Γράμμα του Γιώργου Παληγεώργου από το Αγρίνιο
Η
αύρα απ’ τις κορφές των κυπαρισσιών
φέρνει την ανάσα των χαμένων Μικρασιατών,
ότι χώρος για λήθη δε μένει, ότι η μνήμη
δε γέρασε, η μνήμη μας δε θα γεράσει!
Εκεί
στα 1922, ρίζα είναι ο πόνος κι ο αιώνια
άκοπος αγώνας για ζωή, καλύτερα πες, ο
αγώνας για ψωμί και για της ψυχής τα
σύνεργα, ο αγώνας για πατρίδα και για
συνύπαρξη της οικουμένης ανθρωπινή!
Εκεί στα 1922 στη Μικρασία, ρίζα είναι ο
πόνος και τα διδάγματα…
Δεν
είναι κάποιο χρονικό να πεις κι ύστερα
πάει και πέρασε! Είναι ταξίδι πέρα από
δέντρα και πουλιά, είναι τ’ ανθρώπου η
ψυχή, που παίρνει ενθουσιασμό και δίνει
και παίρνει αγκάλες κι ύστερα… που
πονεί, που καίγεται, που πνίγεται στο
αίμα, που πνίγεται στο Αιγαίο, είναι…
η καταστροφή.
Κι
ο σπαραγμός παίρνει τον ποιητή[1], τον
κατακλύζει…,
«…η
Πόλη πάει | και η Σμύρνη στη φωτιά,
διπλοχαμένη Αγιά Σοφιά | στερνή φωνή
στην ερημιά, την Προύσα καίνε | και στο
Αϊβαλί σταυρός, αγκάθι, ξύδι και χολή.
| Χαμένη γη και προσφυγιά, τα πόδια εδώ,
αλλού η καρδιά | κομμάτια μου ψάχνω να
βρω, να κάνω ρίζα, να ξανασταθώ | και να
φωνάξω με φωνή, που να ματώσουν οι ουρανοί
| όλοι μας σφάζαν και μας πνίγανε μαζί,
| Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί.»
Κι
είναι η ψυχή που άμα σώσει και σωθεί το
καλούπι της κι αντέξει την τυράγνια,
πάλε αναφτερώνει και το λέει…
Κι
ο ποιητής[2] ξαφρίζει το σπαραγμό με το
τραγούδι,
«Κατακαημένο
Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι | χαροκαμένο
Εσκί Σεχήρ, αρχοντοπούλα Σμύρνη. | Κλάψτε
για το Καραχισάρ και για τα Μοσχονήσια,
| δουλεύει ο Χάρος στα Βουρλά κι ο θάνατος
στην Προύσα. | Από πού παν στο Κασαμπά,
στην Πάρσα και στ' Αξάρι | δεν πάνε πια
στην Αμισό, στο Ακχισάρ ή στο Αξάρι.»
Ότι
έχει εκείνη την άφταστη μαστοριά ο
άνθρωπος και φκιάνει τις παρηγόριες
του με γκαρδιακές διήγησες, που κάνουν
φορές έναν ολάκερο λαό, σε μια ολάκερη
εποχή, νάχει μία ψυχή, μία μεγάλη ψυχή!
Κι
οι αναθύμησες νερό λυτρωτικό για τους
μετά, ότι είν’ πολλοί που ζωντανά τα
παρασταίνουν κι άλλοι, πολλοί κι αυτοί,
π’αθάνατα τα γράφουν. Κι όλο ρέει ο
λόγος κι όλο οι γραφές απλώνονται…
Κι
αναβαρούνε στο μυαλό του προσφυγόπουλου[3]
της μάνας του οι παράστασες, για τη
συντροφιά πούχανε η Μαριάνθη Μπαλαμπάνη,
η κυρά Ευθυμία κι η Μαρίνα… και πιάνει
το μολύβι του:
«Όταν
η νύχτα έπεφτε, τις έβλεπα
και
τις τρεις τριγύρω στο μαγκάλι
-
μοίρες καλές - να ζωντανεύουν ίσκιους
από
το παρελθόν και να μιλούν για τόπους
μιας
Πατρίδας που δε γνώρισα: Σερίκιοι,
Σεβδίκιοι,
Σμύρνη, Μαινεμένη.»
Κι
άλλοι, ‘πως ο σκλάβος[4] πόγινε γραφιάς,
ιστορούνε πια, με της γαλήνης τους τη
δύναμη και με τη μέσα γλώσσα τους, την
κόλαση που ζήσανε βουβά,
«Η
μητέρα μου έχει γονατίσει στο πλακόστρωτο
όξω απ' το μικρό παράθυρο, εκεί πλάι, και
δε φωνάζει πια, κλαίει. Στην αρχή ο σκοπός
δεν την άφηνε να 'ρθει κοντά· έκαμε τον
κόσμο άνω κάτω, σαν παλαβή. Στο τέλος τη
σπρώξαν προς το παράθυρο. Έπεσε μπρούμυτα.
Το γλυκό μαύρο πρόσωπό της έκαμε μπρουπ
πάνου στα κάγκελα. Με μια απελπισμένη
προσπάθεια κοίταξε να σηκωθεί, έπιασε
μισοξαπλωμένη τα κάγκελα και φώναζε:
—
Ηλία! Ηλία!
Η
θερμή γνώριμη κραυγή γέμισε το υπόγειο.
Με βρήκε σε μιαν άκρη και με τίναξε.
Έτρεξα στο παράθυρο. Με κοίταζε με τα
ξαφνιασμένα μάτια της μες στους άγνωστους
ανθρώπους, μες στ' άλογα, μόλις με ξεχώριζε
μες στο ύποπτο φως, άπλωνε μέσα τα χέρια
της να μ' αγγίσει, δεν ήξερε τι έλεγε. Το
χέρι της έτρεμε στο κενό, ερχόταν σ'
εμένα, πάλι αποτραβιόταν — ένα ζο που
ήθελε να πιει και δεν το αποφάσιζε.
—
Κ' εκείνο έτρεμε χτες για τα ποντίκια...
Για τα ποντίκια!... έλεγε απελπισμένα,
σα να μιλούσε σε κάποιον, κι αναρουφούσε.
Θε μου, τι να κάμω;
Τι
να κάμει; Μέρεψε. Δε φωνάζει πια. Συμμάζεψε
τα πόδια της, έγινε ένα κουβάρι κόκαλα
και μελαψό κρέας.
—
Κακόμοιρο παιδάκι... Κακόμοιρο παιδάκι...
μουρμουρίζει μονάχα από ώρα σε ώρα και
κλαίει.
Το
στόμα της ανοίγει και κλείνει νευρικά.
Τα μάτια δεν τα σφουγγίζει πια…»
Και
διαβαίνουν οι γενιές, μα αχλή δε μένει…
Και περάνε οι χρόνοι και δίνουνε άπλα
να χωρέσουν, να φωτιστούνε τα μαρτύρια..!
Και
κάποιοι άλλοι, ‘πως η απαράμιλλη Διδώ[5],
παρασταίνουν λες και δε πέρασε μια μέρα,
«Όταν
ξαναπήραν οι Τούρκοι το Αϊντίνι, ο θείος
Θανάσης, ήταν γερμένος στη δουλειά του
και είδηση δεν πήρε
……………………………………………………………………………………………………….
Χρειάστηκε
νάρθει να τον ξεσηκώσει με τα κλάματά
της η κυρά Παναγή, η σπιτονοικοκυρά του.
-
Μπάρμπα θα καούμε ζωντανοί, ερήμωσε ο
τόπος, φωτιές ανάβουν οι Τούρκοι και
σφάζουν!
Σηκώθηκε
αλαφιασμένος κι άρχισε να τρέχει κατά
το σπίτι του. Στο δρόμο δρασκελούσε
κορμιά σκοτωμένων, περνούσε μέσα από
τις φλόγες που τον τσουρούφλιζαν. Ερημιά
παντού, νέκρα, μπιστολίδι και εκρήξεις.
Όταν ύστερα από πολλές περιπέτειες,
κατάφερε να φτάσει στο σπίτι του, το
βρήκε άδειο. Πόρτες, παράθυρα, συρτάρια,
όλ’ ανοιχτά. Ρούχα και έπιπλα πεταμένα.
Και το τσουκάλι με το φαγητό καιγότανε
στο τζάκι. Φώναζε σα χαμένος.
-
Ελπινίκη! Γιώργο! Φοίβο! Κωστή! Φανή!
Νίνα! Ελένη! Τίμο! Παιδιά! Πού είστε;
Άρχισε να κλαίει δυνατά, σα μικρό παιδί.
Έψαξε
στο υπόγειο, έψαξε στην έρημη γειτονιά.
Τριγύριζε τα στενοσόκακα. Κι ύστερα
κάποια στιγμή, μπρος στην εκκλησιά του
Άη – Γιώργη που καιγότανε, πάνω σ’ άλλα
στιβαγμένα κορμιά, γνώρισε τον Τίμο
νεκρό.
-
Τίμο, παλικάρι μου, παιδί μου!
………………………………………………………………………………………………………»
Λένε
αυτοί που κατέχουν, πως η ιστορία του
κόσμου κυλάει αργά. Μα είναι φορές πόχει
βιασύνη μεγάλη η ιστορία, όπου χάνεται
η φρόνηση κι ο κόσμος χάνει τα γκέμια
της ζωής και διαφεντεύει η βία η τυφλή,
πού όλο χτυπάει αξέταστα…
Η
Ιωνία, η Μικρασία ολάκερη, με μιας, έχασε
ετούτη τη λαλιά, όπου μιλάμε εμείς απόψε
εδώ, ‘πως έχασε συνάμα και την Αρμένικη
λαλιά…
Κι
ένας πολιτισμός ολάκερος εκόπη… και
μείναν κείθε οι ρίζες του και τα κλαριά
του δώθε…
Η
Μικρασία κι η νύμφη της Ιωνίας όμως
είχαν προλάβει, είχαν φροντίσει να έχουν
πάντοτε οι άνθρωποι στο νου και στην
ψυχή τους νωπό το σπόρο απ’ τις συγκομιδές
των αιώνων. Κι έτσι ήξεραν καλά ν’
αποκρίνονται στην ανάγκη, στην κάθε
ανάγκη… Για βιος, για γράμματα, για
γλέντι, για έρωτα…
Τα
πολλά σχολειά με την Ευαγγελική σχολή
να προεξάρχει στη Σμύρνη κι ακόμα τα
σωματεία κι οι σύλλογοι ήταν γεννήματα
ανθρώπων, που είχανε το πνεύμα, τον
πολιτισμό και τον αθλητισμό στις φλέβες
τους και «γέννησαν» ανθρώπους με φλέβα
αδιάκοπης δημιουργικής άμιλλας.
Κι
έφεραν μαζί με τους μπόγους τους, όσοι
κατάφεραν να σωθούν και να σώσουν στην
λεύτερη, στη νέα τους πατρίδα και τους
σπόρους που ήτανε νωποί στη ψυχή τους,
ότι ο νους τους είχε σκορπίσει σ’ όσους
ξέγραψαν, σ’ όσους έψαχναν, στις κομμένες
ρίζες τους, στη νέα αγωνία κάπου να
ριζώσουν, να σταθούν…
Κι
έφτασε το προσφυγομάνι στα λιμάνια της
λεύτερης Ελλάδας κι ύστερα σκορπίστηκε,
μοιράστηκε πιο μέσα, για λίγο τόπο, για
λίγο χώμα. Κι έφτασε και στην Αιτωλοακαρνανία
κι έσωσε κι ως το Αγρίνιο, τον Άγιο
Κωνσταντίνο, εδώ…
Και
πάσκισε η προσφυγιά με σύντροφο την
υπομονή να βάλει το νερό στ’ αυλάκι…
Κι ηύρε πολλά ενάντιά της… Δεν ήτανε
πως έλειπε μονάχα το ψωμί ή το κεραμίδι,
ήτανε κι η περιφρόνηση των ντόπιων και
φορές κι η έχτρα τους ακόμα… Και κάποιοι
σ’ έλεγαν πρόσφυγα αντίς για πρόχειρη
βρισιά… Μα το νερό μπήκε στ’ αυλάκι κι
εδώ, ότι ετούτοι οι πρόσφυγες ήξεραν
απ’ αιώνες στην ανάγκη ν’ αποκρίνονται!...
Ο
σπόρος ο νωπός της ψυχής του πρόσφυγα
έδωσε φύτρα και σε τούτη γης και πήραν
κι οι ντόπιοι γλύκα κι άρχισαν κι εδώ
να μπολιάζονται οι μέρες και τα χρόνια
με της Μικρασίας τα λουλουδικά, τ’
αρώματα, τις γεύσεις, τις μουσικές, τις
συντροφιές, το γλυκό κρασί και τις
αγάπες.
Στο
μόχθο του καπνεργάτη στα καπνομάγαζα
ή στα χωράφια στην αρχή κι ύστερα
σιγά-σιγά στη δική τους προκοπή άρχισαν
να προχωράνε στην εδώ ζωή και να
ξαναβρίσκουνε χαρά. Και να πορεύονται
δίχως ποτέ να λησμονούν. Τα μεσημέρια
άκουγαν – χρόνια μετά - στο ραδιόφωνο
τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού
για τους χαμένους Μικρασιάτες και
χαμήλωναν και δάκρυζαν και ταξίδευαν
εκεί και χάνονταν μακριά, πέρα στα
χρόνια, στο τότε…
Κι
ήταν πολλοί οι προικισμένοι κι οι
ξεχωριστοί, χωρίς οι ίδιοι ατοί να
ξεχωρίζουν, που έδωσαν απ’ το σπόρο
εκείνο το νωπό κι άλλο σπόρο κι άλλους
σπόρους πολλούς. Κι ήτανε κάποιος,
προσφυγοπούλας γέννα, πόδωσε περίσσια
απ’ τη ψυχή του στου κόσμου τις ψυχές,
ο Πυθαγόρας. Ο Πυθαγόρας Παπασταματίου
που, λίγο πριν τα πρόωρα, τα βιαστικά
στερνά του, έδωσε τραγούδια, που πήρε
απ’ το νανούρισμα κι από της μάνας του
τα παραμύθια, τη «Μικρά Ασία»[6], ένα
μπουκέτο από αμάραντα λουλούδια όπως
θάλεγε κι ο Κόντογλου…
«Σαν
ήμουνα παιδί κι εγώ
φτερούγισα
απ' την κούνια
όμως
μαχαίρια έβλεπα
στης
Πόλης τα καντούνια
Κυνηγημένος
μιαν αυγή
ετράβηξα
τους δρόμους
φωτιά
στα πόδια μου η γη
κι
η μοναξιά στους ώμους
………………………………………..»[7]
Είμαστε
σήμερα εδώ, στην πληγωμένη Ελλάδα και
μετράμε πια ετούτες τις πληγές, μα κι
εκείνα τα χρόνια. Πέρασαν σιγά-σιγά 96
χρόνια από τότε…, 96 χρόνια!
Η
αύρα απ’ τις κορφές των κυπαρισσιών
φέρνει την ανάσα των χαμένων Μικρασιατών,
ότι χώρος για λήθη δε μένει, ότι η μνήμη
δε γέρασε, η μνήμη μας δε θα γεράσει!
[1]
Ιάκωβος Καμπανέλης (Ξεριζωμός, απ' το
μεγάλο μας τσίρκο)
[2]
Ιάκωβος Καμπανέλης (Ξεριζωμός, απ' το
μεγάλο μας τσίρκο)
[3]
Νίκος Λάζαρης (από το ποίημα, Μαριάνθη
Μπαλαμπάνη)
[4]
Ηλίας Βενέζης (από το νούμερο 31328)
[5]
Διδώ Σωτηρίου ( Οι νεκροί περιμένουν)
[6]
«Μικρά Ασία», ( Κύκλος τραγουδιών του
Πυθαγόρα, σε μουσική Απόστολου Καλδάρα,
1972)
[7]
Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω (Τραγούδι της
«Μικράς Ασίας»)
ΦΩΤΟ
1: Τα πρώτα παραπήγματα των προσφύγων
Μικρασιατών βοδειοδυτικά του Αγρινίου.
ΦΩΤΟ
2: Ο Μικρασιατικός οικισμός "Άγιος
Κωνσταντίνος" με τα πρώτα του σπίτια
πια, που οι Αγρινιώτες ονόμασαν Συνοικισμό.
Σήμερα έχει ενωθεί με την
πόλη του Αγρινίου κι αποτελεί αναπόσπαστο
και ζωτικότατο τμήμα της.
Οι
φωτογραφίες προέρχονται από το ΑΡΧΕΙΟ
της Γίτσας Πανταζή
Σημείωση:
Η ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά
στις 15 Σεπτεμβρίου 2018 στο προφίλ του
συγγραφέα στο facebook.
No comments:
Post a Comment