Tuesday 12 November 2019

Οι δικοί μου "Δίκαιοι των Εθνών"


Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια




Οι παππούδες μου

     Ο καθένας κουβαλάει μέσα του, αυτούς που προ-ηγήθηκαν από αυτόν στην ζωή, με τον δικό τους "τρόπο", στον δικό τους "τόπο".

     Ένα βράδυ, πριν μερικές εβομάδες, στον "τόπο" του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Βέροιας, με τον δικό της "τρόπο", η Σόνια Θεοδωρίδου τραγούδησε, με την μαγική της φωνή, στην μνήμη των δικών της νεκρών.

     Μια πόλη, στον "τόπο" της με τον "τρόπο" της, τίμησε και θύμισε μαζί της, τους ίδιους νεκρούς.

     Καθισμένος στις τελευταίες καρέκλες την άκουγα να τραγουδάει "τι ωραία που ειν' η αγάπη μου" και στο δικό μου μυαλό, ερχόταν οι δικοί μου νεκροί, που φρόντισαν, όσο ζούσαν, να ζήσουν οι φίλοι τους.


     Να μην πάρουν το τρένο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά το καράβι για το Ισραήλ και να... ζήσουν.

     Αυτή είναι η ιστορία εν συντομία, δύο ανθρώπων, που αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλον κι έτσι τους περίσσευε αγάπη για τους... άλλους.

     Ένας ανιδιοτελής αγώνας, που έσωσε τις ζωές των άλλων, με κίνδυνο να χάσουν την δική τους ζωή, εξαιτίας της αγάπης τους για τους... άλλους.

     Ιδού λοιπόν μια ιστορία ψυχής και αγάπης.

     "Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;"

     Τις μέρες που μαζεύαν τους Εβραίους στην Θεσσαλονίκη, ένας μπακάλης από το χωριό Κορυφή, στο Ρουμλούκι της Ημαθίας, με κίνδυνο της ζωής του, πήγαινε με το κάρο στην Θεσσαλονίκη, την μέρα, και μετά, μέσα στην νύχτα, τους έφερνε στο σπίτι του. Τους κοίμιζαν με την γυναίκα του, σε μια κάμαρη και τα παιδιά τους στο παχνί στον στάβλο. Την άλλη μέρα τους έβγαζε, με το κάρο πάλι, στον Αλιάκμονα, για να περάσουν να κρυφτούν στα Πιέρια.

     Η γυναίκα του ήταν η κόρη του παπά του Χωριού και το ζευγάρι ήταν ο Γεώργιος Αγγελόπουλος και η Παρασκευή το γένος Μπαμπαλή.

     Όταν τον πήραν χαμπάρι οι Γερμανοί ,έκανε το εξής εξωφρενικό. Πήγε στον Βαρδάρη στην Θεσσαλονίκη και έμενε σε ένα υπόγειο κάτω από τα γραφεία της Γκεστάπο και ζούσε κάνοντας τον Λούστρο, για να μην τον ψάχνουν. Μέχρι την μέρα, που κάποιος από την Αντίσταση, έβαλε το παπούτσι του για να του το βάψει και του είπε χαμηλόφωνα: "φύγε σε βρήκανε".

     Έφυγε και σώθηκε γιατί οι Γερμανοί φεύγανε κι αυτοί. Τέλειωνε ο πόλεμος.
.
     Λίγο πριν πεθάνει, ένας από τους επιζήσαντες Εβραίους, κάποιος κύριος Ναχμία, άφησε στην διαθήκη του εντολή να τους τιμήσουν.

     Έτσι το Ισραήλ τους τίμησε σε ειδική τελετή και τους κατέταξε στους σωτήρες του. Στην κατηγορία εκείνων, που με δική τους βούληση και όχι μέσα από κάποια οργάνωση, σώζανε κάποιους Εβραίους, από τον θάνατο.

     Οι άγνωστοι αυτοί ήρωες, ήταν οι παππούδες μου (στην φωτογραφία).

     Οι γονείς της Κυρά Ρίτσας της μητέρας μου.

     Ο Θεός να τους αναπαύει.

No comments:

Post a Comment