Γράμμα της Φυλίτσας Σοφιανού από τη Θεσσαλονίκη
Άποψη της Σύρου
του 2018. Λίγο έξω από τις συνήθειές μας
να ξεκινήσουμε τέτοια εποχή ταξίδι σε
νησί, κι όμως μια διοργάνωση τριάθλου
στη Σύρο όπου δήλωσε να συμμετέχει ο
πρωτότοκος, μας έκανε να ετοιμάσουμε
βαλίτσες, να φορτώσουμε ποδήλατο στην
ειδική θήκη στο πίσω μέρος του μικρού
αυτοκινήτου, να διασχίσουμε την χώρα
από Θεσσαλονίκη μέχρι Πειραιά και να
επιβιβασθούμε στο πλοίο Πάτμος, για να
πάμε στη Σύρο. Μετά από τέσσερις ώρες
ταξίδι σε ένα κατάμεστο πλοίο, το
αυτοκίνητό μας βγήκε σχεδόν τελευταίο,
αφού είχαμε μπει από τους πρώτους.
Την
Σύρο την έβλεπα πλέοντας καλοκαίρια
προς άλλες Κυκλάδες, με τους δυο λόφους
να δεσπόζουν έχοντας στις κορυφές τους
καθολική εκκλησία ο ένας και ορθόδοξη
ο άλλος κι ονειρευόμουν να περάσω ένα
Πάσχα στο νησί σε χρονιά μάλιστα που
συμπίπτει το καθολικό με το ορθόδοξο
Πάσχα.
Άλλη μια άποψη της Σύρου
Πρώτη
φορά την πατούσα, κι ήταν περίεργη η
αίσθηση, μια αίσθηση αρχοντιάς, ότι
βρίσκεσαι όχι απλά στην πρωτεύουσα των
Κυκλάδων, αλλά της χώρας κάποτε. Κινηθήκαμε
προς την συνοικία Βαπόρια και βρήκαμε
τον ξενώνα μας στην οδό Βαφειαδάκη, ένα
αρχοντικό όπου καταλύσαμε στο άνετο
διαμέρισμα του δροσερού ημιυπόγειου
χώρου. Στον πάνω όροφο, με ζωγραφιστά
ταβάνια στο εσωτερικό αλλά και στην
ωραία βεράντα έμεναν ζευγάρι αθλητών,
επίσης από την Θεσσαλονίκη.
Φθάνοντας
άλλοτε σε έναν καινούργιο τόπο, πηγαίναμε
στο κέντρο, να προσανατολισθούμε, να
τον γνωρίσουμε. Το κέντρο της Χώρας στη
Σύρο είναι η πλατεία Δημαρχείου, ονομαστή
και προβεβλημένη για την επιβλητική
σκάλα και την με μάρμαρο στρωμένη
ορθογώνια πλατεία, την οποία αφήνοντας
όπως νάναι τις αποσκευές μας διασχίσαμε
γρήγορα, ως τον παρακείμενο κινηματογράφο,
όπου γινόταν ενημέρωση για τον αγώνα
και πάστα πάρτυ, το οποίο δυστυχώς δεν
προλάβαμε. Προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα
νερά γυρίζοντας στο σπίτι και πέσαμε
για ύπνο στα ωραία δωμάτια, εξοπλισμένα
με ό,τι πιο σύγχρονο για έναν καλό ύπνο,
καθώς η κούραση ήταν δεδομένη μετά από
ταξίδι 13 ωρών.
Η συνοικία Βαπόρια
Την
επομένη το πρωϊ υπήρχε ένας αγώνας
κολύμβησης 3,5 χιλιομέτρων. Η εκκίνηση
έγινε από τον κοντινό όρμο Αχλάδι και
είδαμε την εκκίνηση των αθλητών, αφού
προθερμάνθηκαν στο μάλλον κρύο για την
εποχή και την ώρα νερό. Κάναμε με το
αυτοκίνητο τη διαδρομή ως τον Μακρύ
Γιαλό, όπου θα γινόταν ο τερματισμός,
που αργούσε, οπότε άδραξα την ευκαιρία
να κολυμπήσω κι εγώ λίγο στον ωραίο
κόλπο με τα καταγάλανα νερά και το
ενδιαφέρον ανάγλυφο. Τερμάτισε ο αθλητής
μας, ντύθηκε, πήραμε κι έναν καφέ και
είχαμε πλέον την ευκαιρία να εξερευνήσουμε
λίγο το νησί, διασχίζοντας τον Φοίνικα,
το Γαλησσά και την Κίνη, ωραίους
παραθαλάσσιους οικισμούς. Στην Κίνη
είχε ήδη μεσημεριάσει κι αποφασίσαμε
να δοκιμάσουμε τη Συριανή κουζίνα στην
ταβερνούλα δίπλα στη θάλασσα με το
ομοιοκατάληκτο όνομα «δυο τζιτζίκια
στ’ αρμυρίκια». Ενδιαφέρον το αρνάκι,
τα μανιτάρια με σκορδοβούτυρο και η
μαϊδανοσαλάτα που πρώτη φορά δοκίμασα,
ένα γευστικό καταπράσινο ντιπ. Γυρίσαμε
στον ξενώνα για ξεκούραση περνώντας
από το Επισκοπιό. Ήταν απομεσήμερο και
δεν υπήρχε ψυχή να ρωτήσουμε για το
κόκκινο σπίτι που στέγαζε τη Μαρίνα,
την ηρωίδα του Καραγάτση στη «Μεγάλη
Χίμαιρα», ένα βιβλίο που με σημάδεψε
και με γοήτευσε πριν από χρόνια, σε
σημείο να θέλω να επισκεφθώ την Σύρο
για να ζήσω από κοντά τα απελπισμένα
τρεχαλητά της τραγικής ηρωϊδας.
Το Δημαρχείο
Στο
νησί και πολύ κοντά στο κατάλυμά μας
βρίσκεται το θέατρο Απόλλων, ένα στολίδι
του νησιού, μικρογραφία της Σκάλας του
Μιλάνου. Το ίδιο απόγευμα στο θέατρο
έγιναν ενδιαφέρουσες ομιλίες μετά τις
οδηγίες προς τους αθλητές, από ανθρώπους
που αθλούνται αντιμετωπίζοντας τον
διαβήτη τους ή τρέχουν πολεμώντας τον
καρκίνο τους. Ήταν τόσο ενδιαφέρουσες
και συγκινητικές οι ιστορίες τους, που
σίγουρα δημιουργούν τύψεις σε πολλούς
από τους συνανθρώπους της πολυθρόνας.
Αν και δεν είμαστε αθλητές, συμμετείχαμε
όπως και πολλοί άλλοι συνοδοί και φίλοι
στο πάστα πάρτυ που ξανάγινε στον
κινηματογράφο της πλατείας. Στη βραδινή
μοναχική μου βόλτα είδα το ενδιαφέρον
νυχτερινό πρόσωπο της κυκλαδικής
πρωτεύουσας.
Το θέατρο Απόλλων
Η
επομένη ήταν η μεγάλη μέρα του αγώνα,
ζεστή κι ολόλαμπρη. Αφήσαμε ετεροχρονισμένα
το σπίτι για να βρεθούμε στο Νησάκι, το
μέρος όπου ξεκινούσε η κολύμβηση. Πρόλαβα
την προθέρμανση και είδα το πέταγμα του
νερού καθώς εκατόν σαράντα άνθρωποι,
άνδρες και γυναίκες ξεκίνησαν να
παρακάμψουν τον μεγάλο λιμενοβραχίονα
και να τερματίσουν μέσα στο λιμάνι, μια
απόσταση 750 μέτρων. Οι αθλητές έβγαιναν
και πήγαιναν αμέσως στο χώρο των
ποδηλάτων, να τα καβαλήσουν και να κάνουν
την απόσταση των 20 χιλιομέτρων ως το
Αχλάδι, έναν δρόμο με στροφές, ανηφόρες
και κατηφόρες. Βρήκα την ευκαιρία να
κολυμπήσω χαζεύοντας κοπάδια ψαριών
σε ένα απέραντο γαλάζιο, στην καρδιά
του Αιγαίου. Δεν πρόλαβα τον τερματισμό
του ποδηλάτη μου, ούτε το ξεκίνημα της
κούρσας των 5 χιλιομέτρων. Κατευθυνθήκαμε
στην πλατεία Μιαούλη όπου είχε στηθεί
αψίδα και βρήκαμε το παιδί μας να έχει
τερματίσει με επιτυχία και μια βαθειά
ικανοποίηση έκανε όλο το πρόσωπό του
ένα χαμόγελο, χωρίς καθόλου σημάδια
κούρασης ή καταπόνησης. Ήπιαμε δροσιστικά
και χυμούς, που παρείχε άφθονα η άψογη
διοργάνωση και γυρίσαμε στο δωμάτιο,
όπου έφθασε αργότερα και το ποδήλατο
ως βασικό όργανο του τριάθλου. Γευματίσαμε
εξαιρετικά στην αριστοκρατική συνοικία
των ναυτικών του νησιού, τα Bαπόρια,
λίγο κάτω από τον επιβλητικό ναό του
αγίου Νικολάου, σε μια περιοχή όπου
δρόμοι και πεζοδρόμια είναι μαρμαροστρωμένα,
σηματοδοτώντας την αίγλη μιας αλλοτινής
πρωτεύουσας. Το απόγευμα ξανακολύμπησα
και προγραμματίσαμε μετά να δούμε της
Σύρας την απάνω πόλη, καθώς λέει και το
τραγούδι. Ανεβήκαμε τα σκαλιά ως την
καθολική εκκλησία του αγίου Γεωργίου,
με θέα που κόβει την ανάσα κι ένα
καμπαναριό που αποκαταστάθηκε μετά από
τριπλή καταστροφή από κεραυνούς. Μπήκαμε
στη συνέχεια στον μεσαιωνικό οικισμό,
σε μια άλλη εποχή. Στενά δρομάκια, το
μουσείο του Μάρκου Βαμβακάρη που έζησε
κι άφησε εποχή με τη μουσική του, η
ταβέρνα του Λιλή όπου έπαιζε τη γλυκειά
“Φραγκοσυριανή”. Ήπιαμε
καφέ με τριαντάφυλλο γλυκό και φρέσκια
λεμονάδα, στο καφενεδάκι με την μοναδική
θέα και κατηφορίσαμε για τον απέναντι
λόφο, όπου βρίσκεται ο ναός της Ανάστασης,
νεόδμητος, σε μια νεότερη συνοικία, με
θέα επίσης προς τη θάλασσα αλλά από
λιγότερο υψόμετρο.
Πρωινή είσοδος των αθλητών στη θάλασσα
Εκτός
από τα συριανά λουκούμια, φημισμένα
προϊόντα του νησιού είναι οι χορτόπιτες,
τα μαντολάτα, το τυρί “Σαν Μιχάλη”, τα
οποία ψώνισα για να γευθούμε και να
πάρουμε μαζί μας. Σαββατόβραδο και στην
πλατεία Μιαούλη οι απονομές για κάθε
άθλημα, χωριστά ανδρών, γυναικών και
ηλικιακής ομάδας. Είχαμε τη χαρά και
την περηφάνια να δούμε και το αγόρι μας
στο βάθρο, σε 1η και 2η θέση
στην ηλικιακή του ομάδα, στο τρίαθλο
και στην κολύμβηση ανοικτής θάλασσας
στα 3500μ. αντίστοιχα. Το πάρτυ θα συνεχιζόταν
με μουσική και χορό μέχρι αργά, αλλά
κουρασμένοι αποχωρήσαμε, καθώς η επόμενη
μέρα Κυριακή, ήταν η ημέρα αναχώρησης.
Ο
αθλητής μας είχε έναν αγώνα δρόμου 5
χιλιομέτρων κι έφυγε πρωί, οπότε πήγαμε
κι εμείς στον Ναό του Αγίου Νικολάου
που κτίστηκε επί Όθωνος, επιβλητικός
με δύο πανύψηλα καμπαναριά και τρούλο
στο χρώμα του καταγάλανου Αιγαίου. Μετά
την θεία Λειτουργία, τελέσθηκε μνημόσυνο
και μοιράσθηκαν κόλλυβα και ψωμάκι σε
όλο το εκκλησίασμα, που αποτέλεσαν και
το πρόγευμά μου. Καφέ ήπια με τη
σπινονοικοκυρά μας που γνώρισα σχεδόν
πριν αναχωρήσουμε, αριστοκρατική Αθηναία
που ζει στη Σύρο λόγω της ενασχόλησης
με τον τουρισμό, αφού το ωραίο αρχοντικό
δεν ήταν κληρονομιά της, αλλά απόφαση
επένδυσής της στο νησί.
Η γραμμή τερματισμού
Οι
άνδρες κατέβηκαν στην παραλία για καφέ,
έκανα μια τελευταία βουτιά και βρεθήκαμε
στα στενάκια με τα πολλά στέκια για
φαγητό. Καθίσαμε στην «Ιθάκη του Αλή»,
ένα όνομα με νοσταλγία, φαινομενικά
άσχετο με τη Σύρο. Προφανώς ο ιδιοκτήτης
είχε το λόγο του, που ποτέ δεν μάθαμε.
Δοκιμάσαμε την κλασσική πλέον μαραθόπιτα
του νησιού, κολοκυθανθούς, ηλιόκαυτες
ντομάτες τηγανιτές σε κουρκούτι, με
συνοδευτικό γιαούρτι και συριανό
λουκάνικο. Ανηφορίζουμε στο σπίτι να
φορτώσουμε το ποδήλατο και τα τελευταία
πράγματα και πηγαίνουμε στο λιμάνι,
περιμένοντας το πλοίο Πάρος για την
επιστροφή μας στον Πειραιά.
Κάπως
έτσι τελειώνει ένα ταξίδι που δεν
ξεκίνησε γι’ αναψυχή, αλλά για παρέα
και στήριξη, κι αποδείχθηκε τόσο γεμάτο
και με τουριστικό ενδιαφέρον για εμάς
τους συνοδούς αθλητή. Γιατί γι’ αυτόν
που συμμετέχει σε έναν αγώνα τίποτε δεν
μετράει όσο ο επιτυχής τερματισμός του.
Για μας ήταν η αφορμή να γνωρίσουμε,
μέσω μιας αθλητικής διοργάνωσης, την
πρωτεύουσα των Κυκλάδων και να αντιληφθούμε
λίγο τον ενθουσιασμό, την αφοσίωση και
την άνοδο της αδρεναλίνης, όσων
προπονούνται για να συμμετέχουν σε έναν
αγώνα.
No comments:
Post a Comment