Γράμμα του Αναστάσιου Μπαλτζίδη από το Μάμμαρη της Κύπρου
Η πορεία προς
την κορυφή του λόφου, της Βίλας Βικέλα
δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Ο
χωματόδρομος ήταν πλατύς και η κλήση
ολοένα και πιο ανηφορική. Τεράστια
αυλάκια, σχίζανε το χώμα και πέτρες
έκαναν την εμφάνιση τους, στο βάθος
τους. Η μητέρα μου αγκομαχούσε, από την
προσπάθεια που κατέβαλε, για να σκαρφαλώσει
προς την κορυφή του λόφου. Τα βήματα μας
ήταν μικρά και το πέλμα, προσπαθούσε να
γαντζωθεί στο χώμα, που γλιστρούσε από
τη λεπτή στρώση της σκόνης, που είχε
επικαθίσει, κατά τόπους στην επιφάνεια
του. Στα μισά της διαδρομής, οι πλευρές
του βράχου, ανέβαιναν απότομα, σχηματίζοντας
ένα οροπέδιο, στα δεξιά και τα αριστερά,
του δρόμου. Φυτά κρέμονταν κατά μήκος
της απότομης κατωφέρειας, που ούτε
αγριοκάτσικο δεν σκαρφάλωνε. Κουφοξυλιές,
λίγες συκιές και θάμνοι βατόμουρων,
δέσποζαν μεταξύ των φυτών, της άναρχης
βλάστησης. Η πορεία μας συνεχίστηκε
αργή και σταθερή, μέσα από το διάδρομο,
που άφηναν μεταξύ τους, οι υπερυψωμένες
πλευρές και μας οδήγησε, κάτω από την
υπόγεια, «σπηλιά του θησαυρού».
Κατά την διάρκεια
των εργασιών διαπλάτυνσης και διαμόρφωσης
του χωματόδρομου, η φαγάνα έφερε στο
φως, ένα υπόγειο κρησφύγετο. Λεγότανε
ότι, οι αντάρτες κατά τη διάρκεια του
αγώνα, ενάντια στη γερμανική κατοχή
1941-44, είχαν δημιουργήσει την υπόγεια
κρύπτη και είχαν τοποθετήσει σάκους με
αγγλικές λίρες. Τα εγγλέζικα αεροπλάνα,
χρηματοδοτούσαν τότε με ρίψεις σάκων
«χρυσών λιρών», τον αντικατοχικό αγώνα.
Φυσικά και κάποιοι γελάσανε με το
ανέκδοτο, άλλοι όμως το πίστεψαν και
υπήρχαν και πρόσωπα που βεβαίωναν, «του
λόγου το αληθές». Όπως και να 'χε το
πράγμα, ο τελευταίος σάκος, πρόλαβε και
έκανε φτερά, πριν δούμε τις «χρυσές
λίρες». Ακούστηκε, ότι ο εργάτης της
φαγάνας, πήρε τα λεφτά και εξαφανίστηκε,
πριν την κάθοδο των αρχών της πόλης.
Έτσι λοιπόν, κάθε φορά που περνούσα από
το σημείο, θαύμαζα την τύχη του εργάτη,
που του 'λαχε τέτοιο κελεπούρι.
Στο τέλος της
κοπιώδους ανηφοριάς, ακουγόταν ο
βρυχηθμός του ποταμού Τριπόταμου, που
διέσχιζε την περιοχή. Την νύκτα ο θόρυβος
ήταν πραγματικά εντυπωσιακός, καθώς η
έλλειψη φωτισμού και κατοικιών τριγύρω,
καθιστούσαν ακόμη πιο εντυπωσιακό το
φαινόμενο. Οι ιστορίες για τον Αχέροντα
ποταμό και το βαρκάρη Χάρο, ξετυλίγονταν
στο νεανικό μυαλό και «τα πόδια κάνανε
φτερά» για το σπίτι, γιατί αλλοίμονο αν
σε προλάβαινε!
Δεξιά, στο
βάθος, υπήρχε το τείχος του Β΄ Σώματος
Στρατού, με τις υπερυψωμένες σκοπιές
και λίγο πιο μπροστά, μια παλιά αρχοντική
μονοκατοικία. Παραδόξως είχε μια κόκκινη
λάμπα απ’ έξω, αλλά δεν είχε σχέση με
το κουμμουνιστικό στοιχείο! Η απορία
μου για το θέαμα δεν λύθηκε, μιας και
ποτέ δεν κατάφερα να επισκεφτώ, το
συγκεκριμένο σπίτι και να διερευνήσω
το θέμα. Βλέπετε, από μικρός είχα το
ένστικτο του ντετέκτιβ Πουαρό και
προσπαθούσα να επιλύω όλα τα μυστήρια.
Αριστερά, ο
δρόμος κατέληγε σε μια διχάλα, όπου από
τη δεξιά, κατευθυνόσουν προς την κορυφή
του λόφου και αριστερά έπιανες τον
χωματόδρομο, που έκανε το γύρω του άλσους
της Βίλας Βικέλα. Τι ομορφιά είχε αυτός
ο χωματόδρομος την Πρωτομαγιά! Τα
λουλούδια ξεχείλιζαν από τις αυλές των
χαμόσπιτων, που συναντούσες στο διάβα
σου, προσφυγικές κατοικίες ως «επί το
πλείστον». Σπίτια σκορπισμένα, στην
ανισοεπίπεδη πλαγία του λόφου, έχοντας
μια μεγαλειώδη θέα, προς στην πόλη της
Βέροιας που ξεχύνονταν ανάμεσα από τους
δυο λόφους, αυτόν της Βίλας Βικέλα και
τον άλλο του Προφήτη Ηλία. Τα παιδιά,
παίζανε αμέριμνα στον χωματόδρομο, όπου
το μόνο κινητό όχημα, ήταν ο γάιδαρος
του γαλατά και το τρίκυκλο του παλιατζή.
Η φωνή του παλιατζή, ακούγονταν μέσα
από το μεγάφωνο του τρίκυκλου, να διαλαλεί
δυνατά και καθαρά:
«Εγώ όλα τα
παλιά αγοράζω, Ελάτε Ελάτε!»
Κάποιες φορές,
περνούσε και ο γανωματής και διαλαλούσε
και αυτός την τέχνη του…
«Όλα τα γανώνω…
κατσαρόλες, κουτάλια, πιρούνια… ο
γανωματήηης!...»
Υπέροχες
αναμνήσεις από δύσκολες εποχές, όπου
το καθημερινό τρέξιμο και ο αγώνας για
τον επιούσιο και το μεροκάματο, ρόζιαζε
τα χέρια και τα πόδια. Μα έκανε την καρδιά
σου να πετά από τη χαρά και το μέτωπο
σου, να λάμπει από τον τίμιο ιδρώτα, που
το αυλάκωνε…
«Μένη, Ρούλα,
Γιαννάκη γεια σας, ήρθαμε να μαζέψουμε
λουλούδια για το στεφάνι».
Τα παιδιά
αγκαλιάζονταν, τραγουδούσαν, παίζανε
και το στεφάνι της ευτυχίας, στεφάνωνε
την κεφαλή μας και οι ακτίνες του,
σκορπούσαν στα πρόσωπά μας, την λάμψη
του ήλιου!
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook. Περιλαμβάνεται στο πρώτο βιβλίο του Αναστάσιου Μπαλτζίδη "Ιστορίες της νιότης" που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Bookstars. Στις φωτογραφίες ο συγγραφέας σε παιδική και εφηβική ηλικία στο λόφο Βίλα Βικέλα.
No comments:
Post a Comment