Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια
Τα
εσωτερικά των σπιτιών της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, μοιάζανε πολύ μεταξύ
τους.
Μερικοί
από μας προλάβαμε ανθρώπους να ζουν
μέσα σ αυτά με Ελληνικό τρόπο.
Είναι
τα σπίτια, που αγαπάς όπως τα παραμύθια.
Είναι
αυτά που τα κοιτάς σε φωτογραφίες και
ψάχνεις να βρεις ποιος δρόμος να είναι,
γιατί δεν υπάρχουν πια.
Σαν
τις οικογενειακές φωτογραφίες, που δεν
τους γνωρίζεις όλους και ψάχνεις κάποιον
να σου πει ποιους βλέπεις.
Κι
έρχεται η θλίψη της απώλειας μεγάλη,
γιατί δεν βρίσκεις κάποιον να σου πει
ποιόν βλέπεις... ποια σπίτια είναι αυτά,
ποιος δρόμος...
Κοιτάς
την χαμένη σου πόλη, σαν τους χαμένους
δικούς σου.
Άγνωστοι
δρόμοι, άγνωστα σπίτια, σαν τους άγνωστους
πεθαμένους συγγενείς.
Ευτυχώς
μερικά ζουν ακόμα σε μερικούς δρόμους,
σαν την οδό Κυριωτίσσης στην Βέροια.
Σαν
αυτό το ψηλό, βαμμένο άσχημα κίτρινο,
απέναντι από το σπίτι που μεγάλωσα.
Αυτό
με τα χρωματιστά τζαμλίκια, σαν αυτά
που έκανα στο καφέ "Στάσου Μύγδαλα".
Μπλέ και άσπρα.
Αυτό
το ψηλό το "Μπέικο", όπως το έλεγε
η γιαγιά μου, που έμπαινε εκεί μέσα,
γιατί πήγαινε κοριτσάκι στην Χανούμισσα
νερό, από το κιόσκι στην Μπαρμπούτα, σε
μπακιρένιο γκιούμι, για να την κεράσουν
οι Τουρκάλες τριανταφυλλένιο λουκούμι
κι ένα ...γροσάκι κάθε φορά.
Έτσι
είναι αυτά τα σπίτια που ...σώθηκαν .
Όσο
κρατιούνται, κρατάν μαζί τους και τις
μνήμες των ανθρώπων που ζούσαν εκεί.
Σε
μερικά σπίτια που ερήμωσαν, μείνανε οι
φωτογραφίες κρεμασμένες στους τοίχους,
στο ίδιο σπίτι, στον ίδιο δρόμο, στην
ίδια πόλη.
Φωτογραφίες
με αυτούς που έζησαν κάποτε εκεί μέσα.
Με
ρούχα περίεργα, με φορεσιές μακριές και
με φλουριά κρεμασμένα στο στήθος.
Με
ρεπούμπλικα και σταυρωτά σακάκια κι
ασπρόμαυρα παπούτσια.
Με
φέσια τούρκικα και με γραβάτες.
Καβάλα
σε άλογα και με κοπάδια, σ' άγνωστα βουνά.
Πρόσωπα γελαστά κι αγέλαστα, χαρούμενα
ή πένθιμα, με θλίψη και πόνο στο μαύρο
ρούχο, στο μαύρο μαντήλι, στο μαύρο
βλέμμα.
Άνθρωποι
σε χαρές, σε γάμους, σε βαφτίσια, σε αυλές
και σε σάλες.
Άνθρωποι
σε πανηγύρια, σε παρελάσεις.
Με
στρατιωτικά ρούχα, με μαθητικά, με
σημαίες, με λαμπάδες της Ανάστασης και
γύρω από τούρτες γενεθλίων.
Άνθρωποι,
άνθρωποι, άνθρωποι... άγνωστοι περαστικοί
και περασμένοι, και κάποιοι πλέον,
ξεχασμένοι.
Ούτε
όνομα, ούτε επάγγελμα, ούτε σπουδές,
ούτε τίτλοι. Μόνο η ανθρώπινη φιγούρα
τους.
Μόνο
το βλέμμα τους και η στάση τους, να
μαρτυράει κάτι από την ψυχή, που είχαν
και άφησαν, πάνω στις φωτογραφίας το
χαρτί, στον τοίχο πάνω, κρεμασμένοι και
αφημένοι στον χρόνο, στο άδειο σπίτι,
περιμένοντας να πέσουν επιτέλους από
το καρφί, μαζί με το σπίτι...
Να
λυτρωθούν!
Γι'
αυτό, δεν γίνεται σήμερα, μετά από τόσες
απώλειες, τόσους θανάτους κτηρίων, να
σκεπτόμαστε να γκρεμίσουμε κι όσα από
τύχη έζησαν... "προφασιζόμενοι καλά
ενώπιον των ανθρώπων".
No comments:
Post a Comment