Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Τα
κοτέτσια, τότε στο χωριό, τα έφκιαναν
στο κήπο στην πίσω μεριά του σπιτιού.
Πλάϊ στο κοτέτσι και το σκυλί, να ξαπαντάει
τις κότες απ’ τις εφόδους της «κυρά
Μαριώς». Κυρά Μαριώ έλεγαν οι δασκάλες
την αλεπού. Κι άμα προσφώναγαν κυρά
Μαριώ κάνα κορίτσι που το έλεγαν Μαρία,
όλη η τάξη χαχάνιζε.
Οι
κότες έφταναν ως την αυλή, φορές ζύγωναν
κι ως το κατώφλι του του σπιτιού, όπου
άφηναν τη «ζωγραφιά» τους. Στη θέα της
κουτσουλιάς οι νοικοκυράδες φώναζαν
με θυμό στην κότα, “κακός ψόφους” ή
“κακιά αλ’ πού να σι φάει”.
Για τον ψόφο το καταλαβαίναμε ότι είναι κακός· σάματις υπάρχει και καλός ψόφος; Για την αλεπού τότε μαθαίναμε ότι είναι κακιά, γιατί αν έβρισκε ευκαιρία έτρωγε τις κότες μας ή και τα νιογέννητα αρνάκια. Έτσι ταξινομήσαμε και την αλεπού στην κατηγορία των κακών ζώων.
Βλέπαμε
και κάτι κυνηγούς εκεί στη γειτονιά, να
διαβαίνουν αρματωμένοι και νάχουν στα
καπούλια απ’ τ’ άλογά τους σκοτωμένες
αλεπούδες - αλ’πές τις ξέραμε τότε - ότι
το δασαρχείο στον Καρβασαρά[1] έδωνε
λεφτά, άμα τους πάαινες την ουρά και τα
ποδάρια της αλεπούς. Την ουρά, μας είχανε
πει, την έφκιαναν γούνα για τις πλούσιες
κυρίες. Τα ποδάρια της κυρά Μαριώς τι
ακριβώς τάθελε το δασαρχείο δεν είχαμε
καταλάβει. Ένας κυνηγός μας είπε ότι ο
δασάρχης καμώνονταν πως ήτανε πονηρότερος
απ’ την αλεπού και μόλις έβλεπε τα
τέσσερα ποδάρια της κομμένα, μονολόγαε
κορδωμένος, «βλέπ’ς ποιος είμι ιγώ κυρά
Μαριώ, σ’ τάκουψα κι τα τέσσιρα».
Μας
έλεγαν οι προεστοί για της αλεπούς το
θάνατο, πως είναι φριχτός, ότι όσοι
έπιαναν αλεπού, τη βασάνιζαν μέχρι να
την αποτελειώσουν, φορές την έγδερναν
και ζωντανή, απ’ τη μανία που της είχαν,
που τους έτρωγε τις κότες και τ’ αρνιά.
Έλεγαν
κάθε τόσο οι άντρες στην αλεπού που
έκανε ζημιά, «σα σι πιάσου, καλά θα
πουρέψεις[2]». «Μουναχά ο σώγαμπρους
περάει χειρότερα απ’ τ’ν αλ’πού», μας
έλεγαν, ότι όποιος πάαινε σώγαμπρος
κακοπέρναγε. Μια φορά, έλεγαν οι παλιοί,
ένας σώγαμπρος είχε πιάσει μια αλεπού
και την κρέμασε σ’ ένα κλαρί και την
έγδερνε ζωντανή. Εκεί που την έγδερνε,
τη ρώτησε, «πως τα πιράς[3] τώρα αλ’πού;».
«από σώγαμπρος καλύτερα», τ’ αποκρίθη
πικρόχολα η κυρά Μαριώ κι από τότε έμεινε
να λένε, ότι μοναχά ο σώγαμπρος περάει
χειρότερα απ’ την αλεπού.
Έτσι
στα χωριά, όχι μόνο δεν είχε συμπάθειες
η αλεπού, μα όλοι ήθελαν παντίω τρόπο
να την ξεπαστρέψουν.
Βέβαια
όλοι παραδέχονταν ότι η αλεπού είχε
πονηριά και γνώση κι εξυπνάδα. Ακόμα
και στο Γυμνάσιο στην πρώτη τάξη, ο
φιλόλογος μας είχε διδάξει δύο ιστορίες
απ’ τ’ Αναγνωστικό των Αρχαίων Ελληνικών
(Γεωργίου Ν. Ζούκη), Αλώπηξ και Κόραξ,
Λέων και Αλώπηξ, όπου η Αλεπού φαίνεται
πιο έξυπνη κι απ’ τον κόρακα κι απ’ το
λιοντάρι.
Καμιά
φορά, άμα έλεγε κάτι ο πατέρας κι εγώ δε
συφώναγα, παρ’ ότι η γνώση μου ήταν λίγη
κι η εμπειρία μου ανύπαρκτη, μ’ απόπαιρνε
και μούλεγε ειρωνικά, «είκουσ’ χρονώ
η αλ’πού, εικουσ’πέντι τ’ αλπόπ’λου».
Κάποτε,
κάποιο καλοκαίρι, έτυχε στο χωράφι που
βάναμε καπνό να δω τρία αλεπουδάκια
πολύ μικρά, χαρούμενα, χαριτωμένα. Ήτανε
η πρώτη φορά που έβλεπα μικρά αλεπουδάκια.
Ήτανε η πρώτη φορά που είδα με τρυφεράδα
και θαμασμό αυτό το ζώο. Κάθε μικρό σε
κυριεύει με την αθωότητά του. Δε ζύγωσα
πολύ όμως, μην τα τρομάξω. Από απόσταση
πήρα όσο θαμασμό κι όση αθωότητα ήταν
να πάρω.
Μια
μέρα, το ίδιο καλοκαίρι, αρχές Αλωνάρη,
αρμαθιάζαμε καπνό στον ίσκιο της αυλής
κι ανάμεσα στο φύλλα του καπνού ήταν
ακρίδες. Ο πατέρας τις έπιανε μία-μία
και τις πετούσε μακριά κι οι κότες
έτρεχαν έπιαναν τις ακρίδες με το ράμφος
τους, τις κομμάτιαζαν και τις έτρωγαν
στο λεπτό. “Έτσ’ είνι, ου δυνατότιρους
τρώει τουν αχαμνότιρου”, έλεε ο πατέρας.
Την
άλλη μέρα, εκεί που αρμαθιάζαμε, βρίσκαμε
ανάμεσα στα φύλλα του καπνού πολύ
περσσότερες ακρίδες, που πάλι ο πατέρας
τις έριχνε στις κότες κι αυτές τις
καταβρόχθιζαν. Πολλά φύλλα του καπνού
όμως ήταν τρύπια ή κομμένα, τάχανε φάει
οι ακρίδες.
Το
ίδιο απόγευμα κιόλας ο πατέρας πήγε κι
έριξε στον καπνό, ένα γύρο στο χωράφι,
πίτουρα με δηλητήριο για να ξεκάνει τις
ακρίδες. Όλοι τότε αυτό έκαναν, για να
ξεπαστρέψουν τις ακρίδες και να γλυτώσουν
τον καπνό.
Μετά
από δυο μέρες πήγαμε στο χωράφι να
μάσουμε καπνό κι αντικρίσαμε την αλεπού
ξαπλωμένη νεκρή κι ανάμεσα στα πόδια
της ξαπλωμένα τ’ αλεπουδάκια, νεκρά κι
αυτά.
Η
αλεπού είχε φάει δηλητηριασμένη ακρίδα
και τ’ αλεπουδάκια βύζαξαν γάλα
δηλητήριο.
Εκείνο
τ’ απομεσήμερο κανένας δε χάρηκε για
το θάνατο της αλεπούς, παρά μείναμε
αποσβολωμένοι και καιρό πολύ έμεινε η
εικόνα της νεκρής αγκαλιάς στο νου μας,
μέρες πολλές η θλίψη στα πρόσωπά μας.
[1]
Καρβασαράς=Αμφιλοχία
[2]
Καλά θα πουρέψεις(πορέψεις)= Καλά θα
περάσεις(ειρωνικά).
[3]
Πιράς=περνάς
Σημείωση:
Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για
πρώτη φορά στις 18/11/2018 στο προφίλ του
συγγραφέα στο facebook.
No comments:
Post a Comment