Γράμμα του Δημήτρη Κουκούδη από τη Βέροια
Το
πατρικό μας ήταν χτισμένο στην όχθη του
ποταμού, που ερχόταν από το Μαυροδεντρι
κι αφού περνούσε από μπατάνια κι
αλευρόμυλους βουίζοντας, έπεφτε στην
καρούτα του σουσαμόμυλου δίπλα μας.
Το πατρικό μας ήταν απέναντι από τα αρχαία τείχη της πόλης μας, στην αρχή μιας συνοικίας, με το λάγνο όνομα Γιολά Γκελντί και δίπλα από ένα Οθωμανικό τζαμί, που ήταν φροντιστήριο μαθηματικών του Κυρ Λεωνίδα Ιωσηφίδη, του επονομαζόμενου Ζούκοφ, που στα διαλείμματα μου έλεγε ιστορίες από την Τραπεζούντα και το αντάρτικο στον Πόντο.
Το πατρικό μας ήταν δίπατο και είχε μια αναριχόμενη τριανταφυλλιά να το σκεπάζει, κι ένα αρχαίο εικόνισμα της Παναγίας με καπάκια, ότι έμεινε στον Παππού μου από το δικό του πατρικό, μετά που το έκαψαν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες, μαζί με το χάνι που είχαν οι δικοί του, στην λίμνη της Δοϊράνης κι αρσενικό δεν άφησαν κανέναν στο σπίτι, στα Μεγάλα Λειβάδια, στο Παϊκο.
“Σε
σένα θα τ' αφήσω αν κάνεις δικό σου
σπίτι”, έλεγε η γιαγιά μου, κι έτσι
έκανε.
- Εσυ εχεις το όνομα μου βρε;
Το πατρικό μου σπίτι είχε αργαλιό ανοιγμένο στο πίσω δωμάτιο, και μύριζε μαλλί πλυμένο.
Στην άκρη της αυλής είχαμε ένα πλατάνι, που είχε τις ρίζες του μισές μέσα στο ποτάμι και τις άλλες κάτω από το σπίτι μας .
Δεν μας είχε αφήσει ίσιο μέρος στα πατώματα.
Όλα τα επιπλα είχαν τακουνάκι για να αλφαδιαστούν.
Ειδικα το τραπέζι, που χωρις τακούνια στα πόδια, έγερνε τα πιατικά και τα ποτήρια.
Ο παππούς μου ο Στέργιος μου μιλούσε Βλάχικα μονίμως. Δεν με μάλωσε ποτέ, με ειχε αδυναμία, γιατι γεννήθηκα μετά από άδικο χαμό και γιατί είχα το όνομα του ...αδικοχαμένου γιού του.
Το όνομα του θείου Τάκη, που με κοιτούσε με την στολή του αξιωματικού, από τη φωτογραφία του, και με την Χολιγουντιανή του ομορφιά, έμοιαζε να με ρωτάει κάθε φορα!:
Έμοιαζε η ερώτηση, σαν να με ρωτούσε αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, η γοργόνα, που νόμιζα μικρός ότι εκανε βουτιές στο ποτάμι μας.
Δεν απάντησα ποτέ, ούτε σ' εκείνον, ούτε στην γοργόνα που κολυμπούσε στο ποτάμι, πλάι στο σπίτι μας, κάτω από το μεγάλο πλατάνι.
Τα Χριστούγεννα, πήγαινα να πω τα κάλαντα, με την παρέα μου, στους παππούδες μου.
Το πλατάνι είχε αδειάσει άλλη μια μέρα τα φύλλα του στην αυλή μας κι εμείς τρελενόμασταν να περνάμε σπρώχνοντας τα ξερά πλατανόφυλλα, κάνοντας κράτσα κρούτσα, για να μας ακούσουν και να βγουν στην πόρτα.
Πρώτα έβγαινε η γιαγιά μου η Χρυσούλα στην πόρτα, φορώντας Βλάχικα μακριά φουστάνια κι αφού έβλεπε ότι ειμαι εγώ, φώναζε τον παππού:
“Στέργιου σκοάλι, βίνι φιτσόρλου, τρι κόλιντι, σκοάτι παράτσι...” (Στέργιο σήκω, ήρθε το παιδί, για τα κάλαντα, βγάλε παράδες).
Κι έτσι ξεκινούσαμε την εξόρμηση στις γειτονιές γύρω απ' την Κυριώτισσα, τότε, 60 με 70, ξεκινώντας πάντα από το πατρικό μου.
Μετά δεν ξαναείπαμε τα κάλαντα, σαν τελειώσαμε το δημοτικό!
Μετά από χρόνια, στεκόμασταν εμείς στην πόρτα, για να ασημώσουμε τα παιδια της γειτονιάς.
Και μετά από χρόνια, ήρθε η ώρα να βγώ στην πόρτα, για την δική μου εγκόνα.
Δόξα τω Θεώ!
Σημείωση:
Κόλιντα/kolinda, κοινώς κάλαντα, εκ του
λατινικού: calendae = νεομηνίες.
Τα "Κάλαντα" των Χριστουγέννων είναι ένα έθιμο που προέρχεται από το Βυζάντιο ("Άσματα Αγερμού", κατά τους Βυζαντινούς) με απώτερη καταγωγή, από το αρχαιοελληνικό έθιμο της "Ειρεσιώνης".
Τα "Κάλαντα" των Χριστουγέννων είναι ένα έθιμο που προέρχεται από το Βυζάντιο ("Άσματα Αγερμού", κατά τους Βυζαντινούς) με απώτερη καταγωγή, από το αρχαιοελληνικό έθιμο της "Ειρεσιώνης".
No comments:
Post a Comment