Γράμμα του Αναστάσιου Μπαλτζίδη από το Μάμμαρη της Κύπρου
Τις
ανοιξιάτικες μέρες, σκαρφαλωμένος στα
υψώματα της Βίλας του Βικέλα και του
Προφήτη Ηλία, απολάμβανα τη θέα των
μαχαλάδων, που ξεχύνονταν, όπως τα νερά
ενός χείμαρρου, μπροστά στα πόδια μου.
Άλλοτε πάλι, αναρριχόμουνα στο ύψωμα
του Β΄ Σώματος Στρατού, πάνω από την οδό
Μαυρομιχάλη, και αγνάντευα προσεχτικά,
τον ορίζοντα, αναμένοντας την άφιξη του
ελικοπτέρου του στρατηγείου. Με την
άφιξη του, κατηφόριζα τρέχοντας τη
Λεωφόρο Στρατού και φθάνοντας στη βάση
του υψώματος, εξερευνούσα τις δαιδαλώδεις
σπηλιές. Ο λαβύρινθος των διαδρόμων των
σπηλαίων, ξεπρόβαλε μπροστά μου, ενώ το
σκοτάδι αγκάλιαζε τα πάντα, λίγα μόνο
μέτρα μετά την είσοδο σ’ αυτές. Ιστορίες
και μύθοι για θησαυρούς και όπλα, καθώς
και ένα υπόγειο μυστικό μονοπάτι, που
έφτανε κάποτε μέχρι το ξακουστό ανάκτορο
της Βεργίνας, ζωντάνευαν στο παιδικό
μου μυαλό.
Εικόνες
από τους μαχαλάδες της Βέροιας, σαν
«χίλια μύρια κύματα», πλημμύριζαν το
παιδικό μυαλό και έφερναν στη μνήμη,
τους ατελείωτους περίπατους, στα σοκάκια
και τις αλάνες της πόλης. Κατηφορίζοντας
την οδό Μητροπόλεως, διασχίζαμε την
καρδιά της πόλης και καταλήγαμε στον
εξώστη της Βέροιας, την Ελιά. Άλλοτε
πάλι, στην Πλατεία Ωρολογίου, στρίβαμε
αριστερά και κατεβαίναμε το απότομο
καλντερίμι προς την Μπαρμπούτα, την
εβραϊκή συνοικία, τη Χάβρα, και από εκεί
σκαρφαλώναμε στον Προμηθέα και τα
Εβραίικα Μνήματα. Κάποιες φορές πάλι,
στην Πλατεία Ωρολογίου, η παρέα έστριβε
δεξιά και κατευθύνονταν στο Τσερμένι
και το Πασά Κιόσκι. Μια δρασκελιά πιο
κάτω, επίσης στα δεξιά, χωνόμασταν στα
λιθόστρωτα σοκάκια της Κυριώτισσας.
Χριστιανική συνοικία, με στενά καλντερίμια
και τις στέγες των σπιτιών να ακουμπούν
σχεδόν η μια την άλλη. Η περιοχή σφύζει
από χριστιανικούς ναούς και διατηρεί
τη γνωστή Βεροιώτικη αρχιτεκτονική, με
τις βαριές εξώπορτες και τα περίφημα
σαχνισιά.
Ο
Τριπόταμος σιγοσφυρίζοντας ερωτικά
στο αυτί, αγκαλιάζει την πόλη και μας
συντροφεύει στους περιπάτους μας. Την
πόλη, που για περισσότερο από δυο χιλιάδες
χρόνια, υποδεχόταν γενιές ανθρώπων με
αγάπη και στοργή, όπως ο πελαργός τους
νεοσσούς του. Στο διάβα του καιρού
Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι και Σλάβοι,
άφησαν το στίγμα τους στην πόλη. Τα
σπίτια, οι εκκλησιές, τα τζαμιά, η συναγωγή
και τα νεκροταφεία, αποτελούν τους
διαχρονικούς μάρτυρες, της εδώ παρουσίας
τους.
Εδώ
ερωτεύτηκαν, εδώ δημιούργησαν, εδώ
ρίζωσαν αυτοί και τα παιδιά τους και τα
παιδιά των παιδιών τους. Αγωνίστηκαν
για την κάθε μέρα της ζωής τους και
κτίσανε με αγάπη, τη διαπολιτισμική
αξία της πόλης που τους αγκάλιασε. Αυτοί
οι άνθρωποι, με το ιδρώτα του προσώπου
τους και με τον κόπο των χεριών τους,
έδωσαν και πήραν από αυτήν τη διαχρονική
αγάπη. Αυτό το βαθύ αίσθημα, «το ένοιωθα
στο πετσί μου», διασχίζοντας τον καθ’
ένα από τους μαχαλάδες της αγαπημένης
μου πόλης, της ερωμένης μιας ζωής!
Όπου
και να είμαι, ό,τι και να είμαι, θυμάμαι
πάντα σαν το νεογνό, την κοιλιά της
μάνας, την κύηση μου στα σπλάχνα αυτής
της πόλης, της Βέροιας. Νύμφη του Βερμίου,
περιτριγυρισμένη από τα Πιέρια και τον
Αλιάκμονα, χαμένη μέσα σε έλατα, καστανιές
και οξιές. Αδελφή του θεού Όλγανου, που
της χάρισε αυτή την περισσή λουόμενη
ομορφιά, μέσα στα γάργαρα νερά του
Τριπόταμου.
Σημείωση: Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από παλιές καρτ ποστάλ της Βέροιας.
Σημείωση 2: Η παραπάνω ιστορία περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αναστάσιου Μπαλτζίδη "Ιστορίες της νιότης" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Bookstars".
Αχ μου λεπει πολυ η Αρχοντισα Βεροια!Οτα ερχομουν στα ξαδελφια μου περνουσαμε μαγικα!Η δευτερη αγαπημενη μου πατριδα!
ReplyDelete