Wednesday, 11 December 2019

Το σπίτι στην Παπάφη


Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια




     Το σπίτι αυτό, στην φωτογραφία, δεν υπάρχει πλέον.
     Όσοι κι όσες ερχόταν εκεί, θυμούνται ίσως, τα ξύλινα ταβάνια, τις νταμπλαδωτές πόρτες και τα μωσαϊκά πλακάκια, το τζάκι στην κουζίνα κι ενα δωμάτιο που δεν είχε πάτωμα και φαινόταν τα θεμέλια, το αρχαίο χώμα της Σαλονίκης.
     Ήταν ημιυπόγειο και είχε μια πικροδάφνη στην είσοδο και μια στάση του 12, στο παράθυρο μπροστά, που πήγαινε στην Κάτω Τούμπα.
     Ήταν στη Παπάφη 9 και κατέβαινες σκαλιά για να μπεις, σαν τις παλιές εκκλησίες της Βέροιας.
     Δεν ακούγονται πλέον γέλια, φωνές και τραγούδια απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Δεν ακούγονται ούτε της νύχτας οι ψίθυροι και οι σουμιέδες από το κρεβάτι.
     Κι εκείνο το μικρό ποντικάκι, το πιάσαμε μια μέρα στην φάκα και δεν φοβάται ο φίλος μου ο Δημητράκης, που ερχόταν και διάβαζε σε μένα, επειδή είχα δροσιά, γιατί έμενε, ο έρμος, σε ένα πλυσταριό, σε μια ταράτσα στην Αγίου Δημητρίου κι έβραζε ο τόπος.
     Στα βραδινά παράθυρα, δεν καθρεφτίζονται η Λίλιαν και η Ισμήνη, δοκιμάζοντας ρούχα και την αντοχή των φαντάρων, που τις παίρναν μάτι από το πεζοδρόμιο.
     Δεν ακούγεται το δεύτερο πρόγραμμα στο ραδιάκι, που μου έκανε παρέα τα ατέλειωτα βράδια στο σχεδιαστήριο. Δεν ακούγονται τραγούδια στο κασετόφωνο. Στης κουζίνας τα μωσαικά πλακάκια, εκείνα τα Βεροιωτόπουλα που ίδρωσαν να τους μάθω ζεϊμπέκικο, για να δουλέψουν στην Χαλκιδική το καλοκαίρι, είναι πατεράδες πια και έχουν δουλειές δικές τους.
     Κι οι γάτες που μας έβλεπαν, να χορεύουμε, σκαλωμένες στην κληματαριά της αυλής, φύγαν από την γειτονιά, που δεν έχει αυλές με κληματαριές, πικροδάφνες και ένα φοινικόδεντρο στην είσοδο, σαν αυτήν που είχε το σπίτι στην Παπάφη, στην Σαλονίκη, τότε στα ογδοντακάτι, χωρίς κινητά και ίντερνετ.
     Η κυρά Ρίτσα, η μάνα μου, δεν ξαναφάνηκε στην πόρτα με μπαγκάζια γεμάτα ταπεράκια και τούρκικος καφές δεν ξαναμύρισε στα δωμάτια, ούτε κι εκείνος ο Γαλλικός - "κάνε με βρε γιόκα μου από εκείνο που μυρίζει σαν προφιτερόλ" - βανίλια φίλτρου εννοούσε.
     Σε ένα φορτηγό φόρτωσα τα φοιτητικά μου πράγματα κι ένα πτυχίο στην τσάντα, σβήσαμε το φως και φύγαμε .
     Φύγανε οι φίλοι μου, οι συμφοιτητές μου, κι οι ατέλειωτοι μουσαφίρηδες.
     Φύγανε τα χρόνια μας, οι αγάπες μας, οι χαρές μας, οι καλές μας μέρες, τα γέλια και τα καλαμπούρια μας.
     Φύγαν οι καλοί και οι κακοί.
     Μερικοί φύγαν κι απ την ζωή, χωρίς να τελειώσουν ούτε το καφέ, ούτε το τσιγάρο που το κάπνισε το τασάκι.
     Τώρα το σπίτι εκείνο είναι απλά μια πολυκατοικία κι αυτός στην φωτογραφία... δεν μένει πια εκεί.
     Φύγαμε όλοι.

No comments:

Post a Comment