook.
No comments:
Post a Comment