Thursday 13 June 2019

Είχαμε έναν καθρέφτη


Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο




Απρίλης 1982, Άνω Τούμπα, μετά από εκδρομή στη Χαλκιδική

     Πήγα να ξυριστώ και στάθηκα στον καθρέφτη, τήραξα μέσα του βαθιά, πέρα μακριά, αχλή, αφρός στο πρόσωπό μου…
     Είχαμε, μαθές, τότε, έναν καθρέφτη, κρεμασμένο πλάι στο κατώφλι, σ’ ωραία κορνίζα, τον είχανε δώκει δώρο της μάνας μου στο γάμο της. Πάταγα στο σκαμνί και τήραγα μέσα του κι έβλεπα τα μούτρα μου, φαίνονταν καλύτερα, καθαρότερα απ’ ότι στου πηγαδιού τον πάτο
.
     Μοιάζεις του πατέρα σου, ίδιος είσαι, μόλεγαν οι συγγενείς κι οι γνωστοί που μ’ έβλεπαν. Δε μπόραγα να καταλάβω που έβρισκαν το μοιάσιμό μου με τον πατέρα μου. Εκείνος έχει μουστάκι, έχει μεγάλα μπράτσα, φορεί καπέλο, σκεφτόμουνα κι απόραγα.
     Κάθε λίγες μέρες ξεκρέμαε τον καθρέφτη ο πατέρας μου και τον έβανε στο παραθύρι να ξουριστεί κι εγώ ανέβαινα στο σκαμνί κι έβανα το πρόσωπό μου δίπλα στο δικό του να ιδώ πόσο μοιάζουμε και πόσο διαφέρνουμε. Δε κατάφερνα και πολλά πράματα, ήτανε κι οι σαπουνάδες.
     Καθώς νύχτωνε, δε μ’ άφηναν να καθρεφτίζομαι, δεν κάνει μόλεγαν, κάποιος χάνεται άμα τηράμε βράδυ στον καθρέφτη κι εγώ αποτραβιόμουν.
     Τα βράδια άμα ήτανε καλοκαιριά τήραγα τον ουρανό, μου φαίνονταν το φεγγάρι σαν πρόσωπο από λυπημένο παιδάκι. Πού να μοιάζει το φεγγάρι, αναρωτιόμουν. Άμα δεν είχε φεγγάρι, μόλεγαν, πως πήγε σ’ άλλη γειτονιά. Βολευόμουνα τότε να τηράω τα μεγάλα αστέρια, κάποτε τύχαινε να με ξαφνιάζει μαγικά κάποιο πεφταστέρι, τσάκωνε η ματιά μου και κανένα αερόπλανο πολύ αψηλά· ανακάτωνα τις σκέψεις μου με τις μοσχοβολιές πόστελναν τα πεύκα και τ’ αγιόκλημα και με του γρύλου το τρι-τρι.
     Άμα ήτανε χειμώνας, καθώς βράδιαζε κι όσο νάρθει το πρωτοΰπνι, τήραγα να βολέψω το ταξίδι του μυαλού μου μ’ όσα είχανε φωλιάσει βαθιά μου το καλοκαίρι που πέρασε και τα μηρύκαζα και τάφερνα ολοζώντανα μπροστά μου κι έτσι ταξιδεμένος κι αφηρημένος άφηνα τ’ αστήθι μου στου ύπνου την ανάσα.
     Ως γλύκαινε τη ματιά μου η πρωινή η φέξη κι έβανε μπρος το ξύπνιο μου, άνιφτος ακόμα πάαινα κι έβανα το σκαμνί και τήραγα τον καθρέφτη, να ιδώ αν είμαι ίδιος με τα χτες κι απέ πάσκιζα να ταιριάσω τη μέρα με τη νύχτα που τέλεψε και δε ξεχώριζα αν τα ψεσινά ήτανε όνειρα ή άγουροι λογαριασμοί της γκλάβας μου.
     Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 19 Νοεμβρίου 2018, στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook.

No comments:

Post a Comment